
Γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς του Ἰωάννης καὶ Ἄννα τὸν ἀνέθρεψαν κατὰ τὸν καλύτερο χριστιανικὸ τρόπο. Ὅταν μεγάλωσε, μορφώθηκε ἀρκετὰ καὶ ἀργότερα ἀναδείχθηκε ἡγούμενος στὸ περίφημο ὄρος τοῦ Ἁγίου Αὐξεντίου.
Ὅταν ξέσπασε ὁ πόλεμος ἐναντίον τῶν ἁγίων εἰκόνων, ὄχι μόνο δὲ συμμορφώθηκε μὲ τὶς αὐτοκρατορικὲς διαταγές, ἀλλὰ καὶ χαρακτήρισε αἱρετικοὺς τοὺς εἰκονομάχους βασιλεῖς. Καταγγέλθηκε στὸν αὐτοκράτορα Κωνσταντῖνο τὸν Κοπρώνυμο, ὁ ὁποῖος ἤλπιζε μὲ τὴν προσωπική του ἐπιβολή, ὅταν τὸν ἔφερνε μπροστά του, νὰ δαμάσει τὸ φρόνημα τοῦ Στεφάνου. Συνέβη ὅμως τὸ ἀντίθετο.
Ὁ Στέφανος, ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους μὲ «πολλὴν παῤῥησία ἐν πίστει τὴν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ», δηλαδὴ μὲ πολλὴ παῤῥησία καὶ θάῤῥος στὸ νὰ διακηρύττει τὴν πίστη ποὺ ὁμολογοῦν ὅσοι εἶναι σὲ κοινωνία μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ἤλεγξε αὐστηρὰ κατὰ πρόσωπο τὸν Κοπρώνυμο.
Αὐτὸς τότε τὸν ἔκλεισε στὴ φυλακὴ καὶ μετὰ ἀπὸ μέρες διέταξε νὰ τὸν θανατώσουν. Ἀφοῦ, λοιπόν, τὸν ἔβγαλαν ἀπὸ τὴν φυλακή, ἄρχισαν νὰ τὸν λιθοβολοῦν καὶ νὰ τὸν κτυποῦν μὲ βαρειὰ ῥόπαλα. Ἕνα ἰσχυρὸ κτύπημα στὸ κεφάλι ἔδωσε τέλος στὴ ζωὴ τοῦ Στεφάνου (τὸ 767 μ.Χ.).
Κατόπιν τὸ σῶμα του τὸ ἔριξαν στὴ θάλασσα, ἀλλὰ εὐλαβεῖς χριστιανοὶ ποὺ τὸ βρῆκαν ὅταν τὰ κύματα τὸ ἔφεραν στὴν παραλία, τὸ ἔθαψαν μὲ τὴν ἁρμόζουσα τιμή.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείαν ἄσκησιν ἐνδεδειγμένος, σκεῦος γέγονας δικαιοσύνης διαπρέπων ταῖς σεπταῖς ἀναβάσεσι· καὶ τοῦ Χριστοῦ τὴν εἰκόνα σεβόμενος, μαρτυρικῆς ἠξιώθης φαιδρότητος. Θεῖε Στέφανε, ἐν ὅπλῳ ἡμᾶς στεφάνωσον τῆς θείας εὐδοκίας τοὺς ὑμνοῦντας σε.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἀσκητικῶς προγυμνασθεὶς ἐν τῷ ὄρει, τὰς νοητὰς τῶν δυσμενῶν παρατάξεις, τῇ πανοπλίᾳ ὤλεσας παμμάκαρ τοῦ Σταυροῦ. Αὖθις δὲ πρὸς ἄθλησιν, ἀνδρικῶς ἀπεδύσω, κτείνας τὸν Κοπρώνυμον, τῷ τῆς Πίστεως ξίφει· καὶ δι᾽ ἀμφοῖν ἐστέφθης ἐκ Θεοῦ, Ὁσιομάρτυς ἀοίδιμε Στέφανε.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἑορτάζει σήμερον, ἡ Ἐκκλησία, ἑορτὴν εὐφρόσυνον, ἐν τῇ σῇ μνήμη· καὶ πιστῶς, ἀνευφημοῦσα κραυγάζει σοι, Στέφανε θεῖε, ὁσίων τὸ καύχημα.
Ὁ Οἶκος
Εἰς πᾶσαν γῆν ὡς ἀληθῶς, διέδραμεν ὁ φθόγγος τῶν σῶν κατορθωμάτων, σοφὲ Ὁσιομάρτυς, ὧν περ εἰργάσω θαυμαστῶς· ὅθεν δυσωπῶ σε, παρρησίαν πρὸς Θεὸν ὡς κεκτημένος Ὅσιε, ἱκέτευε τοῦ δοθῆναί μοι λόγον ἐπάξιον, τοῦ ἀνευφημῆσαι τοὺς ἀγῶνας, οὓς ὑπέστης ἐξ ὁρατῶν ἐχθρῶν καὶ νοουμένων· ὃς πρὶν ἀσκητικῶς καθεῖλες, ἀπάσας τὰς κινήσεις τῆς σαρκὸς ἀπονεκρώσας, ἀθλήσει δὲ νῦν τὸν τύραννον ἐτροπώσω, Ὁσίων τὸ καύχημα.
Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς.
Τῶν Μοναστῶν ὑπογραμμὸς ἀνεδείχθης, τῶν Ἀθλητῶν καλλωπισμὸς ἀνεφάνης, δι’ ἀμφοτέρων Στέφανε κοσμούμενος· ὅθεν ἀξιάγαστε, καὶ διπλοῦς τοὺς στεφάνους, ἔλαβες ἀσκήσεως, καὶ ἀθλήσεως Πάτερ. Ἀλλ\’ ἐκτενῶς Χριστὸν ὑπὲρ ἡμῶν, τῶν σὲ ὑμνούντων, ἱκέτευε Στέφανε.
Ἡ λύσσα τοῦ Κοπρωνύμου καὶ τῶν γύρω του δὲν περιορίστηκε μόνο σὲ ἕνα θῦμα. Μετὰ τὸν Στέφανο ὑπέστησαν βασανισμοὺς καὶ θανάτους καὶ ἄλλοι ὁμολογητὲς τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἔτσι ἕνας ἀπὸ αὐτούς, ὁ Βασίλειος, τυφλώθηκε ἀπὸ τοὺς δήμιους, ἐξακολουθῶντας νὰ διακηρύττει τὴν Ὀρθόδοξη πίστη του, καὶ στὴ συνέχεια τὸν σκότωσαν μὲ κλωτσιές.
Ἄλλος ἔπειτα, ὁ Ἰωάννης ὁ ἀπὸ Λεγαταρίων ἐξορίστηκε στὴ Δαφνούσια, ὅπου καὶ πέθανε ἀπὸ συνεχεῖς δαρμούς.
Ἄλλοι δὲ πάλι μὲ ἄλλο βάρβαρο τρόπο θανατώθηκαν ἢ ἐξορίστηκαν καὶ περνοῦσαν συνεχῆ μαρτυρικὴ ζωή.
Ἀλλ᾿ ἡ προσέγγιση, ἔστω καὶ μ᾿ αὐτὴ τὴν μορφή, στοὺς μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ, φώτιζε σιγὰ-σιγὰ τὴν ψυχὴ τοῦ Εἰρήναρχου. Ἔβλεπε ἐκεῖ ἥρωες πράους σὰν τ᾿ ἀρνιά, ἀλλὰ πιὸ ἀνδρείους καὶ ἀπὸ τὰ λιοντάρια.
Ἔμενε ἔκπληκτος ἀπὸ τὴν ἀνέκφραστη καλοσύνη τῶν θυμάτων ἀκόμα καὶ σ᾿ αὐτοὺς τοὺς δημίους τους. Θαύμαζε ἐπίσης, ὅτι καὶ τρυφερὲς παρθένες συμμετεῖχαν στὸν μοναδικὸ ἐκεῖνο ἡρωισμὸ καὶ τὴν ὑπέροχη αὐταπάρνηση.
Ἡ βαθμιαία αὐτὴ μεταβολὴ στὴν ψυχὴ τοῦ Εἰρήναρχου κατάληξε στὴν ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ ἀπ᾿ αὐτόν, τὴν ὥρα ποὺ ἑπτὰ χριστιανὲς γυναῖκες ὑπέμεναν καρτερικότατα γιὰ τὴν πίστη τους, ὅλες τὶς τιμωρίες καὶ τὰ μαρτύρια.
Ἡ ὁμολογία ἐκείνη τοῦ Εἰρήναρχου στοίχισε τὸ θάνατό του μὲ ἀποκεφαλισμό. Καὶ τὸν ὑπέστη ὁ Εἰρήναρχος γεμάτος ἀγαλλίαση, διότι ἔλαχε καὶ σ᾿ αὐτὸν τὸ ἔνδοξο καὶ μακάριο αὐτὸ τέλος (303 μ.Χ.).
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Εἰρήνης τὸν πρύτανιν, ὁμολογήσας πιστῶς, τῆς πλάνης τὸν τάραχον, κατέλιπες νουνεχῶς, θεόφρον Εἰρήναρχε, ὅθεν δι’ ὕδατος τέ, καὶ πυρὸς ὡς διῆλθες, ἔβης τροπαιοφόρος, πρὸς οὐράνιον λῆξιν, εἰρήνην καὶ σωτηρίαν, πάσιν αἰτούμενος.
Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς.
Γῆ καὶ ὑγρὰ τοὺς καρτερούς σου ἀγῶνας, κατεμερίσθη Ἀθλητὰ γενναιόφρον, δι\’ ὧν τῆς πλάνης ἔλυσας τὸ φρύαγμα, καὶ τὴν ὑπερκόσμιον, μετὰ πάντων Μαρτύρων, δόξαν αἰωνίζουσαν, ἐκληρώσω παμμάκαρ. Ἀλλ\’ ὑπὲρ πάντων πρέσβευε Χριστῷ, τῶν σὲ τιμώντων, τρισμάκαρ Εἰρήναρχε.
Ἔζησαν στὰ χρόνια τοῦ Βασιλιᾶ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτη καὶ κέρδισαν τὰ μαρτυρικὰ στεφάνια στὴν Τιβεριούπολη τῆς Μακεδονίας. Συνελήφθησαν καὶ διατάχθηκαν νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα. Ἀλλὰ ὅλοι μαζὶ μὲ μία φωνή, διακήρυξαν ὅτι θὰ πεθάνουν πιστοὶ στὸν βασιλιὰ καὶ Σωτῆρα τους Ἰησοῦ Χριστό. Καὶ ἔτσι ὅλους τοὺς ἀποκεφάλισαν (363 μ.Χ.).
Ἀπολυτίκιον
Ήχος γ’. Θείας πίστεως.
Μέγα καύχημα ἡ Τιβερίων καὶ ὀχύρωμα τοὺς Ἱεράρχας Ἱερεῖς τε καὶ Λευΐτας κατέχουσα, τῶν γὰρ εἰδώλων τὴν πλάνην ἐλέγξαντες τῶν ἀσεβούντων νικηταί ἀνεδείχθησαν, οὗτοι δαιμόνων ἀποσοβοῦντες τὰς φάλαγγας, ρῶσιν δωροῦνται πιστοῖς οἱ Πεντεκαίδεκα.
Ἡ μνήμη του δὲν ἀναφέρεται ἀπὸ τὸν Συναξαριστὴ τοῦ Ἁγίου Νικόδημου, ἀλλὰ οὔτε καὶ ἀπ᾿ αὐτὸν τοῦ Delehaye. Βρίσκεται στὸν Παρισινὸ Κώδικα 1578 σὰν ἐπίσκοπος Μακεδονίας.