
Γιὸς πλουσίων γονέων (ποὺ μᾶλλον γεννήθηκε στὴν Παφλαγονία, χωρὶς αὐτὸ νὰ εἶναι σίγουρο, διότι ἐκεῖ φυλασσόταν καὶ ἱερὸ λείψανό του), διδάχτηκε νωρὶς ἀπ᾿ αὐτοὺς νὰ εἶναι ἐγκρατὴς καὶ νὰ θεωρεῖ τὸ χρῆμα μέσο γιὰ τὴν ἀνακούφιση καὶ περίθαλψη τῶν φτωχῶν καὶ τῶν ἀῤῥώστων.
Ἀφοῦ ἔτσι ἀνατράφηκε καὶ οἱ γονεῖς του πέθαναν, διαμοίρασε ὅλη τὴν κληρονομιά του καὶ πῆγε σὰν ἀσκητὴς στὴν ἔρημο. Ἐκεῖ γνωρίστηκε μὲ ἄλλους ἀσκητές, ποὺ ζοῦσε μαζί τους μὲ ἀδελφικὴ ἀγάπη, χριστιανικὴ συγκατάβαση καὶ ἐπιείκεια. Δὲν λύπησε ποτὲ κανένα, μεγάλη του χαρὰ μάλιστα, ἦταν νὰ ἐπαναφέρει τὴν γαλήνη στὶς ταραγμένες ψυχές.
Ἡ φήμη τῆς θαυμαστῆς ἀσκητικῆς του ζωῆς ἔφθασε μέχρι τὶς πόλεις, καὶ πολλοὶ ἔτρεχαν νὰ τὸν βροῦν γιὰ νὰ ζητήσουν ἀπ᾿ αὐτὸν τὶς πνευματικές του ὁδηγίες. Ὁ Ὅσιος Στυλιανός, παρὰ τὴν ἐρημικὴ ζωή του, ἔτρεφε στοργὴ καὶ συμπάθεια πρὸς τὰ παιδιά, ποὺ τόσο ἀγαποῦσε καὶ ὁ Κύριος.
Ἄν, ἔλεγε, ἡ ταπεινοφροσύνη ἀποτελεῖ θεμέλιο τῶν ἀρετῶν, ἡ παιδικὴ ἡλικία ἀπὸ τὴν φύση της εἶναι περισσότερο ἐνάρετη, ἀπ᾿ ὅτι οἱ μεγαλύτεροι τῶν φιλοσόφων. Πολλὲς φορὲς οἱ γονεῖς ἔφεραν πρὸς αὐτὸν τὰ παιδιά τους, καὶ τότε ἡ ἀγαλλίαση τοῦ ὁσίου ἦταν πολὺ μεγάλη.
Ὁ Θεὸς βραβεύοντας τὸ ἱερὸ αὐτὸ αἴσθημά του, προίκισε τὸν ὅσιο μὲ τὸ χάρισμα νὰ θεραπεύει τὰ ἄῤῥωστα παιδιὰ καὶ νὰ καθιστᾶ εὔτεκνους ἄτεκνες γυναῖκες.
Πέθανε πλήρης ἡμερῶν ἀλλὰ καὶ ἀρετῶν.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Στήλη ἔμψυχος τῆς ἐγκρατείας, στῦλος ἄσειστος τῆς Ἐκκλησίας Στυλιανὲ ἀνεδείχθης μακάριε· ἀνατεθεὶς γὰρ Θεῷ ἐκ νεότητος κατοικητήριον ὤφθης τοῦ Πνεύματος. Πάτερ ὅσιε Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε δωρίσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Στήλη ἐμψυχος τῆς ἐγκρατείας, στῦλος ἄσειστος τῆς ἐκκλησίας, Στυλιανέ, ἀνεδείχθης, μακάριε. Τὸν γὰρ σὸν πλοῦτον σκορπίσας τοῖς πένησιν, ἐν οὐρανοῖς ἐκομίσω τὸν ἄφθαρτον, καὶ ἐγκρατείᾳ καὶ πόνοις, πανόλβιε, χάριν εἴληφας νηπίων προστάτης γενόμενος καὶ φύλαξ νεογνῶν ἀπροσμάχητος.

Ἦταν ἀπὸ τὴν Ἀδριανούπολη τῆς Παφλαγονίας καὶ ἔζησε τὸν 6ο αἰῶνα μ.Χ.
Ἡ παράδοση ἀναφέρει ὅτι, ὅταν θὰ γεννιόταν ὁ Ἀλύπιος, ἡ μητέρα του εἶδε σὲ ὄνειρο νὰ κρατάει ἕνα λευκὸ ἀρνὶ ποὺ στὰ κερατά του ἦταν τρεῖς ἀναμμένες λαμπάδες, ποὺ σήμαινε τὶς ἀρετὲς ποὺ θὰ εἶχε τὸ παιδὶ ποὺ θὰ γεννιόταν.
Οἱ γονεῖς του ἔδωσαν στὸν Ἀλύπιο χριστιανικὴ ἀνατροφή, ποὺ στὸ πρόσωπό του ἐπέφερε καρποὺς ἑκατονταπλασίονας. Εἶχε μεγάλη περιουσία, τὴν ὁποία δαπάνησε στοὺς φτωχοὺς καὶ πάσχοντες τῆς περιοχῆς του. Διότι εὐχαρίστησή του ἦταν νὰ ἐκπληρώνει τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ, ποὺ προτρέπει τοὺς χριστιανοὺς νὰ εἶναι «συμπαθεῖς, φιλάδελφοι, εὔσπλαχνοι, φιλόφρονες». Δηλαδὴ νὰ συμπαθοῦν καὶ νὰ συμμετέχουν στὶς λῦπες τῶν ἀδελφῶν τους, νὰ ἀγαποῦν σὰν ἀδελφοὺς τοὺς συνανθρώπους τους, νὰ ἔχουν πονετικὴ καὶ τρυφερὴ καρδιὰ καὶ νὰ εἶναι περιποιητικοὶ καὶ εὐγενεῖς.
Ὁ Ἀλύπιος, ἀφοῦ ἔμεινε πάμφτωχος, ἀποσύρθηκε στὴν ἔρημο, ὅπου ἔκανε ἀσκητικὴ ζωή. Πληροφορίες ἀναφέρουν ὅτι ἔμεινε πάνω σ᾿ ἕνα στῦλο 50 (κατ᾿ ἄλλους 53 χρόνια) γιὰ λόγους ἄσκησης καὶ κάτω ἀπὸ διάφορες καιρικὲς συνθῆκες.
Ἡ φήμη τῆς ἀρετῆς του ἔφερε κοντὰ στὸν Ἀλύπιο καὶ ἄλλες ψυχές, ποὺ ζητοῦσαν εἰρηνικὸ καταφύγιο. Στοὺς ἀνθρώπους αὐτοὺς ὑπῆρξε φιλόστοργος πνευματικὸς πατέρας, καὶ τοὺς καθοδηγοῦσε μὲ τὶς συμβουλές του καὶ τοὺς στήριζε μὲ τὸ παράδειγμά του.
Πέθανε εἰρηνικὰ τὸ ἔτος 608, ἀφοῦ ἔζησε 100 χρόνια, κατ᾿ ἄλλους 120. (Τελεῖται δὲ ἡ Σύναξις αὐτοῦ ἐν τῇ μονῇ αὐτοῦ τῇ οὔσῃ πλησίον τοῦ Ἱπποδρομίου, κατὰ τὸν Παρισινὸ Κώδικα 1594).
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’.
Ὑπομονῆς στῦλος γέγονας, ζηλώσας τοὺς Προπάτορας Ὅσιε, τὸν Ἰὼβ ἐν τοῖς πάθεσι, τὸν Ἰωσὴφ ἐν τοῖς πειρασμοῖς, καὶ τὴν τῶν Ἀσωμάτων πολιτείαν, ὑπάρχων ἐν σώματι, Ἀλύπιε Πατὴρ ἡμῶν Ὅσιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.
Δοξάζων ὁ Θεός, τὴν σὴν γέννησιν Πάτερ, προέγραψε σαφῶς, τῆς ζωῆς σου τὴν χάριν αὐτῶ γὰρ εὐηρέστησας, ἀρετῶν τελειότητι ὅθεν ἤστραψας, ἀπὸ τοῦ κίονος πᾶσι, τῶν ἀγώνων σου, τὰς ἀληθεῖς ἀντιδόσεις, Ἀλύπιε Ὅσιε.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὡς ἀρετῶν ὑπόθεσιν, καὶ Ἀσκητῶν καλλώπισμα, ἡ Ἐκκλησία δοξάζει σε σήμερον, καὶ ἀνυμνεῖ σε Ἀλύπιε· ταῖς εὐχαῖς σου παράσχου, τοῖς τιμῶσιν ἐκ πόθου τὰς ἀριστείας σου, καὶ τὰ παλαίσματα, τῶν δεινῶν ἐγκλημάτων ἐκλύτρωσιν, ὡς ἐπώνυμος.
Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Συμεὼν ἡμῖν ὤφθης ἄλλος σοφέ· τὸ γὰρ σῶμα ὑψώσας στύλῳ ἐκ γῆς, ὦ Πάτερ Ἀλύπιε, τῶν δαιμόνων τὰς φάλαγγας, ἐτροπώσω θεόφρον, πικρῶς κατοιμώζοντας, καὶ εἰς ἀβάτους τόπους, αὐτοὺς ἀπεδίωξας· ὅθεν καὶ ἐδείχθης, ἐγκαλλώπισμα θεῖον, Πατέρων τὸ καύχημα, Μοναζόντων τὸ στήριγμα. Διὸ πίστει βοῶμέν σοι· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ τὴν ἁγίαν μνήμην σου.
Ἀναφέρεται ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη, ποὺ συνέγραψε τὴν Κλίμακα. Μόνασε στὴ Μικρὰ Ἀσία (στὸ Μοναστήρι Κελλιβάρα τοῦ ὄρους Λάτρου) καὶ διακρίθηκε γιὰ τὴν ἀνεξάντλητη ὑπομονή του.
Ἔλεγε μάλιστα: «πλανῶνται ὅσοι νομίζουν ὅτι δὲν θυμώνω ποτέ. Θυμώνω, ἀλλὰ κατὰ τῶν δυὸ μεγαλυτέρων ἐχθρῶν. Ὁ ἕνας εἶναι ὁ Σατανᾶς, τὸν ἄλλο περιττὸ νὰ σᾶς τὸν πῶ» καὶ ἔδειχνε τὸν ἑαυτό του.
Στὸ Μοναστήρι εἶχε πολὺ δύστροπο προϊστάμενο, ἀλλὰ ἀπέναντί του ὁ Ἀκάκιος δὲν ἔλεγε τὸ παραμικρό. Ὁ ἡγούμενος τὸν κακοποιοῦσε καὶ ὁ Ἀκάκιος τὸν ἀγαποῦσε, ὅμως τὸν ἔθλιβε τὸ γεγονὸς ὅτι κινδύνευε ἡ σωτηρία τοῦ ἡγουμένου του ἀπὸ τὴν ὅλη διαγωγή του. Ὁ Ἀκάκιος πέθανε νέος, ἔχοντας παροιμιώδη ὑπομονὴ καὶ ζωντανὴ ἐλπίδα στὸ Θεό.
Γι᾿ αὐτὸν ἀφηγεῖται ὁ Θεοδώρητος Κύρου, ποὺ γνώρισε τὸν ὅσιο προσωπικὰ (Φιλόθεος Ἱστορία, ἀριθ. 21).
Καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Κύρου καὶ ἀσκήτευε στὴν ἀρχή, μέσα σ᾿ ἕνα πολὺ στενὸ κελί. Κατόπιν ἀνέβηκε στὸ κοντινὸ βουνὸ τῆς πόλης Κύρου καὶ ἐκεῖ ἀσκήτευε χωρὶς νὰ κατασκευάσει καλύβα.
Ἔφτασε σὲ τόσο μεγάλα ὕψη πνευματικότητας, ποὺ κάποτε ὁ Θεὸς τὸν ἀξίωσε νὰ ἀναστήσει τὸ παιδὶ μίας οἰκογένειας. Ἔτσι λοιπόν, αὐστηρὰ ἀσκητικὰ ἀφοῦ ἔζησε, ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Καταγόταν ἀπὸ τὸν Πολεμωνιακὸ Πόντο καὶ ἦταν γιὸς μεγιστάνα. Νέος ἀκόμα ἄφησε τὸ πατρικό του σπίτι καὶ μόνασε.
Ἐπειδὴ δὲ τὸν διέκρινε ἱερὸς ζῆλος καὶ μεγάλο χάρισμα διδακτικότητας, γύρισε ὅλη τὴν Ἀνατολὴ σὰν ἀπεσταλμένος τῆς Μονῆς του κηρύττοντας τὸ Εὐαγγέλιο καὶ ἐπαναλάμβανε τὴν φωνή, ποὺ ἀντήχησε πρῶτα στὴν ἔρημο τῆς Ἰουδαίας καὶ κοντὰ στὶς ὄχθες τοῦ Ἰορδάνη: «Μετανοεῖτε».
Κατόπιν ὁ Ὅσιος Νίκων πῆγε στὴν Κρήτη, ὅπου παρέμεινε διδάσκοντας γιὰ 20 χρόνια.
Ἀπὸ ἐκεῖ πῆγε στὴν Πελοπόννησο, ὅπου κατέληξε στὴν πόλη τῶν Λακώνων. Ἐκεῖ κήρυξε, ἔκανε διάφορα θαύματα καὶ ἔκτισε ναὸ στὸ ὄνομα τοῦ Σωτῆρος Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἡ ἠθικὴ ἐπιῤῥοή του στοὺς κατοίκους ὑπῆρξε μεγάλη. Καὶ στὴ χώρα αὐτή, ποὺ ἀγάπησε περισσότερο καὶ ἀπὸ τὴν πατρίδα του, ἄφησε τὴν τελευταία του πνοὴ τὸ ἔτος 998.
Γεννήθηκε στὴ Χίο. Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Παρασκευᾶς, ἡ δὲ μητέρα του Ἀγγεροῦ.
Σὲ ἡλικία 18 μηνῶν, ὀρφανὸς ἀπὸ μητέρα, παραδόθηκε ἀπὸ τὸν πατέρα του νὰ τὸν ἀναθρέψει ἡ μητριά του.
Σὲ παιδικὴ ἡλικία οἱ γονεῖς παρέδωσαν τὸν Γεώργιο σὲ κάποιο λεπτουργό, Βισσετζὴ ὀνομαζόμενο, γιὰ νὰ τοῦ μάθει τὴν τέχνη του. Ὅταν κάποτε μὲ τὸ ἀφεντικό του ἦλθε στὰ Ψαρά, γιὰ νὰ φιλοτεχνήσουν τὸ τέμπλο τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ὁ Γεώργιος ἔφυγε μὲ ὁρισμένους νέους στὴν Καβάλα.
Ἐκεῖ συνελήφθη νὰ κλέβει ἀπὸ ἕναν κῆπο καὶ παραδόθηκε στὸν κριτή. Γιὰ ν᾿ ἀποφύγει τὴν τιμωρία δέχτηκε τὸν Ἰσλαμισμό, περιτμήθηκε καὶ ὀνομάστηκε Ἀχμέτ. Σὲ ἡλικία 10 χρονῶν, ἐπέστρεψε στὴ Χίο κλαίγοντας καὶ ὁμολογῶντας τὸν Χριστό. Ὁ πατέρας του γιὰ νὰ τὸν προφυλάξει τὸν μετέφερε σ᾿ ἕνα κτῆμα του στὶς Κυδωνίες.
Ἀργότερα, 22 χρονῶν ἀῤῥαβωνιάστηκε, καὶ ὁ ἀδελφὸς τῆς μνηστῆς του, ἐπειδὴ εἶχε μαζί του χρηματικὲς διαφορές, τὸν πρόδωσε στὸν Τοῦρκο διοικητή, ὅτι ἐνῷ ἔγινε Μουσουλμάνος ἐπανῆλθε στὸν Χριστιανισμό.
Βασανίστηκε σκληρὰ καὶ ἀφοῦ μέσα στὴ φυλακὴ κοινώνησε τῶν ἀχράντων μυστηρίων, τὸ πρωὶ τῆς 26ης Νοεμβρίου 1807 τοῦ ἔκοψαν -μὲ μαρτυρικὸ τρόπο – τὸ κεφάλι λίγο-λίγο. Ἔτσι ἔλαβε τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου, ἀπὸ τὸν ἀθλοθέτη Χριστό.

Ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστὲς καὶ τὰ Μηναῖα. Ἀπὸ τὴν Ἀκολουθία του στὸν Παρισινὸ Κώδικα 259φ. 229α, μαθαίνουμε ὅτι ἤλεγξε τὴν πλάνη τῶν εἰδώλων καὶ ὑπέστη μαρτυρικὸ θάνατο μετὰ ἀπὸ πολλὰ καὶ διάφορα βασανιστήρια.
Άγιος Σοφιανός επίσκοπος Δρυϊνουπόλεως καί Αργυροκάστρου
Ο Άγιος Σοφιανός, υπήρξε σημαντική θρησκευτική προσωπικότητα της εποχής του στην περιοχή της Ηπείρου και θεωρείται ο πρόδρομος του Κοσμά του Αιτωλού. Γεννήθηκε πιθανότατα στο χωριό Πολύτσιανη (περιοχή Πωγωνίου της Βορείου Ηπείρου). Έμεινε γνωστός από τη στιγμή που ανέλαβε επίσκοπος Δρυινουπόλεως (περιοχή Αργυροκάστρου, Δέλβινου, Χειμάρρας).
Το 1672 μ.Χ. ίδρυσε στο τοπικό μοναστήρι του Αγίου Αθανασίου σχολείο. Την εποχή που έζησε, οι εξισλαμισμοί ήταν ιδιαίτερα σύνηθες φαινόμενο. Ο ίδιος θέλοντας να αντιμετωπίσει αυτή την κατάσταση περιόδευε από χωριό σε χωριό για να πείσει τον κόσμο να διατηρήσει τις παραδόσεις και την θρησκεία του. Το 1711 μ.Χ., λίγους μήνες πριν τον θάνατό του, παραιτείται από τα ιερατικά καθήκοντα και γίνεται μοναχός για να αποδοθεί αποκλειστικά στο κηρυκτικό και ιεραποστολικό του έργο.
Λόγω το χαρακτήρα του ήταν ιδιαίτερα σεβαστός ακόμη και από τους μουσουλμάνους. Μαρτυρείται μάλιστα η περίπτωση μιας νεαρής μουσουλμάνας, που απελπισμένη προσέφυγε στον Άγιο, αδυνατώντας να βρει το κεντημένο με χρυσά φλουριά φέσι της. Εκείνος προσευχήθηκε θερμά και της αποκάλυψε ότι το φέσι της βρισκόταν στην φωλιά ενός πελαργού, υποδεικνύοντας μάλιστα το ακριβές σημείο, όπου λίγο αργότερα το βρήκε ευγνωμονώντας τον Άγιο.
Ένα ακόμη θαύμα του Αγίου μαρτυρούν οι ιστορικές πηγές και οι προφορικές μαρτυρίες. Τη Μονή του Αγίου Αθανασίου επισκέφτηκε ένας διαβάτης, στον οποίο οι μοναχοί διηγήθηκαν κάποιο θαύμα. Στη διήγηση ήταν παρών και ο Άγιος Σοφιανός, που άκουγε προσεκτικά. Ο διαβάτης αρχικά φάνηκε δύσπιστος στη διήγηση των μοναχών και κατόπιν εξέφρασε έντονα την απιστία του. Τότε ο Άγιος σηκώθηκε και διέταξε ένα νεαρό καλογέρι να πάρει από το τζάκι τρία κομμάτια ξύλου κερασιάς, που καίγονταν. Ζήτησε από τον ξένο και άπιστο διαβάτη και τον καλόγερο να τον ακολουθήσουν στην αυλή και, παίρνοντας την αξίνα, φύτεψε τα καμένα τρία κομμάτια ξύλου λέγοντας στο διαβάτη ότι αυτά θα ανθίσουν και θα καρποφορήσουν μέχρι επόμενη άνοιξη, για να του δείξει ο Θεός έμπρακτα ότι η διήγηση των μοναχών για το αναφερόμενο θαύμα ήταν πέρα για πέρα αληθινή.
Και με τις προσευχές του Αγίου το θαύμα έγινε. Τα καμένα ξύλα έπιασαν ρίζες, έβγαλαν φύλλα και καρπούς, όπως εκείνος είχε προβλέψει. Βρίσκονται ακόμη και στις μέρες μας στον περίβολο της Ιεράς Μονής, που σήμερα φέρει πλέον και το όνομα του Αγίου και ονομάζεται Μονή Αγίων Αθανασίου και Σοφιανού.
Ο Άγιος Σοφιανός κοιμήθηκε στις 26 Νοεμβρίου του 1711 μ.Χ. Η τιμία του κάρα καθώς και τα ιερά του λείψανα φυλάσσονται σε περίτεχνες θήκες, τα οποία από την Μονή του Οσίου μεταφέρθηκαν για λόγους ασφαλείας από τον ευλαβέστατο ιερέα του χωριού π. Ευθύμιο Καλαμά και τους κατοίκους του στο κεντρικό ιερό Ναό των Ταξιαρχών της Πολύτσανης, όπου μέχρι σήμερα φυλάσσονται για αγιασμό και ευλογία.
Ἀπολυτίκιον
Ἱεραρχίας κεχρισμένος τῷ μύρῳ, ἀρχιερεύς περιφανής ἀνεδείχθης πᾶσι Χριστοῦ θεράπων ἐνθεώτατος, καί σοφῶς ἐποίμανας τόν λαόν τοῦ Κυρίου, Σοφιανέ ὅσιε, διά λόγων καί ἔργων۰ καί νῦν δυσώπει πάντοτε Χριστόν, ἐλεηθῆναι τούς σέ μακαρίζοντας.
Μεγαλυνάριον
Τῆς Δρυϊνουπόλεως ἱερός ποιμήν ἀνεδείχθης, ὡς τῶν πάλαι Ἱεραρχῶν μιμητῆς ἐν πάσι, Σοφιανέ παμμάκαρ, ἐνθέοις προτερήμασι σεμνυνόμενος.