Ὁ Γέροντας μου εἶχε φύγει ἀπὸ τὴν ζωὴ καὶ ἀνέλαβα πολλὲς εὐθύνες. Κάποτε εἶχα ἕνα πολὺ μεγάλο πειρασμὸ ἐξωτερικό, πολὺ ἄσχημο. Ἀπὸ πουθενὰ φῶς, ἀπὸ παντοῦ ἦταν ἀπειλητικὰ ὅλα. Ἐκείνη τὴν δύσκολη καὶ σκοτεινὴ ἡμέρα γονάτισα καὶ παρακάλεσα πάρα πολὺ θερμά. Μιὰ ἀκτῖνα φωτὸς ἦλθε καὶ μοῦ ἔδωσε στὴν καρδιά μου τὴν πληροφορία: «Ὁ πειρασμὸς αὐτὸς θὰ λήξῃ. Μὴ φοβοῦ!». Ἀμέσως ἁπλώθηκε ἡ γαλήνη καὶ ἡ ἠρεμία στὴν ψυχή μου. Πράγματι τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν ὅτι ἔληξε ὁ πειρασμὸς μὲ μεγάλη ὠφέλεια, πάρα πολὺ μεγάλη ὠφέλεια. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος τὸν κάθε πειρασμὸ τὸν ὑπομένῃ μὲ προσευχή, καρτερία, ἀγῶνα καὶ δώσῃ ἐκεῖ ὅλο τὸν ἑαυτό του, τελικὰ θὰ ὑποχωρήσῃ καὶ ἡ νίκη θὰ ἀποδοθῇ στὸν Χριστό. Γιατί μόνον ὁ Χριστὸς νικᾶ αὐτοὺς τοὺς μεγάλους πειρασμούς. Ἀλλὰ ἐμεῖς εἴμεθα ἀδύναμοι ἄνθρωποι κι ἔχουμε τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μας κλειστά. Δὲν βλέπουμε πίσω ἀπὸ κάθε πειρασμὸ τί κρύβεται. Κρύβεται μεγάλη ὠφέλεια.
Ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας ὁ διὰ Χριστὸν σαλός, ὅταν ὁ Χριστὸς τὸν εἶχε καλέσει σ’ αὐτὴν τὴν ἐργασία, δηλαδὴ νὰ κάνει τὸν σαλό, νὰ ὑβρίζεται, νὰ χλευάζεται, νὰ πτωχεύσῃ, νὰ ὑποφέρῃ, κ.λ.π., ἤθελε πρωτίστως νὰ τὸν πληροφορήσῃ ὅτι ἦταν δικό Του θέλημα νὰ ἐργασθῇ τὴν σαλότητα αὐτή. Σὰν παιδὶ νεαρό, ποὺ ἦταν, εἶχε πόθο νὰ μαρτυρήσῃ γιὰ τὸν Θεό, ἀλλὰ τότε δὲν ὑπῆρχε μαρτύριο. Σκεπτόταν πὼς νὰ εὐαρεστήσῃ στὸν Θεὸ καὶ μὲ τὶς σκέψεις αὐτὲς ἀποκοιμήθηκε.
Τότε βλέπει ἕνα στάδιο, ὅπου γινόταν ἀγωνίσματα. Ἀπὸ τὴν μία πλευρὰ ἦταν ἅγιοι ἄνθρωποι λευχείμονες κι ἀπὸ τὴν ἄλλη μαῦρα δαιμόνια. Καὶ σηκώνεται ἕνας μεγάλος πειρασμός, ἕνας διάβολος στὴν θεωρία μεγάλος, ποὺ μιλοῦσε ὑπερήφανα, ἐγωϊστικὰ κι ἀπειλητικὰ ἐναντίον τῶν λευχειμόνων ἁγίων ἀνθρώπων. Μεταξύ τους οἱ ἅγιοι ἔλεγαν: «Ἐγὼ πάλαιψα μαζί του τὴν τάδε χρονολογία, ἄλλος τὴν τάδε, ἄλλος μὲ μαρτύριο, ἄλλος μὲ ὁμολογία, ἄλλος μὲ ἄσκηση, ἄλλος μὲ ἀρετὴ κ.λ.π. Τώρα ποιός μένει νὰ παλαίψῃ μαζί του;» Κι ἀκούγεται φωνή: «Ὁ Ἀνδρέας!» Μόλις ὁ Ἀνδρέας εἶδε τὸν πειρασμὸ ἔτσι μεγάλο, στὴν ἀρχὴ φοβήθηκε. Τότε εἶδε νὰ κάθεται σ’ ἕνα τραπέζι ἕνας νεαρὸς καὶ νὰ λάμπη γύρω ὅλος ὁ τόπος ἀπὸ φῶς. Ἐπάνω στὸ τραπέζι εἶχε δύο στεφάνια. Τὸ ἕνα στεφάνι ἦταν ἀπὸ μαργαριτάρια κι ἀπὸ χρυσᾶ καὶ τὸ ἄλλο ἦταν ἀπὸ ἄνθη τοῦ οὐρανοῦ. Πῆγε κοντά του καὶ λέγει:
Πόσο τὰ πουλᾶς αὐτό;
Νεαρέ μου, αὐτὰ δὲν ἀγοράζονται μὲ χρήματα αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Ἀγοράζονται μὲ τὴν πάλη μὲ ἐκεῖνον τὸν μαῦρο. Ὅποιος παλαίψῃ μαζί του καὶ τὸν νικήσῃ, τὰ παίρνει καὶ τὰ δύο.
Ἐγὼ θὰ παλαίψω νὰ τὰ πάρω.
Ἀφοῦ θέλεις νὰ παλαίψῃς, ἔλα μέσα νὰ σοῦ διδάξω τὴν πάλη.
Κι ἄρχισε νὰ τὸν διδάσκῃ, πῶς νὰ παλαίψῃ μὲ τὸν μαῦρο καὶ τοῦ λέγει:
Ὅταν σὲ φέρῃ γύρω-γύρω, τότε χτύπησε τον σταυροειδῶς καὶ θὰ τὸν νικήσης.
Προχωρεῖ, τὸν καλεῖ σὲ πάλη κι ἀρχίζει ὁ ἀγῶνας. Στὴν ἀρχὴ φαινόταν νὰ νικᾶ ὁ διάβολος, ἀλλὰ μετὰ ἐνθυμούμενος τὸν τρόπο τῆς πάλης, ποὺ τοῦ εἶχε διδάξει ὁ Κύριος, τὸν χτύπησε σταυροειδῶς καὶ τὸν νέκρωσε. Τότε οἱ λευχείμονες τὸν πῆραν στὰ χέρια σὰν νικητὴ καὶ τὸν πῆγαν στὸν Κύριο καὶ ὁ Κύριος τοῦ ἔδωσε τὰ δύο στεφάνια λέγοντας:
Ἀπὸ τοῦ νῦν γίνε δι’ Ἐμὲ σαλός, πτωχός, ρακένδυτος καὶ θὰ σὲ ἀξιώσω τῆς Βασιλείας Μου.
Ἀπὸ τότε τοῦ δόθηκε μία χάρις, νὰ μπορῇ νὰ κάνῃ τὸν σαλὸ διὰ τὸν Χριστὸν κι ἔγινε πτωχὸς καὶ ρακένδυτος καὶ τελικὰ κέρδισε τὸ στεφάνι τῆς νίκης.
Μὲ τὶς τρικυμίες τῆς ζωῆς μαθαίνουμε ἐκ πείρας τῆς προσευχῆς τὴν μεγάλη ὠφέλεια, τὴν λύτρωση. Χωρὶς προσευχὴ δὲν δυνάμεθα νὰ ἀντιμετωπίζουμε τὴν σφοδρότητα τῆς τρικυμίας. Τὰ μποφὼρ σηκώνονται συνεχῶς ἀπὸ θλίψεις, στενοχώριες, βάσανα ἢ ἀπὸ τὰ παιδιὰ καὶ τοὺς συζύγους, τοὺς συγγενεῖς, ἢ τὰ οἰκονομικά, τὶς ἀσθένειες, τὰ δαιμόνια, τὰ πάθη μας. Κάθε στιγμὴ ἔχουμε πειρασμὸ καὶ φουρτούνα μεγάλη ἢ μικρή. Τότε χρειαζόμεθα ἀμέσως τὸ φάρμακο τῆς προσευχῆς. Νὰ γονατίζουμε, νὰ σηκώνομαι τὰ χέρια μας, νὰ ἱκετεύουμε, νὰ δεώμεθα καὶ νὰ κλαῖμε καὶ ὁ Θεὸς θὰ ἀπαντᾶ ἀπὸ τὸν οὐρανό. Νὰ μὴν ἀπελπιζώμεθα, ὅταν τὰ μαῦρα κύματα τῆς ζωῆς μας ἀπειλοῦν. Ὅλα κατευνάζονται, ὅλα ἰσοπεδώνονται.