Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Ἡ Κατερίνα κάθισε στὸ κατώφλι. Πονᾶς; Δὲν εἶναι τίποτα, κλωτσάει τὸ μωρό.
    – Μὴν τρέχεις, εἶπε ἡ Κατερίνα, τὸ παιδί! -. Τὴ σήκωσα στὰ χέρια βαρεμένη πέντε μηνῶ, σταμάτησα ἑκατὸ δρασκελιὲς πιὸ πέρα, στὸ χωραφάκι μὲ τὸ θερισμένο καλαμπόκι, τὴν ἀπόθεσα χάμω στὴν ἄλλη ἄκρη, πλαγιαστή. – Δὲ βαστάω πιά! -, μοῦ λέει, σφιγγότανε τρεμουλιαστά, μὲ τὸ μανίκι τῆς νυχτικιᾶς μου σφούγγιζα τὸν ἱδρῶτα πάνω στὸ κούτελό της, βογγοῦσε, μούγγριζε, τρίζανε τὰ δόντια της, πονάω, πονάω κάτω ἀπὸ τὸν ἀφαλό. Ἐκεῖ ἀπόβαλε τὸν γιό μας, ἤτανε γιός, τό ‘δα στὴν φλόγα τοῦ σπιτιοῦ, κι ἡ σίχλια γῆς ρούφηξε οὖλο της τὸ αἷμα… Παιδοῦλα, ὀνειρευότανε τὴν εὐτυχία ἡ Κατερίνα.

  • !

    Λίγο ἀριστερὰ ἀπὸ τὸν δρόμο κι ἔξω ἀπὸ ἕνα κέντρο, εἶδα ἕνα πτῶμα ἀνάσκελα, ἀποκεφαλισμένο, ντυμένο μόνο μ’ ἕνα πουκάμισο καὶ μαῦρο πανταλόνι• τὸ κεφάλι λίγο πιὸ πέρα ἀπὸ τὸ σῶμα, τὸ τσιμπολογοῦσαν οἱ κότες ποὺ βόσκαν ἀδέσποτες. Μιὰ ἄλλη κότα ἦταν ἀνεβασμένη στὸ στῆθος τοῦ πτώματος καὶ τσιμπολογοῦσε τὸν κομμένο λαιμό. Σὲ κάτι τραπέζια, ποὺ ἦταν παρὰ κάτω ἦταν πεταμένα δυὸ ἢ τρία πτώματα.
    Σὲ μιὰ στιγμὴ, δὲν πιστεύαμε στὰ μάτια μας• γυναῖκες πολλὲς, μιὰ σειρὰ ἀτέλειωτη ἀπὸ τὸ μπουλούκι ποὺ ἐρχόταν ἀπὸ τὸ Κορδελιό, σπρώχνοντας ἡ μιὰ τὴν ἄλλη καὶ σκύφτοντας, τραβοῦσαν κατὰ τοὺς ψηλοὺς βράχους, ἐκεῖ στὰ Πετρωτά. Ὥσπου νὰ τὸ καλοκαταλάβεις, πηδοῦσαν καὶ χάνονταν μέσα στὴν θάλασσα. Πολλὲς ἀπὸ αὐτὲς κρατοῦσαν ἀγκαλιὰ καὶ τὰ μωράκια τους. Πλάι τους, πάνω ἀπὸ τὰ κεφάλια τους, ἦταν οἱ Τσέτες, ἕτοιμοι νὰ τὶς ντροπιάσουν καὶ ἤθελαν νὰ γλυτώσουν ἀπὸ τὰ χέρια τους, νὰ πέσουν ὅσο τὸ δυνατὸν πιὸ γρήγορα στὸν γκρεμό, νὰ χαθοῦνε.

  • !

    Ἐγὼ, κατεβαίνω στὸ ποτάμι καὶ πάω σὲ μιὰ γοῦβα ποὺ εἶχε νερὸ μέσα ἀλλὰ κι ἕνα ἑλληνικὸ πτῶμα, ποὺ ἀπὸ τὴν πολυκαιρία εἶχε πρηστεῖ κι εἶχε σαπίσει. Ὡστόσο δὲν ἄντεχα τὴν δίψα• ἤπια καὶ γέμισα ἕνα καπέλο καὶ τὸ πῆγα στὸν ἀδελφό μου. Ἤπιε κι ἐκεῖνος καὶ τὰ λίπη ἀπὸ τὸ σπασμένο πτῶμα κολλοῦσαν στὰ χείλη μας!

  • !

    Στὸν δρόμο βρήκαμε ἕνα παιδάκι πεθαμένο. Πρησμένο καὶ μελανιασμένο ἤτανε, σὲ κακὸ χάλι. Ρωμιόπουλο ἤτανε. Τὸ κλάψαμε καὶ σκάψαμε ἕναν λάκκο καὶ τὸ θάψαμε… Τὴν ἄλλη μέρα, στὸν δρόμο μας βρήκαμε κι ἄλλο παιδάκι πεθαμένο – ἤτανε, δὲν ἤτανε δέκα χρονῶν – καὶ πιὸ κάτω ἄλλο καὶ πιὸ κάτω ἄλλο. Πόσα ἀπαντήσαμε, κι ἐγὼ δὲν ξέρω. Τὸ πρῶτο τὸ κλάψαμε, τὸ θάψαμε• καὶ τὸ δεύτερο τὸ ἴδιο. Ὕστερα ὅμως, τὰ παρατούσαμε ἔτσι, στὴν μέση τοῦ δρόμου, ἄκλαφτα καὶ ἄθαφτα. Οὔτε ἕνα κλαδάκι δὲν ρίχναμε ἐπάνω τους νὰ τὰ σκεπάσουμε. Βλακεία κι ἀπομωρία καὶ κτηνωδία πέφτει στὸν ἄνθρωπο, ἅμα δυστυχήσει πολύ. Κτηνώδεις πράξεις κάνει χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνει.

  • !

    Οἱ γονεῖς μου μείνανε στὶς Φώκιες. Ἀπὸ κεῖ, τοὺς πήρανε οἱ Τοῦρκοι μαζὶ μ’ ἄλλους Φωκιανούς, Γκερενκιοΐτες καὶ Σερεκιοΐτες, καὶ τοὺς πήγανε στὸ ἐσωτερικό. Τὴν ἄλλη μέρα, διαλέξανε οἱ Τοῦρκοι τὰ καλύτερα κορίτσια κι ὀργιάσανε. Πήρανε καὶ τὴν ἀνηψιά μου. «Παπποῦ», φώναζε αὐτή, «…σῶσε με»! Ὁ πατέρας μου δάκρυσε, ὅταν τὴν ἄκουσε νὰ φωνάζει. Αὐτὸς, ποὺ ἄλλοτε ἦταν πανίσχυρος, δὲν μποροῦσε νὰ τὴν βοηθήσει. Ἀπ’ ὅλη τὴν οἰκογένειά μου, ἐγὼ γλύτωσα. Τοὺς γονεῖς μου, τρία ἀδέλφια καὶ πέντε ἀνήψια, ὅλους τοὺς σφάξανε οἱ Τοῦρκοι.

  • !

    Μπήκαμε σ’ ἕνα καΐκι, μαζὶ καὶ λίγοι χωριανοί, καὶ βγήκαμε στὴν Χίο. Στὴν ἀρχὴ, μείναμε στὸ λιμάνι. Χάμω στὰ χώματα κοιμόμαστε. Παίρνουμε τὰ ἔχοντά μας στὸν ὦμο καὶ τραβοῦμε νότια καὶ πᾶμε σ’ ἕνα περιβόλι. Ὁ νοικοκύρης μᾶς διώχνει, φοβήθηκε μὴ φᾶμε τα μανταρίνια. Πᾶμε σ’ ἕναν ἐλιῶνα. Μᾶς διώχνουν κι ἀπὸ κεῖ. Ἐμεῖς δὲν φύγαμε. –«Κερατά, τοῦ λέει ὁ ἄντρας μου, ἐμεῖς εἴμαστε διωγμένοι, ποῦ θὲς νὰ πᾶμε; Κάναμε σπιτάκια μὲ τσὶ πέτρες, σὰν τὰ παιδιά, καὶ κάτσαμε». Ἕνα μῆνα μείναμε στὴν Χίο, οὔτε παράθυρο οὔτε πόρτα χιώτικη εἴδαμε ἀνοιχτή.

Μικρασιατικὴ καταστροφή: Μαρτυρίες ποὺ συγκλονίζουν

 

Ἡ γενιὰ πού ‘ζησε τὸν χαμό, πάει ἔφυγε. Οἱ ἑπόμενες γενιὲς ὀφείλουν νὰ μαθαίνουν ἀπὸ τὴν Ἱστορία, νὰ θυμοῦνται ἀπὸ τὶς διηγήσεις καὶ νὰ κρίνουν ἀθώους καὶ φταῖχτες. Μικρασία 1922 καὶ ὁ Ἑλληνισμὸς ξεριζώνεται, σφαγιάζεται, ἐξανδραποδίζεται. Ἑλλάδα 2020, ἔχει ἠθικὴ ὑποχρέωση τοὐλάχιστον νὰ μὴν ξεχάσει.

Ἡ λογοτεχνικὴ «μαρτυρία»

Πῶς περιγράφουν λογοτέχνες μας τὸν ἀφανισμὸ τῶν Ἑλλήνων ἀπὸ τὰ Μικρασιατικὰ παράλια. Ἡ στιβαρὴ πέννα τους καὶ ὁ φορτισμένος συναισθηματικός τους κόσμος ἁπλώνονται στὸ χαρτὶ καὶ ζωντανεύουν τὶς μέρες καὶ τὶς νύχτες τοῦ χαλασμοῦ.

 Γιῶργος Σεφέρης: 

Τὰ σπίτια ποὺ εἶχα μοῦ τὰ πῆραν. Ἔτυχε νά ‘ναι τὰ χρόνια δίσεχτα• πολέμοι, χαλασμοὶ ξενιτεμοὶ• κάποτε ὁ κυνηγὸς βρίσκει τὰ διαβατάρικα πουλιὰ, κάποτε δὲν τὰ βρίσκει• τὸ κυνήγι ἦταν καλὸ στὰ χρόνια μου, πῆραν πολλοὺς τὰ σκάγια, οἱ ἄλλοι γυρίζουν ἢ τρελαίνονται στὰ καταφύγια. Μὴ μοῦ μιλᾶς γιὰ τ’ ἀηδόνι μήτε γιὰ τὸν κορυδαλλὸ μήτε γιὰ τὴν μικρούλα σουσουράδα ποὺ γράφει νούμερα στὸ φῶς μὲ τὴν οὐρά της• δὲν ξέρω πολλὰ πράγματα ἀπὸ σπίτια, ξέρω πὼς ἔχουν τὴν φυλή τους, τίποτε ἄλλο.

Ἠλίας Βενέζης

Ἕνα πρωί, μᾶς παίρνουν καμιὰ ἑξηνταριὰ σκλάβους γιὰ μιὰ μικρὴ ἀγγαρεία. Εἶναι λίγο ὄξω ἀπ’ τὴν Μαγνησά. Δίπλα στὶς ράγες, τοῦ σιδηρόδρομου τελειώνει μιὰ μεγάλη χαράδρα, ἀνάμεσα στὸ Σίπυλο. Τὴ λὲν «Κιρτίκ-ντερέ». Μὲς σ’ αὐτὴ τὴν χαράδρα, λογάριαζαν, πὼς θὰ σκοτώθηκαν ἴσαμε σαράντα χιλιάδες χριστιανοὶ ἀπ’ τὴν Σμύρνη κι ἀπ’ τὴν Μαγνησά, ἀρσενικοὶ καὶ θηλυκοί. Τὶς πρῶτες μέρες τῆς καταστροφῆς. Τὰ κορμιὰ λιώσανε τὸν χειμῶνα, καὶ τὸ νερὸ τῆς χαράδρας ποὺ κατέβαινε ἀπὸ ψηλὰ ἔσπρωξε τὰ κουφάρια πρὸς τὰ κάτω. Ἔτσι, φτάξανε ἴσαμε τὸν δρόμο, στὶς ράγες.

Ὁ Ντελλάρα, σὰ θά ‘ρχόταν, θὰ μοῦ ‘φερνε ἕνα ποῦρο. Μὲς στὸ «βαγκόν-λί». Θὰ κοίταζε ἀπ’ τὸ παραθυράκι ὄξω καὶ θ’ ἀποθαύμαζε τὸ τοπίον. Ἐκεῖ, ἄξαφνα, μποροῦσε νὰ προσέξει τὰ κουφάρια. Κεραμιδαριὸ ἡ ἔκσταση! Λοιπὸν, ἡ δουλειά μας ὅλη τὴν μέρα ἦταν νὰ σπρώξουμε τὰ κουφάρια, ποὺ ἀτάχτησαν, πρὸς τὰ μέσα. Νὰ μὴ φαίνουνται.

Στὴν ἀρχή, μᾶς ἔκανε κακὸ νὰ τὰ πιάνουμε μὲ τὰ χέρια μας, ἀγκαλιὲς ἀγκαλιές, καὶ νὰ τὰ κουβαλοῦμε. Μὰ σὲ λίγες ὧρες, οἱ πρῶτες ἐντυπώσεις εἶχαν περάσει. Οἱ σκλάβοι κάναν κι ἀστεῖα.

Τί βαστᾶς; ρωτοῦσε ἕνας.

Ὁ ἄλλος κοιτάζει τὴν ἀγκαλιά του. Περπατᾶ καὶ μετρᾶ:

Δύo κεφάλια. Πέντε καλάμια. Ἕξι χτένια.

-Ἀρσενικοί γιὰ θηλυκοί;

Σὰν ἀρσενικοὶ μοιάζουν.

Δὲν ψούνισες καλά, σύντροφε!

Γιατί;

Ὁ ἄλλος δείχνει θριαμβευτικὰ τὴν δική του ἀγκαλιά:

Κοίτα δῶ! Μιὰ λεκάνη, δυὸ λεκάνες, τρεῖς λεκάνες! Καὶ μοιάζει ὅλο γυναικεῖο πρᾶμα….»

Κοσμᾶς Πολίτης:

Ἡ Κατερίνα κάθισε στὸ κατώφλι. Πονᾶς; Δὲν εἶναι τίποτα, κλωτσάει τὸ μωρό. Ἄλλα κοπάδια ροβολούσανε στ’ Ἀλάνι, βαμμένα κόκκινο πορτοκαλί, πότε γυρίζανε στὸ κίτρινο πότε στὸ βυσσινί, ἀπὸ τὰ σπίτια ὁλόγυρα στ’ Ἀλάνι βγάζανε μόμπιλα καὶ τὰ στοιβάζανε καταμεσῆς, σωροὶ σωροί. Ἀνθρῶποι χειρονομούσανε κι ἀνοιγοκλείνανε τὸ στόμα τους, μὰ δὲν ἔβγαινε μιλιά, οὖλα πνιμένα μέσα στὸν ρόχο τῆς φωτιᾶς -. Καὶ νά, καθὼς κοιτάζαμε, μιὰ φλόγα ξεπήδησε ἀπὸ μιὰ σκεπή, μιὰν ἄλλη κεῖθε, μιὰν ἄλλη δῶθε, ἅρπαξε μιὰ βελέντζα ἐδῶ, ἕνα στρῶμα ἐκεῖ, μιὰ μπατανία, ἕνα κοφίνι, ἀφανοί τοῦ Ἀϊ-Γιάννη, κανένας δὲν τοὺς πήδαγε. Ὕστερα λαμπάδιασε τὸ πεῦκο τοῦ μπαξέ μας, πετάγονταν οἱ κουκουνάρες ἴδιες φλογισμένα τοπία. – Μὴν τρέχεις, εἶπε ἡ Κατερίνα, τὸ παιδί! -. Τὴ σήκωσα στὰ χέρια βαρεμένη πέντε μηνῶ, σταμάτησα ἑκατὸ δρασκελιὲς πιὸ πέρα, στὸ χωραφάκι μὲ τὸ θερισμένο καλαμπόκι, τὴν ἀπόθεσα χάμω στὴν ἄλλη ἄκρη, πλαγιαστή. – Δὲ βαστάω πιά! -, μοῦ λέει, σφιγγότανε τρεμουλιαστά, μὲ τὸ μανίκι τῆς νυχτικιᾶς μου σφούγγιζα τὸν ἱδρῶτα πάνω στὸ κούτελό της, βογγοῦσε, μούγγριζε, τρίζανε τὰ δόντια της, πονάω, πονάω κάτω ἀπὸ τὸν ἀφαλό. Ἐκεῖ ἀπόβαλε τὸν γιό μας, ἤτανε γιός, τό ‘δα στὴν φλόγα τοῦ σπιτιοῦ, κι ἡ σίχλια γῆς ρούφηξε οὖλο της τὸ αἷμα… Παιδοῦλα, ὀνειρευότανε τὴν εὐτυχία ἡ Κατερίνα.

 Διδώ Σωτηρίου:

«…τόσα φαρμάκια, τόση συφορὰ, κι ἐμένα ὁ νοῦς νὰ γυρίσει θέλει πίσω στὰ παλιά! Νὰ ‘ταν, λέει, ψέμα ὅλα ὅσα περάσαμε καὶ νὰ γυρίζαμε τώρα δὰ στὴ γῆ μας, στοὺς μπαξέδες μας, στὰ δάση μας μὲ τὶς καρδερίνες, τὶς κάργες καὶ τὰ πετροκοτσύφια, στὰ περιβολάκια μας μὲ τὶς μαντζουράνες καὶ τὶς ἀνθισμένες κερασιές, στὰ πανηγύρια μας μὲ τὶς ὄμορφες… Ἀντάρτη τοῦ Κιόρ Μεμέτ, χαιρέτα μου τὴν γῆ, ὅπου μᾶς γέννησε… Ἂς μὴ μᾶς κρατάει κάκια, ποὺ τὴν ποτίσαμε μὲ αἷμα… Ἀνάθεμα στοὺς αἴτιους!»

Ἀλλὰ καὶ ἄνθρωποι ἁπλοί – μάρτυρες τοῦ κακοῦ ἐκείνων τῶν ἡμερῶν κατέθεσαν τὶς μνῆμες τους καὶ ἡ Ἱστορία σιωπηλὴ τὶς κατέγραψε…

Μαρτυρία Ἀλέξη Ἀλεξίου ἀπὸ τὴ Σμύρνη

Λίγο ἀριστερὰ ἀπὸ τὸν δρόμο κι ἔξω ἀπὸ ἕνα κέντρο, εἶδα ἕνα πτῶμα ἀνάσκελα, ἀποκεφαλισμένο, ντυμένο μόνο μ’ ἕνα πουκάμισο καὶ μαῦρο πανταλόνι• τὸ κεφάλι λίγο πιὸ πέρα ἀπὸ τὸ σῶμα, τὸ τσιμπολογοῦσαν οἱ κότες ποὺ βόσκαν ἀδέσποτες. Μιὰ ἄλλη κότα ἦταν ἀνεβασμένη στὸ στῆθος τοῦ πτώματος καὶ τσιμπολογοῦσε τὸν κομμένο λαιμό. Σὲ κάτι τραπέζια, ποὺ ἦταν παρὰ κάτω ἦταν πεταμένα δυὸ ἢ τρία πτώματα.

Σὲ μιὰ στιγμὴ, δὲν πιστεύαμε στὰ μάτια μας• γυναῖκες πολλὲς, μιὰ σειρὰ ἀτέλειωτη ἀπὸ τὸ μπουλούκι ποὺ ἐρχόταν ἀπὸ τὸ Κορδελιό, σπρώχνοντας ἡ μιὰ τὴν ἄλλη καὶ σκύφτοντας, τραβοῦσαν κατὰ τοὺς ψηλοὺς βράχους, ἐκεῖ στὰ Πετρωτά. Ὥσπου νὰ τὸ καλοκαταλάβεις, πηδοῦσαν καὶ χάνονταν μέσα στὴν θάλασσα. Πολλὲς ἀπὸ αὐτὲς κρατοῦσαν ἀγκαλιὰ καὶ τὰ μωράκια τους. Πλάι τους, πάνω ἀπὸ τὰ κεφάλια τους, ἦταν οἱ Τσέτες, ἕτοιμοι νὰ τὶς ντροπιάσουν καὶ ἤθελαν νὰ γλυτώσουν ἀπὸ τὰ χέρια τους, νὰ πέσουν ὅσο τὸ δυνατὸν πιὸ γρήγορα στὸν γκρεμό, νὰ χαθοῦνε.

smyrna_burnett.jpg

Μαρτυρία Παναγιώτη Μαρσέλου ἀπὸ τὴν Σμύρνη

Μόλις πῆγε ὁ κόσμος στὴν βρύση νὰ πιεῖ λίγο νερό, ἔβαλαν οἱ Τοῦρκοι τὸ πολυβόλο, γιά νὰ σκοτώνουν γραμμή. Ἐγὼ, βλέποντας αὐτό, κατεβαίνω στὸ ποτάμι καὶ πάω σὲ μιὰ γοῦβα ποὺ εἶχε νερὸ μέσα ἀλλὰ κι ἕνα ἑλληνικὸ πτῶμα, ποὺ ἀπὸ τὴν πολυκαιρία εἶχε πρηστεῖ κι εἶχε σαπίσει. Ὡστόσο δὲν ἄντεχα τὴν δίψα• ἤπια καὶ γέμισα ἕνα καπέλο καὶ τὸ πῆγα στὸν ἀδελφό μου. Ἤπιε κι ἐκεῖνος καὶ τὰ λίπη ἀπὸ τὸ σπασμένο πτῶμα κολλοῦσαν στὰ χείλη μας!

Μαρτυρία Θεοδώρας Κοντοῦ ἀπὸ τὰ Κριτζαλιά

Ἡ μάνα μου δὲν πέθανε τὴν ἴδια ὥρα σὰν τοὺς ἄλλους. Τῆς εἶχαν χύσει τὰ ἔντερα, τὴν εἶχαν περιχύσει τὰ αἵματα κι ἐκείνη μὲ ἀρμήνευε καὶ μοῦ ‘λεγε: «Παιδάκι μου, ἅμα δεῖς τὰ σκοῦρα νὰ πέσεις στὴν θάλασσα». Ἔβγαλε καὶ ἀπὸ τὴν τσέπη της καὶ μοῦ ‘δωσε τὸ πορτοφόλι της καὶ μιὰ φωτογραφία περιχυμένη στὰ αἵματα• τὴν ἔχω ἀκόμη…

Μαρτυρία Λάμπρου Λαμπρικίδη ἀπὸ τὰ Βουρλᾶ

Ἦτο Παρασκευὴ ἀπόγευμα, ἔφαγα κι ἐκοιμήθηκα. Κοιμώμενος ἤκουσα μιὰ φωνὴ νὰ λέει: «Φύγε». Σηκώθηκα καὶ ρώτησα: «Ποιός φώναξε, μητέρα, φύγε;». Κανένας παιδί μου, μοῦ εἶπε ἡ μάνα μου. Σὰν συνῆλθα λίγο, σκέφτηκα, πὼς αὐτὸς ἦτο ὁ καλός μου ἄγγελος ποὺ μὲ εἰδοποιοῦσε νὰ φύγω. Γυρίζω τότε καὶ λέω στὴν μητέρα μου: «Αὔριο φεύγομε ἄνευ ἄλλης εἰδοποιήσεως. Μαζί σας δὲν θὰ πάρετε τίποτα πλὴν τὰ κοσμήματά σας. Ἀπὸ τὸν Τσεσμὲ, ὅσοι δὲν πρόλαβαν νὰ φύγουν, τοὺς ἔσφαξαν οἱ Τοῦρκοι. Αἱ οἰμωγαὶ ἀπὸ τὴν σφαγὴ ἠκούοντο στὴν Χίο.

23.jpg

Μαρτυρία Γιώργου Γρηγορίου ἀπὸ τὸ Μπουγιουκλή

Στὸν δρόμο βρήκαμε ἕνα παιδάκι πεθαμένο. Πρησμένο καὶ μελανιασμένο ἤτανε, σὲ κακὸ χάλι. Ρωμιόπουλο ἤτανε. Τὸ κλάψαμε καὶ σκάψαμε ἕναν λάκκο καὶ τὸ θάψαμε… Τὴν ἄλλη μέρα, στὸν δρόμο μας βρήκαμε κι ἄλλο παιδάκι πεθαμένο – ἤτανε, δὲν ἤτανε δέκα χρονῶν – καὶ πιὸ κάτω ἄλλο καὶ πιὸ κάτω ἄλλο. Πόσα ἀπαντήσαμε, κι ἐγὼ δὲν ξέρω. Τὸ πρῶτο τὸ κλάψαμε, τὸ θάψαμε• καὶ τὸ δεύτερο τὸ ἴδιο. Ὕστερα ὅμως, τὰ παρατούσαμε ἔτσι, στὴν μέση τοῦ δρόμου, ἄκλαφτα καὶ ἄθαφτα. Οὔτε ἕνα κλαδάκι δὲν ρίχναμε ἐπάνω τους νὰ τὰ σκεπάσουμε. Βλακεία κι ἀπομωρία καὶ κτηνωδία πέφτει στὸν ἄνθρωπο, ἅμα δυστυχήσει πολύ. Κτηνώδεις πράξεις κάνει χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνει.

Μαρτυρία τοῦ Ἀναστάση Χαρανὴ ἀπὸ τὸ Γκερένκιοϊ

Οἱ γονεῖς μου μείνανε στὶς Φώκιες. Ἀπὸ κεῖ, τοὺς πήρανε οἱ Τοῦρκοι μαζὶ μ’ ἄλλους Φωκιανούς, Γκερενκιοΐτες καὶ Σερεκιοΐτες, καὶ τοὺς πήγανε στὸ ἐσωτερικό. Τὴν ἄλλη μέρα, διαλέξανε οἱ Τοῦρκοι τὰ καλύτερα κορίτσια κι ὀργιάσανε. Πήρανε καὶ τὴν ἀνηψιά μου. «Παπποῦ», φώναζε αὐτή, «…σῶσε με»! Ὁ πατέρας μου δάκρυσε, ὅταν τὴν ἄκουσε νὰ φωνάζει. Αὐτὸς, ποὺ ἄλλοτε ἦταν πανίσχυρος, δὲν μποροῦσε νὰ τὴν βοηθήσει. Ἀπ’ ὅλη τὴν οἰκογένειά μου, ἐγὼ γλύτωσα. Τοὺς γονεῖς μου, τρία ἀδέλφια καὶ πέντε ἀνήψια, ὅλους τοὺς σφάξανε οἱ Τοῦρκοι.

anatolia-west-epappas11.jpg

Μαρτυρία Μαρίας Μπιρμπίλη ἀπὸ τὸ Γιατζηλάρι

Μπήκαμε σ’ ἕνα καΐκι, μαζὶ καὶ λίγοι χωριανοί, καὶ βγήκαμε στὴν Χίο. Στὴν ἀρχὴ, μείναμε στὸ λιμάνι. Χάμω στὰ χώματα κοιμόμαστε. Παίρνουμε τὰ ἔχοντά μας στὸν ὦμο καὶ τραβοῦμε νότια καὶ πᾶμε σ’ ἕνα περιβόλι. Ὁ νοικοκύρης μᾶς διώχνει, φοβήθηκε μὴ φᾶμε τα μανταρίνια. Πᾶμε σ’ ἕναν ἐλιῶνα. Μᾶς διώχνουν κι ἀπὸ κεῖ. Ἐμεῖς δὲν φύγαμε. –«Κερατά, τοῦ λέει ὁ ἄντρας μου, ἐμεῖς εἴμαστε διωγμένοι, ποῦ θὲς νὰ πᾶμε; Κάναμε σπιτάκια μὲ τσὶ πέτρες, σὰν τὰ παιδιά, καὶ κάτσαμε». Ἕνα μῆνα μείναμε στὴν Χίο, οὔτε παράθυρο οὔτε πόρτα χιώτικη εἴδαμε ἀνοιχτή.

Μαρτυρία Θεόδωρου Λουκίδη ἀπὸ τὴν Τσομπανησιά

Καθὼς τοὺς περνοῦσαν ἀπὸ τὰ τούρκικα χωριὰ, οἱ Τοῦρκοι δίναν λεφτὰ γιὰ νὰ ἀγοράσουν ἕναν αἰχμάλωτο, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ τὸν σκοτώσουν καὶ νὰ ἐκδικηθοῦνε. Μεταξὺ τῶν πολλῶν ποὺ πῆραν μὲ τὸν τρόπο αὐτό, ἕναν τὸν πῆγε ὁ ἀφέντης του στὸ χωράφι. Ἐκεῖ φύτρωνε μιὰ γκορτζιά. Ἔδεσε ἕνα σκοινὶ, κι ἑτοιμαζόταν νὰ τὸν κρεμάσει. Μαζεύτηκαν κι ἄλλοι χωριανοὶ, γιὰ νὰ εὐχαριστηθοῦνε μὲ τὸ θέαμα… Τὴν ὥρα ποὺ ἑτοίμαζε τὴ θελιά, πῆγε κι ἕνας γείτονας καὶ τοῦ λέει: -«Νὰ σοῦ δώσω εἴκοσι παγκανότες, μοῦ τὸν δίνεις; Νὰ τὸν κρεμάσω ἐγὼ στὴν αὐλή μου, νὰ κάνουν κι οἱ δικοί μου σεΐρι (χάζι)»; -«Στὸν δίνω». Ἔτσι, τὸν πῆρε ὁ ἄλλος, γιὰ νὰ τὸν κρεμάσει. Δὲν τὸ ἔκανε ὅμως• μόνο τὸν πῆγε στὸ κτῆμα του καὶ τοῦ λέει: «Εἶδες τὴ θελιά; Ἦταν γιὰ σένα. Ἤσουν γιὰ τὸν ἄλλο κόσμο. Τώρα γλύτωσες. Εἶδα καλὸ ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς καὶ θὰ τὸ ἀνταποδώσω, Θὰ σὲ προστατεύσω». Τοῦ ‘δωσε ἕνα τσαπιστηράκι καὶ τοῦ ΄πε: «Ἂν σὲ ρωτήσει κανεὶς, νὰ πεῖς ὅτι σκάβεις». Τελικὰ, τόσο τὸν ἀγάπησε ποὺ ἤθελε νὰ τὸν κάνει γαμπρό του.

Μαρτυρία Κοντοῦ Κωνσταντίνας (ἀπὸ τὸ ἀρχεῖο τοῦ Συλλόγου Μικρασιατῶν Ἀνατολικῆς Φθιώτιδας)

Ἕνα ἄλλο, ποὺ θυμᾶμαι, ἦταν οἱ κακὲς σχέσεις ποὺ εἶχαν οἱ ντόπιοι μὲ τοὺς πρόσφυγες. Μᾶς φέρθηκαν χειρότερα κι ἀπὸ ζῶα, κι ἂς ἤμασταν ἀδέρφια τους. Γιὰ κάθε κακὸ ποὺ γινόταν στὴν Στυλίδα, ἐμᾶς τοὺς πρόσφυγες κατηγοροῦσαν. Τὰ παιδιὰ τῶν προσφύγων τὰ χτύπαγαν, ἐνῶ τὰ δικά τους τὰ φοβέριζαν, ὅτι, ἂν δὲν ἦταν φρόνιμα, θὰ τὰ ἔδιναν στοὺς πρόσφυγες νὰ τὰ φᾶνε. Οἱ ντόπιοι μᾶς φωνάζανε «τουρκόσπορους» καὶ μᾶς καίγανε στὴν καρδιά. Ἐμεῖς εἴχαμε ξεριζωθεῖ ἀπὸ τὴν πατρίδα καὶ οἱ ντόπιοι μᾶς ξερίζωναν κι ἀπ’ τὸν ἑαυτό μας. Τὸ μῖσος αὐτὸ ἔμεινε γιὰ πολλὰ χρόνια. Τὸ 1948, ὁ Δήμαρχος τῆς Στυλίδας , διορισμένος, ἔκρινε σωστὸ νὰ κλείσει μὲ συρματόπλεγμα τὸν προσφυγικὸ συνοικισμὸ ἔξω ἀπὸ τὴν Στυλίδα, γιὰ νὰ μᾶς πάρουν οἱ ἀντάρτες. Ἀλλὰ ἐμεῖς τρέχαμε νὰ πᾶμε στοὺς ἀντάρτες.

Μαρτυρία Ἀπόστολου Ρουκουνιώτη ἀπὸ τὸ Ἀϊβαλὶ Μικρᾶς Ἀσίας (ἀπὸ τὸ ἀρχεῖο τοῦ Συλλόγου Μικρασιατῶν Ἀνατολικῆς Φθιώτιδας)

Οἱ καπνοὶ ἀνεβαίνανε μέχρι τὸν οὐρανὸ καὶ ὁ κόσμος κατέβαινε στὴν παραλία, γιὰ νὰ βρεῖ μέσον νὰ φύγει, ἀλλὰ μὲ τί νὰ φύγει, ἀφοῦ ὅσα καΐκια ἦταν στὸ λιμάνι φόρτωναν κόσμο καὶ μικρὰ παιδιά. Οἱ βάρκες χωροῦσαν 50 ἄτομα καὶ ἔμπαιναν 100 γιὰ νὰ γλυτώσουν, ὁπότε καὶ οἱ βάρκες βούλιαζαν ἐπιτόπου. Εἶχε γεμίσει ἡ προκυμαία πτώματα, παντοῦ ὑπῆρχε μιὰ ὁλοκληρωμένη καταστροφή. Βλέποντας αὐτὰ, ὁ πατέρας μου τότε, φύγαμε μὲ τὴν βάρκα ποὺ ἤμασταν ὅλοι μέσα. Πήγαμε κι ἐγκατασταθήκαμε σ’ ἕνα νησὶ ποὺ βρισκόταν ἀνάμεσα στὸ Ἀϊβαλὶ καὶ τὴν Μυτιλήνη.

Μαρτυρία Ἐριφύλης Σταματιάδου ἀπὸ τὸ Κιόσκι

Μᾶς κυνηγοῦσε ἡ φωτιὰ καὶ τὸ βόλι τοῦ Τούρκου. Ἀλλοφροσύνη ἤτανε, ὁ ἄνθρωπος ἔχανε τὰ λογικά του. Ἐκεῖ ποὺ τρέχαμε, ἄκουσα πυροβολισμὸ πίσω μου καὶ γυρίζω καὶ βλέπω τὴν μάνα μου κάτω πεθαμένη. Τὸ κορίτσι μου εἶδε μπρὸς στὰ μάτια του νὰ σκοτώνουν τὴν γιαγιά του. Στὰ χέρια του μείνανε τὰ αἵματα. Ἐγὼ ἔτρεχα μὲ τὸ ἀγόρι μου. Λογικὸ δὲν εἶχα πιά! Ἕνας Τοῦρκος μ’ ἅρπαξε τὸ παιδὶ ἀπ’ τὰ χέρια καὶ τό ΄μπασε σ’ ἕνα σπίτι. Τότες μὲ ἔπιασε ἡ μεγάλη τρέλα. Φώναζα, ἔκλαιγα, τραβοῦσα τὰ μαλλιά μου. Ποιός νὰ δώσει προσοχὴ σ’ ἐμένα! Ὅλοι χαμένοι ἤτανε. Βρέθηκε ἕνας Τοῦρκος, Ἀλής, φίλος τοῦ ἀδελφοῦ μου, καὶ μὲ εἶδε ἔτσι ποὺ ἤμουνα• μπῆκε ἀμέσως στὸ σπίτι, μίλησε, φώναξε, καὶ ἔβγαλε τὸ παιδὶ καὶ μοῦ τὸ παράδωσε στὰ χέρια μου.

Πηγές: Ἡ ἔξοδος – Τόμος Α’ – Μαρτυρίες ἀπό τίς ἐπαρχίες τῶν δυτικῶν παραλίων τῆς Μικρασίας- Ἐκδ.: Κέντρο Μικρασιατικῶν Σπουδῶν – 1980.

Ἀρχεῖο τοῦ Συλλόγου Μικρασιατῶν Ἀνατολικῆς Φθιώτιδας.