Ὁ πολύαθλος Ἰώβ
Ὁ Ἰὼβ ἀποτελεῖ πρότυπο ἠθικῆς ἀνδρείας καὶ ἀκατάβλητης ὑπομονῆς, γιὰ ὅλους τοὺς δοκιμαζόμενους μέσα στὴν «κοιλάδα τοῦ Κλαυθμῶνος», ὅπως ὀνόμασαν τὴν ἐπίγεια ζωὴ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ Ἰὼβ ἦταν ἀπὸ τὴν Αὐσίτιδα, κοντὰ στὴ Δαμασκό. Γιὸς τοῦ Ζαρὲθ καὶ τῆς Βοσώρας καὶ προφήτης γιὰ 40 χρόνια, 1925 χρόνια π.Χ.
Ὁ Θεὸς τὸν εὐλόγησε σὰν ἄνθρωπο καὶ σὰν οἰκογενειάρχη. Ἀπέκτησε μεγάλο πλοῦτο καὶ εἶχε ἑπτὰ γιοὺς καὶ τρεῖς θυγατέρες. Ἐπίσης, ἐξίσου μεγάλη ἦταν καὶ ἡ ἀρετή του καὶ ὁ σεβασμός του πρὸς τὸ Θεό. Μὲ τὰ ἀγαθά του βοηθοῦσε κάθε συνάνθρωπό του ποὺ εἶχε ἀνάγκη.
Ὅμως, γιὰ νὰ λάμψει περισσότερο ἡ ἀρετή του, ὁ Θεὸς ἐπέτρεψε νὰ δοκιμαστεῖ σκληρὰ ὁ Ἰώβ. Σὲ μικρὸ χρονικὸ διάστημα ἔχασε ὅλα τὰ ὑπάρχοντά του, μαζὶ μὲ τὰ 10 παιδιά του. Τὸν ἴδιο μάλιστα, μὲ λέπρα στὸ σῶμα, τὸν ἔβγαλαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη. Ἀλλὰ αὐτὸς ἔδειχνε μεγάλη ὑπομονὴ καὶ δόξαζε τὸν Θεό.
Ἡ σύζυγός του, ὅμως, ἔχασε τὴν ψυχραιμία της, καὶ κάποια μέρα τοῦ λέει νὰ βλασφημήσει τὸ Θεὸ καὶ ἂς πεθάνει. Ὁ Ἰὼβ με πραότητα τῆς ἀπάντησε: «Ὥσπερ μία τῶν ἀφρόνων γυναικῶν ἐλάλησας. Εἰ τὰ ἀγαθὰ ἐδεξάμεθα ἐκ χειρὸς Κυρίου, τὰ κακὰ οὐχ ὑποίσομεν;». Δηλαδή, μίλησες σὰν νὰ εἶσαι μία ἀπερίσκεπτη καὶ ἀνόητη γυναῖκα. Ἂν τὰ ἀγαθὰ τὰ δεχθήκαμε εὐχάριστα ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Κυρίου, τὶς θλίψεις καὶ τὶς συμφορὲς δὲ θὰ τὶς ὑπομείνουμε;
Ἔτσι, ἔλαμψε ἡ ἀρετὴ τοῦ Ἰώβ, καὶ ὁ Θεὸς ὄχι μόνο σταμάτησε τὶς δοκιμασίες του, ἀλλὰ τοῦ χάρισε πολὺ περισσότερα ἀγαθὰ ἀπὸ πρῶτα. Ὁ Ἰὼβ ἔζησε συνολικὰ 248 χρόνια.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθείς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς τῆς ἀνδρείας ἀκαθαίρετος πύργος, τάς τοῦ Βελίαρ ἀπεκρούσω ἑφόδους, καὶ ἀκλινὴς διέμεινας σοφὲ ἐν πειρασμοῖς, ὅθεν χαρακτῆρα σε, ἀρραγοῦς καρτερίας, καὶ λαμπρὸν ὑπόδειγμα, ἀρετῶν οὐρανίων, ἡ Ἐκκλησία μέλπει σε Ἰώβ, λαμπρυνομένη, τοῖς σοῖς προτερήμασι.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος β’.
Τοῦ δικαίου σου Ἰώβ τὴν μνήμην, Κύριε, ἑορτάζοντες, δι᾽ αὐτοῦ σὲ δυσωποῦμεν· Σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχᾶς τῆς φύσεως.
Ὡς ἀληθὴς καὶ δίκαιος, θεοσεβὴς καὶ ἄμεμπτος, ἡγιασμένος τε ὤφθης πανένδοξε, Θεοῦ θεράπον γνήσιε· καὶ ἐδίδαξας κόσμον, ἐν τῇ σῇ καρτερίᾳ Ἰώβ πολύαθλε· ὅθεν πάντες τιμῶντες, ὑμνοῦμέν σου τὸ μνημόσυνον.
——————————————————————————
Οἱ Ὅσιοι Μάμας, Παχώμιος καὶ Ἱλαρίων
Ἔζησαν ζωὴ ἀσκητικὴ καὶ μὲ ἀγαθοεργίες, καὶ ἀπεβίωσαν εἰρηνικά. Γίνεται δὲ ἡ σύναξή τους στὶς Ὄχειαις.
——————————————————————————
Ὁ Ἅγιος Δημητρίων
Μαρτύρησε ἀφοῦ θανατώθηκε μὲ βέλη.
——————————————————————————
Οἱ Ἅγιοι Δάναξ, Μέσιρος καὶ Θερινός (ἢ Θηριανός)
Μαρτύρησαν διὰ ξίφους. Τελεῖται δὲ ἡ σύναξις αὐτῶν ἐν τῷ μαρτυρίῳ αὐτῶν τῷ ὄντι ἐν τῷ Δευτέρῳ.
——————————————————————————
Ὁ Ἅγιος Δονᾶτος
Μαρτύρησε ἀφοῦ θανατώθηκε μὲ βέλη.
——————————————————————————
Ὁ Ἅγιος Βάρβαρος
Μαρτύρησε διὰ ξίφους.
——————————————————————————
Ἐγκαίνια Ναοῦ Ἁγίων Κοσμᾶ καὶ Δαμιανοῦ στὴ Μονὴ τοῦ Ψαμαθία
Ἄλλες πληροφορίες σχετικῶς μὲ τὴν ἀνάμνηση αὐτῶν τῶν ἐγκαινίων δὲν βρίσκουμε.
——————————————————————————
Ὁ Ὅσιος Σεραφεὶμ ποὺ ἀσκήτευσε στὸ ὄρος Δομποὺ Λεβαδείας
Ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές. Κατὰ τὴν Ἀκολουθία ὅμως ποὺ συνέταξε ὁ ἐπίσκοπος Ταλαντίου Νεόφυτος Μεταξᾶς καὶ ἐκδόθηκε στὴν Αἴγινα τὸ 1828, καὶ στὴν Ἀθήνα τὸ 1855 καὶ 1885, ὁ ἀσκητὴς αὐτὸς εἶχε πατρίδα τὸ χωριὸ Ζέλι τῆς Βοιωτίας. Οἱ γονεῖς του ἦταν εὐσεβεῖς καὶ ἐνάρετοι, ἔτσι βέβαια ἀνέθρεψαν καὶ τὸν Σεραφείμ.
Ὁ Ὅσιος ἀπὸ μικρὸς εἶχε κλίση στὰ θεῖα καὶ στὴ μοναχικὴ ζωή. Ὁπότε σὲ νεαρὴ ἡλικία, παρὰ τὴν φυσιολογικὴ ἀντίδραση τῶν γονέων του, πῆγε στὸ Μονύδριο τοῦ Προφήτη Ἠλία, στὸ ὄρος Κάρκαρα. Ἐκεῖ ἔκτισε ναὸ στὸ ὄνομα τοῦ Σωτῆρος καὶ ἀσκήτευε.
Ἐπειδὴ ὅμως εἶχε συχνὲς ἐπισκέψεις ἀπὸ γονεῖς καὶ φίλους, ἐγκατέλειψε τὸ ἀγαπημένο του σπήλαιο καὶ πῆγε στὸ Μοναστήρι τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων. Ἀλλὰ ἔφυγε καὶ ἀπὸ ἐκεῖ, καὶ πῆγε στὸ Μοναστήρι τῆς Μεταμόρφωσης τοῦ Σωτῆρα, ποὺ βρίσκεται στὸ Σαγμάτιο ὄρος μεταξὺ Θηβῶν καὶ Εὐβοίας. Ἐκεῖ ἔλαμψε σὰν πνευματικὸς ἀστέρας πρώτου μεγέθους καὶ ὁ ἡγούμενος τὸν ἔκανε μοναχὸ μὲ τὸ ὄνομα Σεραφείμ, καὶ ἀργότερα τὸν χειροτόνησε Διάκονο καὶ πρεσβύτερο.
Γιὰ νὰ ἀποφύγει ὅμως τὴν φήμη τῶν ἀρετῶν του, μὲ τὴν ἄδεια τοῦ ἡγουμένου, ἔφυγε ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ Μοναστήρι καὶ ἔφθασε δυτικὰ τοῦ Ἑλικῶνα στὴν τοποθεσία Δόμου. Ἐκεῖ ἔκτισε ναὸ στὸ ὄνομα τοῦ Σωτῆρος, καθὼς ἐπίσης καὶ μερικὰ κελιά, μάζεψε μερικοὺς μοναχούς, μὲ τοὺς ὁποίους παρέμεινε ἐκεῖ γιὰ 10 χρόνια, κάνοντας ἔργα ἀρετῆς καὶ διδάσκοντας τοὺς μαθητές του τὰ σωτήρια διδάγματα τῆς μοναδικῆς τοῦ Εὐαγγελίου ζωῆς.
Ἔτσι ἀσκητικὰ καὶ ὅσια ἀφοῦ ἔζησε, ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ -ἀφοῦ προεῖδε τὸν θάνατό του- στὶς 6 Μαΐου τοῦ 1602 ἡμέρα τῆς Μεσοπεντηκοστῆς. Ἔζησε σύνολο 75 χρόνια. Λέγεται μάλιστα ὅτι ἔκανε καὶ ἀρκετὰ θαύματα.
Ἀπολυτίκιον
Εκ, γης ανατείλασα, ως της Ελλάδος βλαστός, η πάντιμος κάρα σου, Πατήρ ημών Σεραφείμ, εκβλύζει ιάματα και εκπλήττει ημάς τους πόθο τιμώντας σε. Όθεν οι τη σορώ σου ευλαβώς προσιόντες, λαμβάνουσι θεραπεία και ιάσεις τελείας. Διό σε τιμώμεν πατήρ ημών Όσιε.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θεῖον βλάστημα, τῆς Βοιωτίας, ἔμπνουν ὄργανον, τῆς ἐγκρατείας, ἀνεδείχθης Σεραφεὶμ ἀξιάγαστε· σὺ γὰρ Ὁσίων βαδίσας τοῖς ἴχνεσιν, ἀρτιφανῶς ἐν τῷ κόσμῳ ἐξέλαμψας· Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐν τοῖς ῥείθροις Ἅγιε πικρᾶς θαλάσσης, τὸν Σταυρὸν ἁψάμενος, ταύτην ἐγλύκανας σοφέ, καὶ τοὺς διψῶντας ἐπότισας, ὦ Σεραφεὶμ ὡς θεράπων τοῦ Κτίσαντος.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις Βοιωτίας θεῖος βλαστός, καὶ τῶν Μοναζόντων, γνώμων ἔμπρακτος ἀληθῶς· χαίροις τῆς Ἑλλάδος, ἀγλάϊσμα καὶ κλέος, Ὁσίων ἡ προσθήκη, Σεραφεὶμ Ὅσιε.
——————————————————————————
Ὅσιος Ἰώβ ὁ θαυματουργός Ὁ Ῥῶσος (+ 1651)
——————————————————————————
Ὁ Ἅγιος Eadbert (Σκωτσέζος)
Περὶ τοῦ Ἁγίου Eadbert (Ἐαντβέρτος) ἀναφέρει στὴν Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία ὁ Ἅγιος Βεδέας. Ὁ Ἅγιος Eadbert διακρινόταν γιὰ τὴν ἄριστη γνώση τῶν Γραφῶν καὶ τὴ φιλανθρωπία του, ἀφοῦ διένειμε τὸ δέκατο τῶν ἐσόδων τῆς Ἐπισκοπῆς του.
Ὁρίσθηκε διάδοχος τοῦ Ἁγίου Cuthbert (Κουθβέρτος) (τιμᾶται 20 Μαρτίου) στὴν Ἐπισκοπὴ τοῦ Λινστισφέιρν τὸ 687 μ.Χ. καὶ κυβέρνησε τὴν Ἐκκλησία ἐπὶ ἕνδεκα ἔτη. Συνήθιζε κατὰ τὴν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς καὶ τῆς νηστείας τῶν Ἁγίων Χριστουγέννων νὰ ἀποσύρεται σὲ ἔρημο τόπο, κατὰ μόνας, πενθώντας, νηστεύοντας καὶ προσευχόμενος. Εἶχε τὸ χάρισμα τῶν δακρύων.
Ἐπὶ τῶν ἡμερῶν του ἔλαβε χώρα ἡ ἀνακομιδὴ τοῦ ἱεροῦ λειψάνου τοῦ προκατόχου του, Ἁγίου Cuthbert, ὁ ὁποῖος εὑρέθη ἄφθορος.
Ὁ Ἅγιος Eadbert κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 698 μ.Χ.
Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου τῆς ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρεττανικῶν Νήσων», τοῦ Χριστοφόρου Κων. Κομμοδάτου, ἐπισκόπου Τελμησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.
——————————————————————————
Ἡ Ὁσία Βενεδίκτη ἡ Ρωμαία
Ἡ Ὁσία Βενεδίκτη ἔζησε τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ. καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴ Ρώμη. Ἔγινε μοναχὴ στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Γάλλου († 6 Νοεμβρίου) καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
——————————————————————————
H Αγία Σοφία της εν Κλεισούρα
Στις 6 Μαϊου η εκκλησία μας τιμά τη μνήμη της Οσίας Σοφίας της εν Κλεισούρα Ασκήσασας (1883 – 1974).
Η Οσία Σοφία Χοτοκουρίδου, το γένος Αμανατίου Σαουλίδου, γεννήθηκε το 1883 μ.Χ. στο χωριό Σαρή-ποπά (ή Σαρή-παπά) της επαρχίας Αρδάσης Τριπόλεως, Νόμου Τραπεζούντας του Πόντου. Το 1907 μ.Χ. παντρεύεται με τον Ιορδάνη Χοτοκουρίδη στο χωριό Το(γ)ρούλ της επαρχίας Αρδάσης και μετά από τρία χρόνια, το 1910 μ.Χ., απέκτησε ένα παιδί. Έπειτα από δύο χρόνια, χάνει το παιδί της το οποίο βρίσκει τραγικό θάνατο, αφού φαγώθηκε από χοίρους, ενώ δυο χρόνια μετά, το 1914 μ.Χ. χάνει και τον άντρα της τον οποίο τον πήραν οι Τούρκοι στα τάγματα εργασίας, όπου και μάλλον απεβίωσε.
Η νεαρή χήρα κατέφυγε στα βουνά, όπου ζούσε ασκητικά, με μεγάλη νηστεία. Εκεί της εμφανίστηκε ο Άγιος Γεώργιος και την προειδοποίησε για επικείμενη επιδρομή των Τσετών. Η Σοφία ενημέρωσε τους συγχωριανούς της, που κρύφτηκαν και απέφυγαν τον κίνδυνο.
Στην ανταλλαγή των πληθυσμών το καράβι που μετέφερε τους συγχωριανούς της Σοφίας στην Ελλάδα κινδύνεψε να καταποντιστεί. Αυτή έβλεπε τα κύματα γεμάτα από Αγγέλους και την Παναγία. Ζήτησε απ᾿ αυτήν να πνιγεί η ίδια και να σωθούν οι συγχωριανοί της. Η Παναγία τους έσωσε όλους. Ο καπετάνιος δεν το πίστευε πώς σώθηκαν κι έλεγε: «Κάποιον άγιο έχουμε» και οι χωριανοί του απάντησαν: «Τη Σοφία».
Το 1927 μ.Χ. με παρότρυνση της Παναγίας πηγαίνει στο μοναστήρι της στην Κλεισούρα της Καστοριάς, στην Ιερά Μονή του Γενεθλίου της Υπεραγίας Θεοτόκου, όπου έζησε ασκητικά για μισό περίπου αιώνα. Εκεί βρήκε έναν ενάρετο ιερομόναχο, τον π. Γρηγόριο, που είχε έλθει από το Άγιο Όρος, ο οποίος την κατάρτισε στη μοναχική ζωή. Έζησε ασκητικά ως λαϊκή, φορώντας τα μαύρα της χηρείας και της ασκήσεως, καθισμένη πάνω στο τζάκι και αλείφοντας το πρόσωπό της με στάχτη, για να μη φαίνεται η ομορφιά του.
Τα περισσότερα χρόνια τα πέρασε μόνη της, με μόνο τον Θεό, μια και το μοναστήρι έμεινε χωρίς μοναχούς. Υπέμεινε τους δριμείς χειμώνες, με τη θερμοκρασία να πέφτει στους -15 βαθμούς, και την πολλή υγρασία του τόπου. Όταν της έλεγαν ν’ ανάψει φωτιά, φώναζε ένα μακρόσυρτο «Όχι!», που ακόμα ηχεί στα αυτιά όσων την άκουσαν. Κυκλοφορούσε ξυπόλητη, ενώ τα ρούχα της ήταν πάντα κουρελιασμένα και ανεπαρκή για τις συνθήκες της περιοχής. Της έδιναν καινούργια. Δεν τα φορούσε, αλλά τα πρόσφερε σε όσους είχαν ανάγκη. Κοιμόταν και σ’ έναν άλλο χώρο, πάνω σε άχυρα, αλλά από κάτω είχε βάλει σουβλερές πέτρες. Δεν λουζόταν ποτέ ούτε χτενιζόταν, και τα μαλλιά της είχαν σκληρύνει πολύ. Όταν κάποτε χρειάστηκε να τα σηκώσει από τα μάτια της, για να βλέπει καλύτερα, αναγκάστηκε να τα κόψει με το ψαλίδι που κούρευαν τα πρόβατα. Παρ’ όλα αυτά όμως, το κεφάλι της ευωδίαζε.
Το φαγητό της ήταν λιτότατο, συνήθως με ό, τι έβρισκε στην περιοχή: μανιτάρια, μούσκλια, αγριόχορτα, φτέρη, φύλλα των δέντρων, ή με λίγη ντομάτα τουρσί, μουχλιασμένη. Τα σαββατοκύριακα έβαζε και μια κουταλιά λάδι στο πιάτο της. Άλλες φορές άνοιγε καμιά κονσέρβα ψάρι και το έτρωγε όταν είχε πιάσει ένα δάχτυλο μούχλα. Έτρωγε και σε παλιά σκουριασμένα ορειχάλκινα σκεύη, αλλά δεν πάθαινε τίποτα. Νήστευε και με το παλαιό και με το νέο ημερολόγιο, για να μη σκανδαλίζει κανέναν και όταν κάποιοι διαμαρτύρονταν για τις «υπερβολές» της, τους απαντούσε: «Παιδεύω το σαρκίο μου».
Κι όμως, αυτή η αυστηρή με τον εαυτό της ασκήτρια ήταν πολύ γλυκιά και επιεικής με τους άλλους. Δεν κρατούσε δραχμή από τα χρήματα που της έδιναν, αλλά τα έκρυβε για να τα δώσει στους αναγκεμένους όταν θα ερχόταν η ώρα. Τα τότε κοριτσάκια, σημερινές γερόντισσες της Κλεισούρας, που μιλούσαν ελληνικά και βλάχικα, αγαπούσαν τη συντροφιά της, έστω κι αν δεν καταλάβαιναν τα ποντιακά της. Νουθετούσε τις άγαμες κοπέλες που τύχαινε να παραστρατήσουν, φρόντιζε να παντρευτούν, τις προίκιζε από τα χρήματα που της έδιναν και ανέθετε στην Παναγία την προστασία τους. «Η Παναΐα κι θα χαντ᾿ σας» (δεν θα σας χάσει η Παναγία), τους έλεγε.
Ποτέ δεν πλήγωσε ή στενοχώρησε κανένα. Αν καταλάβαινε ότι κάποιος είχε προβλήματα μέσα του, περνούσε από δίπλα του, του έλεγε ένα δυο λόγια, χωρίς να την αντιληφθούν οι άλλοι, απομακρυνόταν, κι εκείνος την ακολουθούσε. Τον παρηγορούσε, τον συμβούλευε, τον ενίσχυε με τη χάρη του Θεού, κι αυτός έφευγε άλλος άνθρωπος. Έλεγε πολλές φορές: «Αυτοί ήρθαν μαύροι στην Παναγία και φεύγουν άσπροι». Γνώριζε πολλά σκάνδαλα από ιερείς, μοναχούς, λαϊκούς… Δεν κατηγορούσε ποτέ κανέναν, αλλά έλεγε: «Να σκεπάζετε, να σας σκεπάζει ο Θεός».
Αγαπούσε και τα ζώα. Είχε μια αρκούδα, που ζούσε στο δάσος και την έλεγε «ρούσα». Ερχόταν κι έπαιρνε τροφή από τα χέρια της, της έγλειφε τα χέρια και τα πόδια από ευγνωμοσύνη κι επέστρεφε στο δάσος. Έβαζε ψίχουλα στα περβάζια των παραθύρων για τα πουλάκια, κι αυτά, όταν η αγία προσευχόταν, φτερούγιζαν γύρω της και κελαηδούσαν. Σαν να ζούσε στον Παράδεισο, πριν από την πτώση.
Είχε κοινωνία με την Παναγία και τους Αγίους. Το 1967 μ.Χ., αρρώστησε βαριά, από σκωληκοειδίτιδα ή κήλη, ώστε να διπλωθεί στα δύο από τον πόνο. Δεν δέχτηκε γιατρό αλλά έλεγε: «Θα ‘ρθει η Παναγία να με πάρει από τον πόνο». Έβαζε στουπιά η φυτίλια από τις κανδήλες, ώσπου σάπισε η πληγή κι έβγαζε κακοσμία. Τότε της εμφανίστηκε η Παναγία με τον αρχάγγελο Γαβριήλ και τον Άγιο Γεώργιο. Της είπε ο αρχάγγελος: «Θα σε κόψουμε τώρα». Αυτή απάντησε: «Είμαι αμαρτωλή, να εξομολογηθώ, να κοινωνήσω, και να με κόψεις». Μια «εγχείρηση θα σου κάνουμε», της απαντά. Έγινε η επέμβαση, η Σοφία έγινε καλά και συχνά σήκωνε χωρίς ντροπή την μπλούζα ή το φόρεμά της, για να δείξει στον κόσμο την τομή που έκλεισε μόνη της.
Η Οσία Σοφία, η «ἀσκήτισσα τῆς Παναγιᾶς» όπως αποκαλείται, εκοιμήθη εν Κυρίω στις 6 Μαΐου 1974 μ.Χ. Στις 7 Ιουλίου 1981 μ.Χ. γίνεται η πρώτη ανακομιδή των λειψάνων της, τα οποία ευωδιάζουν. Στις 27 Μαΐου 1998 μ.Χ. γίνεται η δεύερη ανακομιδή των λειψάνων της τα οποία μεταφέρονται στο μοναστήρι από το Σεβ. Μητροπολίτη Καστορίας κ.κ. Σεραφείμ.
Η Μεγάλη Εκκλησία την ενέταξε το 2011 μ.Χ. στις αγιολογικές δέλτους της και την 1η Ιουλίου 2012 μ.Χ., έγινε η επίσημη ανακήρυξή της από τον Οικουμενικό Πατριάρχη στην Καστοριά.
Τόσο την Ακολουθία του Εσπερινού και του Όρθρου όσο και τον Παρακλητικό κανόνα και τα Εγκώμια προς την Οσία, έγραψε ο Μέγας Υμνογράφος της των Αλεξανδρέων Εκκλησίας, χαρισματούχος Δρ Χαράλαμπος Μπούσιας.
Η ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΤΗΣ ΚΛΕΙΣΟΥΡΑΣ
Η Μονή του Γεννεθλίου της Θεοτόκου όπου ασκήτευσε η Γερόντισσα Σοφία, βρίσκεται σε υψόμετρο 970 μέτρα στα όρια των νομών Καστοριάς και Φλώρινας και απέχει 35 χιλ. από την Καστοριά, 70 χιλ. από την Φλώρινα και 22 χιλ. από την Πτολεμαΐδα. Ιδρύθηκε περίπου στα 1314 μ.Χ. από τον Κλεισουριώτη ιερομόναχο Νεόφυτο και ανακαινίστηκε το 1813 μ.Χ. από τον Κλεισουριώτη ιερομόναχο της Μονής Ιβήρων του Αγίου Όρους Ησαΐα Πίστα μετά από όραμα της Παναγίας.
Είναι ρυθμού τρίκλιτης ξυλοστέγης τρουλαίας βασιλικής με νάρθηκα και περιβάλλεται από ένα τεράστιο ορθογώνιο φρουριακό συγκρότημα, εντός του οποίου είναι κτισμένο το καθολικό. Κοσμείται με αξιόλογες τοιχογραφίες, έργα των Χιοναδιτών αγιογράφων Γεωργίου και Γεωργίου. Το ξυλόγλυπτο τέμπλο χρυσώθηκε το 1772 μ.Χ. από τον Κωνσταντίνο Κτίπα από το Λινοτόπι.
Κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα η Μονή φιλοξένησε και περιέθαλψε πολλούς Μακεδονομάχους με πρώτο τον Παύλο Μελά, αλλά και κατά τη διάρκεια της Κατοχής υπήρξε κρησφύγετο όλων ταλαιπωρημένων από τους Γερμανούς κατοίκων της περιοχής. Όταν το 1903 μ.Χ. οι Τούρκοι έκαψαν το γειτονικό χωριό Βαρικό πολλοί κάτοικοί του βρήκαν καταφύγιο στο μοναστήρι. Από το 1993 μ.Χ. λειτουργεί ως γυναικεία κοινοβιακή Μονή με ηγουμένη τη γερόντισσα Ανυσία, που μαζί με την υπόλοιπη μοναστική αδελφότητα προσπαθούν να «αναστήσουν» το σημαντικό αυτό λατρευτικό κέντρο της Δυτικής Μακεδονίας.
Στα χρόνια που στη Μονή δεν υπήρχε μοναστική αδελφότητα και οργανωμένη κοινοβιακή ζωή, ασκήτευσε η γερόντισσα Σοφία που καταγόταν από τον Πόντο. Ήρθε νέα και δούλευε πολύ ως τα βαθιά γεράματά της και την αγαπούσανε όλο το χωριό.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ΄. Τὴν ὡραιότητα.
Σοφίας γέγονας, μῆτερ ἀοίδημε, Σοφία, σέμνωμα, τῆς Θεομήτορος, ἐν τῇ Μονῇ ἀσκητικῶς τὸν βίον σου διελθοῦσα, ὅθεν καὶ ἀπείληφας τῶν καμάτων σου ἔπαινον, κατατραυματίσασα τῶν δαιμόνων τὰς φάλαγγας, καὶ πρέσβειρα Χριστῷ παρεστῶσα, μὴ ἐπιλάθου τῶν πόθῳ τιμώντων σε.