Συναξαριστής

(Μαρ. 29) Μάρκου ἐπισκόπου Ἀρεθουσίων


Οἱ Ἅγιοι Μᾶρκος ἐπίσκοπος Ἀρεθουσίων, Κύριλλος Διάκονος, καὶ τῶν ἐν Ἀσκαλώνι καὶ Γάζῃ παρθένων γυναικῶν καὶ ἱερωμένων ἀνδρῶν

 

Ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ἦταν ἐπίσκοπος στὰ χρόνια του Μ. Κων/νου. Μία μέρα, κινούμενος ἀπὸ θεῖο ζῆλο, γκρέμισε ἕνα ναὸ τῶν εἰδώλων καὶ τὸν ἔκανε ἐκκλησία. Ὅταν ὅμως ἀνέλαβε αὐτοκράτωρ ὁ Ἰουλιανὸς ὁ Παραβάτης, συνέλαβε τὸ Μάρκο, διότι γκρέμισε τὸν εἰδωλολατρικὸ ναό.

Τότε οἱ στρατιῶτες, ἀφοῦ τὸν γύμνωσαν καὶ τὸν μαστίγωσαν ἀλύπητα, τὸν ἔριξαν μέσα σὲ χαντάκια μὲ βρώμικο νερό. Μετὰ τὸν ἔβγαλαν ἀπὸ ἐκεῖ, καὶ τὸν παρέδωσαν σὲ μικρὰ παιδιά, νὰ τὸν τρυποῦν μὲ βελόνες. Ἔπειτα, ἔβρεξαν τὸ σῶμα του μὲ ἅλμη. Κατόπιν τὸν ἄλειψαν μὲ μέλι καὶ τὸν κρέμασαν ἀνάποδα στὸν ἥλιο, γιὰ νὰ εἶναι τροφὴ στὶς μέλισσες καὶ στὶς σφῆκες. Ὅλα αὐτὰ τὰ βάσανα ὁ Μᾶρκος τὰ ὑπέστη μὲ ἀνδρεία καὶ πολλὴ ὑπομονή.

Ὁπότε, βλέποντας οἱ εἰδωλολάτρες αὐτὴ τὴν ἀνδρεία καὶ μεγαλοψυχία τοῦ γέροντα Μάρκου, ἔγινε στὶς ψυχὲς τοὺς μέγα θαῦμα. Ἀφοῦ τὸν κατέβασαν ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ τὸν εἶχαν κρεμασμένον, μετενόησαν, ἔγινε διδάσκαλός τους καὶ ἔμαθαν ἀπ᾿ αὐτὸν τὴν ἀληθινὴ πίστη.

Ἔρχεται, ἔτσι, νὰ μᾶς ὑπενθυμίσει ὁ Ἅγιος Μᾶρκος τὸ θεόπνευστο λόγο τῆς Ἁγίας Γραφῆς: «ἀνδρίζου καὶ ἴσχυε, μὴ φοβοῦ μηδὲ δειλιάσῃς μηδὲ πτοηθῇς ἀπὸ προσώπου αὐτῶν». Νὰ ἔχεις, δηλαδή, ἀνδρεία καὶ θάῤῥος. Μὴ φοβᾶσαι, οὔτε νὰ δειλιάσεις. Οὔτε νὰ τρομάξεις μπροστὰ στοὺς ἐχθρούς σου.

Ἐπὶ Ἰουλιανοῦ του Παραβάτη ἔλαμψε καὶ ὁ Διάκονος Κύριλλος, καύχημα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Φοινίκης. Ἐπειδὴ στάθηκε ἀμετακίνητος στὴ χριστιανικὴ ὁμολογία καὶ κήρυττε κατὰ τῶν εἰδώλων, κίνησε τὴν μανία τῶν εἰδωλολατρῶν, οἱ ὁποῖοι μὲ ξίφη ἄνοιξαν τὴν κοιλιά του καὶ χύθηκαν τὰ σπλάχνα του. Μὲ τὸν ἴδιο θάνατο τελείωσαν τὴν ζωή τους καὶ ἀρκετὲς παρθένες γυναῖκες στὴν Ἀσκάλωνα καὶ τὴν Γάζα, καθὼς καὶ μερικοὶ ἱερωμένοι, τῶν ὁποίων ἡ μνήμη συνεορτάζεται τὴν ἡμέρα αὐτή.

 

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἀρεθουσίων ὁ σοφὸς Ποιμενάρχης, ὑπὲρ Χριστοῦ Μᾶρκε στερρῶς ἠνωνίσω, ἐν τὴ Φοινίκη δὲ ὢ Κύριλλε Διάκονε, Μάρτυς ὤφθης ἔνθεος, καὶ ἐν Γάζῃ τὴ πόλει, ἅμα καὶ Ἀσκάλωνι, Ἱερεῖς θεοφόροι, μετὰ Γυναίων ἤθλησον σεμνῶν, οὖς ὡς ὀπλίτας, Χριστοῦ μακαρίσωμεν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τὸ προσταχθὲν.
Δι’ ἐγκρατείας τῶν παθῶν τᾶς πυριφλέκτους, ἀπονεκρώσαντες ὁρμᾷς καὶ τᾶς κινήσεις, τοῦ Χριστοῦ οἱ Μάρτυρες ἔλαβον τὴν χάριν, τᾶς νόσους ἀποδιώκειν τῶν ἀσθενῶν, καὶ ζῶντες καὶ μετὰ τέλος θαυματουργείν, ὄντως θαῦμα παράδοξον! ὅτι ὀστέα γυμνά, ἐκβλύζoυσιν ἰάματα, Δόξα τῷ μόνῳ Θεῶ ἠμῶν.


 

Οἱ Ἅγιοι Ἰωνᾶς, Βαραχήσιος καὶ οἱ σὺν αὐτοῖς Ζανιθᾶς, Λάζαρος, Μαρουθᾶς, Ναρσῆς, Ἠλίας, Μαρῆ (κατ᾿ ἄλλους Μαρής), Ἄβιβος, Σιμιάθη (κατ᾿ ἄλλους Σιμιάθης) καὶ Σάβα ἢ Σώθα (κατ᾿ ἄλλους Σάββας)

Ἦταν ἀσκητὲς καὶ μαρτύρησαν περίπου τὸ 330 μ.Χ., ὅταν βασιλιὰς τῶν Περσῶν ἦταν ὁ Σαβώριος καὶ τῶν Ῥωμαίων ὁ Μέγας Κων/νος. Αὐτοὶ λοιπόν, ἀναχώρησαν ἀπὸ τὴν Μονὴ ποὺ μόναζαν καὶ πῆγαν σὲ κάποια κωμόπολη, ποὺ ὀνομαζόταν Μαρβιαβὼχ (ἢ Μαρμιαβώχ).

Ἐκεῖ ἐπισκέφθηκαν ἐννιὰ κρατούμενους Μάρτυρες στὴν εἱρκτή, τὸν Ζανιθά, Λάζαρο, Μαρουθά, Ναρσή, Ἠλία, Μαρῆ, Ἄβιβο, Σιμιάθη καὶ Σάβα (ἢ Σώβα) καὶ τοὺς ἐνθάῤῥυναν στὸ μαρτύριο. Ἀμέσως τότε συνέλαβαν καὶ αὐτοὺς καὶ τοὺς ὁδήγησαν μπροστὰ σὲ τρεῖς ἄρχοντες τῶν Περσῶν, τὸν Μασδράθ, τὸν Σιρῶ καὶ Μαρμισή.

Αὐτοὶ συμβούλευσαν τοὺς Ἰωνᾶ καὶ Βαραχήσιο ν᾿ ἀρνηθοῦν τὸν Χριστὸ καὶ νὰ προσκυνήσουν τὴν φωτιά, τὸ νερὸ καὶ τὸν ἥλιο. Ἐπειδὴ ὅμως οἱ Ἅγιοι στάθηκαν σταθεροὶ στὴν πίστη τους, τοὺς βασάνισαν φρικτὰ καὶ τοὺς θανάτωσαν ἀφοῦ κατατεμάχισαν τὰ σώματά τους. Τὰ ἁγία λείψανά τους τὰ ἀγόρασε κάποιος χριστιανὸς καὶ τὰ ἔθαψαν μαζὶ μὲ αὐτὰ τῶν ἐννιὰ προαναφερθέντων Μαρτύρων.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χορόν ἐννεάριθμον, πανευκλεῶν Ἀθλητών, καὶ λόγοις καὶ πράξεσι, πρὸς μαρτυρίου ὁδόν, λαμπρῶς ἐνισχύσατε· ὅθεν ἠγωνισμένοι, σὺν αὐτοῖς θεοφρόνως, ἅμα Βαραχησίῳ, Ἰωνᾶ θεοφόρε, πρεσβεύσατε τῷ Κυρίῳ, χάριν δοῦναι ἡμῖν καὶ ἔλεος


 

Ὁ Ἅγιος Εὐστάθιος ὁ Ὁμολογητὴς ἐπίσκοπος Χίου Βιθυνίας

Ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ μακροῦ καὶ πολυθόρυβου ἀγῶνα τῆς εἰκονομαχίας. Ἀπὸ νέος βάδισε τὸ δρόμο τῆς εὐσέβειας, στολισμένος μὲ βαθειὰ καὶ ἔνθερμη πίστη. Ἦταν συγχρόνως καὶ ἀκριβὴς τηρητὴς τῶν ἐντολῶν, τὶς ὁποῖες δὲν γνώριζε μόνο ἀλλὰ καὶ ἐφάρμοζε. Τὴ ζωντανὴ αὐτὴ εὐσέβειά του καλλιέργησε ἀκόμα περισσότερο, ὅταν ἔγινε μοναχὸς καὶ χειροτονήθηκε ὕστερα Ἱερέας.

Ἡ κοινὴ ἀναγνώριση τῶν προτερημάτων αὐτῶν, τὸν ἀνέβασε στὴν ἐπισκοπὴ τῆς Κίου στὴ Βιθυνία. Στὴ νέα του αὐτὴ διακονία, ἔδειξε περισσότερα ποιμαντικὰ χαρίσματα καὶ ἐργάστηκε μὲ μεγαλύτερη ἀφοσίωση στὴ φιλανθρωπικὴ ἀποστολή του. Ἀπέναντι στοὺς εἰκονομάχους, ὁ εἰρηνικὸς ποιμενάρχης φάνηκε δυναμικὸς καὶ ἀκοίμητος φρουρὸς τῆς Ὀρθοδοξίας. Οὔτε πτοήθηκε, ὅταν εἶδε μπροστὰ τοῦ τὸν ἄγριο διωγμό.

Φυλακίστηκε καὶ στὴ συνέχεια ἐξορίστηκε. Ἀλλ᾿ ἀπὸ παντοῦ συμμετεῖχε στὴν ἄμυνα τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὑπέμεινε δὲ ἀπερίγραπτες στερήσεις πείνας, γυμνότητας καὶ ἄλλων κακουχιῶν. Τελικὰ παρέδωσε τὸ πνεῦμα τοῦ στὸ Θεό, τοῦ ὁποίου ἔλαμψε πιστὸς καὶ γνήσιος ὑπηρέτης, ποὺ προτίμησε τὶς ταλαιπωρίες καὶ τὸ θάνατο ἀπὸ τὴν ἐγωϊστικὴ διατήρηση τοῦ ἀξιώματός του.


 

Ὁ Ἅγιος Διάδοχος ἐπίσκοπος Φωτικῆς

Δὲν τὸν ἀναφέρουν οἱ Συναξαριστές. Συναντᾶται στὸν Λαυριωτικὸ Κώδικα Δ 34 φ. 68α, μαζὶ μὲ τὸν πρεσβύτερο Μᾶρκο τὸν μεγάλο ἀσκητὴ (+5 Μαρτίου), ὅπου ὑπάρχει καὶ κοινὸς Κανόνας τῶν δυὸ μὴ ὁλοκληρωμένος.

Ὁ Ἅγιος Διάδοχος, ἐπίσκοπος Φωτικῆς τῆς Παλαιᾶς Ἠπείρου, ἔζησε τὸν 5ο αἰῶνα μ.Χ. καὶ εἶχε τὸ χάρισμα τῆς εὐγλωττίας, ἀλλὰ καὶ τῆς συναρπαστικῆς συγγραφῆς.

Τὰ 100 γνωστικὰ ἀσκητικὰ κεφάλαια ποὺ ἔγραψε, διαβάζονται μὲ ἀπληστία ἀπὸ τοὺς μοναχούς. Ἐπίσης ἔγραψε καὶ ἄλλα, ὅπως τὴν «Ὅραση» καὶ λόγο στὴν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου.

Στὰ «Ἑκατὸ γνωστικὰ κεφάλαια» ὁ Ἅγιος Διάδοχος στὸ προοίμιο τοῦ βιβλίου ἐκθέτει τοὺς «δέκα ὅρους», γράφει:
Πρῶτος ὅρος τῆς πίστεως: Ἔννοια περὶ Θεοῦ ἀπαθής.
Δεύτερος ὅρος τῆς ἐλπίδος: ἐκδημία τοῦ νοῦ ἐν ἀγάπη πρὸς τὰ ἐλπιζόμενα.
Τρίτος ὅρος τῆς ὑπομονῆς: Τὸν ἀόρατον ὡς ὁρατὸν ὀρώντα τοῖς τῆς διανοίας ὀφθαλμοῖς ἀδιαλείπτως καρτερεῖν.
Τέταρτος ὅρος τῆς ἀφιλαργυρίας: Οὕτω θέλειν τὸ μὴ ἔχειν ὡς θέλειν τὶς τὸ ἔχειν.
Πέμπτος ὅρος τῆς ἐπιγνώσεως: Ἁγνοεῖν ἑαυτὸν ἐν τῷ ἐκστῆναι τὸν Θεόν.
Ἕκτος ὅρος τῆς ταπεινοφροσύνης: Λήθη τῶν κατορθουμένων προσευχῆς.
Ἕβδομος ὅρος τῆς ἀοργησίας: Ἐπιθυμία πολλή του μὴ ὀργίζεσθαι.
Ὄγδοος ὅρος τῆς ἁγνείας: Αἴσθησις ἀεὶ κεκολλημένη Θεῶ.
Ἔνατος ὅρος τῆς ἀγάπης: Αὔξησις φιλίας πρὸς τοὺς ὑβρίζοντας.
Δέκατος ὅρος τῆς τελείας ἀλλοιώσεως: Ἐν τρυφὴ Θεοῦ χαρὰν ἠγεῖσθαι τὸ στυγνόν του θανάτου.


 

Οἱ Ὅσιοι Ἰωνᾶς, Μᾶρκος καὶ Βάσσος

Οἱ Ὅσιοι Πατέρες Μάρκος, Ἰωνᾶς καὶ Βάσσος ἔζησαν καὶ ἀσκήτεψαν στὴ Λαύρα τοῦ Πσκὼφ τῆς Ρωσίας κατὰ τὸν 14ο καὶ 15ο αἰώνα μ.Χ. Κοιμήθηκαν ὁσίως μὲ εἰρήνη.


 

Ὁ Ὅσιος Ἡσύχιος

Ὁ Ὅσιος Ἠσύχιος ἔζησε τὸν 7ο αἰώνα μ.Χ. καὶ διετέλεσε ἡγούμενος τῆς μονῆς Σινᾶ. Κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη.


 

Ὁ Ἅγιος Ἐφραὶμ Ἀρχιεπίσκοπος Ροστὼβ Ρωσίας

Ὁ Ἅγιος Ἐφραὶμ κόσμησε τὸν ἀρχιερατικὸ θρόνο τοῦ Ροστὼβ ἀπὸ τὸ ἔτος 1427 μέχρι τὸ 1454. Χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Φώτιο στὶς 13 Ἀπριλίου 1427. Σύμφωνα μὲ τὰ τοπικὰ Χρονικὰ ἄρχισε ἀμέσως τὴν ἀνοικοδόμηση τῆς μονῆς Βαρινίσκϊυ τοῦ Πσκώφ, στὸν τόπο ὅπου βρισκόταν ἡ οἰκία τοῦ εὐγενοῦς Κυρίλλου, πατέρα τοῦ Ἁγίου Σεργίου τοῦ Ραντονέζ.

Ὁ Ἐπίσκοπος Ἐφραὶμ ὑπῆρξε φίλος καὶ προστάτης τῶν μοναχῶν καὶ συναντιλήπτορας τοῦ Ἁγίου Ἀσκητοῦ Γρηγορίου τῆς Πάλμα.
Ὁ Ἅγιος Ἐφραὶμ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1454.