Ἡ Ἁγία Θεοδοσία ἡ Παρθένος
Ὁ θεοκίνητος Ἀπόστολος Παῦλος εἶπε: «Ἠρμοσάμην ὑμᾶς ἑνὶ ἀνδρί, παρθένον ἁγνὴν παραστῆσαι τῷ Χριστῷ». Ἔκανα τοὺς ἀῤῥαβῶνες σας μὲ ἕναν ἄνδρα, τὸ Χριστό, γιὰ νὰ σᾶς παρουσιάσω παρθένο ἁγνὴ σ᾿ Αὐτόν. Δηλαδή, νὰ παρουσιάσω τὶς ψυχές σας ἁγνὲς καὶ καθαρὲς ἀπὸ κάθε πλάνη καὶ ἁμαρτία, ἑνωμένες μὲ τὴν πίστη καὶ τὴν ἀγάπη σὲ μία πνευματικὴ νύμφη, τῆς ὁποίας νυμφίος νὰ εἶναι ὁ Χριστός.
Μία τέτοια ψυχὴ ἦταν καὶ ἡ παρθενομάρτυς Θεοδοσία. Καταγόταν ἀπὸ τὴν Φοινίκη καὶ δὲν εἶχε μόνο παρθενικὸ σῶμα, ἀλλὰ καὶ παρθενικὴ ψυχή. Ἀπὸ ἡλικία 18 χρονῶν, ἔλαμπε γιὰ τὸ ζῆλο καὶ τὴν θερμή της πίστη, ἀνάμεσα στὶς νεαρὲς εἰδωλολάτρισσες γυναῖκες.
Αὐτὸ καταγγέλθηκε στὸν ἄρχοντα Οὐρβανό, ποὺ μὲ κάθε δελεαστικὸ τρόπο προσπάθησε νὰ τὴν πείσει νὰ ἀρνηθεῖ τὸ Χριστό. Ὅμως ἡ παρθένος Θεοδοσία ἔμεινε ἀμετακίνητη στὸ ἱερό της πιστεύω. Ὁ Οὐρβανός, βλέποντας τὴν ἀδάμαστη ἐπιμονή της, ἐξοργίστηκε καὶ μὲ θηριώδη τρόπο ἔσπασε τὰ κόκκαλά της καὶ πριόνισε τὶς σάρκες της.Ἔπειτα, τὴν πλησίασε καὶ τῆς πρότεινε νὰ ἀλλαξοπιστήσει, ἔστω καὶ τὴν τελευταία στιγμή, καὶ αὐτὸς θὰ θεράπευε ἀμέσως τὶς πληγές της. Ἡ Θεοδοσία μισοπεθαμένη ἀπάντησε: «Εἶμαι χριστιανή». Τότε ὁ τύραννος διέταξε καὶ τὴν ἔριξαν στὴ θάλασσα, ὅπου καὶ παρέδωσε τὸ πνεῦμα της.
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς δόσιν θεόσδοτον, τὴν παρθενίαν τὴν σήν, ἀγῶσιν ἀθλήσεως, Θεοδοσία σεμνή, τῷ Λόγῳ προσήγαγες· ὅθεν πρὸς ἀθανάτους, μεταστᾶσα νυμφῶνας, πρέσβευε Ἀθληφόρε, τῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων, ῥυσθῆναι ἐκ πολυτρόπων, ἡμᾶς συμπτώσεων.
Ἦχος ὁ αὐτὸς. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὡς παρθένος ἄμωμος καὶ ἀθληφόρος, νοερῶς νενύμφευσαι, τῷ Βασιλεῖ τῶν οὐρανῶν, Θεοδοσία πανεύφημε· ὃν ἐκδυσώπει, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Δόσει λαμπρυνθεῖσα παρθενικῇ, δόσιν εὐσεβείας, διαυγάζεις ἀθλητικῶς, ὦ Θεοδοσία, Χριστοῦ Παρθενομάρτυς· διὸ κἀμοὶ μετάδος, ἐκ τῶν σῶν δόσεων.
Τότε ἡ Θεοδοσία, μαζὶ μὲ ἄλλες γυναῖκες γκρέμισε ἀπὸ τὴν σκάλα τὸν ἀνεβασμένο Σπαθάριο καὶ τὸν σκότωσε. Κατόπιν συνελήφθη, καὶ τὶς μὲν ἄλλες γυναῖκες σκότωσαν, τὴν δὲ Θεοδοσία, ἔσφαξε ἕνας ἄγριος δήμιος με κέρατο βοδιοῦ.Ἡ Σύναξή της γίνεται στὴ Μονὴ τοῦ Σωτῆρα Χριστοῦ τοῦ Εὐεργέτη, κατὰ δὲ τὸν Συναξαριστὴ τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου στὴ Μονὴ τοῦ Δεξιοκράτους, ὅπου καὶ τὸ τίμιο λείψανό της.
Ἦταν ἀπὸ τοὺς ἐπισκόπους, ποὺ ποίμαναν τὸ ποίμνιό τους μὲ πολλὴ στοργὴ καὶ ἐπιμέλεια. Συγχρόνως ὑπεράσπιζε τὴν πίστη τοῦ Εὐαγγελίου κατὰ τῶν προσβολῶν τῶν Ἰουδαίων καὶ τῶν εἰδωλολατρῶν.Στὸ διωγμό, κατὰ τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἔκανε ὁ αὐτοκράτορας Διοκλητιανός, ὁ ἐπίσκοπος Ἀνέων Ὀλβιανὸς συνελήφθη καὶ μετὰ ἀπὸ ἀνάκριση, ὑποβλήθηκε σὲ σειρὰ σκληρῶν βασανιστηρίων.
Ἀλλ᾿ ὅλα αὐτὰ δὲν κατάφεραν νὰ νικήσουν τὴν θερμότητα τοῦ ζήλου του. Τελευταία τὸν ἔριξαν μαζὶ μὲ τοὺς μαθητές του μέσα στὴ φωτιά, ὅπου βρῆκαν τὸ θάνατο, καὶ ἀξιώθηκαν τοῦ μαρτυρικοῦ στεφάνου.
———————————————————————————————–
Γεννήθηκε στὴ Θεσσαλονίκη ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς. Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Ἰωάννης καὶ ἡ μητέρα του Θωμαῆ. Ἐπειδὴ ἡ γέννησή του συνέπεσε μὲ τὴν παραμονὴ τῆς γιορτῆς τῶν γενεθλίων τοῦ Τιμίου Προδρόμου, οἱ γονεῖς του τὸν ὀνόμασαν Ἰωάννη. Γιὰ νὰ ξεχωρίζει ὅμως ἀπὸ τὸν πατέρα του, ποὺ εἶχε τὸ ἴδιο ὄνομα, αὐτὸν τὸν ἔλεγαν Νάννο.
Ὁ πατέρας του πῆγε στὴ Σμύρνη καὶ ἐργαζόταν σὰν ὑποδηματοποιός. Ἀργότερα παρέλαβε καὶ τοὺς γιούς του Θεόδωρο καὶ Ἰωάννη. Ἐνάρετοι καὶ οἱ δυὸ ἀδελφοί, καταγίνονταν μὲ τὴν τέχνη τους καὶ τὴν ἀνάγνωση τῶν Γραφῶν. Ξαφνικὰ τὸν Ἰωάννη κατέλαβε ὁ πόθος τοῦ Μαρτυρίου καὶ «ἐγένετο τοῖς Ἀγαρηνοῖς ὡς Ἀγαρηνός, ἵνα κερδίσῃ τὸν Χριστόν».
Ἔτσι κάποια μέρα ἔτρεξε στὸ σπίτι τοῦ ἀγᾶ, ποὺ εἶχε προσκολληθεῖ καὶ ἀφοῦ φόρεσε χριστιανικὰ ῥοῦχα καὶ τούρκικο σαρίκι στὸ κεφάλι, παρουσιάστηκε στὸν κριτὴ καὶ ὁμολόγησε τὴν ἐπάνοδό του στὸν Χριστιανισμό.Τότε ὁ 18χρονος Ἰωάννης κλείστηκε στὴ φυλακὴ καὶ βασανίστηκε σκληρά. Ὅταν τὸν ἔβγαλαν τοῦ ὑποσχέθηκαν τιμὲς καὶ ἀξιώματα, ἀλλ᾿ ὁ μάρτυρας παρέμεινε σταθερὸς στὴ χριστιανική του πίστη. Τότε οἱ Τοῦρκοι τὸν καταδίκασαν σὲ θάνατο καὶ τὸν ἀποκεφάλισαν στὴν τοποθεσία Σοᾶν Παζάρι, στὶς 29 Μαΐου 1802.Χριστιανοὶ ἀγόρασαν τὸ τίμιο λείψανό του ἀπὸ τοὺς Τούρκους ἀντὶ 3400 γροσιῶν καὶ τὸν ἐνταφίασαν.
Μαρτύριο τοῦ Ἁγίου αὐτοῦ συνέγραψε ὁ ἱερομόναχος Νικηφόρος ὁ Χίος.
———————————————————————————————–
Μαρτύριο τοῦ Ἁγίου συνέγραψε ὁ Γεωργὸς Τραπεζούντιος.
Εἰκάζεται ὅτι εἶναι ἡ τελευταία Αὐτοκράτειρα τοῦ Βυζαντίου (1390-1450 μ.Χ.). Λεγόταν Ἑλένη Δραγάση καὶ εἶναι ἡ μοναδικὴ Σλάβα, ποὺ ἔγινε αὐτοκράτειρα τοῦ Βυζαντινοῦ θρόνου. Ἐπίσης, ἦταν κόρη τοῦ ἡγεμόνα τῆς Βορειοανατολικῆς Μακεδονίας Κωνσταντίνου Δραγάση καὶ σύζυγος τοῦ Μανουὴλ Β´ Παλαιολόγου. Εἶναι ὅπως γράφουν οἱ Ἱστορικοί, ἡ «Πολύπαις καὶ Καλλίπαις», μητέρα, μὲ ὀκτὼ παιδιά, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ὁ Ἰωάννης Η´ Παλαιολόγος αὐτοκράτορας (1425-1448) καὶ ὁ Κωνσταντῖνος ΙΑ´, ὁ Ἐθνομάρτυρας τελευταῖος Αὐτοκράτορας (1448-1453 – 29 Μαΐου μαύρη ἡμέρα ἁλώσεως τῆς Βασιλεύουσας).
Ἡ Ἁγία Ὑπομονή, εἶχε τὸ ὄνομα τῆς μητέρας τοῦ Πρώτου αὐτοκράτορα Ἁγίου Κωνσταντίνου, τῆς Ἁγίας Ἑλένης: (Κωνσταντῖνος, υἱὸς Ἕλενης ἵδρυσε τὴν Πόλη καὶ Κωνσταντῖνος, υἱὸς Ἑλένης ἔπεσε μαχόμενος ὑπὲρ τῆς Πόλεως αὐτῆς!).Ὁλόκληρη ἡ ζωή της ἦταν ζωὴ ἁγιότητας καὶ προπάντων ζωὴ ἀγῶνος μὲ ὑπομονὴ καὶ καρτερικότητα. Γι᾿ αὐτὸ καὶ μετὰ τὸν θάνατο τοῦ συζύγου της (1425), ἔγινε Μοναχὴ μὲ τὸ ὄνομα Ὑπομονή.
Εἶναι ἐκείνη, ποὺ μέσα σ᾿ ὅλα τὰ καθήκοντά της, ὡς Αὐτοκράτειρα, ὡς σύζυγος, ὡς Μητέρα πολλῶν παιδιῶν ἄσκησε ἔντονα καὶ τὸ ἔργο τῆς φιλανθρωπίας, μὲ τὴν ἵδρυση καὶ συντήρηση στὸ Μοναστήρι ποὺ ἐφυλάσσετο τὸ ἱερὸ Λείψανο τοῦ Ὁσίου Παταπίου, Γηροκομεῖο μὲ τὸ ὄνομα «Καθίδρυμα τῆς Ἐλπίδος τῶν Ἀπηλπισμένων».Τὸ φιλομόναχο ἰδεῶδες, δὲν τὸ ἔζησε μόνον ἡ ἴδια, ἀλλὰ τὸ μετέδωκε σ᾿ ὁλόκληρη σχεδὸν τὴν οἰκογένειά της. Ὁ σύζυγός της Μανουὴλ παραιτήθηκε ἀπὸ τὸ θρόνο του καὶ ἐτελείωσε τὴν ζωήν του ὡς Μοναχός. Ἡ πενθερά της, ἡ κουνιάδα της, τὰ ἀγόρια της Θεόδωρος, Ἀνδρόνικος καὶ Δημήτριος ἐτελείωσαν τὴν ζωή τους ὡς Μοναχοί. Τὸ ἴδιο καὶ ἡ ἐγγονή της, κόρη τοῦ γιοῦ της Θωμᾶ, Ἑλένη, ἔγινε Μοναχὴ μὲ τὸ ὄνομα Ὑπομονὴ στὴ Λευκάδα.Ἡ Ἁγία Ὑπομονὴ ἔζησε σὰν μοναχὴ περίπου 25 χρόνια μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ συζύγου της καὶ ἡ ἴδια ἐκοιμήθη τὸ 1450. Μόνασε στὴ Μονὴ τῆς Κυρᾶς Μάρθας, ποὺ μετὰ τὴν ἅλωση καταστράφηκε, ὅπως καὶ πολλὰ ἄλλα Μοναστήρια καὶ Ναοί. Εἰκόνα της εὑρίσκεται στὴν Ἱ. Μονὴ ὁσίου Παταπίου στὸ Λουτράκι Κορινθίας.
Ήχος πλ. α’. Τον συνάναρχον Λόγον.
Την κλεινήν βασιλίδα έγκωμιάοωμεν, Υπομονήν την οσίαν, περιστεράν ευλαβή εκ του κόσμου πετασθείσαν της συγχύσεως προς τας σκηνάς του ουρανού εν αγάπη ακλινεί, ασκήσει και ταπεινώσει βοώντες Μήτερ, λιταίς σου θραϋσον ημών της αμαρτίας δεσμούς.
Ήχος πλ. δ’. Τη Υπερμάχω.
Υπομονής θεοστηρίκτου την ομώνυμον και βασιλίδων θεοσόφων την υπέρτιμον, την εκλάμψασαν ως άστρον εν Βυζαντίω και χορούς μοναζουσών καταπυρσεύσασαν, ταπεινώσεως βολαίς ανευφημήσωμεν, πόθω κράζοντες. Χαίροις, Μήτερ πανεύφημε.
Χαίροις εκμαγείον υπομονής, στήλη σωφροσύνης, αδιάσειστον αρετών, τείχος και ταμείον, Υπομονή, αγάπης, ενθέων βασιλίδων κέρας περίδοξον.