Οἱ Ἅγιοι 318 Πατέρες τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου
Ἡ ἕκτη κατὰ σειρὰ Κυριακὴ μετὰ τὸ Ἅγιο Πάσχα εἶναι ἀφιερωμένη ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας στὴν μνήμη τῶν 318 Ἁγίων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι ἔλαβαν μέρος στὴν Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ποὺ συνῆλθε στὴν Νίκαια τῆς Βιθυνίας τὸ 325 μ.Χ. Ἡ σύνοδος συνῆλθε κατὰ πρόσκληση τοῦ Μέγα Κωνσταντίνου κατὰ τὸ εἰκοστὸ ἔτος τῆς βασιλείας του καὶ εἶχε διάρκεια 3,5 χρόνια. Διακριθεῖσες μορφὲς τῆς συνόδου ἦταν ὁ Ἀλέξανδρος ὁ Κωνσταντινουπόλεως, ὁ Ἀλέξανδρος ὁ Ἀλεξανδρείας, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ὁ Εὐστάθιος ὁ Ἀντιοχείας, ὁ Μακάριος ὁ Ἱεροσολύμων, ὁ Παφνούτιος, ὁ Σπυρίδων, ὁ Νικόλαος, κ.ἄ.
Η Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος καταδίκασε τὸν Ἄρειο καὶ τὸν Ἀρειανισμό. Διατύπωσε τοὺς πρώτους ὅρους ὀρθοῦ Χριστιανικοῦ δόγματος καὶ ἰδιαίτερα τὰ περὶ τοῦ δευτέρου Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος, τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ὡς ὁμοούσιον τῷ Θεῷ Πατρί. Συνέταξε τὰ πρῶτα ἑπτὰ ἄρθρα τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως.
Συνοπτικὴ παράθεση τῶν ἱερῶν Κανόνων
Κανὼν Α: Καταδικάζει τὴ συνήθεια τοῦ οἰκοιοθελοὺς εὐνουχισμοῦ καὶ ἀπαγορεύει τὴ χειροτονία εὐνουχισμένων, πλὴν ὅσων γιὰ ἰατρικοὺς λόγους ἢ λόγω βασανιστηρίων ἐξετμήθησαν.
Κανὼν Β: Ἀπαγορεύει τὴ χειροτονία ὡς κληρικῶν στὰ νέα μέλη (νεόφυτοι) τῆς ἐκκλησίας.
Κανὼν Γ: Καταδικάζει τὴν συνήθεια τῶν κληρικῶν ὅλων τῶν βαθμῶν νὰ συζοῦν μὲ νεαρὲς γυναῖκες τὶς ὁποῖες δὲν εἶχαν παντρευτεῖ (συνείσακτοι).
Κανόνες Δ-Ε: Εἰσάγεται τὸ «μητροπολιτικὸ σύστημα», τὸ ὁποῖο ἴσχυε στὴν ὀργάνωση τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, καὶ καθορίζουν τὴν ἁρμοδιότητα τῆς ἐπαρχιακῆς συνόδου στὴ χειροτονία τῶν ἐπισκόπων.
ΚανὼνΣΤ: Ἀναγνωρίζει κατ’ ἐξαίρεση τὸ ἀρχαῖο ἔθος τῆς συγκεντρωτικῆς δικαιοδοσίας τοῦ ἐπισκόπου τῆς Ἀλεξανδρείας στὶς ἐκκλησίες τῆς Αἰγύπτου, Λιβύης καὶ Πεντάπολης —ὅπως συνέβαινε καὶ μὲ τὴν ἐκκλησία τῆς Ρώμης— ἐνῶ ἑξαιρεῖ τὴ Ρώμη καὶ τὴν Ἀντιόχεια ἀπὸ τὸ γενικὸ μέτρο τοῦ μητροπολιτικοῦ συστήματος.
Κανὼν Ζ: Ὁρίζεται ὅτι ὁ ἐπίσκοπος Αἰλίας (δηλ. Ἱερουσαλήμ) νὰ εἶναι ὁ ἑπόμενος στὴ σειρὰ ἀπόδοση τιμῶν.
Κανὼν Η: Ὁρίζει τὸν τρόπο ἐπιστροφῆς στὴν ἐκκλησία τῆς Αἰγύπτου τῶν λεγόμενων «Καθαρῶν» (Μελιτιανὸ σχίσμα).
Κανὼν Θ: Ἀναφέρεται στὴν συνήθη περίπτωση χειροτονίας πρεσβυτέρων τῶν ὁποίων δὲν ἐξετάστηκαν τὰ προσόντα ἢ οἱ ὁποῖοι δὲν παραμένουν ἄμεμπτοι.
Κανὼν Ι: Καταδικάζει τὴ χειροτονία πεπτωκότων.
Κανόνες ΙΑ-ΙΒ: Καθορίζεται ἡ μετάνοια τῶν πεπτωκότων, μὲ αὐστηρότερα κριτήρια.
Κανὼν ΙΓ: Δέχεται ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ παρασχεθεῖ Θεία Εὐχαριστία ἐπὶ τῆς ἐπιθανατίου κλίνης.
Κανὼν ΙΔ: Ὁρίζεται ἡ μετάνοια τῶν πεπτωκότων κατηχουμένων.
Κανόνες ΙΕ-ΙΣΤ: Καταδικάζεται ἡ ἐπιδίωξη κληρικῶν γιὰ μετάθεση σὲ ἄλλες ἐκκλησίες.
Κανὼν ΙΖ: Καταδικάζει τὴν πλεονεξία καὶ αἰσχροκέρδεια τῶν κληρικῶν ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸν ἔντοκο δανεισμό.
Κανὼν ΙΗ: Ἀπαγορεύει στοὺς διακόνους νὰ μεταδίδουν καὶ νὰ ἀγγίζουν τὴ Θεία Εὐχαριστία πρὶν ἀπὸ τοὺς πρεσβυτέρους, καὶ δὲν ἐπιτρέπεται τὸ νὰ κάθονται μεταξὺ τῶν πρεσβυτέρων.
Κανὼν Κ: Ἀπαγορεύει τὴ γονυκλισία στὴ Θεία Λειτουργία τῆς Κυριακῆς καὶ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς.
Ἐπισπρόσθετα καθορίστηκε ἡ κοινὴ ἡμέρα ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα.
Τὰ συμπεράσματα τὶς συνόδου ὑπογράφηκαν ἀπὸ περισσότερους ἀπὸ 318 καὶ ὁ ἀριθμὸς αὐτὸς ἐπικράτησε γιὰ συμβολικοὺς λόγους. Οἱ ἐπίσκοποι ποὺ ἦταν παρόντες στὴ σύνοδο συνοδεύονταν ἀπὸ κατώτερους κληρικοὺς τῶν ὁποίων ὁ συνολικὸς ἀριθμὸς ἀνερχόταν στὸ τριπλάσιο ἢ τετραπλάσιο τῶν Ἐπισκόπων.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. β’.
Ἀγγελικαὶ Δυνάμεις ἐπὶ τὸ μνῆμά σου, καὶ οἱ φυλάσσοντες ἀπενεκρώθησαν, καὶ ἵστατο Μαρία, ἐν τῷ τάφῳ ζητοῦσα τὸ ἄχραντόν σου σῶμα· ἐσκύλευσας τὸν ᾍδην, μὴ πειρασθεὶς ὑπ’ αὐτοῦ, ὑπήντησας τῇ Παρθένῳ, δωρούμενος τὴν ζωήν. Ὁ ἀναστὰς ἐκ τῶν νεκρῶν, Κύριε δόξα σοι.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον τῶν Πατέρων
Ἦχος πλ. δ´.
Ὑπερδοξασμένος εἶ Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ φωστῆρας ἐπὶ γῆς, τοὺς Πατέρας ἡμῶν θεμελιώσας, καὶ δι’ αὐτῶν, πρὸς τὴν ἀληθινὴν πίστιν πάντας ἡμᾶς ὁδηγήσας, Πολυεύσπλαγχνε δόξα σοι.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ´.
Τῶν Ἀποστόλων τὸ κήρυγμα, καὶ τῶν Πατέρων τὰ δόγματα, τῇ Ἐκκλησίᾳ μίαν τὴν πίστιν ἐσφράγισαν· ἣ καὶ χιτῶνα φοροῦσα τῆς ἀληθείας, τὸν ὑφαντὸν ἐκ τῆς ἄνω θεολογίας, ὀρθοτομεῖ καὶ δοξάζει, τῆς εὐσεβείας τὸ μέγα μυστήριον.
Μεγαλυνάριον
Ὡς Υἱὸν καὶ Λόγον σε τοῦ Θεοῦ, Σύνοδος ἡ Πρώτη, ὁμοούσιον τῷ Πατρί, ὀρθῶς σε κηρύττει, τὸν δι’ ἡμᾶς παθόντα, καὶ λύει τοῦ Ἀρείου, Σῶτερ τὸ φρύαγμα.
Τὰ πλούτη τῶν γονέων του δὲ στάθηκαν ἱκανὰ νὰ ἐμποδίσουν τὸν ἱερὸ πόθο τοῦ Θεοδώρου νὰ γίνει μαθητὴς τοῦ μεγάλου ἀθλητῆ τῆς ἐρήμου Παχωμίου. Ἂν καὶ νεαρὸς στὴν ἡλικία, εἶχε ἀξιοθαύμαστη ἐγκράτεια καὶ φρόνηση, ὥστε ὁ Παχώμιος νὰ τὸν ἔχει σὲ μεγάλη ὑπόληψη.
Ἐκεῖνο, ὅμως, ποὺ διέκρινε κανεὶς ἰδιαίτερα στὸ Θεόδωρο, ἦταν οἱ πολλές του γνώσεις στὰ ἱερὰ γράμματα. Ἦταν δεινὸς μελετητὴς τῆς Ἁγίας Γραφῆς, καθὼς καὶ παλαιοτέρων συγγραμμάτων σοφῶν Πατέρων. Ὁ Παχώμιος, βλέποντας τὴν ἱκανότητα τοῦ Θεοδώρου, ὅτι ἦταν «δυνατὸς ἐν ταῖς γραφαῖς», δηλαδή, δυνατὸς στὴ γνώση καὶ τὴν ἑρμηνεία τῶν Γραφῶν, ὅρισε νὰ διδάσκει τοὺς ὑπόλοιπους ἀδελφοὺς τοῦ μοναστηριοῦ. Στὴν ἀρχὴ μερικοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἀντέδρασαν, διότι δὲν ἤθελαν νὰ τοὺς μορφώνει ἕνα παιδί, ὅπως χαρακτηριστικὰ ἔλεγαν.
Ἡ ἱκανότητα, ὅμως, τοῦ Θεοδώρου, θεμελιωμένη σὲ ταπεινὸ φρόνημα, κατάφερε νὰ πείσει ὅλη τὴν ἀδελφότητα νὰ τὸν ἀκούει πρόθυμα. Μάλιστα, μετὰ ἀπὸ χρόνια, ὁμόφωνα τὸν ἐξέλεξαν ἡγούμενο τῆς Μονῆς, καὶ πάντα τοὺς ὑπενθύμιζε τὸ θεόπνευστο λόγο τῆς Ἁγίας Γραφῆς, «ταῖς ἔντολας αὐτοῦ μελέτα διὰ παντός. Καὶ ἡ ἐπιθυμία τῆς σοφίας σου δοθήσεταί σοι». Δηλαδή, τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου νὰ μελετᾷς πάντοτε καὶ ἡ σοφία ποὺ ἐπιθυμεῖς, θὰ σοῦ δοθεῖ.
Τὸ Μάϊο τοῦ 360 πέθανε, καὶ δίκαια τοῦ δόθηκε ὁ τιμητικὸς τίτλος τοῦ ἡγιασμένου.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ´. Θείας πίστεως.
Δῶρον πέφηνας, ἁγιωσύνης, τὸν πανάγιον, δοξάσας Λόγον, ἡγιασμένε θεόφρον Θεόδωρε· ὅθεν βλυστάνεις ἐκ θείας χρηστότητος, ἁγιασμὸν ἀληθῆ τοῖς βοῶσί σοι. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ´. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τὸν ἐν Ἁγίοις ἀληθῶς ἀναπαυόμενον Τοῖς σοῖς ὁσίοις θεραπεύσας κατορθώμασιν Ἁγιότητος ἐδείχθης λαμπρὸν δοχεῖον. Ἀλλ’ ἁγίασον παμμάκαρ τῇ σῇ χάριτι Καὶ ἡμῶν τὰς διανοίας καὶ τὰ σώματα Τῶν βοώντων σοι, χαίροις Πάτερ Θεόδωρε.
Μεγαλυνάριον
Σῶμα καὶ καρδίαν ἁγιασθείς, τῷ ἀμέμπτῳ βίῳ, ὡς τοῦ Πνεύματος ἐραστής, Τρισηλίου δόξης, ἡγιασμένον σκεῦος, ἐν τοῖς Ὁσίοις ὤφθης, Πάτερ Θεόδωρε.
Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος Ἀρχιεπίσκοπος Ἱεροσολύμων
Βλέπε βιογραφία του 12 Δεκεμβρίου.
Οἱ Ἅγιοι Αὐδᾶς, Αὐδηισοῦς ὁ ἐπίσκοπος καὶ οἱ μαζὶ μ᾿ αὐτοὺς 16 Πρεσβύτεροι, 9 Διάκονοι, 5 (κατ᾿ ἄλλους 6) Μοναχοὶ καὶ 7 Παρθένες
Ἦταν χριστιανοὶ τῆς Ἐκκλησίας στὴν Περσία. Ὁ Αὐδηισοῦς ἐπισκόπευσε στὴν πόλη Βηθχασχὰρ καὶ καταγγέλθηκε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἀνεψιό του, ὅτι αὐτὸς καὶ ὁ Αὐδᾶς, καθὼς καὶ ἄλλοι 38 χριστιανοί, διέβαλαν τὸ Περσικὸ θρήσκευμα, προκειμένου νὰ προσηλυτίζουν πρὸς τὸν Ἰησοῦ Χριστό.
Ἀνακρινόμενοι αὐτοὶ δὲν ἀρνήθηκαν ὅτι διδάσκουν τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ θεωροῦσαν μάλιστα καθῆκον τους νὰ ἀποσποῦν ἀνθρώπους ἀπὸ τὰ δίχτυα τῆς πλάνης με τὸν θεμιτὸ τρόπο τῆς διδασκαλίας.
Τότε ὁ Ἀρσήθ, ὁ ἀδελφὸς τοῦ βασιλιᾶ, διέταξε καὶ τοὺς ἔδεσαν μὲ σχοινιὰ σφιχτά, τόσο, ὥστε νὰ σπάζουν τὰ κόκκαλά τους. Αὐτὸ συνεχίστηκε γιὰ ἑπτὰ ἡμέρες. Τότε ὁ Ἀρσὴθ νόμισε ὅτι τὰ θάῤῥος τους θὰ εἶχε πέσει καὶ τοὺς προσκάλεσε νὰ φάγουν εἰδωλόθυτα.
Ἐκεῖνοι ἀρνήθηκαν καὶ ἐνισχύθηκαν μάλιστα περισσότερο, ὅταν στὴ συντροφιά τους προστέθηκε καὶ ὁ γενναῖος ἀθλητὴς τοῦ Χριστοῦ Αὐδᾶς, ποὺ εἶχε συλληφθεῖ ἐκείνη τὴν στιγμή.
Τότε διατάχθηκε ὁ ἀποκεφαλισμός τους καὶ ἔτσι ὅλοι ἔλαβαν τὸ ἀμάραντο στεφάνι τῆς αἰώνιας δόξας.
Οἱ Ἅγιοι Ἰσαάκιος, Συμεὼν καὶ Βαχθισόης
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Βαχθισόης, Ἰσαάκιος καὶ Συμεὼν τελειώθηκαν διὰ πυρός. Στὸ Συναξάριον τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀναφέρεται ὅτι ἄθλησαν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου (306 – 337 μ.Χ.) καὶ τοῦ Πέρσου βασιλέως Σαπὼρ Β’ (309 – 379 μ.Χ.), ἀφοῦ προσήχθησαν ἐνώπιον τοῦ βασιλέως καὶ ὁμολόγησαν τὴν πίστη τους στὸν Χριστό.
Οἱ Ἅγιοι Ἀββᾶδες τῆς Μονῆς Ἁγίου Σάββα
Βλέπε βιογραφία τους στὶς 20 Μαρτίου.
Ὁ Ἅγιος Παπυλίνος
Μαρτύρησε διὰ ξίφους.
Ὁ Ἅγιος Πέτρος ὁ ἐν Βλαχέρναις
Μαρτύρησε ἀφοῦ τὸν μαστίγωσαν μὲ μαστίγιο ἀπὸ νεῦρα βοδιῶν μέχρι θανάτου.
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
Καταγόταν ἀπὸ οἰκογένεια τῆς Κάτω Ἰταλίας, ἔλαβε τὸ ἀξίωμα τοῦ συγκλητικοῦ καὶ ἔκανε μυστικοσύμβουλος τοῦ (ἐξ ἀποῤῥήτων) Λέοντα τοῦ ΣΤ´. Κατόπιν ἔγινε μοναχός, καὶ Πατριάρχης χειροτονήθηκε τὴν Κυριακὴ τῆς «Ὀρθοδοξίας τοῦ ἔτους 895. Διαδέχτηκε τὸν Ἀντώνιο τὸν Β´, ποὺ εἶχε πεθάνει.
Ἡ πρώτη πατριαρχία τοῦ Νικολάου τοῦ Α´, ποὺ ἐπονομάσθηκε καὶ Μυστικός, εἶχε διάρκεια μέχρι τὸ 906. Ἡ αἰτία τῆς πτώσης του, δείχνει τὴν εὐσεβῆ καὶ ἀληθινὰ ἐπισκοπικὴ θέλησή του. Ὁ βασιλιὰς Λέων ὁ Σοφός, εἶχε κάνει, παρὰ τὴν ἀπαγόρευση τοῦ Πατριάρχη, τέταρτο γάμο.
Ὁ Νικόλαος, ὄχι μόνο δὲν ἀναγνώρισε τὸ γάμο τοῦ βασιλιᾶ, ἀλλὰ καθήρεσε τὸν ἱερέα Θωμᾶ ποὺ τέλεσε τὸ γάμο καὶ ἀφώρισε τὸν βασιλιᾶ. Ὁ Λέων γιὰ νὰ ἐκδικηθεῖ τὸν Νικόλαο, κατάφερε καὶ τὸν ἔριξε ἀπὸ τὸν πατριαρχικὸ θρόνο, καὶ διάδοχό του ὥρισε τὸν Εὐθύμιο τὸν Α´.
Δημιουργήθηκε ὅμως, μέγας σάλος στὴν Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
Καὶ τὸ 911, ὁ ἀδελφὸς τοῦ Λέοντα, Ἀλέξανδρος, κατέβασε ἀπὸ τὸ θρόνο τὸν Εὐθύμιο καὶ ἀνέβασε πάλι τὸν Νικόλαο· ποὺ τὸ 913, μαζὶ μὲ ἄλλους τέσσερις, ἀνέλαβε ἐπίτροπος τοῦ ἀνηλίκου βασιλιᾶ Κωνσταντίνου Ζ´ Πορφυρογεννήτου.
Ἐπὶ τῆς πατριαρχίας του, ἐμποδίστηκε ὁριστικὰ ὁ τέταρτος γάμος, καί, λέγεται, ὅτι ἔγινε ἡ πρώτη διάταξη τοῦ Μηνολογίου τῶν ἁγίων τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὸν Συμεὼν τὸν μεταφραστή.
Πέθανε τὸν Μάιο τοῦ 925.
Μνήμη τῆς Ἁγίας Εὐφημίας
Πλησίον τοῦ Νεωρίου λιμένος εἰς τὴν Ἁγίαν Δύναμιν.
Ὁ Ὅσιος Νεάδιος ὁ Θαυματουργός
Τὸν Ὅσιο αὐτὸ δὲν τὸν ἀναφέρει ὁ ἅγιος Νικόδημος στὸν Συναξαριστή του. Σῴζεται ὅμως πλήρης Ἀκολουθία τοῦ ὁσίου αὐτοῦ στὸν Παρισινὸ Κώδικα 1575 φ. 846, ποίημα Ἰωσὴφ τοῦ Ὑμνογράφου. Ἀπὸ τὴν Ἀκολουθία του λοιπὸν μαθαίνουμε ὅτι ὁ Νεάδιος ἦταν ἐπίσκοπος (ἄγνωστο ποῦ) καὶ ὑπῆρξε ἄνθρωπος πρᾶος, ἄκακος, μαχητὴς κατὰ τῶν αἱρετικῶν καὶ ὑπηρέτης τῶν πασχόντων. Ἀπὸ τὸν Θεό, λόγω τῶν μεγάλων του ἀρετῶν, τοῦ εἶχε δοθεῖ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας καὶ ἔτσι, μ᾿ ὅλα αὐτά, ἔγινε στῦλος τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ παράδειγμα πίστεως.
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ἀπὸ τὸ Μέτσοβο
Βλέπε βιογραφία του στὶς 17 Μαΐου.
Ὁ Ὅσιος Ἐφραίμ Περεκόμης Νοβογορδίας
Ὁ Θαυματουργὸς (Ῥῶσος).
Ὁ Ἅγιος Περεγρίνος Ἐπίσκοπος Τέρνι
Ὁ Ἅγιος Περεγρίνος ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Τέρνι τῆς Ἰταλίας καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 138 μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Περεγρίνος ὁ Μάρτυρας τῆς Ὡξέρρης
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Περεγρίνος γεννήθηκε στὴ Ρώμη καὶ μαρτύρησε πιθανῶς τὸ 261 μ.Χ., ἐπὶ βασιλείας Γαλλιηνοῦ ἢ τὸ 304 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ.
Ὁ Ἅγιος Καραντόκιος ὁ πρίγκιπας
Ὁ Ἅγιος Καραντόκιος ἦταν Οὐαλλὸς πρίγκιπας καὶ ἔζησε τὸν 5ο αἰώνα μ.Χ. Βοήθησε τὸν Ἅγιο Πατρίκιο, Φωτιστὴ τῆς Ἰρλανδίας, στὸ ἱεραποστολικό του ἔργο καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ἅγιος Δομνόλος
Ὁ Ἅγιος Δομνόλος ἦταν μοναχὸς στὴν μονὴ τοῦ Ἁγίου Λαυρεντίου, κοντὰ στὸ Παρίσι τῆς Γαλλίας, καὶ τὸ 543 μ.Χ. ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Λὲ Μάν. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 581 μ.Χ.
Ὁ Ὅσιος Φιδωλός
Ὁ Ὅσιος Φιδωλὸς ἔζησε στὴν Γαλλία καὶ ἦταν υἱὸς ἀνωτέρου Ρωμαίου κρατικοῦ ἀξιωματούχου. Αἰχμαλωτίσθηκε ἀπὸ τὸν βασιλέα Κλόβις καὶ ἐλευθερώθηκε ἀπὸ τὸν ἡγούμενο τῆς μονῆς Aumont, κοντὰ στὸ Troyes, Ἀβεντίνο. Ἐκεῖ ἐξελέγη ἀργότερα ἡγούμενος καὶ ἀσκήτεψε, ἀφοῦ διέπρεψε στὴν ἀρετὴ καὶ τὴν κατὰ Θεὸν πολιτεία. Κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη.
Ἅγιος Ἀλέξανδρος Ἐπίσκοπος Θεσσαλονίκης
Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος, Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, ἔζησε τὸν 3ο καὶ 4ο αἰώνα μ.Χ. καὶ συμμετεῖχε στὴν Ἃ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ἡ ὁποία συνῆλθε τὸ 325 μ.Χ. στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας, γιὰ νὰ καταδικάσει τὶς αἱρετικὲς δοξασίες τοῦ Ἀρείου.
Σύμφωνα μὲ τὸν Γελάσιο Κυζίκου, ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος ὑπογράφει στὴ Σύνοδο τῆς Νικαίας ὡς «Ἀλέξανδρος Θεσσαλονίκης διὰ τῶν ὑπ’ αὐτῶν τελούντων, ταῖς κατὰ Μακεδονίαν πρώτην καὶ δευτέραν σὺν τὴ Ἑλλάδι, τὴν τὲ Εὐρώπην πάσαν, Σκυθίαν ἑκατέραν, καὶ ταῖς κατὰ τὸ Ἰλλυρικὸν ἀπασαις, Θεσσαλίαν τὲ καὶ Ἀχαΐαν».
Στὸ ἔργο τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, «Ἀπολογητικὸς κατὰ Ἀρειανῶν», συμπεριλαμβάνονται δύο ἐπιστολὲς ποὺ ἀνήκουν στὸν Ἐπίσκοπο Ἀλέξανδρο, ὅπως πιστοποιεῖ ὁ ἴδιος ὁ Μέγας Ἀθανάσιος. Πρόκειται ἃ) γιὰ μία ἐπιστολὴ ποὺ ἀπέστειλε στὸν Μέγα Ἀθανάσιο τὸ 322 μ.Χ. («Κυρίω ἀγαπητῶ υἱῶ καὶ ὁμοψύχω συλλειτουργῶ Ἀθανασίω Ἀλεξανδρείας»), στὴν ὁποία ἐκφράζει τὴ χαρά του, διότι οἱ κατηγορίες ὅτι ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ὑπῆρξε ὁ ἠθικὸς αὐτουργὸς γιὰ τὴ δολοφονία τοῦ μελιτιανοῦ Ἐπισκόπου Ἀρσενίου ἀποδείχθηκαν ψευδεῖς, καὶ β) γιὰ μία ἐπιστολὴ πρὸς τὸν αὐτοκρατορικὸ ἐπίτροπο κόμητα Διονύσιο («Ταῦτα δεξάμενος Ἀλέξανδρος ὁ ἐπίσκοπός της Θεσσαλονίκης, ἔγραψε Διονυσίω τῷ κόμητι ταῦτα»), στὴν ὁποία καταγγέλλει τὶς σκευωρίες τῶν αἱρετικῶν Ἐπισκόπων ποὺ συμμετεῖχαν στὴ Σύνοδο τῆς Τύρου (335 μ.Χ.) κατὰ τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου.
Σύμφωνα μὲ τὸ Συναξάριο τῆς Ἁγίας Ματρώνης (τιμᾶται 27 Μαρτίου), ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος, μετὰ τὸ τέλος τῶν διωγμῶν καὶ τὴν ἔκδοση τοῦ διατάγματος τῶν Μεδιολάνων (313 μ.Χ.), μετέφερε τὸ μαρτυρικό της λείψανο μέσα στὴν πόλη καὶ «ἐκκλησίαν κτίσας ἐκεῖσε ἀπέθετο τὴν μακαρίαν καὶ ἀοίδιμον ὁσίως καὶ εὐσεβῶς».
Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος, ἀφοῦ ἔζησε κατὰ Θεὸν καὶ ἀγωνίσθηκε σθεναρὰ γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ἅγιος Πέτρος ὁ Ὁσιομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυρας Πέτρος ἤθλησε ὑπὲρ τῶν Ἁγίων εἰκόνων τὸ 761 μ.Χ. Ὡς φαίνεται αὐτὸς εἶναι ὁ ἀοίδιμος στυλίτης ἀπὸ πέτρας, ποὺ ἀναφέρει ὁ Θεοφάνης, ὅπου ἡ λέξη «πέτρα» ἀναφέρεται στὸ ναὸ τῆς Θεομήτορος ἢ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου στὴν Πέτρα, ὅπου μόναζε ὁ Ὅσιος Πέτρος.Ὁ Ὅσιος Πέτρος ἐνταφιάσθηκε στὸ ναὸ τῶν Βλαχερνῶν.
Ὁ Ὅσιος Βρενδανὸς ὁ Ἀναχωρητής
Ὁ Ὅσιος Βρενδανὸς γεννήθηκε στὴν Ἰρλανδία περὶ τὸ 489 μ.Χ. Ἐργάσθηκε ἱεραποστολικὰ στὴ χώρα του καὶ κοιμήθηκε στὴν πόλη Ἄνναγχνταουν μεταξὺ τῶν ἐτῶν 577 καὶ 583 μ.Χ.
Ὁ Ὅσιος Νεάδιος
Ὁ Ὅσιος Νεάδιος ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, πλήρης ἀρετῶν καὶ κεκοσμημένος ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας. Διακρινόταν γιὰ τὴν πραότητα καὶ τὴν καλοσύνη, τὴ φιλάνθρωπη διάθεση καὶ τὸν ἀσκητικό του βίο.Ὁ Ὅσιος Νεάδιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ἅγιος Ὀνωράτος Ἐπίσκοπος Ἀμιένης
Ὁ Ἅγιος Ὀνωράτος γεννήθηκε στὸ Πὸρτ λὰ Γκρὰντ τῆς Γαλλίας κοντὰ στὴν Ἀμιένη. Ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς Ἀμιένης καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Οἱ Ἅγιοι Φήλικας καὶ Γεννάδιος οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Φήλικας καὶ Γεννάδιος μαρτύρησαν στὴν Ἀφρική.
Ὁ Ὅσιος Καραντόκιος
Ὁ Ὅσιος Καραντόκιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Οὐαλία καὶ ἔζησε τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ. Ἔγινε μοναχὸς καὶ ἵδρυσε τὴν Ἐκκλησία τῆς περιοχῆς Λανγκράννογκ καὶ τὴν μονὴ τοῦ Κέρναχ στὴν ὁποία ἔγινε ἡγούμενος. Ἐργάσθηκε ἱεραποστολικὰ στὴν Ἰρλανδία καὶ τὴ Βρεττάνη καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ Ὁμολογητής Ἐπίσκοπος Μυτιλήνης
Τὴν μνήμη τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Ἐπισκόπου Μυτιλήνης, ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία στὶς 7 Ἀπριλίου, ὅπου καὶ ὁ βίος του.Ἴσως κατὰ τὴν ἡμέρα αὐτὴ πρέπει νὰ ἀναγνωρισθεῖ ἡ ἀνάμνηση τῆς ἀνακομιδῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου Γεωργίου.
Ὁ Ὅσιος Ἐφραὶμ ὁ ἐκ Ρωσίας
Τὴν μνήμη τοῦ Ὁσίου Ἐφραὶμ ἐκ Ρωσίας, τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία στὶς 26 Σεπτεμβρίου, ὅπου καὶ ὁ βίος του.
Οἱ Ὅσιοι Κασσιανὸς καὶ Λαυρέντιος
Ὁ Ὅσιος Κασσιανὸς τοῦ Κομὲλ ἦταν μαθητὴς τοῦ Ἁγίου Κορνηλίου τοῦ Κομὲλ († 19 Μαΐου) καὶ ἀσκήτεψε στὴ μονὴ τοῦ Κομέλ. Καθημερινὰ μοχθοῦσε νὰ μιμηθεῖ τὸν πνευματικό του διδάσκαλο σὲ ὅλα καὶ ἀκολουθοῦσε πιστὰ τὸν μοναχικό του κανόνα.
Ὁ Ὅσιος Κασσιανὸς συμβούλευε τοὺς μοναχοὺς νὰ διάγουν τὸν βίο τους μὲ φόβο Θεοῦ, νὰ προσεύχονται ἀδιάλειπτα , νὰ ἀσχολοῦνται μὲ τὴν καλλιέργεια τοῦ ἐσωτερικοῦ τους κόσμου καὶ νὰ ἀποβάλλουν ὅλες τὶς κοσμικές τους σκέψεις, νὰ εἶναι νηφάλιοι στὴ σκέψη, ἄγρυπνοι στὴν ψυχὴ καὶ νὰ ζοῦν μὲ μετάνοια.
Μετὰ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ Ὁσίου Κορνηλίου στὸ μοναστήρι, ὁ Ὅσιος Κασσιανὸς μὲ πνευματικὴ χαρὰ συνάντησε τὸν γέροντά του καὶ παραιτήθηκε ἀπὸ τὴν ἡγουμενία τῆς μονῆς, θέλοντας νὰ εἶναι ὑποτακτικὸς στὸν γέροντά του, ὅπως πρίν.
Ὁ Ὅσιος Κασσιανὸς κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1537.
Ὁ Ὅσιος Λαυρέντιος τοῦ Κομὲλ ἦταν καὶ αὐτὸς μαθητὴς τοῦ Ὁσίου Κορνηλίου τοῦ Κομέλ. Τὸ 1538, μὲ τὴ σύσταση τοῦ Ὁσίου Κορνηλίου, ὁμοφώνως ἐξελέγη ἡγούμενος ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς τῆς μονῆς καὶ πορεύθηκε μὲ βάση τὶς πνευματικὲς νουθεσίες καὶ ὁδηγίες τοῦ διδασκάλου του.
Παρ’ ὅλες τὶς μοναχικὲς ἀσχολίες του, ὁ Ὅσιος Λαυρέντιος δὲν ἐγκατέλειψε τὴν προσφιλὴ σὲ αὐτὸν ἐργασία, ποὺ ἦταν ἡ ἀντιγραφὴ ἐκκλησιαστικῶν βιβλίων.
Ὁ Ὅσιος Λαυρέντιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1548.
Ὁ Ἅγιος Μακάριος ὁ Νοταρᾶς Ἀρχιεπίσκοπος Κορίνθου
Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Μακαρίου τοῦ Νοταρᾶ, τιμᾶται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία στὶς 17 Ἀπριλίου, ὅπου καὶ ὁ βίος του.Τὴν ἡμέρα αὐτὴ στὸ χωριὸ Μύλοι τῆς νήσου Σάμου ἑορτάζεται πανηγυρικὰ ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Μακαρίου τοῦ Νοταρᾶ, Ἀρχιεπισκόπου Κορίνθου, ἀφοῦ ὁ Ἅγιος διῆλθε ἀπὸ τὸν τόπο αὐτὸ καὶ τὸν πλούτισε μὲ τὴν ἀσκητική του μορφὴ καὶ τὴν πλούσια θαυματουργική του χάρη.
Ὁ Ἅγιος Βουκασίνος ὁ Ὁσιομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Βουκασίνος ἔζησε κατὰ τὸν 20ο αἰώνα καὶ γεννήθηκε σὲ ἕνα μικρὸ χωριό, τὸ Κλέπτσι, κοντὰ στὴν Ἐρζεγοβίνη. Δὲν ὑπάρχουν ἐπαρκεῖς ἁγιολογικὲς πληροφορίες γιὰ τὸν βίο του. Ἐπειδὴ ἦταν Ὀρθόδοξος μοναχὸς συνελήφθη κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ Β´ Παγκοσμίου πολέμου ἀπὸ τοὺς φιλοναζιστὲς Ρωμαιοκαθολικοὺς Κροάτες καὶ ὁδηγήθηκε στὸ φρικτὸ στρατόπεδο συγκέντρωσης Γιασένοβατς, ὅπου, ἀρνούμενος νὰ μεταστραφεῖ στὸ Ρωμαιοκαθολικισμό, θανατώθηκε μετὰ ἀπὸ σκληρὰ βασανιστήρια.
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Βρσάκ
Δὲν ὑπάρχουν ἐπαρκεῖς ἁγιολογικὲς πληροφορίες γιὰ τὸν Ἅγιο Ἱερομάρτυρα Θεόδωρο, Ἐπίσκοπος Βρσὰκ στὴν περιοχὴ τῆς βόρειας Σερβίας. Ἔζησε τὸν 16ο αἰώνα μ.Χ. καὶ τὸ 1593 ἀναφέρεται ὡς Ἐπίσκοπος καὶ πνευματικὸς ἡγέτης τοῦ λαοῦ του, ποὺ ἀγωνιζόταν κατὰ τῶν Τούρκων. Γιὰ νὰ διασώσει τὸ ποίμνιό του ἀπὸ τὴν σφαγή, τὸ ὁδήγησε πρὸς τὴν Οὐγγαρία. Μετὰ τὴν ὑπογραφὴ εἰρήνης μὲ τοὺς Τούρκους ἐπέστρεψε καὶ πάλι στὸ Βρσάκ, ὅπου συνελήφθη, βασανίσθηκε ἀνηλεῶς καὶ τὸν ἔγδαραν ζωντανό. Ἔτσι ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Θεόδωρος, μὲ τὸ μαρτύριό του, εἰσῆλθε στὴν χαρὰ τοῦ Κυρίου του καὶ τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.