ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ

Λόγος γιά τή χαμένη μας παρρησία


(εικονογράφηση www.agiazoni.gr)

Γιώργος Μπαμπινιώτης

Στήν πλειονότητά μας στήν Ἑλλάδα εἴμαστε, νομίζω, μία κοινωνία φοβισμένη, «σκιαγμένη». Εἴμαστε μία κοινωνία "ἐν ἀμύνῃ"! Μία κοινωνία στή γωνία. Φοβόμαστε νά μιλήσουμε δημόσια, φωναχτά καί μέ παρρησία γι’ αὐτό πού πιστεύουμε ὡς χριστιανική ὀρθόδοξη πίστη, γι’ αὐτό πού πρεσβεύουμε ὡς κοινωνικές ἠθικές παναθρώπινες ἀξίες, γι’ αὐτό πού αἰσθανόμαστε βαθύτερα ὡς Ἕλληνες, ὡς λαός σ’ αὐτή τή γωνιά τῆς γῆς. Ἔχουμε καταντήσει «σάκος πυγμαχίας», πού πάνω του ἀσκοῦνται μέ γροθιές –δοκιμάζοντας τίς ἀντοχές μας– θρασεῖς, ἀπαίδευτοι, ρηχοί, προκλητικοί, ὑλόφρονες, ἀνελλήνιστοι "Συνέλληνες", ἐκμεταλλευόμενοι ἀκριβῶς τήν ἀτολμία, τήν ἔλλειψη παρρησίας, τή φοβικότητα καί τήν ἐσωστρέφειά μας.

Θά ἔλεγε κανείς ἀφοριστικά «εἴμαστε ἄξιοι τῆς τύχης μας!». Ὡστόσο, ὑποστηρίζω προσωπικά –μιλώντας καί γράφοντας δημοσια– ὅτι μᾶλλον εἴμαστε ἀνάξιοι καί ἀνίκανοι ὑποστηρικτές τῶν ἰδεῶν, τῶν ἀξιῶν, τῶν ἰδανικῶν στά ὁποῖα πιστεύουμε. Ἀνάξιοι ὑποστηρικτές τῆς πίστης μας –δειλοί, ἀποτραβηγμένοι. Ἀνάξιοι ὑποστηρικτές τῆς ἱστορίας καί τοῦ πολιτισμοῦ αὐτῆς τῆς χώρας– ἄπραγοι, βουβοί, ἀξιολύπητοι. Εἴμαστε βολεμένοι καί συμβιβασμένοι μέ ὅ,τι ἔχει ἐπιβληθεῖ καί ἐπικρατήσει ὡς νοοτροπία ἐν ὀνόματι ἑνός ψευτοπροοδευτισμοῦ, μιᾶς στρεβλῆς σύλληψης γιά τό τί εἶναι πραγματικά πρόοδος, προοδευτισμός, δημοκρατία, πνεῦμα ἐλευθερίας, ἀξιοπρέπεια, σεβασμός τοῦ ἄλλου, κατανόηση τοῦ διαφορετικοῦ, ἀλληλοπεριχώρηση ἰδεῶν, ἀπόψεων, βιωμάτων καί συναισθημάτων.

Ἀποτέλεσμα: Περιοριζόμαστε στόν χῶρο μας, κλεινόμαστε στόν ἑαυτό μας, περιχαρακώνουμε τή σκέψη μας, προφυλάσσουμε τίς ἰδέες μας, μᾶς κυριεύει ἡ ἐσωστρέφεια. Μία ἐσωστρέφεια πού παίρνει τή μορφή μιᾶς μόνιμης ἀπολογητικότητας, πού συχνά ἐμφανίζεται ὡς ἕνα κρυφό πλέγμα ἐνοχῆς, ὡς στάση ἀμύνης. Πρόκειται –ἄς μοῦ ἐπιτραπεῖ ἡ ἔκφραση– γιά μία ἀρρωστημένη ἐσωστρέφεια, σχεδόν γιά ἕνα ἰδεολογικό ἤ πνευματικό σύμπλεγμα, πού φαίνεται νά τό ἔχουμε ἀποδεχθεῖ σιωπηρά καί περίπου νά τό ἐφαρμόζουμε ὡς κανόνα. Στήν πραγματικότητα, πρόκειται –θά τό πῶ– γιά μία «πνευματική τρομοκρατία», πού ἀπαγορεύει νά ἔχεις ἄποψη γιά τήν πίστη –τή δική σου πίστη!–, γιά ἀξίες –τίς δικές σου ἀξίες!–, γιά πατρίδα –τή δική σου πατρίδα!–, γιά παράδοση, γιά ἱστορία, γιά πολιτισμό.

Ἔτσι, περάσαμε ἀπό τό ἕνα ἄκρο στό ἄλλο…Ἀπό μία κατάσταση ὅπου ὅλα ἦταν δεδομένα, ἀδιαμφισβήτητα καί ὑποχρεωτικά γιά ὅλους, εἴτε ἐπρόκειτο γιά θρησκεία εἴτε γιά πατρίδα εἴτε γιά οἰκογένεια εἴτε γιά ἐπιστήμη εἴτε γιά κοινωνία κ.λπ. (ποὺ ἐλεγχόσουν γιά τήν πίστη σου, κινδυνεύοντας νά θεωρηθεῖς "αἱρετικός" σέ κάθε κλυδωνισμό ἤ ἐρώτημα, πού ἐλεγχόσουν γιά κάθε ἀμφισβήτηση σέ κατεστημένες ἐπιστημονικές, κοινωνικές, πολιτικές ἤ ἄλλες ἀπόψεις), περάσαμε στήν πλήρη ἀμφισβήτηση τῶν πάντων γιά τά πάντα. Περάσαμε στό ἄλλο ἄκρο τοῦ ἐκκρεμοῦς, πού σέ ὑποχρεώνει νά σιωπᾶς ἤ νά ἀπολογεῖσαι ἀκόμη καί γιά τά αὐτονόητα. Ἀκόμη καί γιά θέματα (ἀξίες, ἀντιλήψεις, στάσεις) εὐρείας ἤ εὐρύτερης ἀποδοχῆς.

Δέν ἔχει νόημα ἐδῶ νά ἀναλύσει κανείς πῶς φθάσαμε σ’ αὐτή τήν κατάσταση μιᾶς ἔξωθεν ἐπιβαλλόμενης ἐσωστρέφειας. Οἱ ἀκρότητες προκάλεσαν ἀντιδράσεις καί οἱ ἀντιδράσεις γέννησαν νέες ἀκρότητες –πρός τήν ἀντίθετη κατεύθυνση. Ἕνα εἶναι βέβαιο: Ἀφήσαμε νά μᾶς κυριεύσει ἡ ἐσωστρέφεια χωρίς νά ἀγωνιστοῦμε ὅταν καί ὅπως ἔπρεπε. Ἔτσι βρεθήκαμε ἀπό τή σιγουριά τῆς ἰδεολογικοπνευματικῆς μας δύναμης, μιᾶς προκλητικῆς καί συχνά ἀνερμάτιστης ἐξωστρέφειας, στήν ἀβεβαιότητα τῆς ἀπολογητικῆς στάσης καί στήν ἀμηχανία μιᾶς ἐσωστρέφειας, πού δέν ὁδηγεῖ πουθενά.

Τώρα, ἀντί νά θρηνοῦμε πῶς δέν ἀντιληφθήκαμε ἐγκαίρως ὅτι «ἀσυναισθήτως» γύρω μας ἔκτισαν τείχη, ἄς προσπαθήσουμε νά γκρεμίσουμε αὐτά τά τείχη, ἄς περάσουμε σέ μία πνευματική ὑπέρβαση, ἄς περάσουμε σέ μία ἐλεγχόμενη ἐξωστρέφεια, μέ μέτρο ἀλλά καί μέ δυναμισμό καί ἀποφασιστικότητα. Αὐτή ἡ ἐξωστρέφεια, ἄς δοῦμε ποιά μορφή θά μποροῦσε νά πάρει.

Θά ἐπισημάνω δύο χώρους ἐπιβαλλόμενης ἐξωστρέφειας: α) τήν Ἐκπαίδευση γιά τούς ἐκπαιδευτικούς, ἰδίως τούς θεολόγους, καί β) τόν δημόσιο λόγο.
Ἄς ξεκινήσουμε μέ τήν Ἐκπαίδευση, ἐκεῖ ὅπου «χτίζονται» συνειδήσεις καί πλάσσονται οἱ νεανικές ψυχές. Ἐκεῖ «ἡ ὁμολογία πίστεως» κάθε ἐκπαιδευτικοῦ μπορεῖ νά λειτουργήσει ὡς σπόρος πού θά καρπίσει, καμιά φορὰ καί ὡς «βόμβα» πού θά προκαλέσει ἔκρηξη. Ὁ δάσκαλος πού θαρραλέα θά ὁμολογήσει μπροστά στούς μαθητές του τήν πίστη του, τήν ἐπίδραση πού εἶχε καί ἔχει στή ζωή του ἡ πίστη του καί πόσο μπορεῖ νά βοηθήσει τόν καθένα, ἰδίως ἕναν νέο αὐτή ἡ πίστη, ὅταν εἶναι βαθιά, οὐσιαστική καί εἰλικρινής, αὐτός ὁ δάσκαλος θά ἔχει φυτέψει –συχνά χωρίς νά ἔχει ἄμεση συνείδηση– «σπόρους ζωῆς» στίς ψυχές μερικῶν, τουλάχιστον, μαθητῶν του. Αὐτό ἰσχύει γιά τόν ἐκπαιδευτικό κάθε βαθμίδας καί εἰδικότητας. Εἶναι σημαντικό –λόγω καί τοῦ κύρους πού ἔχει, κατά κανόνα, ὁ δάσκαλος– νά ἀκούσει ὁ μαθητής ἀπό τόν φιλόλογο λ.χ. ἤ τόν μαθηματικό ἤ τόν καθηγητή τῆς ξένης γλώσσας ἤ τόν γυμναστή κ.ἄ. ὅτι ὁ ἴδιος πιστεύει καί ὅτι χωρίς τήν πίστη ὁ ἄνθρωπος δέν ἔχει «σημεῖο ἀναφορᾶς» στή ζωή του, ἰδίως στίς δύσκολες στιγμές.

Κι ἐρχόμαστε στόν θεολόγο. Ὁ ἐσωστρεφής θεολόγος μέ τὸ ἀπολογητικό (συχνά καί «κακόμοιρο») ὕφος, ἀντί νά ἐμπνεύσει καί νά ἀνεβάσει ψυχικά τοὺς μαθητές του μέ τόν λόγο τῆς πίστης κατάλληλα εἰπωμένο (μέ ἀναφορές στήν ἀγάπη ὡς βάση κάθε μορφῆς κοινωνίας καί ἀνθρωπιᾶς, στήν ἀξιοπρέπεια, στίς ἠθικές ἀξίες, στόν ἀγώνα τοῦ ἀνθρώπου γιά βελτίωση δική του καί τοῦ ἄλλου, στήν ἀνεκτικότητα τοῦ ἄλλου καί τοῦ διαφορετικοῦ κ.ο.κ.), τίς περισσότερες φορές τούς μεταδίδει, ἄθελά του, τή δική του ἀτολμία, τή δική του ἀπολογητικότητα, τή δική του ἔλλειψη παρρησίας. Κι ὅλα αὐτά, ἐνῶ μπορεῖ νά κεντρίσει τό ἐνδιαφέρον, νά ξυπνήσει ψυχές πού ὑπνώττουν καί, τό κυριότερο, νά ἀναπαύσει ψυχές πού ἀγωνιοῦν. Μπορεῖ νά δώσει φτερά, νά δείξει δρόμους, νά ἀποκαλύψει πτυχές τοῦ κόσμου τοῦ πνεύματος ἄγνωστες στούς νέους, μπορεῖ νά τούς συνδέσει μέ "κείμενα ζωῆς" πού εἶναι λ.χ. τό Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰωάννη ἤ οἱ Ἐπιστολές τοῦ Παύλου, μπορεῖ, μπορεῖ, μπορρεῖ…Φτάνει νά ξέρει πῶς νά μιλήσει γιά τά μεγάλα αὐτά θέματα, πῶς θά συγκινήσει, πῶς θά ἑλκύσει μέ τά λόγια τῆς ἀλήθειας πάντοτε, μ’ ἕνα βιβλίο, μέ μία ταινία, μέ κομμάτια μουσικῆς κ.λπ. Καί βεβαίως μέ τή σύνδεση τῶν παιδιῶν μέ τήν Ἐκκλησία, μέ τή Θεία Λειτουργία πού πρέπει ἁπλά καί οὐσιαστικά νά δείξει τί σημαίνει, μέ τούς Ὕμνους τῆς Μ. Ἑβδομάδος πού εἶναι καθαρή ποίηση, μέ κάποια πατερικά ἀποσπάσματα, ἀλλά καί μέ ἀναφορά σέ λόγια σοφίας σύγχρονων ὀρθόδοξων μορφῶν, ὅπως ὁ Γέροντας Πορφύριος.

Καί μόνο νά συνδέσει μερικά παιδιά μέ τήν Ἐκκλησία θά ἔχει προσφέρει ἔργο ζωῆς. Μέ ἄλλα λόγια, ὁ θεολόγος ἀντί νά εἶναι «ὁ τελευταῖος τροχός τῆς ἁμάξης» στό σχολεῖο, ἐφόσον νιώσει τόν ρόλο του καί πιστέψει στήν ἀποστολή του, μπορεῖ νά εἶναι τό σημεῖο ἀναφορᾶς γιά πολύ οὐσιαστικές δράσεις στό σχολεῖο. Μπορεῖ νά εἶναι τό πρόσωπο πού πλησιάζει καί μιλάει μέ τά παιδιά, πού ἀκούει τά προβλήματά τους, πού ἀμβλύνει ἀντιθέσεις. Σημεῖο ἀναφορᾶς ἀλλά καί καταφυγῆς μαθητῶν, γονέων καί ἐκπαιδευτικῶν ἀκόμη πού χρειάζονται στήριξη. Ὁ ἐμπνευσμένος καί ἐμπνευστικός, ὁ μαχητικός, ὁ ρέκτης, ὁ γνήσιος σύγχρονος ὀρθόδοξος θεολόγος.

Καί κάτι ἀκόμη. Συχνά νομίζουμε πώς ὅ,τι λέμε στούς μαθητές μας, ἐφόσον δέν ὁδηγεῖ σέ ἄμεσα ὁρατές πράξεις (μορφές συμπεριφορᾶς καί σκέψης), πάει χαμένο. Ὡστόσο, δέν συνειδητοποιοῦμε καί οἱ ἴδιοι ὅτι ἡ λειτουργία τοῦ πνεύματος λειτουργεῖ μυστικά καί μακροπρόθεσμα. Τά πάντα ἐγγράφονται στίς συνειδήσεις τῶν παιδιῶν καί ἔρχονται στιγμές πού ἀνακαλοῦνται αὐτόματα καί ἐπενεργοῦν χωρίς νά γνωρίζει κανείς ποῦ βρέθηκε αὐτή ἤ ἐκείνη ἡ σκέψη, ἡ ἰδέα, τό κέντρισμα ἤ ἡ συγκράτηση, ἡ ἔμπνευση ἐνίοτε ἤ τό πέταγμα τῆς ψυχῆς σέ κατευθύνσεις πού δέν εἶχαν προσχεδιασθεῖ.

Ἄν εἶναι ὅσο σημαντική προσπάθησα νά δείξω ἡ ὁμολογία πίστεως στόν ἐκπαιδευτικό χῶρο, ἐξίσου σημαντική εἶναι ἡ μαρτυρία πίστεως στόν δημόσιο χῶρο καί στόν δημόσιο λόγο. Ἐννοῶ στόν χῶρο δουλειᾶς, σέ δημόσιες συναντήσεις καί συγκεντρώσεις, σέ ὁμιλίες ἐνώπιον κοινοῦ, σέ συζητήσεις, ὁπουδήποτε καί ὁποτεδήποτε. Ἐκεῖ ὁ καθένας μέ τήν ἐξωστρέφειά του μπορεῖ –χωρίς κραυγές ἤ φαρισαϊκές φανφάρες, πού ἄλλωστε δέν ταιριάζουν στήν ὀρθόδοξη πίστη– νά ρίξει τόν δικό του σπόρο: νά προβληματίσει, νά φωτίσει, νά ἀφήσει νά διαφανεῖ, νά σχολιάσει, νά ὁμολογήσει, νά διαφωνήσει ἄν χρειαστεῖ, πάντοτε μέ διάκριση χριστιανική, μέ ἦθος, χωρίς πρόκληση ἤ μονοπώληση τῆς ὀρθῆς γνώσης, ὑπαινικτικά, διαλεκτικά, καλοπροαίρετα καί καλόκαρδα, ὄχι κηρυγματικά ἤ δογματικά. Διδάσκει κανείς –καί ἐμπνέει καί ἐπηρεάζει– καί μέ τό ἦθος του, μέ ὅλη τήν προσωπικότητά του πού πρέπει νά λειτουργεῖ ὡς ἡ ἅλως κάθε ὁμολογίας πίστεως.

Θά τελειώσω αἰσιόδοξα. Ἐπειδή ἀνήκω σ’ αὐτούς πού πιστεύουν ὅτι σ’ αὐτόν τόν τόπο δέν εἶναι λίγοι αὐτοί πού ἀγωνίζονται –ἔστω καί μοναχικά– γιά καλύτερες συνθῆκες ζωῆς, γιά μιὰ ποιότητα στή ζωή καί στή σκέψη μας, κι ἐπειδή ἡ χώρα μας ὅσα προβλήματα κι ἄν ἔχει –μερικά ἀπό ἄστοχους χειρισμούς ἤ ἀπό ἔλλειψη οὐσιαστικῆς παιδείας– πορεύεται μπροστά καί ἐξελίσσεται (ἔστω μέ ἀργούς ρυθμούς), πιστεύω ὅτι πρέπει ὅλοι νά ὑψώσουμε τή φωνή μας, ὅπου ὁ καθένας μπορεῖ, δείχνοντας ὅτι ἡ μιζέρια, ἡ μαυρίλα, ἡ ὁδός τῆς ἀπωλείας δέν ἔχει κυριεύσει ὅλη τήν Ἑλλάδα, ὅλους τοὺς Ἕλληνες. Ὑπάρχει ἐλπίδα. Ὑπάρχει φῶς. Ἄς μιλήσουμε μόνο μέ θάρρος, μέ ἀγάπη, μέ εἰλικρίνεια, μέ παρρησία καί ἄς μετουσιώσουμε τήν ἐσωστρέφειά μας σέ ἐξωστρέφεια.

Γεώργιος Μπαμπινιώτης