Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Ἀπὸ τὴν ἀρχή, ἑπομένως, τῆς προσευχῆς αὐτῆς δίδεται τὸ στίγμα τοῦ προσευχομένου ἀνθρώπου, ὅτι ἀφ’ ἑνὸς ἀνήκει στὴν Ἐκκλησία, ἀφοῦ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Χριστὸς τὸν ὁποῖο ἐπικαλεῖται, καὶ ἀφ’ ἑτέρου ὅτι ἀποδέχεται τὴν κυριότητα τοῦ Χριστοῦ στὴ ζωή του ἀποκαλύπτοντας διὰ τῆς ἐπικλήσεως αὐτῆς τὴν πίστη καὶ τὴν ἀφοσίωση στὴ θεότητά Του.

  • !

    Μὲ αὐτὰ τὰ δεδομένα ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι κάθε παθητικότητα καὶ ἀδράνεια, κάθε μορφῆς ἀργία καὶ ἀδιαφορία εἶναι φαινόμενα ξένα πρὸς τὸ πνεῦμα τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ἀλλὰ καὶ πρὸς τὸ ἦθος τῆς ὀρθόδοξης πνευματικότητας. Ὁ χριστιανὸς ὀφείλει νὰ καταθέτει καθημερινὰ τὴν μαρτυρία του, ποὺ πρέπει νὰ εἶναι μαρτυρία δυναμική, ἔμπρακτη, δημιουργική, συμμετοχικὴ στὸ δημιουργικὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ. Πόσο δυσάρεστο εἶναι τὸ γεγονὸς νὰ ἐπιτρέπουμε ἡ νὰ ἀποδεχόμαστε ὡς πρόσωπα ἀλλὰ καὶ ὡς κοινωνία ἡ ἀργία νὰ γίνεται τρόπος ζωῆς.

  • !

    Πέραν τούτων ὅμως ἡ περιέργεια δηλώνει ὅτι ὡς ἄνθρωποι δὲν ἔχουμε γνώση τοῦ ἑαυτοῦ μας, γι᾽ αὐτὸ μὲ ἄνεση ἐγκαταλείπουμε τὰ δικά μας θέματα, τὰ προβλήματά μας, τὰ πάθη μας καὶ τὶς ἁμαρτίες μας, τὶς ὑποχρεώσεις μας καὶ τὶς ἐργασίες μας καὶ μὲ τρόπο αὐθάδη καὶ κυνικὸ εἰσερχόμαστε στὴ ζωὴ τῶν ἄλλων.

  • !

    Ἡ φιλαρχία εἶναι ἡ οἴηση, ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ φιλοδοξία γιὰ ἀρχηγία, ἡ δίψα γιὰ ἐξουσία καὶ ἡ ἀγωνία γιὰ καταδυνάστευση. Πρόκειται γιὰ ἕνα πάθος ποὺ κυριεύει τὸν ἄνθρωπο ὅταν αὐτὸς χάσει τὴν αὐτογνωσία του καὶ τὴν κυριαρχία πάνω στὸν ἑαυτό του. Μάλιστα ἡ φιλαρχία συνιστᾷ τὸ ἀποτέλεσμα τῶν δύο παθῶν ποὺ ἀναφέρθηκαν προηγουμένως: τῆς ἀργίας καὶ τῆς περιεργείας, γιατί οἱ ἀργοὶ καὶ οἱ περίεργοι ἐπιθυμοῦν νὰ καλύψουν τὴν ἔνδειά τους καὶ τὰ ἐσωτερικά τους κενὰ μὲ τὸ νὰ θέλουν νὰ γίνουν φίλαρχοι.

  • !

    Οἱ πατέρες της Ἐκκλησίας μας καὶ κυρίως οἱ πατέρες τῆς ἀσκήσεως ὄχι μόνο δὲν ἀγαποῦσαν τὴν ἀργολογία ἀλλὰ ἀντιθέτως χρησιμοποιοῦσαν τὸν λόγο ὅταν αὐτὸ ποὺ ἐπρόκειτο νὰ ποῦν ἦταν πιὸ πολύτιμο ἀπὸ τὴ σιωπή. Γι᾽ αὐτὸ ἐκεῖνο ποὺ ἐκφράζει τὴν ὀρθόδοξη παράδοση δὲν εἶναι ἡ διδασκαλία τῶν λόγων ἀλλὰ ἡ διδασκαλία τῶν ἔργων, δηλαδὴ ἡ μαρτυρία τῆς ζωῆς μας τὴν ὁποία τόσο ἔχει ἀνάγκη ἡ σημερινὴ κοινωνία μας.

  • !

    Ἐξάλλου, σωφροσύνη δὲν εἶναι μόνο ἡ ἀποχὴ ἀπὸ τὴν πορνεία καὶ τὰ σαρκικὰ ἁμαρτήματα, ἀλλὰ ἡ ἀποχὴ ὅλων τῶν κακῶν ἐπιθυμιῶν καὶ παθῶν, ὅπως εἶναι ἡ φιλοχρηματία, ἡ φιλαργυρία, ἡ πλεονεξία, ἡ ἐσωστρέφεια καὶ γενικὰ ὅλα τὰ πάθη ποὺ μᾶς ἀπομακρύνουν ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ μειώνουν τὴν ἀγάπη μας γιὰ τὸν πλησίον.

  • !

    Ταπεινοφροσύνη δὲν ἔχει κάποιος ὅταν ἀπὸ ἀνάγκη ἡ ἀπὸ συμφέρον ταπεινώνεται, ἀκόμη δὲν εἶναι ταπεινοφροσύνη το νὰ μεμψημοιρεῖ κανεὶς μὲ τὸν ἑαυτό του νομίζοντας ὅτι εἶναι ἁμαρτωλός, ἐνῷ τὴν ἴδια στιγμὴ ἐπιμένει νὰ εἶναι ἀμετανόητος γιὰ τὶς ἁμαρτίες του καὶ τὰ λάθη του. Καὶ βέβαια ταπεινοφροσύνη δὲν εἶναι ἡ ταπεινοσχημία, δηλαδή το νὰ ὑποδύεται κανεὶς τὴν ταπείνωση. Ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι φρόνημα καρδιακό, ποὺ σημαίνει ὅτι ὁ ταπεινὸς ἄνθρωπος ἀναγνωρίζει τὶς ἀρετές του καὶ τὰ χαρίσματά του καὶ τὰ ἀνάγει στὸ Θεὸ παράλληλα ὅμως ἀντιλαμβάνεται τὶς ἀδυναμίες του καὶ τὰ λάθη του τὰ ὁποῖα δίχως καμιὰ δυσκολία ἀποδίδει στὸν ἑαυτό του.

  • !

    Ἐξάλλου ὅλοι γνωρίζουν ἀπὸ προσωπικὴ ἐμπερία ὅτι ἡ ὑπομονὴ δοκιμάζεται στὶς δύσκολες περιστάσεις τῆς ζωῆς, στὶς ἀσθένειες, στὸν καρκίνο, στὶς θλίψεις καὶ τὶς δοκιμασίες, σὲ κάθε στιγμὴ ποὺ καλούμαστε νὰ σηκώσουμε τὸ σταυρό μας καὶ νὰ ἀκολουθήσουμε τὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι σταυρικός, στενός, ἐνδεχομένως τεθλιμένος καὶ σίγουρα ὄχι ἄνετος.

  • !

    Ἐμεῖς ἁγιαζόμαστε καὶ σωζόμαστε κατὰ χάριν μόνο ὅταν μετέχουμε στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία πρέπει νὰ τονίσουμε δὲν συνιστᾷ ἕνα ἰδίωμα ἡ μιὰ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ τὸ Εἶναι Του. Γι᾽ αὐτὸ ἡ Εὐαγγελικὴ ἀγάπη συνίσταται στὸ νὰ δίνεις κυρίως τὸν ἑαυτό σου στὸν ἄλλο. «Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς ἑαυτὸν» σημειώνει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης καὶ προσθέτει παρακάτω ὅτι «μείζονα ταύτης οὐδεὶς ἔχει, ἵνα τίς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ θῇ ὑπὲρ τῶν φίλων αὐτοῦ». Ἡ ἀγάπη δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει στὴν ἀπομόνωση ἀλλὰ προϋποθέτει τὸν ἄλλο, τὸν πλησίον. Κι ὅποιος ἀγαπᾷ προσλαμβάνει τον πλησίον, ἐνστερνίζεται τὴ ζωή του καὶ δίνει αὐτὸ ποὺ εἶναι καὶ ὄχι αὐτὸ ποὺ ἔχει.

  • !

    Κατὰ συνέπεια τὸ βάρος σύμφωνα μὲ τὸν συγγραφέα τῆς εὐχῆς πέφτει στὸ νὰ βλέπουμε τὰ δικά μας πταίσματα καὶ ὄχι του πλησίον ποὺ εἶναι ὁ ἀδελφός μας. Πρωταρχικὸ καὶ ἐπεῖγον εἶναι νὰ ἀποκτήσουμε ἐπίγνωση καὶ αὐτομεμψία, νὰ ἀποκτήσουμε τὴν εὐλογημένη ἀρετὴ τοῦ αὐτοελέγχου τῶν ἀδυναμιῶν καὶ ἁμαρτιῶν μας. Εἶναι σωτήριο νὰ μὴν κατακρίνουμε. Ἀκόμη καὶ ἂν μὲ τὰ ἴδια μας τὰ μάτια δοῦμε κάποιον νὰ ἁμαρτάνει ἂς μὴν τὸν καταδικάσουμε ἀλλὰ ἂς καλύψουμε στοργικὰ καὶ σιωπηλὰ τὸ σφάλμα τοῦ ἀδελφοῦ μας.
    Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Κύριος καὶ Δεσπότης καὶ Βασιλεὺς τῆς ζωῆς μας, εἶναι ὅμως καὶ «ὁ εὐλογητὸς τῶν αἰώνων». Κι αὐτὸ εἶναι σημαντικὸ διότι γιὰ νὰ φτάσει κάποιος νὰ χαρακτηρίζει ἔτσι τὸ Θεὸ σημαίνει ὅτι ἔχει ἀρχίσει τὴν πνευματική του ἐργασία καὶ πορεύεται σταυρωαναστάσιμα, μετανοόντας γιὰ τὰ πλήθη τῶν πεπραγμένων του δεινῶν. Ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι ἡ εὐχὴ ἀρχίζει ἀλλὰ καὶ τελειώνει μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι καὶ ὁ κάθε πιστὸς ἀρχίζει τὴν ἐν ἐπιγνώσει πορεία του πρὸς τὸ Θεό, μὲ τὸ Θεό, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ ἔκφραση τῆς βεβαιότητας καὶ ἐλπίδα γιὰ τὴ σωτηρία του.

Κύριε καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου

 

Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Τεσσαρακοστή, εἶναι περίοδος μεταμόρφωσης. Ὁ ἄνθρωπος ἀγωνίζεται καθημερινὰ «τὸν καλὸν ἀγῶνα», ποὺ ἀποβλέπει στὴν ἀλλαγή, στὴν ὁλοκληρωτικὴ πνευματικὴ ἀλλοίωση τῶν αἰσθήσεων, τῶν ἐπιθυμιῶν τῶν ἀναγκῶν καὶ τῆς σάρκας. Μέσα ἀπὸ μιὰ θαυμάσια, ἄνετη, εἰρηνική, μυσταγωγικὴ καὶ προσευχητικὴ διαδικασία ὅλα μεταμορφώνονται κατὰ τὴν περιόδο αὐτή. Γι᾽ αὐτὸ ὁ καιρὸς τοῦ κατανυκτικοῦ Τριωδίου, «καιρὸς εὐπρόσδεκτος καιρὸς μετανοίας», εἶναι ξεχωριστός, γίνεται γιὰ ὅλους μας «ὁ εὐλογημένος καιρὸς» μέσα στὴν τραγικότητα τῆς ἱστορίας μας, ἀφοῦ ἀναζητοῦμε τὸ ἄλλο, τὸ διαφορετικὸ ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἐπαγγέλεται ὁ κόσμος, ἀφοῦ καλούμαστε νὰ χορτάσουμε πνευματικά, ἐνῷ θὰ πεινοῦμε σωματικά, ἀφοῦ αἰσθανόμαστε τὸ ἄπειρο ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἑκουσίως πορεύεται πρὸς τὴ σταύρωση, ἀφοῦ τέλος, προσπαθοῦμε νὰ γίνουμε κοινωνοὶ τῆς χαρᾶς τῆς Ἀναστάσεως καὶ τῆς ὡραιότητας Χριστοῦ καὶ Ἐκκλησίας. Μιᾶς ὡραιότητας μοναδικῆς καὶ ἀνεπανάληπτης ποὺ βιώνεται μόνο ὅταν ὑπάρχει τὸ πνεῦμα καὶ τὸ ἦθος τῆς Σαρακοστῆς, τὸ ὁποῖο μπορεῖ νὰ χαρακτηριστεῖ ὡς «πόθος ψυχῆς δρυμὶς καὶ ἀφόρητος» γιὰ τὸ Νυμφίο τῆς Ἐκκλησίας μας Ἰησοῦ Χριστό.

Ἡ εὐχὴ τοῦ Ὁσίου Ἐφραίμ του Σύρου ποὺ ἐπανειλημμένα θὰ ἀκούγεται τὴν περίοδο αὐτὴ χαρακτηρίζεται ὡς ἡ προσευχὴ τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, γιατί ἀκριβῶς συνοψίζει ὅλο τὸ πνεῦμα καὶ τὸ ἦθος αὐτῆς τῆς περιόδου, ποὺ εἶναι ἀσκητικὸ καὶ προσευχητικό.

Ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ καθίσταται στάδιο ἀγῶνα προσωπικοῦ καὶ ἡ εὐχὴ τοῦ Ὁσίου Ἐφραὶμ ἀποτελεῖ ἕνα κανόνα ἐλέγχου, ἕνα μέτρο ἀξιολόγησης τοῦ προσωπικοῦ μας ἀγῶνα, ὁ ὁποῖος ἀποβλέπει στὸ νὰ μᾶς ἀπελευθερώσει ἀπὸ κάποιες βασικὲς πνευματικὲς ἀσθένειες, ποὺ διαμορφώνουν τὴ ζωή μας καὶ μᾶς κάνουν πραγματικὰ ἀνίσχυρους, ἐνῷ προσδοκᾷ νὰ μᾶς ὁδηγήσει στὴ μετάνοια, στὴν ἐλευθερία, στὴν ἐμπειρία τῶν ἀρετῶν, ποὺ θὰ μεταμορφώσουν τελικὰ τὴ χριστιανική μας ζωὴ τὸν ἴδιο μας τὸν ἑαυτό, ἀλλὰ καὶ τὸν σύμπαντα κόσμο.

Κύριε καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου

Ἡ εὐχὴ τοῦ Ὁσίου Ἐφραίμ του Σύρου ξεκινᾷ μὲ μιὰ ἐπίκληση στὸ Θεό, ἡ ὁποία προέρχεται ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς τοῦ πονεμένου καὶ ταλαιπωρημένου ἀνθρώπου: «Κύριε καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου». Μὲ αὐτὴ τὴν ἐπίκληση ἡ ἂν θέλετε μὲ αὐτὴ τὴν ἐσωτερικὴ κραυγὴ συντριβῆς καὶ ἀγωνίας ὁ ἄνθρωπος δηλώνει τὴ μηδαμινότητά του, καταθέτει ἐνώπιον τοῦ «Κυρίου καὶ Δεσπότου» τῆς ζωῆς του ὅτι αἰσθάνεται τὴν ἀμαρτωλότητά του καὶ τὴν ἀδυναμία του, ἐνῷ ἐμμέσως πλὴν σαφῶς ἀναγνωρίζει τὸν ἑαυτό του ὡς δοῦλο ἔναντι τοῦ Κυρίου του. Ἔτσι ὁ Χριστὸς γιὰ τὸν προσευχόμενο δὲν καθίσταται ἁπλᾶ καὶ μόνο ἕνας Θεὸς ἤ ἕνας σπουδαῖος ἄνθρωπος ποὺ πέρασε ἀπὸ τὴν ἱστορία τοῦ κόσμου ἤ ἀκόμη ἕνας μεγάλος φιλόσοφος, ὁ ὁποῖος πραγματοποίησε τεράστιες κοινωνικὲς τομὲς καὶ μεταρρυθμίσεις, ἀλλὰ ὁ Χριστὸς γίνεται ὁ «Κύριος καὶ Δεσπότης τῆς ζωῆς του». Ἀπὸ τὴν ἀρχή, ἑπομένως, τῆς προσευχῆς αὐτῆς δίδεται τὸ στίγμα τοῦ προσευχομένου ἀνθρώπου, ὅτι ἀφ’ ἑνὸς ἀνήκει στὴν Ἐκκλησία, ἀφοῦ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Χριστὸς τὸν ὁποῖο ἐπικαλεῖται, καὶ ἀφ’ ἑτέρου ὅτι ἀποδέχεται τὴν κυριότητα τοῦ Χριστοῦ στὴ ζωή του ἀποκαλύπτοντας διὰ τῆς ἐπικλήσεως αὐτῆς τὴν πίστη καὶ τὴν ἀφοσίωση στὴ θεότητά Του.

Ἡ ἀποδοχὴ τοῦ Χριστοῦ ὡς «Κυρίου καὶ Δεσπότου τῆς ζωῆς μας» ἔχει ἰδιαίτερη σημασία γιὰ ὅλους μας κυρίως ὅμως γι᾽ αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι, ἔχοντας τὴν τάση τῆς αὐτονομίας καὶ αὐτοειδωλοποιήσεως, πολλὲς φορὲς χωρίζουν τὴν ζωή τους ἀπὸ τὸ Θεό, ἀπομονώνονται καὶ ἀπομακρύνονται, γεγονὸς ποὺ δηλώνει ὅτι κατ᾽ οὐσίαν δὲν Τὸν ἀναγνωρίζουν ὡς «Κύριο καὶ Δεσπότη τῆς ζωῆς τους». Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ἔχοντας τὴ ροπὴ τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, τολμᾷ μὲ θράσσος μέσα στὴν καθημερινότητά του, νὰ αὐτοανακηρύσσεται Θεὸς γιὰ νὰ ἔχει ἔτσι τὴν δυνατότητα νὰ γνωρίσει τὰ πάντα καὶ νὰ γευτεῖ ὅλους τοὺς καρπούς, δίχως ἀναστολὲς καὶ ἠθικοὺς ἐνδοιασμούς, ἀφοῦ «χωρὶς Θεὸ ὅλα ἐπιτρέπονται».

Δὲν χρειάζεται βέβαια πολὺς χρόνος γιὰ νὰ διαπιστώσει κανεὶς ὅτι αὐτὴ ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ ἡ προσωπικὴ αὐτονόμηση ὄχι μόνο δὲν προσφέρει στὸν ἄνθρωπο χαρὰ καὶ ἐσωτερικὴ πληρότητα ἀλλὰ καταθλιπτικὰ περιορίζει καὶ συνθλίβει τὴ ζωή του. Γι᾽ αὐτὸ ὁ αὐτονομημένος καὶ ἐγωιστὴς ἄνθρωπος, ὁ αὐτοθεούμενος καὶ αὐτολατρευόμενος καταντᾷ νὰ ζεῖ ἀνελεύθερα. Οἱ ἀπολαύσεις του γίνονται πόνος. Οἱ ἡδονές του καταλήγουν σὲ ὀδύνες. Οἱ χαρές του εἶναι ἄγευστες. Ἡ ζωή του ὅλη εἶναι μιὰ κατάθλιψη χωρὶς νόημα καὶ ἐνθουσιασμό.

Μὲ ἄνεση κατανοοῦνται οἱ παραπάνω ἀλήθειες ἐὰν προχωρήσουμε στὰ λόγια τῆς εὐχῆς τοῦ Ὁσίου Ἐφραίμ του Σύρου, τὰ ὁποῖα μᾶς παρουσιάζουν ἕνα σύμπλεγμα παθῶν, ἀρνητικῶν στοιχείων τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ποὺ ἀπομακρύνουν τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ὁδὸ τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τὴν ἐργασία τῶν ἀρετῶν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Σημειώνει, ἐπικαλούμενος τὸν «Κύριο καὶ Δεσπότη τῆς ζωῆς του», ὁ ὅσιος πατήρ: «Πνεῦμα ἀργίας, περιεργείας, φιλαρχίας καὶ ἀργολογίας μὴ μοὶ δῷς», δηλαδὴ μὴ μοῦ δώσεις Κύριε πνεῦμα ἀργίας, περιεργείας, φιλαρχίας καὶ ἀργολογίας.

Ὅπως εὔκολα διαπιστώνουμε τὰ πάθη αὐτά: ἡ ἀργία, ἡ περιέργεια, ἡ φιλαρχία, καὶ ἡ ἀργολογία, εἶναι πάθη τῆς καρδιᾶς καὶ ὄχι τοῦ σώματος. Κι αὐτὸ πρέπει νὰ τὸ προσέξουμε ἰδιαίτερα, ἀποδεχόμενοι ὅτι τὸ κείμενο τῆς Εὐχῆς τοῦ Ἁγίου Ἐφραίμ του Σύρου, καθὼς καὶ ὁλόκληρη ἡ παράδοση τῆς ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας, δὲν δίνει πρωτεύουσα σημασία στὰ ἁμαρτήματα τῆς σάρκας, ὅπως λανθασμένα νομίζουμε, ἀλλὰ στὰ ἁμαρτήματα τῆς ἀνθρώπινης καρδιᾶς. Ἐκεῖ δίδονται οἱ λεπτὲς πνευματικὲς μάχες καὶ ἀπὸ τὴ διάκριση αὐτὴ ἐξαρτᾶται τὸ δρᾶμα τῆς ἀπώλειάς μας ἤ ἡ ὀμορφιὰ τῆς σωτηρίας μας.

Πνεῦμα ἀργίας

Ἡ πρώτη πρὸς ἀποφυγὴ πνευματικὴ ἀσθένεια ποὺ παρουσιάζεται εἶναι ἡ ἀργία, ἡ ὁποία ὅπως μᾶς διδάσκουν οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι ἡ πηγὴ κάθε κακίας καὶ ἡ θύρα ἀπὸ τὴν ὁποία μπαίνουν οἱ δαίμονες στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου. Γι᾽ αὐτὸ ἐν ἐπιγνώσει παρακαλοῦμε τὸν Θεὸ νὰ μὴν μᾶς δώσει πνεῦμα ἀργίας, ποὺ αὐτόματα σημαίνει ὅτι δὲν ἐπιθυμοῦμε νὰ γίνομε ἄπρακτοι, ὀκνηροί, νωθροί, ἀδρανεῖς ἡ ἀδιάφοροι.

Ἡ ἀργία, ὅπως καὶ κάθε πνευματικὸ παράπτωμα, μᾶς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸ Θεό, κυρίως ὅμως συνιστᾶ μιὰ βασικὴ ἄρνηση τῆς κλήσεώς μας καὶ ἀπόρριψη τῆς εὐθύνης μας νὰ διακονήσουμε ὡς συνδημιουργοὶ τοῦ Θεοῦ. Γνωρίζουμε ὅτι ὁ Θεὸς δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο κατ᾽ εἰκόνα καὶ καθ᾽ ὁμοίωσίν Του. Ἑπομένως, ὁ ἄνθρωπος, ἐπὶ τῇ βάσει τῶν προδιαγραφῶν του, δημιουργεῖ καὶ ἐργάζεται ὅπως ὁ Δημιουργὸς Θεός. Ὁ χριστιανὸς δὲν ζεῖ ἁπλᾶ μέσα στὴ δημιουργία, ἀλλὰ ἐργάζεται γι᾽ αὐτήν, τὴ φροντίζει καὶ ἔχει ἀναλάβει τὴν διαχείρισή της, μιὰ εὐθύνη ἀρκετὰ ὑψηλὴ καὶ ἐπίπονη, παράλληλα ὅμως καὶ τιμητικὴ ἐφόσον κανένα ἄλλο δημιούργημα δὲν ἔχει αὐτὸ τὸ ἰδιαίτερο χάρισμα.

Μὲ αὐτὰ τὰ δεδομένα ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι κάθε παθητικότητα καὶ ἀδράνεια, κάθε μορφῆς ἀργία καὶ ἀδιαφορία εἶναι φαινόμενα ξένα πρὸς τὸ πνεῦμα τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ἀλλὰ καὶ πρὸς τὸ ἦθος τῆς ὀρθόδοξης πνευματικότητας. Ὁ χριστιανὸς ὀφείλει νὰ καταθέτει καθημερινὰ τὴν μαρτυρία του, ποὺ πρέπει νὰ εἶναι μαρτυρία δυναμική, ἔμπρακτη, δημιουργική, συμμετοχικὴ στὸ δημιουργικὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ. Πόσο δυσάρεστο εἶναι τὸ γεγονὸς νὰ ἐπιτρέπουμε ἡ νὰ ἀποδεχόμαστε ὡς πρόσωπα ἀλλὰ καὶ ὡς κοινωνία ἡ ἀργία νὰ γίνεται τρόπος ζωῆς. Ὡς πρόσωπα, δυστυχῶς, δὲν ἐπιθυμοῦμε νὰ ἐργαζόμαστε, δὲν χαιρόμαστε τὴ δουλειά, δὲν ἔχουμε τὸν πόθο νὰ μετέχουμε στὴν δημιουργία τοῦ κόσμου καὶ στὴν ζωή του πλησίον. Κι αὐτὸ συμβαίνει σὲ τέτοιο βαθμὸ ὥστε τὸ μεγάλο ἀστικὸ πρόβλημα ποὺ παρουσιάζεται σήμερα εἶναι τὸ τί θὰ κάνουμε τὶς ἐλεύθερες ὧρες μας, γεγονὸς ποὺ δηλώνει ὅτι ταυτίζουμε τὴ ζωή μας μὲ τὴν ξεκούραση, τὴν ἀργία καὶ τὴν ἀπόλαυση.

Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ ἡ καταναλωτικὴ κοινωνία μας ἔχει τὴν τάση νὰ μειώνει τὴν ἐργασία, νὰ αὐξάνει τὴν ἀπόλαυση, νὰ ἐξαφανίζει σχεδόν την δημιουργηκότητα τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὸ χειρότερο νὰ μεταποιεῖ τὶς ἑορτὲς τῆς Ἐκκλησίας μας σὲ ἀργίες, ποὺ λειτουργοῦν ὡς εὐκαιρίες ξεκούρασης, ἐκτόνωσης, διασκέδασης καὶ ἀπόλαυσης. Ἔτσι μὲ πολλὴ λύπη διαπιστώνουμε ὅτι ἡ Κυριακὴ καὶ σχεδὸν ὅλες οἱ ἐκκλησιαστικὲς ἑορτὲς γιὰ πολλοὺς ἀπὸ τοὺς συνανθρώπους μας ἔχουν χάσει τὸ σκοπὸ καὶ τὸ νοημά τους, ἀφοῦ ἀργοῦμε ἀλλὰ δὲν ἑορτάζουμε, ξεκουραζόμαστε σωματικὰ ἀλλὰ ἀσθενοῦμε πνευματικά. Καὶ βέβαια ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ἑορτάζει ἀλλὰ δὲν ἀργεῖ γιατί ἡ ἀργία εἶναι σημεῖο ἀπομόνωσης, ἐγωισμοῦ καὶ ἐσωστρέφειας ἐνῷ ἡ ἑορτὴ εἶναι κοινωνία μὲ τὴ χαρὰ τοῦ Θεοῦ, τὴ χαρὰ τῶν Ἁγίων καὶ τῆς Ἐκκλησίας.

Πνεῦμα περιεργείας

Ἡ ἀργία ὡς ἀπραξία ἀναπόφευκτα ὁδηγεῖ στὴν περιέργεια. Ἤδη ἀπὸ τὰ ἀποστολικὰ χρόνια ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καυτηριάζει τὴν περίπτωση τῶν γυναικῶν ἐκείνων ποὺ εἶχαν περιέργεια σημειώνοντας ὅτι «καὶ ἀργαί…. οὐ μόνον δὲ ἀργαί, ἀλλὰ καὶ φλύαροι καὶ περίεργοι, λαλοῦσαι τά μὴ δέοντα». Εἶναι σαφὲς καὶ μόνο ἀπὸ τοὺς λόγους τοῦ Ἀποστόλου ὅτι ἡ περιέργεια εἶναι ἕνα πάθος ποὺ ἐκφράζει τὴν ἐσωτερικὴ ἀκαταστασία καὶ ἀταξία αὐτοῦ ποὺ τὸ ἔχει. Γιατί ὁ περίεργος εἶναι συνεχῶς συγχυσμένος, ἀνήσυχος καὶ ταραγμένος. Διακατέχεται ἀπὸ ἐπιπολαιότητα, ἀταξία, ἀνευθυνότητα, παραμονὴ στὴν ἐπιφάνεια τῶν πραγμάτων καὶ τῶν καταστάσεων. Ὁ περίεργος χάνει τὴν προσοχή του, διασπᾷ καὶ ἐκδαπανᾷ τὸ νοῦ καὶ τὴν καρδιά του σὲ ἀλλότρια καὶ μὴ σπουδαῖα πράγματα, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ χάνει τὴν πορεία του πρὸς τὸν οὐρανό, νὰ ἐκτροχιάζεται ἀπὸ τὸ δρόμο τοῦ Εὐαγγελίου, νὰ ματαιοπονεῖ, καὶ νὰ ἐγκλωβίζει τὴν καρδιά του σὲ ἀνούσια καὶ ἀνώφελα θέματα.

Πέραν τούτων ὅμως ἡ περιέργεια δηλώνει ὅτι ὡς ἄνθρωποι δὲν ἔχουμε γνώση τοῦ ἑαυτοῦ μας, γι᾽ αὐτὸ μὲ ἄνεση ἐγκαταλείπουμε τὰ δικά μας θέματα, τὰ προβλήματά μας, τὰ πάθη μας καὶ τὶς ἁμαρτίες μας, τὶς ὑποχρεώσεις μας καὶ τὶς ἐργασίες μας καὶ μὲ τρόπο αὐθάδη καὶ κυνικὸ εἰσερχόμαστε στὴ ζωὴ τῶν ἄλλων. Ἔτσι, τὸ πάθος αὐτὸ τῆς ψυχῆς μας αἰχμαλωτίζει στὸν πειρασμὸ τῆς κρίσεως καὶ τῆς κατακρίσεως, τοῦ χλευασμοῦ καὶ τῆς γελειοποιήσεως τῶν ἄλλων, ἀφοῦ δὲν ἐργαζόμαστε γιὰ τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ περιεργαζόμαστε τοὺς ἄλλους.

Πνεῦμα φιλαρχίας

Τὸ νὰ ἐγκαταλείπει κανεὶς τὸν ἑαυτό του καὶ νὰ ἀσχολεῖται μὲ ἀλλοτρια πράγματα εἶναι καθαρὰ δεῖγμα ἐγωισμοῦ. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ τὸ ἑπόμενο πάθος ποὺ παρακαλοῦμε τὸν «Κύριο καὶ Δεσπότη τῆς ζωῆς μας» νὰ ἀπαλλαγοῦμε εἶναι ἡ φιλαρχία. «Κύριε καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου πνεῦμα ἀργίας, περιεργείας, φιλαρχίας μὴ μοὶ δῷς».

Ἡ φιλαρχία εἶναι ἡ οἴηση, ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ φιλοδοξία γιὰ ἀρχηγία, ἡ δίψα γιὰ ἐξουσία καὶ ἡ ἀγωνία γιὰ καταδυνάστευση. Πρόκειται γιὰ ἕνα πάθος ποὺ κυριεύει τὸν ἄνθρωπο ὅταν αὐτὸς χάσει τὴν αὐτογνωσία του καὶ τὴν κυριαρχία πάνω στὸν ἑαυτό του. Μάλιστα ἡ φιλαρχία συνιστᾷ τὸ ἀποτέλεσμα τῶν δύο παθῶν ποὺ ἀναφέρθηκαν προηγουμένως: τῆς ἀργίας καὶ τῆς περιεργείας, γιατί οἱ ἀργοὶ καὶ οἱ περίεργοι ἐπιθυμοῦν νὰ καλύψουν τὴν ἔνδειά τους καὶ τὰ ἐσωτερικά τους κενὰ μὲ τὸ νὰ θέλουν νὰ γίνουν φίλαρχοι. Αἰχμαλωτίζονται σὲ μιὰ ζωὴ ποὺ φθείρεται στὴν ἀργία καὶ τὴν ὀκνηρία, ἐνῷ παράλληλα ἐγκλωβίζονται στὴν περιέργειά τους γιὰ τὰ θέματα τῶν ἄλλων κι αὐτὴ ἡ νοσηρὴ κατάσταση ἀναπόφευκτα ὁδηγεῖ στὴν ἀπομόνωση, στὴν εὐτέλεια, στὴν ὑπερηφάνεια, στὸν ἐγωισμό, στὴν φιλαυτία καὶ στὴν φιλαρχία.

Ἡ ἀργία, ἡ περιέργεια καὶ ἡ φιλαρχία κλονίζουν τὴ σχέση μας μὲ τὸ Θεὸ καὶ τὸν πλησίον. Κι ὅταν αὐτὴ ἡ σχέση διαστρέφεται «τότε ἀναγκαστικὰ ὠθούμαστε νὰ ἀναζητήσουμε ἀντιστάθμισμα σὲ μιὰ ριζικὰ λανθασμένη στάση ἀπέναντι στὰ πρόσωπα τῶν ἄλλων καὶ στὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Ἡ ζωή μας χωρὶς Θεὸ ἡ δίχως ἄφθαρτα ἀγαθά, ἐκ τῶν πραγμάτων θὰ γίνει ἐγωιστικὴ καὶ ἐγωκεντρικὴ καὶ αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὅλοι οἱ ἄλλοι θὰ πρέπει νὰ γίνονται τὰ μέσα γιὰ τὴ δική μας αὐτοϊκανοποίηση ἡ φιλοδοξία. Ἂν ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ὁ Κύριος καὶ Δεσπότης τῆς ζωῆς μας, τότε τὸ ἐγώ μας εἶναι αὐτὸ ποὺ θὰ γίνει ὁ Κύριος καὶ Δεσπότης τῆς ζωῆς μας, τὸ ἀπόλυτο κέντρο τοῦ κόσμου μας, τὸ μοναδικὸ μέτρο ὅλων τῶν πραγμάτων, μὲ βάση τὶς δικές μας ἀνάγκες, ἰδέες, ἐπιθυμίες καὶ κρίσεις. Ἔτσι ἡ ἐπιθυμία τῆς φιλαρχίας γίνεται ἡ βασική μας ἁμαρτία στὶς σχέσεις μας μὲ τοὺς ἄλλους, ἀφοῦ συνήθως ἀπαιτοῦμε τὴν ὑποταγὴ τῶν ἄλλων σὲ μᾶς».

Ὡστόσο, ἡ φιλαρχία συνιστᾷ τελείως διαφορετικὴ ἔννοια ἀπὸ αὐτὴν τῆς ἀρχῆς. Ἡ φιλαρχία εἶναι ἡ νοθευμένη καὶ διεστραμμένη μορφὴ τῆς ἀρχῆς. Γιατί ἡ ἀρχὴ εἶναι χάρισμα ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν κατ᾽ εἰκόνα καὶ καθ᾽ ὁμοίωσιν δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου. Κατὰ τὴν Ὀρθόδοξη Θεολογία το νὰ ἄρχουμε εἶναι διακονία, εἶναι θυσία εἶναι προσφορὰ καὶ εὐλογία. Ὁ ἄρχων χαίρεται τοὺς καρποὺς τοῦ πόνου καὶ τῆς θυσίας καὶ ὄχι τὴ δόξα τοῦ ἀξιώματός του, ἐνῷ ἐπιδιώκει τὴ φροντίδα καὶ τὴ μέριμνα γιὰ ὅλους τοὺς ἄλλους ἀγνοῶντας τὴν δική του ἀπόλαυση, ἄνεση καὶ ξεκούραση. Γι᾽ αὐτὸ πολὺ σοφὰ θὰ σημειώσει ὁ Ὅσιος Πέτρος ὁ Δαμασκηνός: «Ὄυκ ἔστι κακὸν τὸ ἄρχειν, ἀλλ᾽ ἡ φιλαρχία, οὐδὲ ἡ δόξα ἀλλ᾽ ἡ φιλοδοξία καὶ χείρων ταύτης κενοδοξία».

Πνεῦμα ἀργολογίας

Τὸ τελευταῖο πνευματικὸ ἐμπόδιο ποὺ ἀναφέρεται στὴν εὐχὴ τοῦ Ὁσίου Ἐφραίμ του Σύρου εἶναι ἡ ἀργολογία. Καὶ ἀναφέρεται στὸ τέλος τῶν πρὸς ἀποφυγὴν παθῶν ὄχι διότι εἶναι ὑποδεέστερο τῶν ἄλλων ἀλλὰ ἀκριβῶς διότι ἡ ἀργολογία εἶναι τὸ πιὸ διαδεδομένο πνευματικὸ νόσημα τῶν ἀνθρώπων, ἀκόμη καὶ τῶν ἀνθρώπων τῆς Ἐκκλησίας.

«Ἀργολογία σημαίνει νὰ φλυαροῦμε ὑπέρμετρα ἡ ἀπεριόριστα, νὰ ἐκστομίζουμε λέξεις ποὺ δὲν εἶναι λόγοι καρδιᾶς, νὰ λέμε λόγους κενούς, μάταιους, μωρούς, εὐτράπελους, κατακριτικούς, ἄσαρκους καὶ ἀνεύθυνους, χωρὶς ἐπίγνωση καὶ σεβασμὸ στὸν ἄνθρωπο καὶ τὴ ζωή του. Ὁ λόγος ἀσφαλῶς εἶναι ἀπὸ τὰ πιὸ χαρακτηριστικὰ θεῖα χαρίσματα τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ μπορεῖ ὅμως νὰ διαστραφεῖ καὶ νὰ μεταστραφεῖ σὲ τρομακτικὸ κίνδυνο, σὲ ὅπλο καταστροφικό, ἀφοῦ μπορεῖ νὰ γίνει συκοφαντία, κατάκριση, ὕβρη, βλασφημία, αἵρεση κι ἔτσι νὰ ὁδηγήσει στὴν πτώση καὶ τὴν καταδίκη τὸν ἄνθρωπο. Ὁ λόγος ὅταν δὲν χωρίζεται ἀπὸ τὴν θεία καταγωγὴ καὶ τὸ θεῖο σκοπό του εἶναι λόγος παρακλήσεως, ἐπικλήσεως, ἱκεσίας, δοξολογίας καὶ εὐχαριστίας, ὅταν ὅμως χωριστεῖ ἀπὸ τὸ Θεὸ τότε μπορεῖ νὰ καταντήσει λόγος ἀργὸς καὶ νὰ γίνει ἀκριβῶς ἀργολογία».

Οἱ πατέρες της Ἐκκλησίας μας καὶ κυρίως οἱ πατέρες τῆς ἀσκήσεως ὄχι μόνο δὲν ἀγαποῦσαν τὴν ἀργολογία ἀλλὰ ἀντιθέτως χρησιμοποιοῦσαν τὸν λόγο ὅταν αὐτὸ ποὺ ἐπρόκειτο νὰ ποῦν ἦταν πιὸ πολύτιμο ἀπὸ τὴ σιωπή. Γι᾽ αὐτὸ ἐκεῖνο ποὺ ἐκφράζει τὴν ὀρθόδοξη παράδοση δὲν εἶναι ἡ διδασκαλία τῶν λόγων ἀλλὰ ἡ διδασκαλία τῶν ἔργων, δηλαδὴ ἡ μαρτυρία τῆς ζωῆς μας τὴν ὁποία τόσο ἔχει ἀνάγκη ἡ σημερινὴ κοινωνία μας.

Ἡ παράκληση ποὺ ἀπευθύνουμε στὸ Θεό: «Κύριε καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου πνεῦμα ἀργίας, περιεργείας, φιλαρχίας καὶ ἀργολογίας μὴ μοὶ δῷς» προσβλέπει στὸ νὰ μᾶς εἰσαγάγει στὴν ἐμπειρία καὶ στὸ βίωμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὄχι στὴ θεωρία καὶ στὸ στεγνὸ συναίσθημα, ποὺ δὲν ἀναζωογονοῦν τὴν ψυχὴ καὶ δὲν μεταμορφώνούν τον ἄνθρωπο. Γι᾽ αὐτὸ στὴ συνέχεια τῆς εὐχῆς παρακαλοῦμε τὸ Θεό, τὸν «Κύριο καὶ Δεσπότη καὶ Βασιλέα τῆς ζωῆς μας», νὰ μᾶς χαρίζει «πνεῦμα σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καὶ ἀγάπης», στοιχεῖα ἀπαραίτητα γιὰ τὴν ἐν Χριστῷ μεταμόρφωση τοῦ ἀνθρώπου.

Πνεῦμα σωφροσύνης

Ἡ πρώτη ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἀρετὲς ποὺ προτείνεται εἶναι ἡ σωφροσύνη ποὺ σημαίνει «νὰ ἔχει κανεὶς σῶο φρόνημα, σεμνότητα, κοσμιότητα, νηφαλιότητα, σοφία, ἐγκράτεια, ἀκεραιότητα, ἁγνότητα ψυχῆς καὶ σώματος. Ἡ σωφροσύνη εἶναι τὸ ἀντίδοτο τῆς ἀλογίας, τῆς παραφροσύνης, τῆς ἀθεΐας, τῆς ἀκολασίας, τῆς ρυπαρότητας καὶ τῆς ἀθλιότητας, μὲ τὰ ὁποῖα εἶναι πλήρης ὁ οἶκος τοῦ ἄφρονος ἀνθρώπου καὶ δι᾽ αὐτοῦ πλήρης ὁ οἶκος τῆς ἀλόγου κοινωνίας μας».

Ὁ σημερινὸς κόσμος φαίνεται νὰ ἀπεχθάνεται τὴν σωφροσύνη, γι᾽ αὐτὸ ἐπιδιώκει μόνο τὴν ἄνεση, ἐπικροτεῖ τὸν πολιτισμὸ τῶν ἀπολαύσεων, τῆς εὐμάρειας καὶ τῆς εὐημερίας, ἐπιδιώκει σκανδαλωδῶς τὶς ἡδονὲς τῆς σάρκας καὶ ἀνέχεται τὴν διαστροφὴ τοῦ καταναλωτισμοῦ. Λείπει παντελῶς ἀπὸ τὸν κόσμο μας ἡ ἐγκράτεια, ἡ νηστεία, τὸ μέτρο, δηλαδὴ ἡ σωφροσύνη. Γι᾽ αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος καλεῖται διὰ τῆς ἐπικλήσεως: «Κύριε καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου χάρισαί μοι τῷ δούλῳ πνεῦμα σωφροσύνης», ποὺ σημαίνει ὅτι «καλεῖται νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ ἀκάθαρτους καὶ αἰσχροὺς λογισμούς, ἀπὸ σαρκικὲς ἐπιθυμίες καὶ ἡδονές, ἀπὸ κάθε μολυσμὸ σαρκὸς καὶ πνεύματος, ἀπὸ κάθε ἀπρεπὲς βλέμμα καὶ ἄτακτο γέλιο, ἀπὸ κάθε ἀκολασία καὶ ἀφροσύνη καρδιακή». Καὶ τονίζεται ἰδιαίτερα ἡ ἀποχὴ ἀπὸ κάθε ἀκολασία καὶ ἀφροσύνη καρδιακὴ διότι ὅπως προαναφέρθηκε ἡ εὐχὴ τοῦ Ὁσίου Ἐφραίμ του Σύρου ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴν καλλιέργεια τοῦ ἔσω ἀνθρώπου. Ἐξάλλου, σωφροσύνη δὲν εἶναι μόνο ἡ ἀποχὴ ἀπὸ τὴν πορνεία καὶ τὰ σαρκικὰ ἁμαρτήματα, ἀλλὰ ἡ ἀποχὴ ὅλων τῶν κακῶν ἐπιθυμιῶν καὶ παθῶν, ὅπως εἶναι ἡ φιλοχρηματία, ἡ φιλαργυρία, ἡ πλεονεξία, ἡ ἐσωστρέφεια καὶ γενικὰ ὅλα τὰ πάθη ποὺ μᾶς ἀπομακρύνουν ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ μειώνουν τὴν ἀγάπη μας γιὰ τὸν πλησίον.

Πνεῦμα ταπεινοφροσύνης

Γιὰ νὰ ὑπάρξει σωσφροσύνη πρέπει ἀπαραίτητα νὰ ὑπάρχει ὡς βάση ἡ ταπεινοφροσύνη καὶ ἀντίθετα δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει ταπεινοφροσύνη δίχως τὴν προϋπόθεση τῆς σωφροσύνης. Εἶναι δύο ἀρετὲς ἀλληλένδετες καὶ ἄμεσα συνδεδεμένες ὅπως τὸ φῶς μὲ τὴ θερμότητα. Ὅπου ὑπάρχει φῶς ὑπάρχει καὶ θερμότητα καὶ ὅπου ὑπάρχει θερμότητα ὑπάρχει καὶ φῶς.

Ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι ἡ δεύτερη στὴ σειρὰ τῶν ἀρετῶν ποὺ ἐπικαλούμαστε διὰ τῆς εὐχῆς τοῦ Ὁσίου Ἐφραίμ: «Πνεῦμα δὲ σωφροσύνης καὶ ταπεινοφροσύνης χάρισαί μοι τῷ σῷ δούλῳ». Πρόκειται γιὰ τὸ ἀντίθετο τῆς ὑπερηφανείας, τῆς ἀλαζονείας, τῆς ἐπάρσεως, τῆς οἰήσεως, τῆς κενοδοξίας, τῆς αὐτοδικαιώσεως, τοῦ ἑωσφορικοῦ ἐγωισμοῦ. Ἡ ταπεινοφροσύνη ταυτίζεται μὲ τὴν ἐπίγνωση τοῦ ἑαυτοῦ μας, μὲ τὸ αἴσθημα τῆς ἀμαρτωλότητάς μας, μὲ τὸ ταπεινὸ φρόνημα, ποὺ ἐκφράζεται καὶ συνοδεύεται ἀπὸ συντριβὴ καὶ μετάνοια γιὰ τὰ λάθη καὶ τὶς ἁμαρτίες μας.

Ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι ἡ ἀρετὴ ποὺ προσελκύει τη χάρη τοῦ Θεοῦ ἀφοῦ «ὁ Θεὸς ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι χάριν». Οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας μὲ σαφήνεια μᾶς διδάσκουν ὅτι ταπεινοφροσύνη δὲν εἶναι ἁπλῶς καὶ μόνο ἡ κακουχία τοῦ σώματος, τὴν ὁποία μπορεῖ νὰ ἔχουν κάποιοι ἀλλὰ παράλληλα νὰ μὴν εἶναι ταπεινοί.

Ταπεινοφροσύνη δὲν ἔχει κάποιος ὅταν ἀπὸ ἀνάγκη ἡ ἀπὸ συμφέρον ταπεινώνεται, ἀκόμη δὲν εἶναι ταπεινοφροσύνη το νὰ μεμψημοιρεῖ κανεὶς μὲ τὸν ἑαυτό του νομίζοντας ὅτι εἶναι ἁμαρτωλός, ἐνῷ τὴν ἴδια στιγμὴ ἐπιμένει νὰ εἶναι ἀμετανόητος γιὰ τὶς ἁμαρτίες του καὶ τὰ λάθη του. Καὶ βέβαια ταπεινοφροσύνη δὲν εἶναι ἡ ταπεινοσχημία, δηλαδή το νὰ ὑποδύεται κανεὶς τὴν ταπείνωση. Ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι φρόνημα καρδιακό, ποὺ σημαίνει ὅτι ὁ ταπεινὸς ἄνθρωπος ἀναγνωρίζει τὶς ἀρετές του καὶ τὰ χαρίσματά του καὶ τὰ ἀνάγει στὸ Θεὸ παράλληλα ὅμως ἀντιλαμβάνεται τὶς ἀδυναμίες του καὶ τὰ λάθη του τὰ ὁποῖα δίχως καμιὰ δυσκολία ἀποδίδει στὸν ἑαυτό του.

Πνεῦμα ὑπομονῆς

Καρπὸς τῆς ταπεινοφροσύνης εἶναι ἡ ὑπομονὴ γιατί ἂν δὲν ἔχεις ταπεινοφροσύνη δὲν μπορεῖς νὰ ὑπομείνεις, νὰ μείνεις ἀτάραχος καὶ σταθερός, νὰ ἐλέγχξεις τὶς δυνάμεις σου ἀλλὰ καὶ τὶς ἀδυναμίες σου. Ὁ ὑπομένων εἶναι αὐτὸς ποὺ καρτερικὰ ἀφήνεται στὸ Θεὸ καὶ ἀναμένει νὰ ἔρθει ἡ ὥρα τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ ἐκπληρωθεῖ τὸ θέλημά Του, ποὺ εἶναι πρὸς τὸ συμφέρον τῆς ψυχῆς του. Κι ἡ ὥρα αὐτὴ τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νὰ καθυστερήσει καὶ νὰ χρειαστεῖ πολλὴ ὑπομονή.

Μὲ ἄνεση κατανοεῖται αὐτὴ ἡ μεγάλη ἀλήθεια ἂν μάλιστα θυμηθοῦμε τὴν περίπτωση τοῦ παραλύτου της Βηθεσδᾶ, ὁ ὁποῖος γιὰ τριανταοκτὼ ὁλόκληρα χρόνια ὑπέμεινε τὸ σταυρὸ τῆς δοκιμασίας του. Ὅμως μετὰ ἀπὸ τόσα χρόνια ὑπομονῆς ἔφτασε ἡ ὥρα τοῦ Θεοῦ. Ἡ εὐχὴ τοῦ Ὁσίου Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου παρακαλεῖ τὸν «Κύριο καὶ Δεσπότη τῆς ζωῆς μας» νὰ μᾶς χαρίσει, μετὰ ἀπὸ τὴν σωφροσύνη καὶ τὴν ταπεινοφροσύνη, τὴν ὑπομονή. Γιατί ἡ ὑπομονὴ εἶναι ἡ δύναμη ποὺ θὰ βοηθήσει τὸν καθένα ἀπὸ μᾶς νὰ ἀναμένει καρτερικὰ τὴν ὥρα τοῦ Θεοῦ ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ εἶναι μετὰ ἀπὸ τριανταοκτὼ χρόνια ὅπως συνέβη στὸν Παράλυτο, μπορεῖ νὰ εἶναι αὔριο, μπορεῖ νὰ εἶναι τώρα, ἀλλὰ μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ πέντα λεπτὰ πρὶν σφραγίσουμε τὰ μάτια μας σ᾽ αὐτὸν τὸν κόσμο.

Ἐξάλλου ὅλοι γνωρίζουν ἀπὸ προσωπικὴ ἐμπερία ὅτι ἡ ὑπομονὴ δοκιμάζεται στὶς δύσκολες περιστάσεις τῆς ζωῆς, στὶς ἀσθένειες, στὸν καρκίνο, στὶς θλίψεις καὶ τὶς δοκιμασίες, σὲ κάθε στιγμὴ ποὺ καλούμαστε νὰ σηκώσουμε τὸ σταυρό μας καὶ νὰ ἀκολουθήσουμε τὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι σταυρικός, στενός, ἐνδεχομένως τεθλιμένος καὶ σίγουρα ὄχι ἄνετος.

Πνεῦμα ἀγάπης

Ἡ ὑπομονὴ οἰκοδομεῖ. Εἶναι στοιχεῖο καλῆς ἐπικοινωνίας, συμβάλει στὴν προαγωγὴ τῶν ἀνθρωπίνων σχέσεων κυρίως ὅμως ἐνισχύει τὸ σύνδεσμο τῆς ἀγάπης. Οἱ ἀρετὲς γιὰ τὶς ὁποῖες ἤδη ἀναφερθήκαμε κορυφώνονται καὶ τελειώνονται μὲ τὴν ἀγάπη ποὺ εἶναι ἡ τελευταῖα στὴν ἐπίκληση τοῦ Ὁσίου Ἐφραίμ. «Κύριε καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου πνεῦμα σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καὶ ἀγάπης χάρισαί μοι τῷ σῷ δούλῳ». Ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Χωρὶς αὐτὴν ὁ ἀγῶνας μας εἶναι ἀτελής, δὲν ἐπιφέρει καρποὺς πνευματικούς.

Ἡ ἀγάπη εἶναι τὸ τελευταῖο χάρισμα ποὺ ζητᾷ ὁ πιστὸς ἀλλὰ οὐσιαστικὰ ἐπειδὴ αὐτὴ ἀποτελεῖ τὸ ἐπιστέγασμα τῶν ἀρετῶν ἔρχεται στὸ τέλος γιὰ νὰ κατανοήσουμε προσευχητικὰ ὅτι ὅλες οἱ ἀρετὲς εἶναι χριστιανικὲς καὶ καρποφόρες ἀνάλογα μὲ τὸ βαθμὸ ποὺ μετέχουν καὶ ἐκφράζουν τὴν ἀγάπη.

Κύριο γνώρισμά της εἶναι ἡ ἄνευ ὅρων θυσία τοῦ ἑνὸς γιὰ τὸν ἄλλο. Θυσία σὲ τέτοιο βαθμὸ ποὺ μόνο ὁ θάνατος μπορεῖ νὰ περιορίσει. Ἀκόμη καὶ τὸ πρόσωπο τοῦ ἐχθροῦ πρέπει νὰ ἀγαπήσουμε, ἀφοῦ ὁ ἀγαπῶν ἄνθρωπος παραιτεῖται ἀπὸ κάθε δικαίωμα καὶ κάθε διεκδίκηση καὶ ἀξίωση γιὰ τὸν ἑαυτό του. Στὴν ἀσκητικὴ φιλοσοφία ἡ διεκδίκηση τοῦ δικαιώματος μᾶς χωρίζει ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ μᾶς ἐγκλωβίζει στὸν ἑαυτό μας γιατί ἀποτελεῖ ἔκφραση ἐγωισμοῦ. Καὶ βέβαια εὔκολα ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι ὁ κόσμος ποὺ διεκδικεῖ μετὰ μανίας τὰ λεγόμενα ἀνθρώπινα δικαιώματα, στὸ βάθος ἀγωνίζεται γιὰ τὴν ἀνισότητα. Ἔτσι παρατηροῦμε ὅτι οἱ ἰσχυροὶ τῆς Γῆς σήμερα μιλοῦν γιὰ ἰσότητα, εὐημερία καὶ εἰρήνη ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἀνέχονται ἤ στὴ χειρότερη περίπτωση οἱ ἴδιοι δημιουργοῦν την ἔνδεια, τὴ φτώχεια, τὴν πεῖνα, τὸ ρατσισμό, τὴ σπατάλη, τὸν πόλεμο, τὸν καπιταλισμὸ καὶ τὸν πλουτισμό. Μιλοῦν γιὰ ἀνθρώπινα δικαιώματα ἀλλὰ προσπαθοῦν νὰ ἐπιβάλλουν τὴ δικαιοσύνη μὲ τὴ θυσία τῶν ἄλλων ἀλλὰ ὄχι τὴ δική τους.

Τίποτε δὲν ὑπάρχει στὴν Ἐκκλησία καὶ στὴ Θεολογία ποὺ νὰ μὴν πηγάζει ἀπὸ τὴν ἀγάπη. Ὁ Θεὸς κυρίως καὶ πρωτίστως εἶναι ἀγάπη. Ἡ ἐνανθρώπιση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ δηλώνει τὴν κενωτικὴ Του ἀγάπη γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ὁ σταυρὸς εἶναι δεῖγμα θυσιαστικῆς ἀγάπης. Ἡ ὕπαρξη καὶ ἡ σύσταση τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι δεῖγμα προνοητικῆς ἀγάπης. Ἡ κάθοδος τοῦ Παναγίου Πνεύματος δηλώνει τὴν χαρισματικὴ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο καὶ στὸν ἄνθρωπο.

Ἐμεῖς ἁγιαζόμαστε καὶ σωζόμαστε κατὰ χάριν μόνο ὅταν μετέχουμε στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία πρέπει νὰ τονίσουμε δὲν συνιστᾷ ἕνα ἰδίωμα ἡ μιὰ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ τὸ Εἶναι Του. Γι᾽ αὐτὸ ἡ Εὐαγγελικὴ ἀγάπη συνίσταται στὸ νὰ δίνεις κυρίως τὸν ἑαυτό σου στὸν ἄλλο. «Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς ἑαυτὸν» σημειώνει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης καὶ προσθέτει παρακάτω ὅτι «μείζονα ταύτης οὐδεὶς ἔχει, ἵνα τίς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ θῇ ὑπὲρ τῶν φίλων αὐτοῦ». Ἡ ἀγάπη δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει στὴν ἀπομόνωση ἀλλὰ προϋποθέτει τὸν ἄλλο, τὸν πλησίον. Κι ὅποιος ἀγαπᾷ προσλαμβάνει τον πλησίον, ἐνστερνίζεται τὴ ζωή του καὶ δίνει αὐτὸ ποὺ εἶναι καὶ ὄχι αὐτὸ ποὺ ἔχει.

Δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τὰ ἐμὰ πταίσματα καὶ μὴ κατακρίνειν τὸν ἀδελφόν μου

Γιὰ νὰ ἀποκτήσει κάποιος τὴν ἀγάπη πρέπει νὰ ἀρχίσει νὰ βλέπει τὸν ἑαυτό του εἰς βάθος καὶ νὰ σταματήσει νὰ ἀσχολεῖται μὲ τοὺς ἄλλους. «Ναὶ Κύριε Βασιλεῦ, δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τὰ ἐμὰ πταίσματα καὶ μὴ κατακρίνειν τὸν ἀδελφόν μου» εἶναι τὸ τελευταῖο μέρος τῶν ἱκεσιῶν πρὸς τὸ Θεὸ τῆς προσευχῆς τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Ἡ ἀναφορὰ αὐτὴ εἶναι μία ἔμμεση νύξη γιὰ μετάνοια καὶ συγχώρηση. Δὲν εἶναι ἄλλωστε τυχαῖο τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ εὐχὴ τοῦ Ἁγίου Ἐφραίμ, ἀκούγεται γιὰ πρώτη φορὰ στὸν Κατανυκτικὸ Ἑσπερινό, τὴν Κυριακή της Τυρινῆς, ποὺ εἶναι γνωστὴ σὲ ὅλους τους χριστιανιοὺς ὡς ἡ Κυριακὴ τῆς συγχώρησης.

Εἶναι σαφὲς ὅτι ἡ στροφὴ στὸν ἑαυτό μας ἡ ὁποία πραγματοποιεῖται μὲ τὴν ὅραση τῶν ἐμῶν πταισμάτων, ἀποτελεῖ τὴν ἀρχὴ τῆς σωτηρίας, γιατί βλέποντας τὸν πραγματικὸ μᾶς ἑαυτὸ ποὺ εἶναι ἁμαρτωλός, γεμᾶτος πάθη καὶ ἀδυναμίες, συνειδητοποιοῦμε ὅτι τὸ μόνο ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς σώσει εἶναι τὸ ἔλεος καὶ ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ. Ὅποιος ἀγνοεῖ τὰ δικά του σφάλματα εἶναι τυφλὸς πνευματικά. Ὅποιος κατακρίνει τὸν ἀδελφό του σημαίνει πὼς βλέπει μόνο τὰ σφάλματα τοῦ πλησίον καὶ ὄχι τὰ δικά του καὶ ἑπομένως ἔχει φρόνημα φαρισαϊκό. Ἀκόμη κι ἂν διαπιστώνουμε λάθη καὶ ἀδυναμίες στὸν ἄλλο, δὲν πρέπει νὰ διαφεύγει τῆς προσοχῆς μας ὅτι ὁ πλησίον δὲν εἶναι ὁ ἄγνωστος, ὁ ξένος, ὁ ἐχθρός, ὁ ἀντίδικος ἀλλὰ ὁ ἀδελφός μας, ὁ φίλος μας. Εἶναι ἡ χαρά μας. Ὁ πλησίον εἶναι τὸ μέσο γιὰ νὰ δοῦμε τὸ Θεὸ καὶ νὰ γευτοῦμε τὴν τρυφὴ τοῦ Παραδείσου. Ἡ κρίση καὶ ἡ κατάκριση ἐκφράζουν ἑωσφορικὸ ἐγωισμὸ καὶ ἐσωτερικὴ ἀκαταστασία. Εἶναι δεῖγμα αὐθάδειας καὶ ἐλειψης σεβασμοῦ πρὸς τὸ Δημιουργό, ἀφοῦ ἐμεῖς ἐπιχειροῦμε νὰ οἰκειοποιηθοῦμε τὸ ἔργο τῆς κρίσεως ποὺ ἀνήκει στὸ Θεό, ἕνα ἔργο τὸ ὁποῖο γίνεται ἐγκληματικὸ ὅταν περιορίζεται στὰ ὅρια τῆς ἀνθρώπινης δικαιοσύνης. Γιατί ὁ Θεὸς εἶναι μὲν κριτής, ἀλλα στὴν κρίση Του ὑπερισχύει ἡ ἀγαθότητα καὶ ὄχι ἡ δικαιοσύνη.

Κατὰ συνέπεια τὸ βάρος σύμφωνα μὲ τὸν συγγραφέα τῆς εὐχῆς πέφτει στὸ νὰ βλέπουμε τὰ δικά μας πταίσματα καὶ ὄχι του πλησίον ποὺ εἶναι ὁ ἀδελφός μας. Πρωταρχικὸ καὶ ἐπεῖγον εἶναι νὰ ἀποκτήσουμε ἐπίγνωση καὶ αὐτομεμψία, νὰ ἀποκτήσουμε τὴν εὐλογημένη ἀρετὴ τοῦ αὐτοελέγχου τῶν ἀδυναμιῶν καὶ ἁμαρτιῶν μας. Εἶναι σωτήριο νὰ μὴν κατακρίνουμε. Ἀκόμη καὶ ἂν μὲ τὰ ἴδια μας τὰ μάτια δοῦμε κάποιον νὰ ἁμαρτάνει ἂς μὴν τὸν καταδικάσουμε ἀλλὰ ἂς καλύψουμε στοργικὰ καὶ σιωπηλὰ τὸ σφάλμα τοῦ ἀδελφοῦ μας. Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἐν προκειμένῳ ἡ ἀναφορὰ τοῦ Γεροντικοῦ: «Ἔλεγον περὶ τοῦ Ἀββᾶ Μακαρίου ὅτι γέγονε θεὸς ἐπίγειος, ὅτι ὦσπερ ἐστὶν ὁ Θεὸς σκεπάζειν τὸν κόσμον, οὕτω γέγονεν ὁ Ἀββᾶς Μακάριος, σκεπάζειν τὰ ἐλαττώματα, α ἔβλεπεν ὡς μὴ βλέπων καὶ α ἤκουεν ὡς μὴ ἀκούων».

Ὅτι εὐλογητὸς εἰ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων

Ἡ προσευχὴ τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς θὰ ἀκούγεται καθημερινὰ στοὺς Ὀρθόδοξους ναούς μας πολλοὶ δὲ ἀπὸ μᾶς θὰ τὴν ψελλίζουν μὲ τὸ στόμα καὶ θὰ τὴν αἰσθάνονται μὲ τὴν καρδιά τους. Ἡ εὐχὴ αὐτὴ ἐκφράζει τὸ ἀσκητικὸ φρόνημα ποὺ πρέπει νὰ ἔχουμε αὐτὴ τὴν περίοδο καὶ περικλείει τὸ ὀρθόδοξο ἦθος τῆς Ἐκκλησίας μας. Θὰ πορευθοῦμε μέχρι τὴ Ἀνάσταση ἔχοντας συντροφιὰ αὐτὴ τὴν εὐχὴ καὶ καθημερινὰ θὰ παρακαλοῦμε τὸ Θεὸ νὰ μᾶς ἐλεήσει μὲ τὴν ἀπαλλαγὴ τῶν παθῶν καὶ νὰ μᾶς εὐλογήσει μὲ τὴ δωρεὰ τῶν ἀρετῶν.

Ἡ εὐχὴ ὁλοκληρώνεται μὲ τὴν προσφορὰ τῆς εὐχαριστίας πρὸς τὸν Θεό: «ὅτι εὐλογητὸς εἰ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων». Καὶ εἶναι σὰ νὰ λέει ὁ Ὅσιος Ἐφραίμ: μετὰ τὴν ἱκεσία μου νὰ ἀπαλλαγῶ ἀπὸ τὰ πάθη τῆς ἀργίας, τῆς περιεργείας, τῆς φιλαρχίας καὶ τῆς ἀργολογίας, μετὰ ἀπὸ τὴ θερμή μου παράκληση νὰ βιώσω τὸ ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς μου μὲ σωφροσύνη, ταπεινοφροσύνη, ὑπομονὴ καὶ ἀγάπη, καὶ ὅταν τελικὰ καταφέρω νὰ ἔλθω εἰς ἑαυτὸν καὶ ἀρχίσω νὰ βλέπω τὰ ἐμὰ πταίσματα δίχως νὰ κατακρίνω τὸν ἀδελφό μου, τότε θὰ εἶμαι ἕτοιμος ἐν εὐγνωμοσύνῃ πολλὴ νὰ εὐχαριστήσω καὶ νὰ δοξολογήσω τὸ Θεὸ λέγοντας «ὅτι εὐλογητὸς εἰ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων».

Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Κύριος καὶ Δεσπότης καὶ Βασιλεὺς τῆς ζωῆς μας, εἶναι ὅμως καὶ «ὁ εὐλογητὸς τῶν αἰώνων». Κι αὐτὸ εἶναι σημαντικὸ διότι γιὰ νὰ φτάσει κάποιος νὰ χαρακτηρίζει ἔτσι τὸ Θεὸ σημαίνει ὅτι ἔχει ἀρχίσει τὴν πνευματική του ἐργασία καὶ πορεύεται σταυρωαναστάσιμα, μετανοόντας γιὰ τὰ πλήθη τῶν πεπραγμένων του δεινῶν. Ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι ἡ εὐχὴ ἀρχίζει ἀλλὰ καὶ τελειώνει μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι καὶ ὁ κάθε πιστὸς ἀρχίζει τὴν ἐν ἐπιγνώσει πορεία του πρὸς τὸ Θεό, μὲ τὸ Θεό, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ ἔκφραση τῆς βεβαιότητας καὶ ἐλπίδα γιὰ τὴ σωτηρία του.

Τὸν Θεὸ φωνάζουμε, Αὐτὸν ποθοῦμε, ἐπιθυμοῦμε νὰ μᾶς ἀποκαλυφθεῖ, προσβλέπουμε νὰ γίνει ὁ ἐλευθερωτής μας, παρακαλοῦμε νὰ πλουτίσει τὴ φτώχεια μας καὶ νὰ μᾶς γεμίσει μὲ χαρὰ ἀνεξάντλητη, ὅπως εἶναι ἡ χαρὰ τῆς Ἀναστάσεως, γιατί Αὐτὸς εἶναι «ὁ εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων». Ἀμήν.