Ἕνας ἄνθρωπος βάδιζε στὸ δάσος. Ἤθελε νὰ διαλέξει ἕνα καλὸ δέντρο, ἀπ’ ὅπου θὰ ἔβγαζε δοκάρια γιὰ τὴ σκεπὴ τοῦ σπιτιοῦ του. Ἐκεῖ εἶδε δύο δέντρα, τὸ ἕνα δίπλα στὸ ἄλλο. Τὸ ἕνα ἦταν ἴσιο, λεῖο καὶ ψηλό, ἀλλὰ τὸ ἐσωτερικό του, ὁ πυρῆνας του, ἦταν σάπιο. Τὸ ἄλλο εἶχε ἀνώμαλη ἐπιφάνεια κι ὁ κορμός του ἔδειχνε ἄσχημος. Τὸ ἐσωτερικό του ὅμως ἦταν γερό. Ὁ ἄνθρωπος ἀναστέναξε καὶ εἶπε: «Σὲ τί μπορεῖ νὰ μοῦ χρησιμέψει τὸ ψηλὸ καὶ ἴσιο αὐτὸ δέντρο, ἀφοῦ τὸ μέσα του εἶναι σάπιο κι ἀκατάλληλο γιὰ δοκάρια; Τὸ ἄλλο μοιάζει ἀνώμαλο, ἄσχημο, ἀλλὰ τουλάχιστον τὸ μέσα του εἶναι γερό. Ἔτσι, ἂν καταβάλω λίγο μεγαλύτερη προσπάθεια, μπορῶ νὰ τὸ διαμορφώσω καὶ νὰ τὸ χρησιμοποιήσω γιὰ δοκάρια στὸ σπίτι μου». Καὶ χωρὶς νὰ τὸ σκεφτεῖ περισσότερο, διάλεξε τὸ δέντρο ἐκεῖνο, τὸ γερό. Τὸ ἴδιο θὰ κάνει κι ὁ Θεὸς, γιὰ νὰ ξεχωρίσει δύο ἀνθρώπους ποὺ βρίσκονται μέσα στὸ ναὸ Του. Δὲ θὰ διαλέξει ἐκεῖνον, ποὺ φαίνεται ἐπιφανειακὰ δίκαιος, ἀλλὰ τὸν ἄλλον, ἐκεῖνον ποὺ ἡ καρδιά του εἶναι γεμάτη μὲ τὴν ἀληθινὴ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ.
Οἱ ὑπερήφανοι ἔχουν τὰ μάτια τους διαρκῶς ὑψωμένα πρὸς τὸ Θεό. Οἱ καρδιές τους ὅμως εἶναι κολλημένες στὴ γῆ. Αὐτοὶ δὲν εὐαρεστοῦν τὸν Θεό. Εὐάρεστοι στὸ Θεὸ εἶναι οἱ ταπεινοὶ ἄνθρωποι, οἱ πρᾶοι, ποὺ ἔχουν τὰ μάτια τους χαμηλωμένα στὴ γῆ, μὰ οἱ καρδιές τους εἶναι γεμᾶτες οὐρανό. Ὁ Δημιουργὸς προτιμᾶ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ὁμολογοῦν στὸ Θεὸ τὶς ἁμαρτίες τους, ὄχι τὰ καλά τους ἔργα.
Ὁ Θεὸς εἶναι γιατρός. Πλησιάζει στὸ κρεβάτι ὅπου κείτεται ὁ καθένας μας καὶ ρωτάει: «Ποῦ πονᾶς;» Ὁ ἄνθρωπος, ποὺ ἀξιοποιεῖ τὴν παρουσία τοῦ γιατροῦ κοντά του καὶ τοῦ φανερώνει ὅλους τοὺς πόνους καὶ τὶς ἀδυναμίες του, εἶναι σοφός. Ἐκεῖνος, ποὺ κρύβει τὶς ἁμαρτίες του καὶ καυχιέται μπροστὰ στὸν γιατρὸ πὼς εἶναι ὑγιής, εἶναι ἀνόητος. Λὲς κι ὁ γιατρὸς ἐπισκέπτεται τὸν ἄνθρωπο, γιὰ νὰ δεῖ, πόσο καλὰ εἶναι κι ὄχι ἀπὸ τί πάσχει. Λέει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος:
«Τὸ ν’ ἁμαρτάνεις εἶναι κακό, ὅταν ὅμως τὸ ὁμολογεῖς, μπορεῖς νὰ λάβεις βοήθεια. Ὅταν ὅμως ἁμαρτάνεις καὶ δὲν τὸ παραδέχεσαι, δὲν ὑπάρχει ἐλπίδα νὰ βοηθηθεῖς».
Γι’ αὐτὸ, ἂς γίνουμε σοφοί, συνετοί. Ὅταν στεκόμαστε γιὰ νὰ προσευχηθοῦμε μπροστὰ στὸ Θεό, πρέπει νὰ νιώθουμε, πὼς βρισκόμαστε μπροστὰ στὸν πιὸ καλὸ καὶ πιὸ ἐλεήμονα γιατρό. Ἐκεῖνος ρωτάει τὸν καθένα μας μὲ ἀγάπη καὶ μέριμνα: «Ποῦ πονᾶς;» Ἐμεῖς ἂς μὴν ἀμελήσουμε καθόλου νὰ τοῦ ἀποκαλύψουμε τὴν ἀρρώστια μας, νὰ τοῦ φανερώσουμε τὶς πληγὲς καὶ τὶς ἁμαρτίες μας.
Ὁ Κύριός μας, Ἰησοῦς, μᾶς μιλάει γι’ αὐτὰ τὰ πράγματα στὴν παραβολὴ τοῦ Τελώνη καὶ τοῦ Φαρισαίου. Στὸ εὐαγγέλιο, διαβάζουμε πὼς ὁ Χριστὸς εἶπε τὴν παραβολὴ αὐτὴ «πρὸς τινάς πεποιθότας ἐφ’ ἑαυτοῖς, ὅτι εἰσὶ δίκαιοι, καὶ ἐξουθενούντας τοὺς λοιπούς», πρὸς ἐκείνους ποὺ εἶχαν τὴν ἀλαζονικὴ αὐτοπεποίθηση πὼς εἶναι δίκαιοι καὶ περιφρονοῦσαν τοὺς ἄλλους. Μήπως κι ἐμεῖς συγκαταλεγόμαστε ἀνάμεσα σ’ ἐκείνους, ποὺ ὁ Κύριος τοὺς ἀπηύθυνε τὴν παραβολὴ αὐτή;
Μὴν ἀντιδρᾶς σ’ αὐτὰ ποὺ σοῦ λέω. Ὁμολόγησε καλύτερα τὴν ἀρρώστια σου, ταπεινώσου γι’ αὐτὴν καὶ πάρε τὸ φάρμακο, ποὺ σοῦ δίνει ὁ πανεύσπλαχνος γιατρός. Σ’ ἕνα νοσοκομεῖο βρίσκονταν πολλοὶ ἄρρωστοι κρεβατωμένοι. Μερικοὶ εἶχαν πυρετὸ κι ἀνυπομονοῦσαν, περίμεναν μὲ ἀγωνία, πότε θά ‘ρθεῖ ὁ γιατρός. Ἄλλοι ἔκοβαν βόλτες, γιατί νόμιζαν πὼς ἦταν ὑγιεῖς καὶ δὲν εἶχαν ἀνάγκη τὸν γιατρό. Ἕνα πρωινὸ, ὁ γιατρὸς ἔκανε ἐπίσκεψη στοὺς ἀρρώστους. Μαζί του ἦταν κι ἕνας φίλος του, ποὺ κρατοῦσε δῶρα γιὰ νὰ τοὺς δώσει. Ὁ φίλος τοῦ γιατροῦ εἶδε ἐκείνους ποὺ ὑπέφεραν ἀπὸ πυρετὸ καὶ τοὺς λυπήθηκε.
Θὰ γίνουν καλά; ρώτησε τὸν γιατρό.
Ἐκεῖνος τοῦ ψιθύρισε στὸ αὐτί:
Αὐτοὶ ἐδῶ οἱ ἐμπύρετοι, ναί, μποροῦν νὰ γίνουν καλά. Τὸ ἴδιο κι οἱ ἄλλοι, ποὺ κείτονται στὰ κρεβάτια τους. Αὐτοὶ ποὺ κόβουν βόλτες ὅμως, ὄχι, δὲ γίνονται καλά. Αὐτοὶ ὑποφέρουν ἀπὸ ἀνίατες ἀρρώστιες, ἔχει προχωρήσει ἡ σήψη μέσα τους.
Ὁ φίλος τοῦ γιατροῦ ἔμεινε κατάπληκτος. Ἡ ἔκπληξή του στρεφόταν πρὸς δύο κατευθύνσεις: πρὸς τὸ μυστήριο ποὺ κρύβουν οἱ ἀρρώστιες καὶ πρὸς τὴν ὀφθαλμαπάτη τῶν ἀνθρώπων.
Φαντάσου τώρα, πὼς εἴμαστε ἄρρωστοι στὸ νοσοκομεῖο τοῦ κόσμου. Ἡ ἀρρώστια ποὺ ἔχει προσβάλει ὅλους μας ἔχει τὸ ἴδιο ὄνομα: ἀδικία. Ἡ λέξη αὐτὴ καλύπτει ὅλα τὰ πάθη, ὅλες τὶς ἐπιθυμίες, ὅλες τὶς ἁμαρτίες καὶ τὶς ἀδυναμίες ποὺ ἀγγίζουν τὴν καρδιά, τὴν ψυχὴ καὶ τὸ νοῦ μας. Οἱ ἄρρωστοι χωρίζονται σὲ κατηγορίες. Μερικοὶ μόλις προσβλήθηκαν ἀπὸ τὴν ἀρρώστια, ἄλλοι βρίσκονται σὲ προχωρημένη κατάσταση, κι ὑπάρχουν κι αὐτοὶ ποὺ βρίσκονται στὸ στάδιο τῆς ἀνάρρωσης. Τὰ χαρακτηριστικὰ τῶν ἀσθενειῶν αὐτῶν στὸν ἐσωτερικὸ ἄνθρωπο ὅμως εἶναι τέτοια, ὥστε μόνο ὅσοι θεραπεύτηκαν μποροῦν νὰ κατανοήσουν, πόσο σοβαρὴ ἦταν ἡ ἀσθένεια ἀπὸ τὴν ὁποία εἶχαν προσβληθεῖ. Οἱ πιὸ σοβαρὰ ἄρρωστοι εἶναι κι αὐτοὶ, ποὺ ἔχουν λιγότερη ἐπίγνωση τῆς κατάστασής τους. Στὶς σωματικὲς ἀρρώστιες, ὁ ἄνθρωπος ποὺ ὑποφέρει ἀπὸ ψηλὸ πυρετὸ δὲν ξέρει τίποτα γιὰ τὸν ἑαυτό του ἢ γιὰ τὴν ἀρρώστια του. Οὔτε ὁ τρελὸς καταλαβαίνει τὴν τρέλα του.
Ἐκεῖνοι ποὺ ἀρχίζουν νὰ διαπράττουν ἀνομίες, γιὰ λίγο καιρὸ ντρέπονται γι’ αὐτές. Ὅταν τὸ κακὸ ὅμως συνεχίζεται, ὁ ἄνθρωπος συνηθίζει στὴν ἁμαρτία, ποὺ τοῦ γίνεται ἕξη, καὶ σιγά-σιγά ὁδηγεῖται σὲ παραλήρημα καὶ μέθη, φτάνει σὲ τέτοια κατάσταση, ὥστε ἡ ψυχή του γίνεται ἀναίσθητη καὶ δὲν καταλαβαίνει τὴν ἀρρώστια της.
Φαντάσου τώρα, ἕναν γιατρὸ νὰ πηγαίνει σὲ νοσοκομεῖο καὶ νὰ ρωτάει: «Τί ἔχετε; Ἀπὸ τί ὑποφέρετε;» Ἐκεῖνοι, ποὺ ἡ ἀρρώστια τους βρίσκεται στὸ πρῶτο στάδιο, ντρέπονται νὰ παραδεχτοῦν πὼς εἶναι ἄρρωστοι κι ἀπαντοῦν: «Τίποτα». Οἱ ἄλλοι, ποὺ ἡ ἀρρώστια τους βρίσκεται σὲ προχωρημένο στάδιο, ἐκνευρίζονται μὲ τὴν ἐρώτηση, κι ὄχι μόνο ἀπαντοῦν «δὲν ἔχουμε τίποτα» ἀλλ’ ἀρχίζουν καὶ νὰ καυχιοῦνται, πὼς εἶναι ὑγιεῖς. Μόνο αὐτοὶ, ποὺ βρίσκονται στὸ στάδιο τῆς θεραπείας, ἀναστενάζουν κι ἀπαντοῦν στὸ γιατρό: «Ἀπ’ ὅλα ὑποφέρουμε. Λυπήσου μας καὶ βοήθησέ μας».
Γράφει ὁ Τερτυλλιανὸς σὲ μιὰ ὁμιλία του «Περὶ μετανοίας»: «Ἂν ντρέπεσαι νὰ ὁμολογήσεις τὶς ἁμαρτίες σου, σκέψου τὴ φωτιὰ τῆς κόλασης, ποὺ μόνο ἡ ἐξομολόγηση μπορεῖ νὰ σβήσει».
Ἀναλογίσου ὃλ’ αὐτὰ λοιπόν, ἄκουσε τὴν παραβολὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ σκέψου, πόσο ἀφορᾶ καὶ σένα. Ἂν κραυγάσεις μὲ ἔκπληξη, πὼς «ἡ παραβολὴ αὐτὴ δὲ μὲ ἀφορᾶ», σημαίνει πὼς ἔχεις προσβληθεῖ ἀπὸ τὴν (πνευματικὴ) ἀσθένεια ποὺ ὀνομάζεται ἀνομία ἢ ἀδικία. Ἂν διαμαρτυρηθεῖς καὶ πεῖς, πὼς «ἐγὼ εἶμαι δίκαιος, ἡ παραβολὴ αὐτὴ ἀφορᾶ τοὺς ἁμαρτωλοὺς γύρω μου», σημαίνει πὼς ἡ ἀρρώστια ἔχει προχωρήσει πολύ. Ἂν ὅμως χτυπήσεις τὸ στῆθος σου μὲ μετάνοια καὶ πεῖς «ἀλήθεια εἶναι, εἶμαι ἄρρωστος, ἔχω ἀνάγκη ἀπὸ γιατρό», σημαίνει πὼς βρίσκεσαι σὲ καλὸ δρόμο γιὰ νὰ θεραπευτεῖς. Τότε μὴ φοβασαι. Θὰ γίνεις καλά.
«Ἄνθρωποι δύο ἀνέβησαν εἰς τὸ ἱερὸν προσεύξασθαι, ὁ εἶς Φαρισαῖος καὶ ὁ ἕτερος τελώνης». Δυὸ ἄνθρωποι, δυὸ ἁμαρτωλοί, ἀνέβηκαν στὸ ἱερὸ γιὰ νὰ προσευχηθοῦν. Ὁ ἕνας ἦταν Φαρισαῖος καὶ ὁ ἄλλος τελώνης. Δυὸ ἄνθρωποι, δυὸ ἁμαρτωλοί, μὲ τὴ διαφορὰ πὼς ὁ Φαρισαῖος δὲν ἔβλεπε τὸν ἑαυτό του σὰν ἁμαρτωλό, ἐνῷ ὁ τελώνης τὸ παραδεχόταν. Ὁ Φαρισαῖος ἀνῆκε στὴν ὑψηλότερη κοινωνικὴ τάξη τῆς ἐποχῆς, ὁ τελώνης στὴν πιὸ περιφρονημένη.
«Ὁ Φαρισαῖος σταθεῖς πρὸς ἑαυτὸν ταῦτα προσηύχετο• Ὁ Θεός, εὐχαριστῶ σοι, ὅτι οὐκ εἰμὶ ὦσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώνης• νηστεύω δὶς τοῦ Σαββάτου, ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι». Ὁ Φαρισαῖος στάθηκε ἐπιδεικτικά, γιὰ νὰ προκαλεῖ ἐντύπωση, κι ἔλεγε τὰ ἑξῆς λόγια στὴν προσευχή του: Θεέ μου, σ’ εὐχαριστῶ γιατί δὲν εἶμαι σὰν τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ποὺ εἶναι ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοὶ ἢ καὶ σὰν αὐτὸν ἐδῶ τὸν τελώνη. Ἐγὼ τηρῶ κατὰ γράμμα τὸ νόμο, νηστεύω δυὸ φορὲς τὴν ἑβδομάδα καὶ δίνω ἐλεημοσύνη τό ἕνα δέκατο ἀπ’ ὅλα ὅσα κερδίζω.
Ὁ Φαρισαῖος στάθηκε μπροστὰ ἀκριβῶς ἀπὸ τὸ ἱερό. Ἦταν συνήθεια τῶν Φαρισαίων νὰ κάθονται στὴν πρώτη θέση. Τὸ ὅτι ὁ Φαρισαῖος καθόταν στὴν πρώτη θέση, φαίνεται κι ἀπὸ τὸ γεγονὸς, πὼς ὁ τελώνης ἔστεκε «μακρόθεν». Ἡ ὑπερηφάνεια τοῦ Φαρισαίου κι ἡ σιγουριά του πὼς ἦταν δίκαιος, δηλαδὴ πνευματικὰ ὑγιής, ἦταν τέτοια, ὥστε δὲν ἀπαίτησε τὴν πρώτη θέση μόνο ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, γιὰ νὰ τὸν βλέπουν ὅλοι, ἀλλὰ κι ἀπὸ τὸ Θεό. Τὴν ἀπαιτοῦσε, ὄχι μόνο ὅταν συμμετεῖχε σὲ γεύματα καὶ σὲ συναθροίσεις, μὰ ἀκόμα καὶ στὸ ναό, τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς. Αὐτὸ ἀπὸ μόνο του, εἶναι ἀρκετὸ γιὰ νὰ δείξει πόσο ἄρρωστος ἦταν πνευματικὰ ὁ Φαρισαῖος, πόσο ἡ ἀρρώστια τῆς ἀδικίας καὶ τῆς ἀλαζονείας τὸν εἶχαν διαφθείρει.
Γιατί λέει, πρὸς ἑαυτὸν ταῦτα προσηύχετο; Γιατί δὲν προσευχόταν δυνατά; Ἐπειδὴ ὁ Θεὸς ἀκούει πιὸ προσεχτικὰ αὐτὰ ποὺ ἡ καρδιὰ λέει, ὄχι ὅσα προφέρουν τὰ χείλη. Αὐτὰ ποὺ σκέφτεται κι αὐτὰ ποὺ αἰσθάνεται ὁ ἄνθρωπος, τὴν ὥρα ποὺ προσεύχεται, ἔχουν περισσότερη σημασία γιὰ τὸ Θεὸ ἀπὸ τὰ λόγια ποὺ προφέρει ἡ γλῶσσα. Ἡ γλῶσσα μπορεῖ νὰ ἐξαπατήσει, ἡ καρδιὰ ὅμως ὄχι. Αὐτὴ φανερώνει καθαρὰ, πῶς εἶναι ὁ ἄνθρωπος μέσα του, ἂν εἶναι μαῦρος ἢ ἄσπρος, ἂν εἶναι εἰλικρινὴς ἢ ὑποκριτής.
Ὁ Θεός, εὐχαριστῶ σοι, ὅτι οὐκ εἰμὶ ὦσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων. Ἕνας ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος τολμᾶ νὰ τὸ πεῖ αὐτὸ στὴν ἐκκλησία, μπροστὰ στὸν Θεό! Τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία; Δὲν εἶναι ὁ χῶρος, ὅπου οἱ ἄρρωστοι συναντοῦν τὸ γιατρό τους; Ἐκεῖνοι ποὺ εἶναι ἄρρωστοι πνευματικά, ἁμαρτωλοί, πηγαίνουν ἐκεῖ γιὰ νὰ ἐξομολογηθοῦν τὴν ἀρρώστια τους στὸν Θεό, τὸν γιατρό. Ν’ ἀναζητήσουν τὴ θεραπεία τους ἀπὸ Ἐκεῖνον, ποὺ εἶναι ὁ ἀληθινὸς γιατρὸς γιὰ ὅλες τὶς ἀρρώστιες, γιὰ ὅλα τὰ βάσανα τῶν ἀνθρώπων, ποὺ εἶναι ὁ χορηγὸς ὅλων τῶν ἀγαθῶν.
Στὸ νοσοκομεῖο δὲν πηγαίνουν οἱ ὑγιεῖς, γιὰ νὰ καυχηθοῦν στὸν γιατρὸ, πόσο καλὴ ὑγεία ἔχουν. Ὁ Φαρισαῖος αὐτὸς, ὅμως, δὲν πῆγε στὸ ναὸ ἀπόλυτα ὑγιὴς ψυχικά, γιὰ νὰ κομπάσει γιὰ τὴν ὑγεία του. Αὐτὸς ἦταν σοβαρὰ ἄρρωστος, ὑπέφερε ἀπὸ τὴν ἀρρώστια τῆς ἀδικίας καὶ τῆς ἀλαζονείας. Στὸν πυρετὸ τῆς ἀρρώστιας του αὐτῆς, ὅμως, δὲν καταλάβαινε πόσο σοβαρὰ ἄρρωστος ἦταν.
Κάποτε ἐπισκέφτηκα ἕνα ψυχιατρεῖο. Ὁ γιατρὸς μὲ ὁδήγησε μπροστὰ ἀπὸ ἕνα συρμάτινο πλέγμα, κατὰ μῆκος τοῦ δωματίου τοῦ πιὸ σοβαρὰ ἄρρωστου ἀπὸ τοὺς ἀσθενεῖς του. «Πῶς αἰσθάνεσαι;», τὸν ρώτησα. Κι ἐκεῖνος μοῦ ἀπάντησε ἀμέσως: «Πῶς νομίζεις, ὅτι μπορῶ νὰ αἰσθάνομαι, ἀνάμεσα σ’ ὅλους αὐτοὺς τοὺς τρελούς;».
Τί ἔλεγε ὁ Φαρισαῖος; Ὁ Θεός, εὐχαριστῶ σοι, ὅτι οὐκ εἰμὶ ὦσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων. Στὴν πραγματικότητα δὲν εὐχαριστεῖ τὸν Θεὸ, ἐπειδὴ ἀναγνωρίζει, ὅτι σ’ Ἐκεῖνον ὀφείλεται τὸ ὅτι δὲν εἶναι σὰν τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Ὄχι. Τὰ λόγια, Ὁ Θεός, εὐχαριστῶ σοι, δὲν εἶναι τίποτ’ ἄλλο ἀπὸ ἕναν θαυμασμό, μιὰ αὐτοεγκωμιαστικὴ προσέγγισή του στὸ Θεό, ὥστε Ἐκεῖνος ν’ ἀκούσει τὴν κομπορρημοσύνη του. Ἀπ’ ὅλα ὅσα λέει, προκύπτει, πὼς δὲν εὐχαριστεῖ τὸν Θεὸ γιὰ τίποτα. Ἀντίθετα, βλασφημεῖ τὸν Θεό, μὲ τὸ νὰ βλασφημεῖ ὅλη τὴν ὑπόλοιπη δημιουργία Του. Γιὰ τίποτα δὲν εὐχαριστεῖ τὸν Θεό. Ὅσα λέει γιὰ τὸν ἑαυτό του, τ’ ἀποδίδει σὲ δικές του ἐνέργειες, στὰ κατορθώματα ποὺ μόνος αὐτὸς πέτυχε, χωρὶς τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Δὲν θὰ πεῖ σὲ καμιὰ περίπτωση, πὼς δὲν εἶναι ἅρπαγας, ἄδικος, μοιχὸς ἢ τελώνης, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς τὸν προφύλαξε ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες καὶ τὰ πάθη αὐτὰ, μὲ τὴ δύναμη καὶ τὸ ἔλεὸς Του. Εἶναι αὐτὸς ποὺ εἶναι, ἐπειδὴ ὁ ἴδιος ἀποτιμᾶ ἔτσι τὸν ἑαυτό του, δηλαδὴ ἕναν ἄξιο ἄνθρωπο μὲ ἐξαιρετικὸ χαρακτῆρα, ποὺ δὲν ἔχει τὸ ταίρι του σ’ ὁλόκληρο τὸν κόσμο. Αὐτὸς ὁ ἐξαιρετικὸς χαρακτῆρας κάνει προσπάθειες καὶ θυσίες, γιὰ νὰ διατηρηθεῖ στὸ ὑψηλὸ αὐτὸ ἐπίπεδο, ψηλότερα ἀπ’ ὅλους τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Αὐτὸ θέλει νὰ πεῖ, ὅταν κομπάζει πὼς νηστεύει δυὸ φορὲς τὴν ἑβδομάδα καὶ δίνει τὸ δέκατο ἀπ’ ὅλα ὅσα κερδίζει.
Πόσο εὔκολο τρόπο διάλεξε γιὰ νὰ σωθεῖ ὁ Φαρισαῖος! Εὐκολότερο κι ἀπὸ τὸν πιὸ εὔκολο τρόπο ποὺ ὁδηγεῖ στὴν καταστροφή! Ἀπ’ ὅλες τὶς ἐντολὲς ποὺ ἔδωσε ὁ Θεὸς στοὺς ἀνθρώπους, μέσω τοῦ Μωυσῆ, αὐτὸς διάλεξε τὶς δυὸ εὐκολότερες. Στὴν πραγματικότητα ὅμως δὲν τηρεῖ καμιά. Ὁ Θεὸς δὲν ἔδωσε τὶς δυὸ αὐτὲς ἐντολὲς, ἐπειδὴ ὁ ἴδιος εἶχε ἀνάγκη νὰ νηστεύουν καὶ νὰ δίνουν τὸ δέκατο τῆς περιουσίας τους οἱ ἄνθρωποι. Αὐτὸ εἶναι τὸ μόνο, ποὺ δὲ χρειάζεται ὁ Θεός. Δὲν ἔδωσε τὶς ἐντολὲς αὐτὲς στοὺς ἀνθρώπους σὰν αὐτοσκοπό, ἀλλά – ὅπως καὶ τὶς ἄλλες ἐντολές- γιὰ νὰ καρποφορήσουν στὴν ταπείνωση, στὴν ὑπακοὴ στὸ Θεό, στὴν ἀγάπη γιὰ Ἐκεῖνον καὶ γιὰ τὸν ἄνθρωπο.
Μὲ λίγα λόγια, τὶς ἐντολὲς ὁ Θεὸς τὶς ἔδωσε γιὰ νὰ διεγείρουν, νὰ μαλακώσουν καὶ νὰ φωτίσουν τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων. Ὁ Φαρισαῖος τηροῦσε τὶς ἐντολὲς χωρὶς σκοπό. Νήστευε κι ἔδινε τὸ δέκατο τῆς περιουσίας του ἀλλὰ μισοῦσε τοὺς ἄλλους, τοὺς περιφρονοῦσε, στάθηκε μὲ ἀλαζονεία μπροστὰ στὸν Θεό. Παρέμεινε ἕνα ἄκαρπο δέντρο. Ὁ καρπὸς δὲν ἔγκειται στὴ νηστεία ἀλλὰ στὴν καρδιά. Ὁ καρπὸς δὲν προκύπτει ἀπὸ τὴν συγκεκριμένη ἐντολὴ ἀλλ’ ἀπὸ τὴν καρδιά. Ὅλες οἱ ἐντολὲς κι ὅλοι οἱ νόμοι ὑπάρχουν γιὰ νὰ βελτιώνουν τὴν καρδιά. Νὰ τὴ θερμαίνουν, νὰ τὴ φωτίζουν, νὰ τὴν ποτίζουν, νὰ τὴν περιχαρακώνουν, νὰ τὴ σπέρνουν, νὰ τὴν καλλιεργοῦν. Κι ὃλ’ αὐτὰ, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ καρποφορήσει ὁ ἀγρὸς τῆς καρδιᾶς, ν’ ἀναπτυχθεῖ καὶ νὰ ὡριμάσει ὁ καρπός.
Ὅλα τὰ καλὰ ἔργα εἶναι μέσα, δὲν εἶναι σκοπὸς• εἶναι ἡ μέθοδος, ὄχι ὁ καρπός. Σκοπὸς εἶναι ἡ καρδιὰ ποὺ φέρει τὸν καρπό.
Ὁ Φαρισαῖος μὲ τὴν προσευχή του δὲν πέτυχε τὸν ἐπιδιωκόμενο σκοπό. Δὲν ἀποκάλυψε τὸ κάλλος τῆς ψυχῆς του ἀλλὰ τὴν ἀσχήμια της. Δὲ φανέρωσε τὴν ὑγεία του ἀλλὰ τὴν ἀρρώστια. Ὁ Χριστὸς θέλησε μὲ τὴν παραβολὴ αὐτὴ νὰ μᾶς δείξει, πώς, ὄχι μόνο ὁ συγκεκριμένος Φαρισαῖος ἀλλὰ τὸ σύνολο τῶν Φαρισαίων ἐκείνη τὴν ἐποχὴ, ἤθελε νὰ ἐξουσιάζει τὸν ἰσραηλιτικὸ λαό. Θέλησε μὲ τὴν παραβολὴ Του ὁ Κύριος νὰ μᾶς δείξει, πὼς ἡ διεστραμένη εὐσέβεια κι ὁ πλανεμένος φαρισαϊσμὸς ἀνήκουν καὶ σὲ μᾶς, σὲ ὅλες τὶς γενιὲς τῶν χριστιανῶν μέχρι τὶς μέρες μας. Δὲν ὑπάρχουν σήμερα ἀνάμεσά μας χριστιανοὶ, ποὺ προσεύχονται στὸν Θεὸ μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, ὅπως ὁ Φαρισαῖος; Δὲν εἶναι πολλοὶ αὐτοὶ, ποὺ ἀρχίζουν τὴν προσευχή τους μὲ κατηγορίες καὶ μομφὲς κατὰ τοῦ πλησίον τους καὶ τελειώνουν μὲ αὐτοεγκωμιασμούς; Δὲν εἶναι πολλοὶ ἐκεῖνοι, ποὺ στέκονται μπροστὰ στὸν Θεὸ ὡς δανειστὲς μπροστὰ στὸν ὀφειλέτη τους; Δὲ λένε πολλοὶ ἀπὸ μᾶς, «Θεέ μου, ἐγὼ νηστεύω, πηγαίνω στὴν ἐκκλησία, πληρώνω τοὺς φόρους μου, κάνω δωρεὲς στὴν ἐκκλησία• δὲν εἶμαι σὰν τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους ἐγώ, σὰν τοὺς ἅρπαγες καὶ τοὺς συκοφάντες, σὰν τοὺς ἄπιστους καὶ τοὺς μοιχούς. Αὐτοὶ μὲ στενοχωροῦν ἐμένα. Ἐσύ, τί κάνεις, Θεέ μου; Γιατί δὲν τοὺς ἀφανίζεις αὐτούς, γιατί δὲν ἐπιβραβεύεις ἐμένα γιὰ ὃλ’ αὐτὰ ποὺ κάνω γιὰ Σένα; Δὲ βλέπεις, Θεέ, πόσο ἁγνὴ εἶναι ἡ καρδιά μου, πόσο ὑγιὴς εἶναι ἡ ψυχή μου;».
Πρέπει νὰ ξέρεις πώς, ὅπως λέει ὁ ὅσιος Μάξιμος, «ὁ Θεὸς δὲν μπορεῖ νὰ σὲ ἐξαπατήσει, μὰ οὔτε καὶ σὺ Ἐκεῖνον. Ὅλοι κάνουν τὸ σταυρό τους, μὰ δὲν προσεύχονται ὅλοι». Ὁ Φαρισαῖος εἶναι «Ἀβραὰμ ὡς πρὸς τὴ γενειάδα του, μὰ Χὰμ ὡς πρὸς τὰ ἔργα του».
Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο μιλᾶνε οἱ Φαρισαῖοι. Κι ὁ Θεός τοὺς ἀκούει καὶ τοὺς στέλνει πίσω κενούς, ἄδειους. Τοὺς ἀπαντᾶ: «Δὲν ἀναγνωρίζω τὴν περιγραφὴ ποὺ κάνετε στὸν ἑαυτό σας». Στὴν τελικὴ κρίση, θὰ τοὺς πεῖ: «Οὐκ οἶδα ὑμᾶς». Δὲν σᾶς ξέρω. Ὁ Θεὸς δὲν ἀναγνωρίζει τοὺς φίλους Του ἀπὸ τὰ λόγια τους ἀλλ’ ἀπὸ τὶς καρδιές τους. Μὲ τὸν ἴδιο ἀκριβῶς τρόπο, ποὺ δὲν ἐκτιμᾶ τὴ συκιὰ ἀπὸ τὰ φύλλα της ἀλλ’ ἀπὸ τοὺς καρπούς της.
Πῶς θά ‘πρεπε νὰ προσευχηθεῖ ἕνας ἀληθινὸς ἄνθρωπος τῆς προσευχῆς; Ἰδού, πῶς: «Καὶ ὁ τελώνης μακρόθεν ἐστώς οὐκ ἤθελεν οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν οὐρανὸν ἐπᾶραι, ἀλλ’ ἔτυπτεν εἰς τὸ στῆθος αὐτοῦ λέγων• ὁ Θεός, ἰλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ». Ὁ τελώνης ἔστεκε μακριὰ ἀπὸ τὸ θυσιαστήριο καὶ δὲν ἤθελε οὔτε τὰ μάτια του νὰ σηκώσει πρὸς τὸν οὐρανό, ἀλλὰ χτυποῦσε τὸ στῆθος του κι ἔλεγε: Θεέ μου, σπλαχνίσου κι ἐλέησέ με τὸν ἁμαρτωλό.
Ὁ πραγματικὸς ἄνθρωπος τῆς προσευχῆς δὲν πηγαίνει μπροστά, στὴν πρώτη θέση μέσα στὴν ἐκκλησία. Τί ἀνάγκη ἔχει νὰ τὸ κάνει αὐτό; Ὁ Θεὸς τὸν βλέπει καὶ στὸ πίσω μέρος τῆς ἐκκλησίας τὸ ἴδιο, ὅπως κι ἂν στεκόταν μπροστά. Ὁ ἀληθινὸς ἄνθρωπος τῆς προσευχῆς βρίσκεται πάντα σὲ πραγματικὴ μετάνοια. «Ἡ μετάνοια τοῦ ἀνθρώπου εἶναι πανηγύρι γιὰ τὸν Θεό», λέει ὁ ὅσιος Ἐφραὶμ ὁ Σῦρος. Ὁ ταπεινὸς ἄνθρωπος στέκεται μακριά. Νιώθει τὴ μηδαμινότητά του ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, γεμίζει μὲ ταπείνωση μπροστὰ στὴ μεγαλοσύνη Του. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής, ὁ «μείζων ἐν γεννητοῖς γυναικῶν», ὁμολόγησε ἔμφοβος, ὅταν τὸν πλησίασε ὁ Χριστός: «Οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς κύψας λῦσαι τὸν ἱμάντα τῶν ὑποδημάτων αὐτοῦ» (Μάρκ. α’ 7). Ἡ ἁμαρτωλὴ γυναῖκα ἔπλυνε τὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ μὲ τὰ δάκρυά της. Ὁ ἀληθινὸς ἄνθρωπος τῆς προσευχῆς εἶναι πολὺ ταπεινός, νιώθει εὐτυχὴς μόνο ἀπὸ τὸ γεγονὸς, ὅτι ὁ Θεός τοῦ ἐπιτρέπει νὰ πλησιάσει στὰ πόδια Του.
Οὐκ ἤθελεν οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν οὐρανὸν ἐπᾶραι. Γιατί; Τὰ μάτια εἶναι ὁ καθρέφτης τῆς ψυχῆς. Τὶς ψυχικὲς ἁμαρτίες μπορεῖς νὰ τὶς διαβάσεις στὰ μάτια. Δὲν διαπιστώνεις κάθε μέρα πώς, ὅταν ἕνας ἄνθρωπος ἁμαρτάνει, χαμηλώνει τὰ μάτια του μπροστὰ στοὺς ἄλλους; Πῶς θὰ μποροῦσαν τὰ μάτια ἑνὸς ἁμαρτωλοῦ νὰ μὴ χαμηλώσουν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, τοῦ παντογνώστη; Κάθε ἁμαρτία ποὺ διαπράττεται μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους, διαπράττεται κι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Δὲν ὑπάρχει ἁμαρτία στὴ γῆ, ποὺ νὰ παραμείνει ἀπαρατήρητη ἀπὸ τὸ Θεό. Ὁ ἀληθινὸς ἄνθρωπος τῆς προσευχῆς τὸ γνωρίζει αὐτὸ καὶ γι’ αὐτὸ ταπεινώνεται βαθιά, στέκεται μὲ ντροπὴ μπροστὰ στὸν Θεό. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ παραβολὴ λέει, οὐκ ἤθελεν οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν οὐρανὸν ἐπᾶραι.
Ἀλλὰ γιατί χτυποῦσε τὸ στῆθος του; Γιὰ νὰ δείξει μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, πὼς τὸ σῶμα εἶναι τὸ ὄργανο μὲ τὸ ὁποῖο ἁμαρτάνει ὁ ἄνθρωπος. Οἱ σωματικὲς ἐπιθυμίες ὁδηγοῦν τὸν ἄνθρωπο στὶς μεγαλύτερες ἁμαρτίες. Ἡ λαιμαργία ὁδηγεῖ στὴ λαγνεία. Ἡ λαγνεία ὁδηγεῖ στὴν ὀργὴ κι αὐτὴ στὸ φόνο. Ἡ σωματικὴ ψύχωση χωρίζει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸ Θεό, τὸν ἐξασθενίζει καὶ σκοτώνει τὸν θεϊκὸ ἡρωισμὸ ποὺ ἐνυπάρχει στὸν ἄνθρωπο. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος, ποὺ ὁ τελώνης χτυπάει τὸ σῶμα του. Ξέρει καλὰ τὴν ἁμαρτία του, τὴν ταπείνωσή του καὶ τὴν ντροπὴ ποὺ πρέπει νὰ νιώθει μπροστὰ στὸν Θεό.
Γιατί ὅμως χτυπάει κυρίως τὸ στῆθος του κι ὄχι τὸ κεφάλι του ἢ τὰ χέρια του; Ἐπειδὴ ἡ καρδιὰ βρίσκεται στὸ στῆθος. Κι ἡ καρδιὰ εἶναι πηγὴ κάθε ἁμαρτίας καὶ κάθε ἀρετῆς. Εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος: «τὸ ἐκ τοῦ ἀνθρώπου ἐκπορευόμενον, ἐκεῖνο κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον, ἔσωθεν γὰρ ἐκ τῆς καρδίας τῶν ἀνθρώπων οἱ διαλογισμοὶ οἱ κακοὶ ἐκπορεύονται, μοιχεῖαι, πορνεῖαι, φόνοι, κλοπαί, πλεονεξίαι, πονηρίαι, δόλος, ἀσέλγεια, ὀφθαλμὸς πονηρός, βλασφημία, ὑπερηφανία, ἀφροσύνη• πάντα ταῦτα τὰ πονηρὰ ἔσωθεν ἐκπορεύεται καὶ κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον» (Μάρκ. ζ’ 20-23). Γι’ αὐτὸ ὁ τελώνης χτυποῦσε τὸ στῆθος του.
Ὁ Θεός, ἰλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ. Θεέ μου, σπλαχνίσου κι ἐλέησέ με τὸν ἁμαρτωλό. Αὐτὰ ἔλεγε ὁ τελώνης. Δὲν ἀπαριθμοῦσε οὔτε τὰ καλά του ἔργα οὔτε τὰ κακά. Ὁ Θεὸς τὰ γνωρίζει ὅλα. Κι ὁ Θεὸς δὲν ἐπιθυμεῖ τὴν ἀπαρίθμηση τῶν ἁμαρτιῶν ἀλλὰ τὴν ταπείνωση καὶ τὴ μετάνοια γιὰ ὃλ’ αὐτά. Ὁ Θεός, ἰλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ.
Τὰ λόγια αὐτὰ τὰ λένε ὅλα. Θεέ μου, Ἐσὺ εἶσαι ὁ γιατρὸς κι ἐγὼ ὁ ἄρρωστος. Μόνο Ἐσὺ μπορεῖς νὰ μὲ θεραπεύσεις, σὲ Σένα μόνο ἀνήκω. Ὁ γιατρὸς εἶσαι Ἐσύ, θεραπεία εἶναι τὸ ἔλεὸς Σου. Λέγοντας ὁ ἄρρωστος, ἰλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ, εἶναι σὰ νὰ λέει μὲ εἰλικρινῆ μετάνοια: «Γιατρέ, δῶσε τὴ θεραπεία σὲ μένα τὸν ἄρρωστο. Κανένας ἄλλος στὸν κόσμο δὲν μπορεῖ νὰ μὲ θεραπεύσει, παρὰ μόνο Ἐσύ, Θεέ μου. «Σοὶ μόνῳ ἥμαρτον καὶ τὸ πονηρὸν ἐνώπιόν σου ἐποίησα» (Ψάλμ. ν’ 6). Ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους δὲν ὑπάρχει βοήθεια γιὰ μένα, ὅσο δίκαιοι κι ἂν εἶναι αὐτοί. Μόνο Ἐσὺ μπορεῖς νὰ μὲ βοηθήσεις. Τίποτ’ ἄλλο δὲν μπορεῖ νὰ μὲ βοηθήσει. Οὔτε ἡ νηστεία μου, οὔτε τὸ δέκατο τῆς περιουσίας μου ποὺ δίνω οὔτε ὅλα τὰ καλά μου ἔργα. Μόνο τὸ ἐλεὸς Σου μπορεῖ νὰ γειάνει τὶς πληγές μου, σὰν φάρμακο σωστικό. Ὁ ἔπαινος τῶν ἀνθρώπων δὲν μπορεῖ νὰ θεραπεύσει τὰ τραύματά μου, μᾶλλον τὰ χειροτερεύει. Ἐσὺ μόνο γνωρίζεις τὴν ἀρρώστια μου, κι Ἐσὺ ἔχεις καὶ τὴ θεραπεία. Εἶναι ἄσκοπο γιὰ μένα νὰ πάω ὁπουδήποτε ἀλλοῦ ἢ νὰ προσευχηθῶ σὲ ὁποιονδήποτε ἄλλον. Ἂν Ἐσὺ μὲ ἀπορρίψεις, ὁ κόσμος ὁλόκληρος δὲν μπορεῖ νὰ μὲ συγκρατήσει ἀπὸ τὴν καταστροφή. Ἐσύ, μόνο Ἐσύ, Κύριε, μπορεῖς, ἂν τὸ θέλεις. Θεέ μου, συχώρεσέ με, σῶσε με. Ὁ Θεός, ἰλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ.
Τί λέει ὁ Κύριος τώρα, πῶς ἀπαντάει σ’ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὴν προσευχή; «Λέγω ὑμῖν, κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ ἢ γὰρ ἐκεῖνος» (Λούκ. ἰη’ 14). Σὲ ποιόν ἀπευθύνει τὰ λόγια αὐτὰ ὁ Κύριος; Σὲ ὅλους ἐμᾶς, ποὺ νομίζουμε πὼς εἴμαστε δίκαιοι. Ὁ τελώνης εἶναι αὐτὸς ποὺ γύρισε στὸ σπίτι του δικαιωμένος, ὄχι ὁ Φαρισαῖος. Ὁ ἄνθρωπος, ποὺ ὁμολογεῖ μὲ ταπείνωση τὶς ἁμαρτίες του, γυρίζει στὸ σπίτι του δικαιωμένος, ὄχι ὁ ἄδικος καὶ ἀλαζόνας. Ὁ ταπεινὸς καὶ μετανιωμένος ἄνθρωπος δικαιώνεται, ὄχι ὁ αὐθάδης, ὁ ματαιόδοξος καὶ ὑπερήφανος. Ὁ γιατρὸς ἐλεεῖ καὶ θεραπεύει τὸν ἄρρωστο, ποὺ ὁμολογεῖ τὴν ἀρρώστια του κι ἀναζητᾶ θεραπεία, ἐνῶ στέλνει ἄδειο στὸ σπίτι του ἐκεῖνον, ποὺ ἐπισκέπτεται τὸ γιατρὸ, γιὰ νὰ κομπάσει πὼς εἶναι ὑγιής.
Ὁ Κύριος τελειώνει τὴ θαυμάσια παραβολὴ Του μὲ τὴν ἑξῆς διδαχή: «ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται» (Λούκ. ἰη’14). Ποιός εἶναι ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν καὶ ποιός ὁ ταπεινῶν; Κανένας δὲν μπορεῖ νὰ ὑψωθεῖ οὔτε ὅσο τὸ φάρδος μιᾶς τρίχας, ἂν ὁ Θεὸς δὲν τὸν σηκώσει. Ἐδῶ ὅμως ἐννοεῖ ἐκεῖνον, ποὺ νομίζει πὼς ὑψώνεται, μὲ τὸ νὰ σπεύδει νὰ καταλάβει τὴν πρώτη θέση, μπροστὰ σὲ Θεὸ καὶ ἀνθρώπους• ἐκεῖνον ποὺ κομπάζει γιὰ τὰ καλά του ἔργα• ἐκεῖνον ποὺ ὑπερηφανεύεται ἀκόμα καὶ μπροστὰ στὸ Θεὸ• αὐτὸν ποὺ ταπεινώνει καὶ περιφρονεῖ τοὺς ἄλλους, ὥστε ὁ ἴδιος νὰ φαίνεται ἀνώτερος. Σ’ ὅλες αὐτὲς τὶς περιπτώσεις, ἐκεῖνοι ποὺ πιστεύουν πὼς ὑψώνονται, στὴν οὐσία ταπεινώνονται. Ὅσο ἀνώτεροι φαντάζουν στὰ δικά τους τὰ μάτια ἢ καὶ στὰ μάτια τῶν ἄλλων, τόσο μικρότεροι φαίνονται στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ. Τέτοιους ἀνθρώπους θὰ τοὺς ταπεινώσει ὁ Θεός. Κάποια μέρα, θὰ τοὺς κάνει νὰ νιώσουν τὴν ταπείνωση αὐτή. «Ὡς ὅτου ὁ ἄνθρωπος ἀποκτήσει ταπείνωση, δὲ θὰ λάβει τὴν ἀνταπόδοση τῶν ἔργων του. Ἡ ἀνταπόδοση δὲν δίδεται γιὰ τὰ ἔργα ἀλλὰ γιὰ τὴν ταπείνωση», λέει ὁ ἀββᾶς Ἰσαὰκ ὁ Σῦρος (Λόγος λδ’).
Ποιός εἶναι αὐτὸς, ποὺ ταπεινώνει τὸν ἑαυτό του; Ὄχι βέβαια ἐκεῖνος ποὺ προσπαθεῖ νὰ φαίνεται ταπεινότερος, μὰ ἐκεῖνος ποὺ βλέπει τὴν ταπεινότητά του, ἐπειδὴ εἶναι ἁμαρτωλός. Ὁ Θεὸς δὲν ἀπαιτεῖ ἄλλη ταπείνωση ἀπὸ μᾶς, παρὰ μόνο τὴν αἴσθηση καὶ τὴν ὁμολογία τῆς ἀμαρτωλότητάς μας. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ αἰσθάνεται κι ὁμολογεῖ τὸ βάθος, ὅπου τὸν βύθισε ἡ ἁμαρτία, εἶναι ἀδύνατο νὰ βυθιστεῖ περισσότερο. Ἡ ἁμαρτία μᾶς τραβάει πάντα χαμηλά, στὸ βάθος τῆς καταστροφῆς, πιὸ βαθιὰ ἀπ’ ὅ,τι μποροῦμε νὰ φανταστοῦμε. Λέει ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος: «Ὁ ταπεινὸς ἄνθρωπος δὲν πέφτει ποτέ. Ποῦ μπορεῖ νὰ πέσει, ἀφοῦ βρίσκεται πιὸ χαμηλὰ ἀπ’ ὅλους; Ἡ ματαιότητα εἶναι μεγάλη αἰσχύνη, ἐνῶ ἡ ταπείνωση εἶναι ὕψος μεγάλο, τιμὴ καὶ ἀξία» (Ὀμιλ. 19).
Μὲ λίγα λόγια: Ἐκεῖνος ποὺ ἐνεργεῖ ὅπως ὁ τελώνης, τιμᾶται. Ὁ πρῶτος (ὁ Φαρισαῖος) δὲν μπορεῖ νὰ θεραπευτεῖ, γιατί δὲ βλέπει πὼς εἶναι ἄρρωστος. Ὁ δεύτερος (ὁ τελώνης) εἶναι ἄρρωστος, ἀλλὰ βρίσκεται στὸ στάδιο τῆς θεραπείας, ἐπειδὴ γνωρίζει τὴν ἀρρώστια του, παρακολουθεῖται ἀπὸ τὸν γιατρὸ καὶ κάνει τὴ θεραπεία του. Ὁ πρῶτος εἶναι σὰν τὸ λεῖο καὶ ψηλὸ δέντρο, ποὺ μέσα του ὅμως εἶναι σάπιο καὶ γι’ αὐτὸ ἄχρηστο στὸν οἰκοδεσπότη. Ὁ δεύτερος εἶναι σὰν τὸ δέντρο, ποὺ ἔχει ἀνώμαλη ἐπιφάνεια κι ὁ κορμός του εἶναι στραβός, μὰ ὁ οἰκοδεσπότης το κατεργάζεται, φτιάχνει δοκάρια καὶ τὰ χρησιμοποιεῖ γιὰ τὸ σπίτι του.
Ὁ Θεὸς νὰ ἐλεήσει ὅλους τοὺς ἁμαρτωλοὺς ποὺ μετανοοῦν, νὰ θεραπεύσει ἀπὸ τὴν ἀρρώστια τῆς ἁμαρτίας ὅλους αὐτοὺς, ποὺ προσεύχονται μὲ φόβο καὶ δοξάζουν τὸν πανεύσπλαχνο Πατέρα, τὸν μονογενῆ Του Υἱὸ καὶ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα, τὴν ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.