Καθαρὴ διάφανη μέρα. Φαίνεται ὁ ἄνεμος ποὺ ἀκινητεῖ
μὲ τὴ μορφὴ βουνοῦ κεῖ κατὰ τὰ δυτικά.
Κι ἡ θάλασσα μὲ τὰ φτερὰ διπλωμένα, πολὺ χαμηλά,
κάτω ἀπὸ τὸ παράθυρο.
Σοῦ ’ρχεται νὰ πετάξεις ψηλὰ κι ἀπὸ κεῖ νὰ μοιράσεις δωρεὰν
τὴν ψυχή σου. Ὕστερα νὰ κατεβεῖς καί, θαρραλέα, νὰ καταλάβεις
τὴ θέση στὸν τάφο πού σοῦ ἀνήκει.