Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    ἔλαμψαν τὰ καντήλια μπροστὰ στὶς χρυσοντυμένες ἅγιες εἰκόνες, ἄστραψε τὸ ἅγιο Δισκοπότηρο, ἕνας κόμπος ἀνέβηκε στὸν λαιμὸ ὅλων, ἡ Πόλη ὅλη ἔκλαιγε, ἡ Πόλη ὅλη ἦταν στὸν Γολγοθᾶ, ἔνοιωθε τὴν θυσία τοῦ Χριστοῦ, πλημμύρισε τὶς καρδιὲς ἡ ἀγάπη γιὰ τὸν Πλάστη, ἔπεσε στὶς ψυχὲς κάθε ἐμπόδιο, ἔλιωσε κάθε ἀπιστία, κάηκε ἀπὸ τὸν ποταμὸ τῶν καυτῶν δακρύων κάθε ἀσέβεια!
    «Συγχώρεσέ με Κύριε», ψιθύρισε με φόβο καὶ δέος ὁ Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος, ὁ Κωνσταντῖνος ΙΑ΄, «Συγχώρεσέ με, καὶ δῶσε μου ἀνδρεῖο τέλος». Δύο σταγόνες κύλησαν στὸ μάγουλό του καθὼς ἔκλεινε μέσα του τὸν ἴδιο τόν Βασιλέα τῶν βασιλέων.

  • !

    Καὶ ἀπὸ πίσω του ὅλοι οἱ ἀξιωματικοὶ καὶ οἱ ἀξιωματοῦχοι, ὅλος ὁ λαός, ἕνα ἀμέτρητο πλῆθος, μὲ ἄπειρη συγκίνηση καὶ περισσὴ εὐλάβεια, μεταλάμβανε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, λαμβάνοντας ἀληθῶς Σῶμα καὶ ἀληθῶς Αἷμα τοῦ ἐσφαγμένου Ἀρνίου, τοῦ Σωτῆρα Χριστοῦ.
    Στὴν τελευταία Μεταλαβιὰ· τὸ ὕστατο «Μετὰ Φόβου»· τὴ νύχτα τῆς 28ης Μαΐου, στὴν Ἁγία τοῦ Θεοῦ Σοφία, τὴν ὥρα ποὺ ἔξω, πέρα, στὸ τουρκικὸ στρατόπεδο, γίνονταν οἱ τελευταῖες προετοιμασίες γιὰ τὴν τελικὴ ἐπίθεση, ὁ τελευταῖος φανατισμὸς γιὰ ἐλεύθερη λεηλασία τῆς σπουδαιότερης, λαμπρότερης καὶ ἀνίκητης πόλης τοῦ κόσμου. Τῆς Πρωτεύουσας τοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ τῆς Χριστιανοσύνης!

  • !

    Ὅμως οἱ λίγοι γενναῖοι Ἕλληνες καὶ Φιλέλληνες, μὲ τὸν Ἰουστινιάνη πρωτοστράτoρα καὶ μπροστάρη τὸν ἴδιο τόν Παλαιολόγο, ἀμύνονταν με ἡρωισμὸ τέτοιο, ποὺ δὲν ἔχει ὅμοιό του στὴν Ἱστορία τῶν λαῶν.
    Δὲν παλεύανε οἱ Ἕλληνες μὲ στρατό ἀλλὰ μὲ θηρία φανατισμένα. Καὶ ἡ ἀντιστοιχία ἦταν 1 δικός μας μὲ 35 Τούρκους καὶ Γενίτσαρους! Καὶ βαστούσαμε 58 ἡμέρες τώρα, θαῦμα στ΄ ἀλήθεια, θαῦμα!

  • !

    «Τὸν Ἰουστινιάνη! Χτυπήσαν τον Ἰουστινιάνη» φώναξε κάποιος καθὼς ὁ ἀρχηγὸς τῆς ἄμυνας, ὁ μόνος ξένος ποὺ φιλοτιμήθηκε νὰ ἔρθει νὰ βοηθήσει τὴν Πόλη τῶν Χριστιανῶν, διπλωνόταν στὰ δύο, κάνοντας μεγάλη προσπάθεια νὰ μὴν φωνάξει ἀπὸ τὸν πόνο, νὰ σταθεῖ ὅσο μποροῦσε, ἀλλὰ δὲν μποροῦσε!

  • !

    -«Ὄχι τώρα, γενναῖε Ἰουστινιάνη. Σὲ παρακαλῶ, μεῖνε ἐδῶ, ἂν φύγεις…». «Πεθαίνω». Λιγοψύχησαν οἱ δικοί του, οἱ ἡρωικοὶ πολεμιστές του Ἰουστινιάνη, βλέποντας τὸν ἀρχηγό τους βαριὰ λαβωμένο καὶ πῆγαν νὰ τὸν ἀκολουθήσουν.
    Αὐτὸ ἦταν. Χαλάρωσε ἡ ἄμυνα, στὴν ὁποία κάθε πέτρα, κάθε κεραμῖδι βυζαντινό, κάθε στρατιώτης, ἔπαιζε σημαντικότατο ρόλο! Καὶ Θεέ μου! Θεέ μου!

  • !

    Ἀπὸ μιὰ πόρτα, ἀπὸ τὴν Κερκόπορτα εἶχαν μπεῖ λίγοι Τοῦρκοι καὶ σήκωσαν μία καὶ μοναδικὴ σημαία ἀπάνω στὰ τειχιά μας! Οὐρλιαχτὰ ἀκούστηκαν, ἑνὸς πανικοῦ, ποὺ στὴν πραγματικότητα δὲν θα ὑπῆρχε, ἂν ἔμενε στὴν θέση του ὁ Ἰουστινιάνης, ἂν δὲ λαβωνόταν, ἄν, ἄν…

  • !

    Μὲ τὴν δύναμη ὅλων τῶν γενεῶν τῶν Ἑλλήνων, ρίχτηκε στὴ μάχη τώρα ὁ ἴδιος ὁ τελευταῖος βασιλέας μας. Σήκωνε τὸ σπαθί του καὶ ὅταν τὸ κατέβαζε ἁπλώνονταν σωρὸς οἱ Τοῦρκοι, ποὺ βλέποντας πὼς κάτι συνέβαινε ξανατρέξαν μὲ καινούργια ὁρμὴ στὴν Πύλη τοῦ Ἁγίου Ρωμανοῦ, ἐκεῖ ποὺ πολεμοῦσε σὰν τὸ λιοντάρι ὁ Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος! Στὸ πιὸ ἀδύναμο μέρος τῆς ἄμυνας!

  • !

    «Ἐάλωωω! Ἡ Πόλις ἐάλωωωω»!
    Γύρισε κατάκοπος τὸ κεφάλι του ὁ Kωνσταντίνος. Ἦταν πιὰ ὁλομόναχος! Ὅλοι σχεδὸν γύρω του εἶχαν πέσει σὰν ἥρωες! Ὡς Ἕλληνες!
    Ἡ Ἅλωση στὴν συνείδηση τῶν Ἑλλήνων δὲν ἔγινε ποτέ, γιατί, ὅπως λέει ὁ ποιητής:
    Οὐκ ἑάλω ἡ Βασιλεύουσα ψὺχὴ τῶν Ἑλλήνων!

Βράδυ Δευτέρας, 28ης Μαΐου 1453 μ.Χ

Ἡ Πόλις ἑάλω! «Βράδυ Δευτέρας, 28ης Μαΐου 1453 μ.Χ»

Δάκρυσε ὁ λαός, γονάτισαν ὅλοι, προσευχήθηκαν οἱ Ἱερεῖς, ἔλαμψαν τὰ καντήλια μπροστὰ στὶς χρυσοντυμένες ἅγιες εἰκόνες, ἄστραψε τὸ ἅγιο Δισκοπότηρο, ἕνας κόμπος ἀνέβηκε στὸν λαιμὸ ὅλων, ἡ Πόλη ὅλη ἔκλαιγε, ἡ Πόλη ὅλη ἦταν στὸν Γολγοθᾶ, ἔνοιωθε τὴν θυσία τοῦ Χριστοῦ, πλημμύρισε τὶς καρδιὲς ἡ ἀγάπη γιὰ τὸν Πλάστη, ἔπεσε στὶς ψυχὲς κάθε ἐμπόδιο, ἔλιωσε κάθε ἀπιστία, κάηκε ἀπὸ τὸν ποταμὸ τῶν καυτῶν δακρύων κάθε ἀσέβεια!

«Συγχώρεσέ με Κύριε», ψιθύρισε με φόβο καὶ δέος ὁ Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος, ὁ Κωνσταντῖνος ΙΑ΄, «Συγχώρεσέ με, καὶ δῶσε μου ἀνδρεῖο τέλος». Δύο σταγόνες κύλησαν στὸ μάγουλό του καθὼς ἔκλεινε μέσα του τὸν ἴδιο τόν Βασιλέα τῶν βασιλέων.

Καὶ ἀπὸ πίσω του ὅλοι οἱ ἀξιωματικοὶ καὶ οἱ ἀξιωματοῦχοι, ὅλος ὁ λαός, ἕνα ἀμέτρητο πλῆθος, μὲ ἄπειρη συγκίνηση καὶ περισσὴ εὐλάβεια, μεταλάμβανε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, λαμβάνοντας ἀληθῶς Σῶμα καὶ ἀληθῶς Αἷμα τοῦ ἐσφαγμένου Ἀρνίου, τοῦ Σωτῆρα Χριστοῦ.

Στὴν τελευταία Μεταλαβιὰ· τὸ ὕστατο «Μετὰ Φόβου»· τὴ νύχτα τῆς 28ης Μαΐου, στὴν Ἁγία τοῦ Θεοῦ Σοφία, τὴν ὥρα ποὺ ἔξω, πέρα, στὸ τουρκικὸ στρατόπεδο, γίνονταν οἱ τελευταῖες προετοιμασίες γιὰ τὴν τελικὴ ἐπίθεση, ὁ τελευταῖος φανατισμὸς γιὰ ἐλεύθερη λεηλασία τῆς σπουδαιότερης, λαμπρότερης καὶ ἀνίκητης πόλης τοῦ κόσμου. Τῆς Πρωτεύουσας τοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ τῆς Χριστιανοσύνης!

Τρίτη 29 Μαΐου 1453 μ.Χ. . Δὲν εἶχε ἀκόμα ξημερώσει, ὅταν οἱ ἄπιστοι οὐρλιάζοντας σὰν δαιμονισμένοι, ρίχτηκαν καὶ πάλι στοὺς ἐλάχιστους ὑπερασπιστές, ποὺ ἀναγκάζονταν νὰ εἶναι διασπαρμένοι σὲ ὅλο τὸ μῆκος τῶν τειχῶν, γιατί οἱ ἐπιθέσεις ἐκδηλώνονταν ἢ μποροῦσαν νὰ ἐκδηλωθοῦν ὁπουδήποτε.

Οἱ γενίτσαροι παρακολουθοῦσαν, ποιός Τοῦρκος στρατιώτης θὰ πισωγυρίσει, καὶ ὁρμοῦσαν καὶ τὸν ἔσφαζαν μπροστὰ στοὺς ἄλλους, ὥστε περισσότερο φόβο νὰ ἔχουν οἱ Τοῦρκοι πίσω, παρὰ ἐμπρός!

Ὅμως οἱ λίγοι γενναῖοι Ἕλληνες καὶ Φιλέλληνες, μὲ τὸν Ἰουστινιάνη πρωτοστράτoρα καὶ μπροστάρη τὸν ἴδιο τόν Παλαιολόγο, ἀμύνονταν με ἡρωισμὸ τέτοιο, ποὺ δὲν ἔχει ὅμοιό του στὴν Ἱστορία τῶν λαῶν.

Δὲν παλεύανε οἱ Ἕλληνες μὲ στρατό ἀλλὰ μὲ θηρία φανατισμένα. Καὶ ἡ ἀντιστοιχία ἦταν 1 δικός μας μὲ 35 Τούρκους καὶ Γενίτσαρους! Καὶ βαστούσαμε 58 ἡμέρες τώρα, θαῦμα στ΄ ἀλήθεια, θαῦμα!

Πανηγύρισαν οἱ πολιορκημένοι! Εἶχαν ἀποκρούσει τὴν πρώτη ἐπίθεση μὲ ἐπιτυχία! Μὰ ἤδη ξεκινοῦσε δεύτερο κῦμα μὲ ἀλαλαγμοὺς φοβεροὺς καὶ σκληράδα θανάτου!

Μὰ ἐνίσχυση μεγάλη γιὰ τοὺς ὑπερασπιστὲς σὲ αὐτὲς τὶς στιγμὲς ἦταν οἱ δυναμικοὶ καὶ φιλικοὶ ἦχοι ἀπὸ τὶς καμπάνες τῶν Ἐκκλησιῶν μας, ποὺ δὲν ἔπαυαν νὰ ἠχοῦν καὶ νὰ ἐνισχύουν τοὺς ὑπερασπιστές, τοὺς γίγαντες αὐτοὺς, ποὺ κανεὶς δὲν ἔχει τιμήσει ἴσα μὲ σήμερα, ὅπως τοὺς πρέπει!

Ἕνα μνημεῖο (=μνήμη) δὲν ἔχει στηθεῖ γιὰ τὴν θυσία τους!..

Πλατάγισαν στὸ ἀμυδρὸ φῶς οἱ χρυσοκίτρινες σημαῖες μὲ τὸν Δικέφαλο ἀετὸ στὰ κάστρα καὶ τοὺς πύργους τῆς Αὐτοκρατορίας! Εἴχαμε πάρει πάλι τὴ νίκη!

Ἀλλὰ ἦταν ἀσταμάτητοι οἱ ἐχθροί. Καὶ ρίχνονταν τρίτη φορὰ τώρα μὲ τὴν κύρια δύναμή τους στὸ πιό ἀδύνατο, ὅπως πάντα, σημεῖο τῶν τειχῶν. Τὴν Πύλη τοῦ Ἁγίου Ρωμανοῦ, δίπλα στὴν κοιλάδα τοῦ ποταμοῦ Λύκου!

Τώρα ὁ Μεχμέτης ἔστελνε ξεκούραστους, τὶς εἰδικές του δυνάμεις, τὸν ἐπίλεκτο στρατὸ μὲ συνοδεία δέκα χιλιάδων Γενιτσάρων. Δὲν σταμάτησαν τούτη τὴν φορά. Σύννεφο σκέπασε μὲ τὶς σαγίτες τὰ κάστρα, γιὰ νὰ μὴ ξεμυτίσει κεφάλι ρωμέικο, ὥστε νὰ στηρίξουν οἱ ἄπιστοι σκάλες στὰ τειχιὰ καὶ νὰ φτάσουν ἀπάνω.

Καὶ τόσο οὔρλιαζαν καὶ φώναζαν τὸ ὄνομα τοῦ Ἀντιχρίστου Ἀλλὰχ καὶ τοῦ προφήτη τοῦ θηρίου, τοῦ Μωάμεθ, ποὺ εἶχαν ξεκουφάνει τελείως τοὺς ὑπερασπιστές, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ὅμως βάλσαμο στὴν καρδιά τους τὸ γλυκὺ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ …

«Κρατᾶτε ἀδερφοί μου! Ὑποχωροῦν», φώναξε γεμᾶτος χαρὰ ὁ βασιλιάς μας καὶ εἶδαν ὅλοι, ὅτι ξεψύχησε ἡ δύναμη καὶ ἡ φωνὴ τῶν Ἀγαρηνῶν καὶ γέμισε δύναμη ἡ ψυχή τους.

Μὰ δὲν πρόλαβαν νὰ χαροῦν πολύ.

«Τὸν Ἰουστινιάνη! Χτυπήσαν τον Ἰουστινιάνη» φώναξε κάποιος καθὼς ὁ ἀρχηγὸς τῆς ἄμυνας, ὁ μόνος ξένος ποὺ φιλοτιμήθηκε νὰ ἔρθει νὰ βοηθήσει τὴν Πόλη τῶν Χριστιανῶν, διπλωνόταν στὰ δύο, κάνοντας μεγάλη προσπάθεια νὰ μὴν φωνάξει ἀπὸ τὸν πόνο, νὰ σταθεῖ ὅσο μποροῦσε, ἀλλὰ δὲν μποροῦσε!

«Βασιλέα, γρήγορα τὸ κλειδὶ τῆς πόρτας» ψιθύρισε στὸν Κωνσταντῖνο ποὺ ἔτρεξε σιμά του. «Πεθαίνω».

-«Ὄχι τώρα, γενναῖε Ἰουστινιάνη. Σὲ παρακαλῶ, μεῖνε ἐδῶ, ἂν φύγεις…». «Πεθαίνω». Λιγοψύχησαν οἱ δικοί του, οἱ ἡρωικοὶ πολεμιστές του Ἰουστινιάνη, βλέποντας τὸν ἀρχηγό τους βαριὰ λαβωμένο καὶ πῆγαν νὰ τὸν ἀκολουθήσουν.

Αὐτὸ ἦταν. Χαλάρωσε ἡ ἄμυνα, στὴν ὁποία κάθε πέτρα, κάθε κεραμῖδι βυζαντινό, κάθε στρατιώτης, ἔπαιζε σημαντικότατο ρόλο! Καὶ Θεέ μου! Θεέ μου!

ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ ΤΟ 1453: Η ΆΛΩΣΗ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ | ArtaVoice - Τα νέα της Άρτας. Ειδήσεις από την Ήπειρο και την Άρτα.

Ἀπὸ μιὰ πόρτα, ἀπὸ τὴν Κερκόπορτα εἶχαν μπεῖ λίγοι Τοῦρκοι καὶ σήκωσαν μία καὶ μοναδικὴ σημαία ἀπάνω στὰ τειχιά μας! Οὐρλιαχτὰ ἀκούστηκαν, ἑνὸς πανικοῦ, ποὺ στὴν πραγματικότητα δὲν θα ὑπῆρχε, ἂν ἔμενε στὴν θέση του ὁ Ἰουστινιάνη, ἂν δὲ λαβωνόταν, ἄν, ἄν…

Μὲ τὴν δύναμη ὅλων τῶν γενεῶν τῶν Ἑλλήνων, ρίχτηκε στὴ μάχη τώρα ὁ ἴδιος ὁ τελευταῖος βασιλέας μας. Σήκωνε τὸ σπαθί του καὶ ὅταν τὸ κατέβαζε ἁπλώνονταν σωρὸς οἱ Τοῦρκοι, ποὺ βλέποντας πὼς κάτι συνέβαινε ξανατρέξαν μὲ καινούργια ὁρμὴ στὴν Πύλη τοῦ Ἁγίου Ρωμανοῦ, ἐκεῖ ποὺ πολεμοῦσε σὰν τὸ λιοντάρι ὁ Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος! Στὸ πιὸ ἀδύναμο μέρος τῆς ἄμυνας!

«Ἐάλωωω! Ἡ Πόλις ἐάλωωωω»!

Γύρισε κατάκοπος τὸ κεφάλι του ὁ Kωνσταντίνος. Ἦταν πιὰ ὁλομόναχος! Ὅλοι σχεδὸν γύρω του εἶχαν πέσει σὰν ἥρωες! Ὡς Ἕλληνες!

Ἡ Ἅλωση στὴν συνείδηση τῶν Ἑλλήνων δὲν ἔγινε ποτέ, γιατί, ὅπως λέει ὁ ποιητής:

Οὐκ ἑάλω ἡ Βασιλεύουσα ψὺχὴ τῶν Ἑλλήνων!

Ἀπολιόρκητη ὅταν πολιορκεῖσαι καὶ ὅταν συλλαβαίνεσαι

ἀσύλληπτη.

Κι ὅταν κουστωδίες σὲ πᾶνε καὶ σὲ φέρνουνε

στὰ πραιτώρια.

Κι ὅταν δένεσαι πάνω σὲ πασσάλους καὶ μαστιγώνεσαι.

Κι ὅταν δένεσαι πίσω ἀπὸ ἄλογα κι ἄρματα καὶ σέρνεσαι

βάφοντας κόκκινη τὴν ὁδὸ πρὸς τὸν Ἅδη.

Κι ὅταν ἐνταφιάζεσαι, δὲν μένεις ἐκεῖ, παρὰ μόνο

γιὰ μιά, γιὰ δυό, τὸ πολὺ γιὰ τέσσερες νύχτες.

Ὁπότε «ὄρθρου βαθέος» γιομίζεις τὸ φῶς μὲ πίδακες

τῆς Ἀνάστασης!

Οὐκ ἑάλω ἡ Ρίζα! Οὐκ ἑάλω τὸ Φῶς!

Ἐνυπάρχει στὸ φῶς ἡ ψυχή σου, στὴν ρίζα τὸ σῶμα σου!