Βίος[1] τοῦ Ὁσίου καὶ Θεοφόρου Πατρὸς ἡμῶν Ξενοφῶντος Σαββαΐτου καὶ τῆς Συνοδείας αὐτοῦ
Καὶ γῆν λιπόντας τοὺς περὶ Ξενοφῶντα,
Ἁβρὰ ξενίζω τοῦ λόγου πανδαισία.
Παισὶν ἅμ’ ἠδ’ ἀλόχῳ Ξενοφῶν θάνεν εἰκάδι ἕκτῃ.
Ὁ Ὅσιος πατὴρ ἡμῶν Ξενοφῶν ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Ἰουστινιανοῦ[2], ἡ πατρίδα του ἦταν ἡ βασιλίδα τῶν πόλεων, ἡ Κωνσταντινούπολη, καὶ ἦταν ἄντρας πλούσιος καὶ εὐγενὴς ποὺ ἀπέπνεε τὴν εὐσέβεια πρὸς τὸν Θεό. Εἶχε δὲ καὶ μία σύζυγο τὴ Μαρία, ὅμοια στὴν ἀρετὴ μ’ ἐκεῖνον καὶ δύο γιούς, τὸν Ἀρκάδιο καὶ τὸν Ἰωάννη, τοὺς ὁποίους ἔστειλε στὴν Βηρυττό, μιὰ ποὺ ἐκεῖ ἦταν τότε τὰ σχολεῖα, γιὰ νὰ μάθουν τοὺς νόμους καὶ ν’ ἀσκηθοῦν. Ἐκεῖ λοιπὸν, αὐτοὶ οἱ νέοι μάθαιναν τὰ γράμματα καὶ εἶχαν μεγάλη φήμη γιὰ τὶς ἀρετές τους.
Κατὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, ἀσθένησε ὁ Ξενοφῶν καὶ προσκάλεσε τὰ παιδιά του καὶ τοὺς εἶπε: «παιδιά μου, ἐγὼ ἴσως πεθάνω· γνωρίζετε καλὰ, ὅτι ὑπῆρξα ἀγαπητὸς σὲ ὅλους γιὰ τὶς ἀρετές μου· ποτὲ δὲν ἐξέβρισα κανέναν, οὔτε κορόιδεψα, οὔτε ὀργίσθηκα, οὔτε κατέκρινα, οὔτε φθόνησα, οὔτε ζημίωσα ἢ πίκρανα κανέναν στὸ ἐλάχιστο. Δὲν παραμελοῦσα τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀκολουθία οὔτε ἔδιωξα ποτὲ ξένο ἢ φτωχὸ ἀπὸ τὸ σπίτι μου, ἀλλὰ ἔδινα σὲ ὅλους τὸ κατὰ δύναμιν. Δὲν ἐπιθύμησα ποτὲ ὀμορφιὰ γυναίκας, οὔτε γνώρισα ἄλλη ἐκτὸς ἀπὸ τὴ μητέρα σας, μέχρι τὴ στιγμὴ ποὺ γεννηθήκατε ἐσεῖς καὶ ἔκτοτε μὲ κοινὴ συμφωνία ζοῦμε ἐν παρθενίᾳ γιὰ τὸν Κύριο· τὴν ὀρθόδοξη πίστη μου φρόντισα καὶ διατήρησα μέχρι θανάτου· αὐτὰ λοιπὸν σᾶς παρακαλῶ νὰ κάνετε κι ἐσεῖς, ἂν θέλετε νὰ σᾶς εὐλογήσει ὁ Θεὸς, γιὰ νὰ ζήσετε πολλὰ χρόνια. Νὰ βοηθᾶτε τὶς χῆρες καὶ τὰ ὀρφανὰ· νὰ τιμᾶτε τοὺς ἱερωμένους· νὰ ἐπισκέπτεσθε τοὺς ἀσθενεῖς. Νὰ ἀντιλαμβάνεσθε αὐτὰ ποὺ ἔχουν εἰπωθεῖ. Νὰ θυμᾶστε καὶ νὰ εὐλαβεῖστε τοὺς ἀσκητὲς στὰ ὄρη, στὶς σπηλιὲς καὶ στὶς ὀπὲς τῆς γῆς, γιατί χάριν αὐτῶν ἐλεεῖ ὁ Κύριος τὸν κόσμο. Δὲν ἔλειψε ποτὲ τράπεζα καλογερικὴ ἀπὸ τὸ σπίτι μου, ὅπως γνωρίζετε. Τὰ μοναστήρια νὰ προστατεύετε, νὰ μὴν ἀπουσιάζετε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, νὰ τιμᾶτε τὴ μητέρα σας καὶ νὰ τὴν ὑπακοῦτε σ’ ὅ,τι σᾶς λέει μὲ σεβασμὸ κι εὐλάβεια, γιατί κι ἐκείνη τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου ἀκολουθεῖ. Τοὺς ὑπηρέτες σας νὰ τοὺς ἀγαπᾶτε σὰν παιδιά σας καὶ ὅσοι γεράσουν νὰ τοὺς φροντίζετε καὶ νὰ τοὺς τρέφετε μέχρι τὸ θάνατό τους. Ἔχετε πλοῦτο ὅσο χρειάζεστε, τίποτε δὲν σᾶς λείπει στὸν πρόσκαιρο αὐτὸ κόσμο καὶ ἂν ποθεῖτε νὰ κληρονομήσετε καὶ τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, τότε νὰ φυλάξετε ὅλες τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, ὅπως βλέπατε νὰ κάνω κι ἐγώ».
Αὐτὰ καὶ ἄλλα πολλὰ ἔλεγε ὁ ἅγιος γέροντας, ὄχι φαρισαϊκὰ ἀλλὰ γιὰ νὰ νουθετήσει τὰ παιδιά του, κι ἐκεῖνα ἔκλαιγαν καὶ ὀδύρονταν λέγοντας: «μὴ μᾶς ἐγκαταλείπεις, πατέρα, ἀλλὰ παρακάλεσε τὸ Θεὸ νὰ ζήσεις λίγα ἀκόμη χρόνια, μέχρι νὰ μᾶς κάνεις ὅ,τι θέλεις ἐσύ». Ἐκεῖνος, μὲ δάκρυα στὰ μάτια, τοὺς ἄφησε νὰ φύγουν καὶ τὴν ἑπομένη τὸ πρωί τους φώναξε πάλι καὶ τοὺς εἶπε: «ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ μὲ θυμήθηκε ὁ Θεὸς κι ἔπεσα στὸ κρεβάτι, Τὸν παρακαλοῦσα νὰ μοῦ δώσει ζωὴ γιά σᾶς, ὥστε νὰ σᾶς ἀποκαταστήσω καὶ νὰ μὴ χρειάζεστε πιὰ τὴ φροντίδα μου· κι αὐτὴ τὴ νύχτα ὁ Θεὸς ἐκπλήρωσε τὸ αἴτημά μου, γιατί πρόσταξε νὰ μείνω κι ἄλλο σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, μέχρι νὰ ὁρίσει ἡ βασιλεία Του». Ἀκούγοντας αὐτὰ τὰ παιδιά του χάρηκαν πολὺ καὶ δόξασαν τὸν Θεό. Κι ὅταν ὁ πατέρας ἀνάρρωσε τοὺς ἔστειλε πάλι στὴ Βυρηττὸ γιὰ νὰ ὁλοκληρώσουν τὰ μαθήματά τους. Ναυάγησε ὅμως τὸ πλοῖο ποὺ τοὺς πήγαινε ἐκεῖ, κι ἐκεῖνοι μὲ δάκρυα προσεύχονταν ἐπικαλούμενοι τὸν Θεὸ καὶ τοὺς Ἁγίους Του νὰ τοὺς βοηθήσουν, ὡς ἑξῆς: «Δέσποτα Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Θεὲ παντοδύναμε, ἐπίβλεψον στὴ θλίψη μας καὶ λύτρωσέ μας ἀπὸ τὸν κίνδυνο, γιὰ νὰ μπορέσουμε κι ἐμεῖς νὰ κάνουμε τὸ θέλημά σου καὶ νὰ ἀξιωθοῦμε τῆς Βασιλείας σου· μνήσθητι, Κύριε, τὰ ἔργα τῶν γονέων μας καὶ μὴ μᾶς καλέσεις κοντά σου στὰ μισὰ τῶν ἡμερῶν μας, ἀλλὰ ἀξίωσέ μας νὰ ζήσουμε κατὰ τὸ θέλημά σου οἱ δοῦλοι σου».
Τότε οἱ ναῦτες, βλέποντας τὸν κίνδυνο, μπῆκαν στὴ λέμβο γιὰ νὰ σωθοῦν. Τὰ παιδιὰ βλέποντας τὴν πλήρη ἐγκατάλειψη τοῦ πλοίου, ἀλληλοσυγχωρέθηκαν καὶ ἔκλαιγαν ἀγκαλιασμένοι λέγοντας: «Σώζεσθε, δοῦλοι καὶ πάντες οἱ τοῦ σπιτιοῦ μας. Σώζεσθε πολυαγαπημένοι γονεῖς. Νὰ σωθεῖς κι ἐσὺ ἀγαπημένε μου ἀδελφέ. Ποῦ εἶναι τώρα τὰ πράγματα τοῦ πατέρα μας; Ποῦ εἶναι ἡ φιλόσοφη ἐκπαίδευση; Ποῦ εἶναι τὰ ἔργα καὶ οἱ ἀρετὲς τῶν γονέων μας; Ποῦ εἶναι οἱ προσευχὲς τῶν μοναχῶν; Σὲ τίποτα δὲν μέτρησαν; Ὅλα ἄκυρα ἔγιναν; Δὲν βρέθηκε κάποιος ἄξιος τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τοὺς φίλους καὶ τοὺς δούλους Του, τοὺς ὁποίους φιλοξένησαν οἱ γονεῖς μας, ὥστε μὲ τὶς προσευχές τους νὰ μᾶς σώσει ὁ Κύριος; Ναί, ἀδελφέ μου, ὅλοι εἶναι καλοὶ καὶ ἄξιοι ἀλλὰ ἐμεῖς εἴμαστε ἀνάξιοι αὐτῆς τῆς ζωῆς. Οἱ ἁμαρτίες μας ἐξαφάνισαν τὶς ἀρετὲς τῶν γονέων μας, γι’ αὐτό μας ἐγκατέλειψε ὁ Θεός». Λέγοντας αὐτὰ καὶ ἄλλα πολλά, ἀσπάστηκαν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο καὶ τότε τὸ πλοῖο σχίστηκε στὰ δύο. Αὐτοὶ δέ, πιάνοντας ὁ καθένας ἀπὸ ἕνα κομμάτι ξύλου, ἐπέπλεαν πάνω σ’ αὐτὸ ὅπως μποροῦσαν καὶ, κυβερνημένοι ἀπὸ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, βγῆκαν στὰ μέρη της Τύρου, ὁ μὲν Ἰωάννης στὴν Μεληφθά, ὁ δὲ Ἀρκάδιος στὴν Τετραπυργία.
Ἀφοῦ λοιπὸν βγῆκε ἀπὸ τὴ θάλασσα ὁ Ἰωάννης μονολογοῦσε: «ποῦ νὰ πάω τώρα γυμνός, νὰ περάσω τὸ ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς; Δοξασμένο νὰ εἶναι τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ! Καλύτερα νὰ ἔχω πτωχεία καὶ ταπείνωση, παρὰ ζωὴ πλούσια καὶ μάταιη. Γι’ αὐτὸ δὲν ἐπάκουσε ὁ Θεὸς τὴ δέησή μας, γιατί γνωρίζει, σὰν ἀγαθός, ποιό εἶναι τὸ συμφέρον τοῦ καθενός μας καὶ ὅλα τὰ οἰκονομεῖ μὲ σοφία καὶ πρόνοια. Ἐμεῖς ὅμως, στὴν ἄγνοιά μας, Τοῦ ζητοῦμε πράγματα ἀνώφελα· πάντα ὅμως ἡ Χάρις Του μᾶς δίνει τὰ ψυχωφελῆ καὶ τὰ πρέποντα! Ἂς πάω νὰ ἡσυχάσω σ’ ἕνα μοναστήρι». Μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴν εὐχαριστία πρὸς τὸν Κύριο, προσευχήθηκε καὶ γιὰ τὸν Ἀρκάδιο, δεόμενος στὸν Θεὸ νὰ τὸν λυτρώσει κι αὐτὸν καὶ νὰ τοῦ δώσει ἀγαθὸ λογισμό, ὥστε νὰ γίνει μοναχός. Περπατῶντας λοιπὸν σ’ ἐκεῖνα τὰ μέρη βρίσκει ἕνα μοναστήρι καὶ ἀφοῦ χτύπησε τὴν πόρτα ἦρθε ὁ θυρωρὸς καὶ βλέποντάς τον γυμνό, ἄνοιξε τὴν πόρτα καὶ τὸν ἔντυσε μὲ ράσα. Κατόπιν τοῦ ἔστρωσε τὸ τραπέζι, τὸν περιποιήθηκε κι ἀφοῦ ἀπόφαγε τὸν ρώτησε ἀπὸ ποῦ ἦταν. Ἐκεῖνος ἀποκρίθηκε: «εἶμαι ἄνθρωπος ξένος, ποὺ ναυάγησε καὶ σώθηκε μὲ τὶς εὐχές τῆς ἁγιοσύνης σας». Ὁ δὲ μοναχὸς ἔκλαψε γιὰ λίγο μὲ κατάνυξη στὴν καρδιὰ, κι ἀφοῦ δόξασε τὸν Θεὸ, εἶπε στὸν Ἰωάννη: «καὶ τώρα, παιδί μου, ποῦ θέλεις νὰ πᾶς;» Ὁ δὲ εἶπε: «θέλω, ἂν θέλει ὁ Κύριος, νὰ γίνω μοναχός». Κι ὁ μοναχὸς τοῦ εἶπε: «στ’ ἀλήθεια, παιδί μου, διάλεξες καλὸ ἔργο, θὰ μιλήσω στὸν ἡγούμενο, κι ὅ,τι τοῦ νεύσει ὁ Θεὸς στὴν καρδιά του, αὐτὸ νὰ κάνεις καὶ θὰ σωθείς». Ὁ ἡγούμενος ἀκούγοντας, τὸν καθοδήγησε στὶς τάξεις τῆς μοναχικῆς πολιτείας, κι ἀφοῦ τὸν σφράγισε μὲ τὸν τίμιο Σταυρό, τὸν ἐνέδυσε μὲ τὸ ἅγιο σχῆμα. Ἔμεινε ἐκεῖ ὁ Ἰωάννης στὸ μοναστήρι, νηστεύοντας, ἀγρυπνῶντας καὶ προσευχόμενος πάντοτε· εἶχε ὅμως πολλὴ θλίψη γιὰ τὸν ἀδελφό του, νομίζοντας ὅτι πνίγηκε.
Ὁ δὲ Ἀρκάδιος, ἀφοῦ βγῆκε κι αὐτὸς ἀπὸ τὴ θάλασσα, ἔπεσε μὲ τὸ πρόσωπο στὴν γῆ καὶ προσκύνησε τὸν Κύριο λέγοντας: «Σὲ εὐχαριστῶ, Θεὲ τοῦ πατέρα καὶ τῆς μητέρας μου, ποὺ δὲν μὲ ἄφησες νὰ καταποντισθῶ, καὶ παρακαλῶ τὴν εὐσπλαχνία σου, ὅπως ἔσωσες ἐμένα, ἔτσι νὰ σώσεις καὶ τὸν ἀδελφό μου καὶ νὰ μὲ ἀξιώσεις νὰ τὸν δῶ πρὶν νὰ πεθάνω». Ἀφοῦ εἶπε αὐτὰ, ἔφυγε σὲ κάποια χώρα ἐκεῖ κοντὰ καὶ τοῦ ἔδωσαν τροφὴ καὶ ροῦχα. Ἀφοῦ ἔφαγε ξεκουράστηκε γιὰ λίγο· ἐκεῖ ποὺ κοιμόταν ἔξω ἀπὸ τὸν ναὸ, βλέπει σὲ ὅραμα τὸν Ἰωάννη νὰ τοῦ λέει: «ἀδελφέ μου Ἀρκάδιε, γιατί κλαῖς γιὰ μένα;» κι ἀμέσως ξύπνησε καὶ περιχαρὴς εὐχαρίστησε τὸν Κύριο καὶ σκεφτόταν αὐτά: «Νὰ ἐπιστρέψω στὰ μαθήματά μου; Καὶ ποιό τὸ ὄφελος; Ὅλα αὐτὰ εἶναι πρόσκαιρα καὶ μάταια. Πάντοτε ἄκουγα τὸν πατέρα μου νὰ ἐπαινεῖ τὴν ἀγγελικὴ πολιτεία τῶν μοναχῶν· λοιπόν, ἂς γίνω μοναχὸς καὶ θὰ μὲ βοηθήσει ὁ Κύριος». Λέγοντας λοιπὸν τὴν εὐχὴ βάδιζε πρὸς τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ φθάνοντας ἐκεῖ προσκύνησε τοὺς Ἁγίους Τόπους· ἔπειτα πῆγε νὰ προσκυνήσει στὰ μοναστήρια καὶ πέρασε ἀπὸ ὅλα.
Κάποια μέρα λοιπὸν, κι ἐνῶ πορευόταν ὁ Ἀρκάδιος, συνάντησε κάποιον γέροντα ἅγιο καὶ προορατικὸ, κι ἀφοῦ τὸν προσκύνησε τοῦ εἶπε: «Γιὰ τὸν Θεό, πάτερ ἅγιε, παρακάλεσε τὸν Κύριο, γιατί εἶμαι σὲ μεγάλη θλίψη». Ὁ γέροντας τοῦ εἶπε: «μὴ λυπᾶσαι, τέκνο μου, γιατί ζεῖ ὁ ἀδελφός σου· ὅλοι ὅσοι ἦταν στὸ πλοῖο σώθηκαν καὶ ἔγιναν μοναχοί, τὸ ἴδιο καὶ ὁ ἀδελφός σου, καὶ πρόκειται νὰ τὸν συναντήσεις, ὅπως καὶ τὸν πατέρα σου καὶ τὴ μητέρα σου, πρὶν πεθάνεις». Ἀκούγοντας αὐτὰ ὁ Ἀρκάδιος ταράχθηκε ἀπὸ τὸ προορατικὸ χάρισμα τοῦ ἀνδρὸς καὶ πέφτοντας στὰ πόδια του, μὲ δάκρυα τὸν παρακαλοῦσε λέγοντας: «ἀφοῦ ὁ Θεός σοῦ φανέρωσε τὰ πάντα γιὰ μένα, σὲ παρακαλῶ, κάνε μὲ μοναχό». Κι ἐκεῖνος εἶπε: «εὐλογητὸς ὁ Κύριος, παιδί μου, ἀκολούθησέ με». Ἔφυγαν λοιπὸν καὶ πῆγαν στὸν Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Σάββα κι ἔδωσε ὁ γέροντας στὸν Ἀρκάδιο τὸ κελί του, στὸ ὁποῖο κατοικοῦσε γιὰ 50 χρόνια, ἔμεινε δὲ μαζί του γιὰ ἕναν χρόνο διδάσκοντάς του τὸν κανόνα τῆς μοναδικῆς πολιτείας· κατόπιν ὁ γέροντας ἔφυγε γιὰ τὴν ἔρημο ἀφοῦ ἀποχαιρέτισε τὸν Ἀρκάδιο κι ἀφοῦ τοῦ ὑποσχέθηκε, ὅτι θὰ ἐπανέλθει μετὰ τρία χρόνια, γιὰ νὰ δεῖ τὴν πρόοδό του. Ἔμεινε λοιπὸν στὸ κελὶ ὁ Ἀρκάδιος, κάνοντας μὲ προθυμία, ὅσα διδάχθηκε ἀπὸ τὸν Ἅγιο.
Πέρασαν δύο χρόνια καὶ, χωρὶς νὰ γνωρίζει ὁ Ξενοφῶν γιὰ τὸ ναυάγιο τῶν παιδιῶν του καὶ μὴ ἔχοντας καμία πληροφορία ἀπὸ αὐτούς, ἔστειλε ἄνθρωπο στὴ Βηρυττό, νὰ μάθει πῶς εἶναι. Ὁ ἀπεσταλμένος πῆγε κι ἀφοῦ ἐρεύνησε μὲ ἀκρίβεια πῆρε τὴν ἀπάντηση, ὅτι ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ἔστειλε ὁ πατέρας τους καὶ τοὺς πῆρε ἀπὸ ἐκεῖ, δὲν ἐπέστρεψαν. Ὁπότε ἀναχώρησε ἐκεῖνος ἀπὸ τὴ Βηρυττὸ γιὰ τὴν Ἀθήνα, μὲ σκοπὸ νὰ ρωτήσει μήπως βρίσκονται ἐκεῖ. Πηγαίνοντας ἐκεῖ, κάποιο βράδυ ἔμεινε σ’ ἕνα ξενοδοχεῖο, στὸ ὁποῖο βλέπει ἕναν σύνδουλό του μὲ ράσο καλογερικὸ καὶ τὸν ρώτησε ἰδιαιτέρως λέγοντας: «ἐσὺ δὲν εἶσαι ὁ τάδε, ὁ ὁποῖος πῆγες μὲ τὰ παιδιὰ τοῦ κυρίου μας στὴν Βηρυττό;» κι ἐκεῖνος εἶπε «ναί». Καὶ τοῦ λέει ὁ ἀπεσταλμένος: «καὶ ποῦ εἶναι τὰ παιδιά;» Τότε δάκρυσε ὁ μοναχὸς λέγοντας: «στὴν θάλασσα, πνίγηκαν, καὶ νομίζω πὼς μόνον ἐγὼ σώθηκα. Γι’ αὐτὸ ἔγινα μοναχός, δὲν θέλησα νὰ γίνω ἄγγελος κακῶν τῶν κυρίων μου, καὶ νά, πηγαίνω στὰ Ἱεροσόλυμα».
Ἀκούγοντας αὐτὰ ὁ ἀπεσταλμένος ἔκλαψε λέγοντας: «ἀλίμονό μου, κύριοί μου! Ποιός νὰ ἀναγγείλει στὸν πατέρα σας τὸν ξαφνικὸ καὶ πρὶν τὴν ὥρα του θάνατό σας; Πῶς νὰ ὑποφέρει ἡ μητέρα σας τὸν πόνο; Ποιός νὰ κληρονομήσει τὶς ἀρετὲς καὶ τὸν πλοῦτο τους; Ποιός νὰ ὑποδέχεται τοὺς ξένους, νὰ ἑτοιμάζει τραπέζι στοὺς φτωχοὺς καὶ νὰ ἐπισκέπτεται τοὺς φυλακισμένους; Ποιός νὰ φροντίζει τὶς ἐκκλησίες καὶ τὰ μοναστήρια; Ἀλίμονό μου, ὁ ἄθλιος! Ὅλοι οἱ φτωχοὶ φωνάξτε καὶ θρηνεῖστε, γιατί χάθηκε ἡ ἄνεση σας, σᾶς ἅρπαξαν τὸν θησαυρό σας καὶ ἀφανίστηκε ἡ χαρά σας. Ἀλίμονο σὲ μένα τὸν ταλαίπωρο, τί νὰ κάνω; Νὰ ἐπιστρέψω στὸν κύριό μου; Καὶ πῶς νὰ τοῦ ἀναγγείλω τέτοιο πικρότατο ἄγγελμα; Ποιός ν’ ἀκούσει τοὺς στεναγμοὺς καὶ τὰ δάκρυα φίλων καὶ γειτόνων, τὴν λύπη τοῦ βασιλιᾶ καὶ τῶν ὑπολοίπων ἀρχόντων τοῦ παλατιοῦ καὶ τῶν συγγενῶν τοῦ κυρίου μου;» Αὐτὰ καὶ ἄλλα τέτοια μονολογοῦσε καὶ τὸν παρηγοροῦσαν ὅσοι βρέθηκαν ἐκεῖ καὶ τοῦ ἔλεγαν: «Σταμάτησε, ἀδελφέ, τὸν πολὺ θρῆνο, γιὰ νὰ μὴν πεθάνεις ἀπὸ τὴν πολλή λύπη. Ἀλλὰ πήγαινε καὶ πές τα στὸν κύριό σου, μὴν τυχὸν τὰ μάθει ἀπὸ ἄλλους καὶ γι’ αὐτὸ σὲ καταρασθεῖ καὶ ἐξαφανισθεῖς ἀπὸ τὸ βιβλίο τῶν ζώντων». Δέχθηκε αὐτὲς τὶς συμβουλὲς καὶ ἐπέστρεψε στὴν Κωνσταντινούπολη, κι ἀφοῦ μπῆκε στὸ σπίτι τοῦ κυρίου του, καθόταν σκυθρωπὸς καὶ λυπημένος.
Μόλις ἔμαθε ἡ Μαρία, ὅτι ἦλθε ὁ δοῦλος, τὸν κάλεσε καὶ τὸν ρώτησε, πῶς εἶναι τὰ παιδιά της. Ἐκεῖνος τῆς εἶπε: «καλὰ εἶναι». Καὶ τοῦ λέει: «ποῦ εἶναι οἱ ἐπιστολές, τὶς ὁποῖες σοῦ ἔδωσαν;» Κι ἐκεῖνος ἀποκρίθηκε: «στὸν δρόμο, καθὼς ἐρχόμουν, τὶς ἔχασα». Τότε ἄρχισε νὰ ταράζεται ἡ καρδιά της καὶ τοῦ λέει: «γιὰ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, πές μου ὅλη τὴν ἀλήθεια». Καὶ τότε ἔβαλε φωνὴ μεγάλη καὶ εἶπε μὲ δάκρυα στὰ μάτια: «ἀλίμονο, κυρία μου, γιατί ἔχασες το φῶς σου μέσα στὴ θάλασσα!» Ἐκείνη, μόλις τὸ ἄκουσε αὐτό, εὐχαρίστησε τὸν Θεὸ καὶ εἶπε στὸ δοῦλο: «σώπασε καὶ νὰ μὴν τὸ πεῖς σὲ κανέναν. Ὁ Θεὸς τὰ ἔδωσε, ὁ Θεὸς καὶ τὰ πῆρε· ἔτσι θέλησε ὁ Κύριος, ἔτσι καὶ ἔγινε. Ἂς εἶναι εὐλογημένο τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου, ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος». Τὸ ἀπόγευμα ἦρθε κι ὁ Ξενοφῶν ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα συνοδευόμενος ἀπὸ πολλούς, κι ἀφοῦ ἀποχαιρέτισε ἐκείνους ποὺ τὸν συνόδευαν, κάθισε νὰ φάει, μιὰ ποὺ αὐτὴ ἦταν ἡ συνήθειά του, νὰ τρώει μία φορὰ τὴν ἡμέρα, τὸ ἀπόγευμα. Κάθισε λοιπὸν στὸ τραπέζι καὶ τοῦ εἶπε ἡ γυναῖκα του: «Κύριέ μου, ἦλθε ὁ ἄνθρωπος ποὺ εἶχες στείλει στὴν Βηρυττό». Καὶ ὁ ἅγιος Ξενοφῶν εἶπε: «Δόξα σοι ὁ Θεός, ἂς ἔλθει νὰ τὸν ρωτήσω». Ἐκείνη τοῦ ἀποκρίθηκε: «Εἶναι πολὺ κουρασμένος κι ἔπεσε νὰ ἀναπαυθεῖ». Τῆς λέει: «Φέρε μου τὶς ἐπιστολές, νὰ δῶ τί μᾶς γράφουν τὰ παιδιά μας».
Ἐκείνη τότε, μὴ μπορῶντας νὰ κρατήσει τὸν πόνο της, δάκρυσε. Ὁ δὲ Ξενοφῶν τῆς εἶπε: «Γιατί κλαῖς; Ἀρρώστησαν τὰ παιδιά μας;» Ἐκείνη ἀπάντησε: «Μακάρι νὰ ἦταν ἄρρωστα· ἀλλὰ χάσαμε τὰ μαργαριτάρια μας στὴν θάλασσα». Τότε ὁ γέροντας ἀναστέναξε κι εὐχαρίστησε τὸ Θεὸ λέγοντας: «Ἂς εἶναι εὐλογημένο τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου. Μὴ λυπᾶσαι, κυρία μου, κι ὁ Θεὸς δὲν ἄφησε νὰ μοῦ συμβεῖ τέτοια λύπη στὰ γηρατειά μου, μιὰ ποὺ, ὅπως νομίζω, κράτησα ὅλες τὶς ἐντολές Του. Ἂς ἀγρυπνήσουμε αὐτὴ τὴ νύχτα προσευχόμενοι καὶ ἂς παρακαλέσουμε τὸν Θεὸ νὰ μᾶς φανερώσει, τί ἀπέγιναν τὰ παιδιά μας». Προσευχόμενοι λοιπὸν ὅλη τὴ νύχτα στὰ γόνατα, τὸ πρωὶ λόγῳ κόπωσης ἀποκοιμήθηκαν καὶ βλέπουν ὅραμα καὶ οἱ δύο, ὅτι τὰ παιδιά τους στέκονται μπροστὰ στὸν Χριστὸ καὶ ἔχουν στὰ κεφάλια τους στέφανα λαμπρὰ καὶ πολύτιμα. Καὶ τὸ στεφάνι τοῦ μὲν Ἰωάννη ἦταν κοσμημένο μὲ ἀνεκτίμητα πετράδια, τοῦ δὲ Ἀρκαδίου μὲ λαμπρότατα ἀστέρια· καὶ οἱ δύο δὲ κρατοῦσαν χρυσάφι στὰ χέρια τους. Μόλις ξύπνησαν διηγήθηκαν τὸ ὅραμα ὁ ἕνας στὸν ἄλλο καὶ εἶπε ὁ μακάριος Ξενοφῶν: «ἀλήθεια, γυναῖκα, μεγάλης τιμῆς ἀξιώθηκαν οἱ γιοί μας καὶ νομίζω, ὅτι εἶναι στὰ Ἱεροσόλυμα. Λοιπόν, ἂς πᾶμε νὰ τοὺς βροῦμε καὶ νὰ προσκυνήσουμε καὶ τοὺς Ἁγίους Τόπους».
Ἀφοῦ λοιπὸν πῆραν μαζὶ τοὺς πολὺ πλοῦτο, ἔφυγαν μὲ μερικοὺς ἀπὸ τοὺς ὑπηρέτες τους γιὰ τὴν Ἁγία Πόλη· ἐκεῖ προσκύνησαν μὲ εὐλάβεια ὅλους τοὺς τόπους ἐκείνους, δίνοντας παντοῦ μεγάλη ἐλεημοσύνη καὶ περιφερόμενοι ρωτοῦσαν καὶ γιὰ τοὺς γιούς τους, ἀλλὰ δὲν μπόρεσαν νὰ μάθουν τίποτε γιὰ κείνους. Βρῆκαν ὅμως ἕναν ἀπὸ τοὺς ὑπηρέτες, τὸν ὁποῖον εἶχαν στείλει μαζί τους στὴ Βηρυττό, νὰ φοράει ἔνδυμα μοναχοῦ, κι ἀμέσως μόλις τὸν εἶδαν τοῦ ἔβαλαν μετάνοια. Ἐκεῖνος τοὺς προσκύνησε λέγοντας: «μὴν κάνετε ἔτσι, κύριοί μου, μὴν βάζετε μετάνοια σ’ ἐμένα, τὸν ὑπηρέτη σας». Τοῦ λέει τότε ὁ ἅγιος Ξενοφῶν: «τὸ σχῆμα τὸ ἅγιο ποὺ φορᾶς ἐτίμησα· καὶ σὲ παρακαλῶ μὴ λυπᾶσαι, ἀλλὰ πές μας, τί ἀπέγιναν τὰ παιδιά μας». Ὁ δὲ τοὺς ἀπάντησε: «δὲν γνωρίζω· γιατί καθὼς συνετρίβη τὸ καράβι, ὁ καθένας φρόντιζε, πῶς νὰ σωθεῖ ὁ ἴδιος. Ὁπότε μόνον ὁ Θεὸς γνωρίζει ἂν ζοῦν ἢ ἂν πέθαναν». Τότε ὁ Ξενοφῶν θέλησε νὰ πάει νὰ προσκυνήσει καὶ στὰ μέρη τοῦ Ἰορδάνου καὶ νὰ μοιράσει καὶ στοὺς ἐκεῖ μοναχοὺς ἐλεημοσύνη.
Στὸν δρόμο λοιπόν, κατεβαίνοντας ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα, συνάντησαν τὸν γέροντα τοῦ Ἀρκαδίου, καὶ ἀφοῦ ἔπεσαν στὰ πόδια του, τοῦ ζητοῦσαν εὐλογία. Ἐκεῖνος ἀφοῦ τοὺς εὐχήθηκε τοὺς λέει: «Τί ἀνάγκασε τὸν κύριο Ξενοφῶντα καὶ τὴν κυρία Μαρία νὰ ἔλθουν στὰ Ἱεροσόλυμα; Ἀσφαλῶς τίποτε ἄλλο παρὰ ὁ πόθος τῶν παιδιῶν σας. Μὴ λυπᾶστε, προσθέτει ὁ γέροντας, γιατί τὰ παιδιά σας εἶναι ζωντανὰ κι ὁ Θεὸς θὰ σᾶς φανερώσει τὴν δόξα τους. Πηγαίνετε ὅμως στὸν Ἰορδάνη ποταμό, ὡς καλοὶ ἐργάτες τοῦ ἀμπελῶνος Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, καὶ ὅταν ἐπιστρέψετε θὰ δεῖτε τὰ παιδιά σας». Τὸν ἀποχαιρέτισαν καὶ ἔφυγαν. Βαδίζοντας τὸν δρόμο τους, ὁ δὲ ἅγιος γέροντας πορεύτηκε στὰ Ἱεροσόλυμα κι ἀφοῦ προσκύνησε κάθισε στὸ ἔδαφος, κοντὰ στὸν Γολγοθᾶ, καὶ νά, κατ’ οἰκονομίαν Θεοῦ, ὁ Ἰωάννης, ὁ πρῶτος γιὸς τοῦ Ξενοφῶντα, ἦλθε νὰ προσκυνήσει κι αὐτὸς τοὺς Ἁγίους Τόπους. Μόλις εἶδε τὸν γέροντα τοῦ ἔβαλε μετάνοια· κι ἐκεῖνος τοῦ εὐχήθηκε λέγοντας: «ποῦ ἤσουν μέχρι τώρα, κυρ-Ἰωάννη; Ἦρθαν οἱ γονεῖς σου καὶ σὲ γύρευαν, κι ἐσὺ πάλι σίγουρα ἦρθες γυρεύοντας τὸν ἀδελφό σου». Ὁ Ἰωάννης τότε πέφτοντας στὰ γόνατα τοῦ γέροντα, λέει: «σὲ παρακαλῶ, πάτερ Ἅγιε, πές μου γιὰ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ποῦ εἶναι ὁ ἀδελφός μου; Γιατί μέχρι σήμερα δὲν μὲ πληροφόρησε ὁ Κύριος ἂν ζεῖ, μόνο σήμερα τ’ ἀκούω αὐτὸ ἀπὸ τὸ ἅγιό σου στόμα».
Ἐνῷ τὰ ἔλεγε αὐτά, νὰ, ἔρχεται καὶ ὁ Ἀρκάδιος γιὰ νὰ προσκυνήσει, καὶ τόσο ἦταν ταλαιπωρημένο τὸ σῶμα του ἀπὸ τὴν πολλὴ ἐγκράτεια, ὥστε τὰ μάτια του εἶχαν βαθουλώσει· προσκύνησε τὸν ἅγιο γέροντα καὶ εἶπε: «πάτερ τίμιε, ἄφησες τὸ χωράφι σου τρία χρόνια τώρα ποὺ δὲν τὸ ἐπισκέφτηκες καὶ γέμισε ἀγκάθια· ποὺ σημαίνει, ὅτι θὰ κοπιάσεις πάρα πολὺ γιὰ νὰ τὸ καθαρίσεις». Κι ἐκεῖνος ἀποκρίθηκε: «καθημερινά, παιδί μου, μὲ τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐπισκεπτόμουν ἀοράτως τὸ χωράφι μου καὶ ἐλπίζω στὸν Θεὸ ὅτι δὲν ἔχει ἀγκάθια, ἀλλὰ καλοὺς καρπούς, ἀπὸ τοὺς ὁποίους τρώει καὶ πίνει ὁ βασιλεὺς Χριστὸς καὶ εὐφραίνεται». Ἀφοῦ κάθισαν καὶ αὐτοὶ ρώτησε ὁ γέροντας τὸν Ἰωάννη νὰ πεῖ ποιά εἶναι ἡ πατρίδα του. Ἐκεῖνος ἀποκρίθηκε: «ξένος καὶ ἁμαρτωλὸς εἶμαι, πάτερ τίμιε, καὶ παρακαλῶ τὸν Θεό, νὰ μὲ ἐλεήσει μὲ τὶς εὐχές σας». «Τὴν πατρίδα σου πές μας, αὐτὴ στὴν ὁποία γεννήθηκες, τὴν ἀνατροφή σου καὶ τὴ γενιά σου, κι ἔτσι θὰ δοξασθεῖ ὁ Θεός». Τότε ὁ Ἰωάννης διηγήθηκε τὰ πάντα· μὴ μπορῶντας ὁ Ἀρκάδιος νὰ κρατήσει τὰ δάκρυά του σηκώθηκε καὶ λέει στὸν γέροντα: «αὐτὸς εἶναι ὁ ἀδελφός μου!» Κι ἐκεῖνος ἀποκρίθηκε: «Παιδί μου, ἐγὼ τὸ γνώριζα αὐτό, ἀλλὰ δὲν ἤθελα νὰ σᾶς τὸ πῶ, μέχρι νὰ ἀναγνωριστεῖτε μόνοι σας». Τότε, μὲ προσταγή τοῦ γέροντα, ἀγκαλιάστηκαν καὶ ἀσπάσθηκαν μεταξύ τους εὐχαριστῶντας τὸν Θεό, ποὺ τοὺς ἀξίωσε νὰ δοῦν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο μὲ αὐτὸ τὸ μοναχικὸ σχῆμα.
Ὕστερα ἀπὸ δύο ἡμέρες ἦλθαν καὶ οἱ γονεῖς τους ἀπὸ τὸν Ἰορδάνη μὲ πολλὴ παρρησία καὶ συνοδεία ἀνθρώπων καὶ, ἀφοῦ προσκύνησαν τὸν Ἅγιον Τάφον καὶ τὸν Γολγοθᾶ, ἔριξαν κι ἐκεῖ πολλὰ φλουριὰ καὶ βγαίνοντας ἀπὸ τὸν ναὸ, βλέπουν τὸν ἅγιο γέροντα καὶ τὸν προσκυνοῦν, λέγοντάς του τὰ ἑξῆς: «Στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου, ἐκπλήρωσε τὴν ὑπόσχεσή σου καὶ δεῖξε μας τὰ παιδιά μας». Κι ἐνῷ ἐκεῖνα παρευρίσκοντο ἐκεῖ, τὰ πρόσταξε νὰ μὴ μιλήσουν καθόλου· γιατί οἱ γονεῖς τους δὲν τὰ ἀναγνώρισαν καθόλου μιὰ ποὺ ἀπὸ τὴν πολλὴ ἐγκράτεια εἶχαν ἀλλοιωθεῖ τὰ χαρακτηριστικά τους. Ἔτσι ὁ γέροντας εἶπε στοὺς γονεῖς: «πηγαίνετε νὰ ἑτοιμάσετε πλούσιο τραπέζι νὰ μᾶς φιλεύσετε μαζὶ μὲ αὐτοὺς τοὺς μαθητές μου καὶ ἐκεῖ θὰ σᾶς πῶ ποῦ εἶναι τὰ παιδιά σας». Ὁ Ξενοφῶν χάρηκε πολὺ καὶ φεύγοντας ἑτοίμασε τὴν τράπεζα. Ὁ γέροντας εἶπε στὰ παιδιά: «ἂς πᾶμε, παιδιά μου, στὴν ἀγάπη τοῦ πατέρα σας, αὐτὸ δὲν σᾶς βλάπτει· μόνο νὰ φυλάγεστε καὶ νὰ μὴν μιλήσετε καθόλου μέχρι νὰ σᾶς πῶ· μάθετε δὲ κι αὐτό, ὅτι, ὅσους κόπους κι ἂν κάνετε, δὲν φθάνετε στὰ μέτρα τῶν γονέων σας, γιατί ἀκόμη καὶ νὰ μιλήσει κανεὶς μαζί τους ὀφελεῖται».
Πῆγαν λοιπὸν καὶ οἱ τρεῖς ἐκεῖ ποὺ ἦταν ὁ Ξενοφῶν, ὁ ὁποῖος τοὺς δέχθηκε σὰν ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ, καὶ ἀφοῦ κάθισαν, ἔτρωγαν ὅλοι μαζί. Ὁ δὲ Ξενοφῶν εἶπε: «πῶς εἶναι τὰ παιδιά μας, τίμιε Πάτερ;» Ἐκεῖνος ἀπάντησε: «καλὰ εἶναι καὶ ἀγωνίζονται νὰ σωθοῦν». Εἶπαν οἱ γονεῖς: «ἂς τοὺς ἀναδείξει ὁ Θεὸς ἄξιους ἐργάτες τοῦ ἀμπελῶνα του, γιὰ νὰ λυτρώσουν κι ἐμᾶς ἀπὸ τὸ αἰώνιο πῦρ τῆς κολάσεως». Βλέποντας δὲ ὁ Ξενοφῶν τὴν θαυμαστὴ εὐταξία, τὰ χρηστὰ ἤθη καὶ τὴν εὐλάβεια τῶν δύο μοναχῶν, εἶπε στὸν γέροντα: «στ’ ἀλήθεια, τίμιε Πάτερ, ἔχεις καλοὺς μαθητὲς καὶ ἡ ψυχή μου πολὺ τοὺς ἀγάπησε καὶ βλέπω, ὅτι εἶναι ἄξιοι τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ νὰ παρακαλᾶς τὸν Κύριο νὰ γίνουν ὅμοιά τους καὶ τὰ παιδιά μας.» Κι ὁ γέροντας εἶπε: «Ἀμήν». Ἔπειτα λέει πρὸς τὸν Ἀρκάδιο: «πές μου, ἀπὸ ποιό μέρος εἶσαι καὶ ποιῶν γονέων γιὸς εἶσαι;» Ἐκεῖνος ἀποκρίθηκε: «ἐγώ, τίμιε Πάτερ, ἤμουν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη, γιὸς πλούσιων γονέων, ὁ δὲ πατέρας μου ἦταν συγκλητικὸς· εἶχα δὲ κι ἕναν ἄλλο ἀδελφό, μαζὶ μὲ τὸν ὁποῖο μᾶς ἔστειλαν οἱ γονεῖς μας στὴ Βηρυττό, γιὰ νὰ τελειώσουμε τὶς σπουδές μας· ἐνῷ ὅμως πλέαμε συνετρίβη τὸ πλοῖο καὶ ἐγὼ σώθηκα μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ μὲ ἕνα σανίδι». Ἀφοῦ ἄκουσαν αὐτὰ οἱ γονεῖς, δὲν περίμεναν νὰ τελειώσει τὰ ὑπόλοιπα· ἀλλὰ σηκώθηκαν μὲ δάκρυα καὶ τοὺς ἀγκάλιαζαν λέγοντας: «αὐτὰ εἶναι τὰ παιδιά μας, τίμιε Πάτερ! Καὶ σὲ παρακαλοῦμε, σήκω νὰ ἀποδώσουμε δόξα στὸ Θεό, διότι τὰ βρήκαμε, παρακάλεσε δὲ τὸν Κύριο νὰ σπλαχνιστεὶ κι ἐμᾶς τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ νὰ μᾶς ἀξιώσει τῆς Βασιλείας Του».
Τότε ὁ γέροντας σηκώθηκε κι ἔκανε μεγάλη εὐχὴ κι εὐχαριστία πρὸς τὸν Κύριον· ἔπειτα παρακάλεσαν τὸν Ὅσιο ὁ Ξενοφῶν καὶ ἡ Μαρία καὶ τοὺς ἐνέδυσε μὲ τὸ ἅγιο σχῆμα, τοὺς παρήγγειλε δὲ νὰ μὴν ἰδωθοῦν ξανὰ γιὰ ὅλη τους τὴ ζωή. Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ οἱ δύο ἀδελφοὶ ἀποχαιρέτησαν τοὺς γονεῖς τους καὶ ἀκολούθησαν τὸν γέροντα στὴν ἔρημο, στὴν ὁποία καὶ παρέμειναν ἀσκούμενοι μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς τους. Ἀξιώθηκαν δὲ ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ θεραπεύουν κάθε ἀσθένεια ὅσων ἔρχονταν σ’ αὐτοὺς καὶ ἔλαβαν καὶ προορατικὸ χάρισμα· ἔτσι καλῶς ἀγωνιζόμενοι, ἐτελειώθησαν ἐν Κυρίῳ. Ὁ πατέρας τους ἔστειλε πληρεξούσιο καὶ πούλησε ὅλα τὰ ὑπάρχοντά του, κινητὰ καὶ ἀκίνητα, καὶ τὰ μοίρασε στοὺς φτωχοὺς· ἐλευθέρωσε ὅλους τοὺς δούλους του δίνοντάς τους πλούσια χαρίσματα· τὴ δὲ σύζυγό του τὴν ἔβαλε σὲ ἕνα γυναικεῖο μοναστήρι, κι ἐκείνη ἀγωνίστηκε καλῶς καὶ εὐαρέστησε τὸν Θεό, κι ἔφθασε σὲ μέτρα Ἁγίων, διότι ἀφοῦ σὲ πολλοὺς τυφλοὺς καὶ δαιμονισμένους ἔδωσε τὴν ἴαση, ἀναπαύτηκε ἐν Κυρίῳ. Τέλος, ὁ ἅγιος Ξενοφῶν ἀφοῦ ἐνεδύθηκε τριχίνα ἔφυγε στὴν ἔρημο[3], ὅπου ἔζησε τὸν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωῆς του[4], κι ἀφοῦ ἀξιώθηκε μεγάλων μυστηρίων καὶ προορατικοῦ χαρίσματος, κατόπιν ἀναπαύτηκε κι αὐτὸς ἐν Κυρίῳ, γύρῳ στὶς ἀρχὲς τοῦ ἕκτου αἰῶνος.
[1] Μέγας Συναξαριστὴς Βίκτωρος Ματθαίου, Ἔκδοσις Β’ 1956. Ὁ Ἑλληνικὸς βίος αὐτῶν σώζεται στὴ Μεγίστη Λαύρα καὶ στὴν ἱερὰ μονή των Ἰβήρων, καὶ ἀρχίζει ὡς ἑξῆς: «Ξενοφῶν ὁ θαυμάσιος». Στὴν προαναφερομένη Μεγίστη Λαύρα, σώζεται καὶ ἄλλος βίος αὐτῶν, τοῦ ὁποίου ἡ ἀρχὴ εἶναι: «Διηγήσατό τις μέγας γέρων». Ἐδῶ καταχωρεῖται διασκευασμένος ἀπὸ τὸ «Ἐκλόγιο», Ἀγαπίου του Κρητός.
[2] Ὁ ὁποῖος βασίλευσε κατὰ τὰ ἔτη φκζ’-φξε’ (527-565)
[3] Τῆς Ἰουδαίας, κοντὰ στὴ Λαύρα τοῦ Σάββα τοῦ Ἡγιασμένου
[4] Ἐντὸς σπηλαίου πάνω ἀπὸ τὸν Χείμαρρο τῶν Κέδρων νότια τῆς Λαύρας