Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Διαβάστε λέγει ὁ ἀπόστολος Ἰἄκωβος τὴν ἱστορία τοῦ προφήτη Ἠλία καὶ θὰ δεῖτε ὅτι ἡ ζωή του πέρασε στὴν κακοπάθεια καὶ στὴν μακροθυμία. Καὶ θὰ διαπιστώσετε ὅτι τὸν δόξασε ὁ Θεός. Γι’ αὐτὸ καὶ ἐμεῖς μακαρίζομε, τιμᾶμε καὶ θαυμάζομε τὸν προφήτη Ἠλία καὶ ἐκείνους πού ξέρουν νὰ ὑπομένουν.

  • !

    «Ὑπόδειγμα λάβετε κακοπαθείας». Ὄχι μόνο κακοπαθείας, ἀλλὰ καὶ μακροθυμίας, τοὺς προφήτας. Κακοπαθοῦσε ὁ προφήτης Ἠλίας, ἀλλὰ ποτὲ δὲν ἐγόγγυζε. Ὑπέμενε καὶ περίμενε. Ποιόν περίμενε; Τὸν Θεό.

  • !

    Γιὰ φαντασθεῖτε! Μονώτατος ἔλεγε. Ἕνας, ὁλομόναχος. Καὶ ὁ Θεὸς τοῦ λέγει: Εἶναι ἄλλοι 7.000. Γιὰ μάζεψέ τους ὅλους μαζὶ νὰ δεῖς τί εἶναι. Λαοθάλασσα, εἶναι 7.000 ἄνθρωποι. Καὶ εἶναι σὰν καὶ σένα. Δυνατοί, ἀκλόνητοι, δὲν τοὺς ἐπηρέασαν· οὔτε τὰ διατάγματα τοῦ Ἀχαάβ, οὔτε ἡ εἰδωλολατρεία πού πλημμύρισε, οὔτε ἡ ἁμαρτία πού καταμαγάρισε τὴν οἰκουμένη. Τίποτε δὲν τοὺς ἐπηρέασε. Στέκουν ἐπὶ τὴν πέτραν. Τὴν πέτραν τῆς πίστεως. Ἐπὶ τὴν πέτραν τὴν ἀσάλευτον. Καὶ μένουν ἀμετακίνητοι.

  • !

    Ἀλλὰ ἐκεῖνα πού ἔγιναν στὸν προφήτη Ἠλία, μποροῦν ὅταν τὸ θέλομε νὰ γίνουν καὶ σὲ μᾶς. Ὁ Θεὸς δὲν εἶχε ἰδιαίτερες συμπάθειες στὸν προφήτη Ἠλία. Ἀλλὰ εἶναι γενικὰ φιλάνθρωπος, οἰκτίρμων καὶ ἐλεήμων. Ἀνάλογα στὸν καθένα μας, μὲ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό, τὴν πίστη στὸ Θεό, μὲ τὴν ἀφοσίωση στὸ Θεό, μὲ τὴν κακοπάθεια καὶ μὲ τὴν μακροθυμία. Δηλαδὴ μὲ τὸν τρόπο πού ἀντιμετωπίζομε τὴν κακοπάθεια, τὴν φυσικὴ κακοπάθεια στὴ ζωή μας.

  • !

    Ὅποιός γλυτώσει ἀπὸ τόν Ἐλισαῖο θὰ τὸν τιμωρήσει ὁ Ἰηοῦ. Καὶ ὅποιος γλυτώσει ἀπὸ τόν Ἰηοῦ, θὰ τὸν τιμωρήσει ὁ βασιλιᾶς τῆς Συρίας. Θὰ διορθωθεῖ ὁ κόσμος. Ἐγὼ εἶμαι αὔρα λεπτή. Δροσιὰ γιὰ τὸν κόσμο, ὄχι φωτιά, ὄχι σεισμός.

  • !

    Ὁ Θεὸς μὲ τὴν δύναμή του καὶ μὲ τὴν σοφία του, παρεμβαίνει καὶ ἀμείβει τὴν πίστη καὶ τὴν ὑπομονή, τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ἀφοσίωση τῶν δούλων του.
    Ἀνακουφίζει τὴ ζωή τους καὶ τὴν γεμίζει μὲ τὴν παρουσία του καὶ τὴν χάρη του. Μὲ τὸ ἔλεός του, τὴν ἀγάπη του καὶ τὴν προστασία του.

Ὁμιλία στὸν Προφήτη Ἠλία

 

Ὁ ἅγιος καὶ ἔνδοξος προφήτης Ἠλίας τὸν ὁποῖο ἤλθαμε σήμερα νὰ πανηγυρίσομε, εἶναι ὁ μεγαλύτερος ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἀδὰμ μέχρι τὴν ἐποχὴ τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἁγιώτερος, ὁ πιὸ ἀφοσιωμένος, ἐκεῖνος πού δοξάστηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ περισσότερο ἀπὸ ὅλους τοὺς ἄλλους προφῆτες, ἀφοῦ ἔστειλε πύρινο ἅρμα καὶ τὸν παρέλαβε στὴ Βασιλεία του ζωντανό. Ἀνελήφθη στὸν οὐρανὸ μὲ τὸ σῶμα του χωρὶς νὰ γευθῆ τὸν ἐπίγειο σαρκικὸ θάνατο.

Μιλῶντας γι’ αὐτὸν τὸν ἐπίγειο ἀρχάγγελο, καὶ ὄχι ἁπλῶς ἄγγελο, τὸν μεγάλο προφήτη Ἠλία, ὁ ἅγιος ἀπόστολος Ἰἄκωβος, λέγει:

«Ὑπόδειγμα λάβετε ἀδελφοί, τῆς κακοπαθείας καὶ τῆς μακροθυμίας τοὺς προφήτας οἵ ἐλάλησαν τῷ ὀνόματι Κυρίου. Ἰδοῦ μακαρίζομεν τοὺς ὑπομένοντας» (Ιακ. 5, 10).

Διαβάστε λέγει ὁ ἀπόστολος Ἰἄκωβος τὴν ἱστορία τοῦ προφήτη Ἠλία καὶ θὰ δεῖτε ὅτι ἡ ζωή του πέρασε στὴν κακοπάθεια καὶ στὴν μακροθυμία. Καὶ θὰ διαπιστώσετε ὅτι τὸν δόξασε ὁ Θεός. Γι’ αὐτὸ καὶ ἐμεῖς μακαρίζομε, τιμᾶμε καὶ θαυμάζομε τὸν προφήτη Ἠλία καὶ ἐκείνους πού ξέρουν νὰ ὑπομένουν.

Τὸ μυστικὸ τῆς ζωῆς μας εἶναι ἡ μακροθυμία καὶ ἡ ὑπομονή. Ὅλοί μας, ἔχομε μυαλὸ καὶ καρδιά. Σκεπτόμαστε πολλὰ πράγματα, δικά μας καὶ ξένα. Ἀλλὰ περισσότερο ἀπὸ ὅλα τὸ μυαλό μας καὶ τὴν καρδιά μας, τὰ ἀπασχολοῦμε γιὰ νὰ σκεπτόμαστε τοὺς φόβους μας, τὰ παθήματά μας, τὸν πόνο μας, τὶς ταλαιπωρίες μας, τὶς δυστυχίες μας καὶ γενικὰ ὅ,τι πικρὸ φαρμάκι δοκιμάζομε πού μᾶς κάνει νὰ σκεπτόμαστε: «Θεέ μου, εἶναι ζωὴ αὐτή; Γλύκανέ μας Κύριε, λίγο τὸν πόνο. Στεῖλε μας λίγο ἀπὸ τὸ ἔλεός σου. Ἔλα κοντά μας. Παιδιά σου εἴμαστε, σὲ σένα πιστεύομε, μὴν μᾶς ἐγκαταλείπεις, μὴν μᾶς ἀφήνεις στὰ χέρια τοῦ διαβόλου καὶ τῶν κακῶν ἀνθρώπων».

Νομίζομε ὅτι σ’ αὐτὸ τὸν πόνο, σ’ αὐτὰ τὰ αἰσθήματα ἴσως εἴμαστε –αὐτὸ νομίζει ὁ καθένας- ὁ πιὸ ἀδικημένος ἄνθρωπος τοῦ κόσμου. Γιατί τὸν δικό μας πόνο, τὸν βλέπομε καὶ τὸν αἰσθανόμαστε περισσότερο ἀπὸ ὅλων τῶν ἄλλων.

Τῶν ἄλλων, προσπαθοῦμε νὰ τὸν φαντασθοῦμε καὶ συνήθως, δὲν τὸν φανταζόμαστε καλὰ καὶ δὲν τὸν ζυγίζομε καλά. Ἐνῶ τὸν δικό μας, τὸν ζυγίζομε καὶ μάλιστα τὸν ἀκριβοζυγίζομε· γιατί μᾶς πονάει.

Ὑπάρχει πόνος, πού προέρχεται ἀπὸ τὸ σῶμα.

Πονᾷ τὸ χέρι, τὸ πόδι, τὰ κόκκαλα, ὁτιδήποτε ἄλλο…

Μὰ ὑπάρχει καὶ ἕνας ἄλλος πόνος, πιὸ πικρὸς ἀπὸ αὐτόν. Πικρὸς καὶ ἀνυπόφορος. Εἶναι ὁ πόνος ποῦ δοκιμάζομε γιὰ τὰ προβλήματα τῶν δικῶν μας. Ἕνᾶς πατέρας γιὰ τὰ προβλήματα τῶν παιδιῶν του. Μιὰ μητέρα γιὰ τὰ προβλήματα ἐκείνων πού γέννησε καὶ πόνεσε. Εἶναι βαρύτερος, ἀσήκωτος.

Καὶ λέγει ὁ γονιός: «Θεέ μου, γύρισε πάνω σὲ μένα ὅ,τι θέλεις. Νὰ μὴ μείνει τίποτε στὸ σῶμα μου, πού νὰ μὴν πονάει. Μόνο πᾶρε μου αὐτὸ τὸν πόνο τὸν ψυχικό. Τὴν ταλαιπωρία μου ἀπὸ τὰ παιδιά μου».

Ὅποιός δὲν ἔχει νοιώσει, τί σημαίνει στοργὴ καὶ ἀγάπη πατέρα καὶ μητέρας, ἐκεῖνος δὲν καταλαβαίνει τί λέμε αὐτὴ τὴν στιγμή.

Ὑπάρχει ὅμως καὶ ἕνας ἄλλος πόνος, πού εἶναι μερικὲς φορές, μεγαλύτερος. Καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ πόνος νὰ αἰσθάνεται ἕνας ἄνθρωπος πού ζεῖ στὸν κόσμο ἀπομονωμένος. Ἀπομονωμένος ἀπὸ τὴν στοργὴ· ἀπομονωμένος ἀπὸ τὴν ἀγάπη. Ἀπομονωμένος ἀπὸ τὸ ἐνδιαφέρον τῶν ἄλλων. Νὰ αἰσθάνεται καὶ ἐγκαταλελειμένος ἀπὸ τὸν Θεό. Νὰ αἰσθάνεται ὅτι εἶναι ἰδεολογικά, μέσα σ’ αὐτὴ τὴν ἀπεραντωσύνη τοῦ κόσμου -ἕξι δισεκατομμύρια ἄνθρωποι- ὁλομόναχος.

Εἶναι μεγάλο τὸ παράπονο, βαθὺς ὁ πόνος. Γιατί ἡ ἀγάπη, ἡ στοργή, ἡ συμπαράσταση, τὸ χαμόγελο, ἡ καλωσύνη, ἁπαλύνει τὰ πάντα.

Ὁ ἅγιος προφήτης Ἠλίας, δοκίμαζε στὸ διάστημα τῆς ζωῆς του, αὐτὸ τὸν τραγικὸ πόνο. Καὶ ἔλεγε καὶ τὸ ξανάλεγε: «Ζηλῶν, ἐζήλωκα τῷ Κυρὶῳ τῷ παντοκράτορι».

Προσπάθησα νὰ γνωρίσω τὸν ἀληθινὸ τὸν Θεό. Νὰ τὸν ἀγαπήσω. Νὰ τὸν προσκυνήσω μὲ ὅλη μου τὴν δύναμη. Καὶ αἰσθάνομαι μόνος. Ὁλομόναχος. Μονώτατος. Καὶ νὰ ἦταν μόνο ἡ μοναξιά; Ἐπειδῆ πιστεύω στὸ Θεὸ «ζητοῦσι τὴν ψυχή μου». Θέλουν νὰ μὲ σκοτώσουν. Χιλιάδες ἄνθρωποι θέλουν τὸ κακό μου. Καὶ ζητοῦν νὰ μὲ σκοτώσουν.

Ἐάν ἐξετάσει κανεὶς αὐτὰ πού λέει ὁ ἅγιος προφήτης Ἠλίας καὶ τὰ ὅσα γράφει ἡ Παλαιὰ Διαθήκη στὴ διήγηση τοῦ βίου του καὶ τῶν θαυμάτων του, καταλαβαίνει ὅτι ὁ ἅγιος προφήτης Ἠλίας πέρασε τὴ ζωή του μὲ πόνο.

«Ὑπόδειγμα λάβετε κακοπαθείας». Ὄχι μόνο κακοπαθείας, ἀλλὰ καὶ μακροθυμίας, τοὺς προφήτας. Κακοπαθοῦσε ὁ προφήτης Ἠλίας, ἀλλὰ ποτὲ δὲν ἐγόγγυζε. Ὑπέμενε καὶ περίμενε. Ποιόν περίμενε; Τὸν Θεό.

Καὶ ὅπως λέμε ἐμεῖς στὴν παράκληση πρὸς τὴν Παναγία: «τὴν δέησιν ἐκχεῶ πρὸς Κύριον…», ἔτσι καὶ ὁ προφήτης Ἠλίας τὶς θλίψεις του, τὶς ἔλεγε μόνο στὸ Θεό. «Τὴν δέησιν του ἐξέχεε ἐνώπιον τοῦ Κυρίου». Καὶ ὁ Κύριος τί μᾶς λέγει;

Μᾶς λέγει πρῶτα ἀπ’ ὅλα, ἐκεῖνο πού εἶπε στὸν προφήτη Ἠλία ὅταν τοῦ παραπονέθηκε.

-Ἔμεινα μόνος μου Κύριε!

-Λάθος Ἠλία, λάθος! Τὰ μάτια τὰ δικά σου, δὲν βλέπουν τόσο καλά. Μὴν εἶσαι τόσο ἀπαισιόδοξος καὶ τόσο στενόκαρδος. Δὲν εἶσαι μοναχός σου. Εἶναι 7.000 ἀκόμη.

Γιὰ φαντασθεῖτε! Μονώτατος ἔλεγε. Ἕνας, ὁλομόναχος. Καὶ ὁ Θεὸς τοῦ λέγει: Εἶναι ἄλλοι 7.000. Γιὰ μάζεψέ τους ὅλους μαζὶ νὰ δεῖς τί εἶναι. Λαοθάλασσα, εἶναι 7.000 ἄνθρωποι. Καὶ εἶναι σὰν καὶ σένα. Δυνατοί, ἀκλόνητοι, δὲν τοὺς ἐπηρέασαν· οὔτε τὰ διατάγματα τοῦ Ἀχαάβ, οὔτε ἡ εἰδωλολατρεία πού πλημμύρισε, οὔτε ἡ ἁμαρτία πού καταμαγάρισε τὴν οἰκουμένη. Τίποτε δὲν τοὺς ἐπηρέασε. Στέκουν ἐπὶ τὴν πέτραν. Τὴν πέτραν τῆς πίστεως. Ἐπὶ τὴν πέτραν τὴν ἀσάλευτον. Καὶ μένουν ἀμετακίνητοι.

Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν προφήτη Ἠλία, κρύβει καὶ κάτι ἀκόμη γιὰ μᾶς. Ξέρετε τί;

Μὴ κοιτάζεις μόνο ἔξω, γύρω σου. Νὰ γυρίσεις καὶ νὰ ρίξεις ἕνα βλέμμα μέσα σου. Νὰ ἐξετάσεις:

Ποιό εἶναι τὸ ψυχικό σου περιεχόμενο;

Πῶς εἶναι ἡ ζωή σου;

Μήπως αὐτὰ πού σοῦ συμβαίνουν χρειάζονται, γιὰ νὰ βάλλεις μυαλὸ καὶ νὰ διορθωθεῖς; Μήπως ἔχεις κάνει λάθη καὶ γιὰ τὰ ὅσα σοῦ συμβαίνουν φταῖς ἐσὺ καὶ ὄχι οἱ ἄλλοι. Μήπως τὸ κατάντημά σου, προέρχεται ἀπὸ δικές σου πράξεις; Μήπως φταῖς μὲ τὶς ἁμαρτίες σου;

Καὶ εἶναι ἀνάγκη νὰ σὲ πιάσει ὁ Θεὸς λίγο ἀπὸ τὸ ἀφτί, γιὰ νὰ σοῦ γυρίσει τὸ νοῦ, τὴν καρδιά, τὴν σκέψη σὲ κάτι τὸ ἀνώτερο ἀπὸ τὸ πῶς πᾶνε τὰ οἰκονομικά, τὸ σπίτι καὶ ἡ ὑγεία;

Πόσο θὰ μᾶς ὠφελοῦσε νὰ κάναμε πότε-πότε αὐτὴ τὴν σκέψη!

Καὶ τὸ τρίτο: Λέει ὁ Θεὸς στὸν προφήτη Ἠλία:

-Ἄνοιξε τὰ μάτια σου καὶ κοίταξε ὄχι μόνο τὸ παρόν, ἀλλὰ τὸ μέλλον. Κοίταξε τὸ μέλλον, ὄχι ἕνα χρόνο οὔτε δέκα χρόνια μετά. Κοίταξε στὸ ἀπέραντο μέλλον.

Πότε τοῦ τὸ εἶπε αὐτὸ ὁ Θεός; Τότε ποῦ κατέβηκε τὸ πύρινο ἅρμα καὶ τὸν παρέλαβε στὸν οὐρανό. Ἦτὰν σὰν νὰ τοῦ ἔλεγε:

-Τώρα τί λές Ἠλία, μόνος σου εἶσαι στὸν κόσμο; Δὲν ὑπάρχει κανένας δίπλα σου; Μήπως Ἐκεῖνος πού ἤσουν δίπλα του, καὶ Κεῖνος δίπλα σου, ἀξίζει περισσότερο ἀπὸ ὅλο τὸν κόσμο; Γιὰ φαντασθεῖτε· πύρινο ἅρμα παρέλαβε τὸν προφήτη Ἠλία καὶ ἀνέβαινε στὸν οὐρανό. Πῶς ἀνέβαινε;

Θὰ λέγαμε ὅπως ἀνέβηκε ὁ Κύριος μας Ἰησοῦς Χριστός. «Ἐν δόξῃ». Καὶ βλέποντάς τον ὁ ἅγιος μαθητής του, ὁ προφήτης Ἐλισαῖος ἀπὸ κάτω, ἔκλαιε καὶ φώναζε:

-Πατέρα μου, πατέρα μου, ἅρμα τοῦ Ἰσραὴλ καὶ ἱππεὺς αὐτοῦ.

Σὰν νὰ ἔλεγε:

-Τὸ ὅπλο μας, ἡ παρηγοριά μας… Γιατί σκεπτόμαστε πώς εἴχαμε κοντὰ μας ἕναν τέτοιον ἄνθρωπο τὸν ὁποῖο ὁ Θεὸς ἀγάπησε τόσο καὶ τὸν πῆρε μὲ τέτοιο τρόπο στὴν αἰώνια ζωή.

Ποιός δὲν θὰ θυσίαζε τὰ πάντα γιὰ νὰ φτάσει ἐκεῖ ποῦ ἔφτασε ὁ προφήτης Ἠλίας;

Ἀλλὰ ἐκεῖνα πού ἔγιναν στὸν προφήτη Ἠλία, μποροῦν ὅταν τὸ θέλομε νὰ γίνουν καὶ σὲ μᾶς. Ὁ Θεὸς δὲν εἶχε ἰδιαίτερες συμπάθειες στὸν προφήτη Ἠλία. Ἀλλὰ εἶναι γενικὰ φιλάνθρωπος, οἰκτίρμων καὶ ἐλεήμων. Ἀνάλογα στὸν καθένα μας, μὲ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό, τὴν πίστη στὸ Θεό, μὲ τὴν ἀφοσίωση στὸ Θεό, μὲ τὴν κακοπάθεια καὶ μὲ τὴν μακροθυμία. Δηλαδὴ μὲ τὸν τρόπο πού ἀντιμετωπίζομε τὴν κακοπάθεια, τὴν φυσικὴ κακοπάθεια στὴ ζωή μας. Παράδειγμα: Τώρα στεκόμαστε ὄρθιοι στήν Ἐκκλησία, γιὰ νὰ παρακολουθήσομε τὴν ἀκολουθία καὶ νὰ ἀκούσομε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, πού φαινομενικὰ βγαίνει ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ ἱερέως, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα τὸ θέλομε καὶ τὸ ἐπιθυμοῦμε νὰ μιλάει διὰ μέσου τοῦ στόματος τοῦ ἱερέως, τοῦ ταπεινοῦ ἀνθρώπου, ὁ ἴδιος ὁ σωτῆρας μας Ἰησοῦς Χριστός. Ὁ ὁποῖος λέγει: «Ἅπλωσα τὰ χέρια μου, καὶ ἁπλώνω τὰ χέρια μου, ἀπὸ τὸ πρωὶ μέχρι τὸ βράδυ. Καὶ παρακαλῶ τὸ λαὸ μου μὲσῳ τῶν δούλων μου νὰ γυρίσουν κοντά μου».

Νὰ μιὰ κακοπάθεια, πού θέλει μακροθυμία. Καὶ γι’ αὐτὴ θὰ ἔχομε τὸν μισθὸ τῆς κακοπάθειας καὶ τῆς μακροθυμίας τοῦ ἁγίου καὶ δικαίου προφήτη Ἠλία. Μὲ τὸ χαμόγελο λοιπὸν στήν Ἐκκλησία. Ὄχι μὲ πικρὴ καρδιά.

Λέει ὁ προφήτης Ἠλίας: «Ζηλῶν ἐζήλωκα τῷ Κυρὶῳ παντοκράτορι». Καὶ ζητᾶνε νὰ μὲ σκοτώσουν. Ἔμεινα μόνος. Θεέ μου μὲ ξέχασες…

Καὶ τί κάνει ὁ Θεός; Τοῦ λέει:

-Πὲς νὰ μὴν βρέξει τριάμισυ χρόνια στὴ γῆ, νὰ δεῖς ποιός εἶναι κοντά σου καὶ ποιός δὲν εἶναι. Καὶ πόσο ἀξίζει νὰ εἶναι κανεὶς κοντὰ στὸ Θεό.

Εἶπε ὁ προφήτης Ἠλίας:

-Τριάμισυ χρόνια, νὰ μὴν βρέξει.

Καὶ δὲν πέφτει σταγόνα. Μετὰ τοῦ λέει ὁ Θεός:

-Πήγαινε σ’ αὐτὸ τὸν βασιλιᾶ τόν Ἀχαὰβ καὶ πές του. Νὰ μαζευτεῖ ὅλος ὁ κόσμος στὸ Καρμήλιο. Νὰ κάνετε θυσία. Καὶ νὰ φανεῖ τί Θεὸ λατρεύει ὁ καθένας.

Τοὺς μάζεψε ὅλους ὁ βασιλιᾶς στὸ Καρμήλιο. ὁ προφήτης Ἠλίας καλεῖ τοὺς ἱερεῖς τοῦ Βάαλ καὶ τοὺς λέει:

-Δὲν πιστεύετε στὸ Θεό. Πιστεύετε στὰ δαιμόνια καὶ στὰ μάγια.

Λατρεύανε τὸν Δία, τήν Ἀφροδίτη, λατρεύανε τὸν Βάαλ. Δηλαδὴ κάτι δαιμόνια τῆς πορνείας. Τῆς αἰσχρότητας.

Ὁ Ἠλίας, ἔβαλε τοὺς ἱερεῖς νὰ προσευχηθοῦν. Αἶσχος θρησκεία, αἶσχος ἱερεῖς, αἶσχος προσευχή.

Καὶ φυσικὰ μηδὲν τὸ ἀποτέλεσμα.

-Κάνετε θυσία στὸ Θεὸ σας, τοὺς εἶπε. Ἂν ἀνάψει μόνος του φωτιὰ καὶ κάψει τὴ θυσία σας, ὅλα δικά σας· καὶ ἐγὼ μαζί σας. Ἂν ὅμως ὁ Θεός, δὲν σᾶς ἀπαντήσει καὶ ἀκούσει ἐμένα, νὰ ἀκολουθήσετε ἐσεῖς τὸν Θεὸ τοῦ Ἰσραήλ.

Φώναζαν ἀπὸ τὸ πρωὶ μέχρι τὸ μεσημέρι 850 ἱερεῖς τοῦ ψεύτικου θεοῦ Βάαλ, ἑνὸς δαιμονίου «καὶ οὐκ ἦν φωνὴ οὐκ ἦν ἀκρόασις». Σιωπὴ ἀπὸ τὸν θεό τους.

Καὶ ἀντὶ νὰ ἔχουν εὐλογία ἀπὸ τὴν προσευχή, νὰ τὸ ποῦμε ἁπλᾶ, ὁ ἀληθινὸς Θεὸς τοὺς ἔλεγε:

-Τέτοιοι ποῦ εἴσαστε, τέτοια σᾶς χρειάζονται καὶ χειρότερα!

Δὲν τὸν ἄκουγαν τὸν Θεὸ νὰ τοὺς μιλᾶ, ἀλλὰ τελικὰ κατάλαβαν τί λατρεύουν. Ἀφοῦ «οὐκ ἦν φωνὴ καὶ οὐκ ἦν ἀκρόασις».

Ὅτὰν κουράστηκαν νὰ φωνάζουν ὁ προφήτης Ἠλίας τοὺς ἔκανε πέρα. Πῆρε 12 πέτρες καὶ ἀνόρθωσε στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου ἕνα παλαιὸ κατεστραμένο θυσιαστήριο πού ὑπῆρχε ἐκεῖ, ἀφιερωμένο στὸν Θεὸ τοῦ Ἰσραήλ. Ἔβαλε τὴν θυσία πάνω στὸ θυσιαστήριο τὴν κατάβρεξε τρεῖς φορὲς μὲ κουβᾶδες νερό, ὥστε νὰ μὴν ὑπάρχει δυνατότητα νὰ ἀνάψει ἄνθρωπος φωτιὰ καὶ εἶπε δυὸ ἁπλᾶ λόγια:

-Κύριε, ἐπάκουσόν μου ἐν πυρί. Ρῖξε φωτιὰ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ κάψε τὴν θυσία. Γιὰ νὰ ἀνοίξουν τὰ ἀφτιὰ καὶ οἱ καρδιὲς αὐτοῦ τοῦ λαοῦ, νὰ καταλάβει τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ σωθεῖ.

Μὲ τὸ ποῦ τὸ εἶπε, ἔπεσε φωτιὰ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ κατέκαψε ὄχι μόνο τὴν θυσία καὶ τὰ ξύλα· μὰ καὶ τὶς πέτρες καὶ τὸ χῶμα γύρω ἀπὸ τὸ θυσιαστήριο. Τέτοια φωτιὰ κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανό.

Ὅλοὶ ἔπεσαν μὲ τὸ πρόσωπο στὴ γῆ, καὶ εἶπαν:

-Δόξα σοι Κύριε, δόξα σοι Θεέ μας. Μᾶς ἀποκάλυψες τὴν ἀλήθεια.

Ἔπειτα εἶπε ὁ Ἠλίας:

-Τώρα, φευγᾶτε ὅσο μπορεῖτε πιὸ γρήγορα γιατί ἔφτασε ἡ βροχή.

Καὶ ὅσο νὰ ξεκινήσουν, τοὺς ἔπιασε ἡ μπόρα. Ὁ προφήτης Ἠλίας πῆρε τὸ καπίστρι τοῦ ἀλόγου τοῦ βασιλιᾶ τοῦ Ἰσραήλ, τοῦ ἀποστάτη Ἀχαάβ, πήγαινε μπροστὰ καὶ τοῦ ἔλεγε:

-Μὴ φοβᾶσαι βασιλιᾶ μου. Μόνο ἕνα νὰ φοβᾶσαι, τὸν ἀληθινὸ Θεό. Σταγόνα δὲν θὰ πέσει πάνω σου.

Καὶ ὅπως συνέβη στὰ θαύματα τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος, ἔτσι συνέβη καὶ τότε. Ὅπου περπάταγε ὁ προφήτης Ἠλίας μὲ τόν Ἀχαάβ, κρατῶντας τὸ καπίστρι τοῦ μουλαριοῦ του, σταγόνα δὲν ἔπεσε ἐπάνω του. Γύρω τους γινόταν κατακλυσμός. Γιατί;

Γιατί ὁ Θεὸς εἶναι Κύριος καὶ τῆς φωτιᾶς καὶ τοῦ νεροῦ. Καὶ τοῦ τόπου καὶ τῶν πάντων. Κάνει ἐκεῖνο ποῦ θέλει καὶ δείχνει τὴν προστασία του, τὴν ἐκτίμησή του, τὴν ἀγάπη του μὲ χίλιους δυὸ τρόπους.

Ἐμεῖς, ἔχομε χρέος νὰ διερωτώμαστε:

«Στέκομε καλὰ κοντὰ στὸ Θεό; Εἴμαστε ἄξιοι νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὸ ἔλεός του, μὲ τὴν ἀγάπη του καὶ μὲ τὴν στοργή του μαζὶ μας ὁ Θεός»;

Τὰ ἔμαθε ὅλα ἡ βασίλισσα Ἰἐζάβελ ἡ γυναῖκα τοῦ Ἀχαάβ. Δὲν συγκινήθηκε καθόλου. Οὔτε μετάνοια ἔδειξε. Ἀλλὰ ὀργίσθηκε καὶ ἀποφάσισε νὰ ἐκδικηθεῖ.

-Αὔριο ὁ Ἠλίας πρέπει νὰ εἶναι πεθαμένος, εἶπε.

Καὶ ὁ Ἀχαάβ, ἀντὶ νὰ τὸν σεβαστεῖ ἐστράφη πάλι ἐναντίον του.

Ὁ προφήτης Ἠλίας τὸ ἔμαθε καὶ φοβήθηκε. Αὐτὸς πού δὲν ὑπολόγισε κανένα καὶ εἶχε τὴν αἴσθηση ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι κοντά του, φοβήθηκε τήν Ἰἐζάβελ καὶ ἔφυγε στὴν ἄλλη ἄκρη τοῦ κόσμου.

-Θεέ μου, τόσα ἔγιναν καὶ πάλι τὴν ψυχή μου γυρεύουν. Ποῦ νὰ πάω;

Παίρνει τὰ μάτια του καὶ ξεκινάει γιὰ τὸ Σινᾶ. Ἦτὰν τόσο ἀπογοητευμένος, πού ὅταν βρῆκε ἕνα δένδρο μὲ ἀγκάθια κρύφτηκε ἐκεῖ, ξάπλωσε στὸν ἴσκιο, καὶ κοιμήθηκε.

Μὰ ἄγγελος Κυρίου τὸν σκουντᾶ:

-Ξύπνα Ἠλία. Ξύπνα νὰ φᾶς κάτι. Σοῦ ἔχω φαγητὸ ἕτοιμο. Μὴ φοβᾶσαι.

Τοῦ ἔδειχνε τὸ φαγητό.

-Φάε.

Καὶ δεύτερη φορὰ τὸ ἴδιο. Γιατί ὁ προφήτης Ἠλίας ἔλεγε: -Δὲν ἔχω ὄρεξη οὔτε βῆμα νὰ κάνω.

Ξαναξάπλωνε καὶ κοιμόταν.

Καὶ τὸν ξύπναγε ὁ ἄγγελος:

-Φάε προφήτη μου, ἔχεις δρόμο νὰ κάνεις.

Ἔφαγε τρεῖς φορές, περπάτησε καὶ ἔφτασε στὸ Σινᾶ.

Τί τὸν ἤθελε ὁ Θεὸς στὸ Σινᾶ;

Ὅτὰν ἔφτασε ἐκεῖ, τοῦ λέει ὁ Θεός:

-Ἠλία, τί θέλεις ἐδωπέρα;

-Νὰ σωθῶ. Θέλουν νὰ μὲ σφάξουν. Μακρύτερα ἀκόμη νὰ πάω.

Τοῦ λέει ὁ Θεός:

-Μὴ φοβᾶσαι. Στάσου. Πρόσεξε σ’ αὐτὸ πού θὰ δεῖς.

Θὰ γίνει πρῶτα ἕνας φοβερὸς σεισμός. Μὴ φοβηθεῖς. Μὴν τὸν πάρεις στὰ σοβαρά. Θὰ πέφτουν τὰ ὄρη, θὰ τρέμει ἡ γῆ, δὲν θὰ μένει τίποτε ὄρθιο· ἀλλὰ μὴ φοβᾶσαι. Δὲν εἶναι τίποτε. Οὔτε εἶναι δουλειὰ τοῦ Θεοῦ αὐτὸς ὁ σεισμός. Τίποτε δὲν εἶναι. Θὰ περάσει.

Μετὰ θὰ πέσει μιὰ φωτιὰ πού θὰ καίει τὰ πάντα. Ὅπως μπορεῖ ὅταν θέλει ὁ Θεός, νὰ στείλει φωτιὰ νὰ κάψει κάθε ἁμαρτία καὶ κάθε κακό. Μὴ φοβᾶσαι. Οὔτε σ’ αὐτὴ τὴν φωτιὰ θὰ εἶναι ὁ Θεός.

Ἔπειτα θὰ φυσήξει ἕνα δροσερὸ ἀεράκι. Αὔρα λεπτή. Ἕνὰ ἐντελῶς δροσερὸ ἀεράκι πού κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ λέει: «Ἄχ, τί ὡραῖα πού εἶναι μετὰ τὴν ζέστη καὶ τὸν καύσωνα». Τίποτε ἄλλο. Ἐκεῖ μέσα θὰ εἶμαι!

Στάθηκε ὁ προφήτης Ἠλίας μέσα σ’ ἕνα βράχο, ἔνοιωσε τὸν σεισμό, εἶδε καὶ τὴν φωτιά.

Καὶ μετά, ὅταν πέρασαν τὰ δυὸ μεγάλα σημεῖα, φύσηξε τὸ δροσερὸ ἀεράκι.

Βγῆκε ἀπὸ τὸν βράχο ὁ προφήτης Ἠλίας σήκωσε τὴν μηλωτή του καὶ σκέπασε τὸ πρόσωπό του, γιατί τοῦ εἶπε ὁ Θεός: «Ἐκεῖ μέσα θὰ εἶμαι».

Ἔλεγε ὁ προφήτης: «Εἶμαι ἄξιος ἐγώ, νὰ δῶ τὸν Θεό»;

Καὶ μὲ τὸ πρόσωπό του σκεπασμένο, στάθηκε μέσα στὸ δροσερὸ ἀεράκι. Τοῦ φώναξε ὁ Θεός:

-Ἠλία γύρισε στὴν ἱερουσαλὴμ καὶ στὴ Σαμάρεια. Νὰ βρεῖς τὸν μαθητὴ σου τόν Ἐλισαῖο, νὰ τὸν εὐλογήσεις. Νὰ τὸν χρίσεις προφήτη. Διάδοχό σου. Νὰ κηρύττει τὴν ἀλήθεια.

Καὶ μετὰ θὰ πᾶς νὰ βρεῖς τόν Ἰηοῦ.

Νὰ τὸν χρίσεις βασιλέα τοῦ Ἰσραήλ.

Κατόπιν θὰ βρεῖς τὸν Ἄδερ.

Καὶ θὰ τὸν χρίσεις βασιλέα τῆς Συρίας.

Ὅποιός γλυτώσει ἀπὸ τόν Ἐλισαῖο θὰ τὸν τιμωρήσει ὁ Ἰηοῦ. Καὶ ὅποιος γλυτώσει ἀπὸ τόν Ἰηοῦ, θὰ τὸν τιμωρήσει ὁ βασιλιᾶς τῆς Συρίας. Θὰ διορθωθεῖ ὁ κόσμος. Ἐγὼ εἶμαι αὔρα λεπτή. Δροσιὰ γιὰ τὸν κόσμο, ὄχι φωτιά, ὄχι σεισμός.

Τὰ ἔκανε ὅλα ὁ προφήτης Ἠλίας, ὅπως τὰ εἶπε ὁ Θεός. Ἔχρισε τοὺς τρεῖς αὐτοὺς ἀνθρώπους καὶ μετὰ τὸν παρέλαβε ὁ Θεὸς στὸν οὐρανό.

Καὶ τί ἔγινε;

Ὁ προφήτης Ἐλισαῖος σὲ ὅλη του τὴ ζωὴ ἐκήρυττε. Καὶ ἐκεῖνο πού δὲν πέτυχε ὁ Ἠλίας τὸ πέτυχε ὁ μαθητής του. Γύρισε ὅλος ὁ λαὸς στὴν ἀληθινὴ πίστη τοῦ Χριστοῦ! Ναί, σωστὰ τὸ εἴπαμε. Πρὶν ἀκόμη ἔλθει «ἐν σαρκί», μὲ τὴν σάρκα του, πρὶν ἀκόμη γεννηθεῖ ἀπὸ τὴν ἁγία Παρθένο.

Ὅσους δὲν θέλησαν νὰ πιστεύσουν, ὁ ζηλωτὴς τῆς πίστεως βασιλιᾶς Ἰηοῦ, τοὺς ἔδιωξε. Τοὺς ἐτιμώρησε.

Καὶ ὅσοι δὲν πίστευσαν οὔτε μὲ τὴν τιμωρία, οὔτε μὲ τὰ ἄλλα μέτρα τοῦ ἐνάρετου καὶ εὐσεβοῦς βασιλιᾶ Ἰηοῦ, ἔκανε ἐπιδρομὴ ὁ βασιλιᾶς τῆς Συρίας καὶ τοὺς ἐξολόθρευσε. Καὶ ἐπεκράτησε ἡ ἀληθινὴ πίστη, καὶ ἔμειναν στὴ γῆ τοῦ Ἰσραὴλ οἱ ἐκλεκτοὶ τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ ἑτοιμάζουν τὴν ἔλευση τοῦ σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Ὁ Θεὸς μὲ τὸν δικό του τρόπο, διώρθωσε τὰ πάντα.

Μακάρι καὶ σὲ μᾶς, στὸν καθένα μας, νὰ συμβεῖ αὐτὸ τὸ μεγαλεῖο τῆς πίστεως, πού συνέβη στὸ πρόσωπο τοῦ ἁγίου καὶ μεγάλου προφήτη Ἠλία.

Ὁ Θεὸς μὲ τὴν δύναμή του καὶ μὲ τὴν σοφία του, παρεμβαίνει καὶ ἀμείβει τὴν πίστη καὶ τὴν ὑπομονή, τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ἀφοσίωση τῶν δούλων του.

Ἀνακουφίζει τὴ ζωή τους καὶ τὴν γεμίζει μὲ τὴν παρουσία του καὶ τὴν χάρη του. Μὲ τὸ ἔλεός του, τὴν ἀγάπη του καὶ τὴν προστασία του.

Μόνο ἐμεῖς ἂς μιμούμεθα ὅσο μποροῦμε περισσότερο τὸν ἅγιο καὶ δίκαιο προφήτη Ἠλία, τὸν τόσο ἀγαπητὸ στὸ Θεό.

Πού τὸ εἶχε καταλάβει ὅτι πρέπει νὰ ἔχει μακροθυμία, ἀφοσίωση καὶ ἐμπιστοσύνη στὸ Θεό. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς τὸν δόξασε.

Ἐμεῖς πάντα κοντά του, μιμητές του, στὰ ἴχνη του.

Καὶ ἀκολουθώντας τον, νὰ ἀξιωθοῦμε νὰ ἔχομε τὴν μεγάλη προστασία τοῦ Κυρίου μας. Ἀμήν.-

 

Διασκευασμένη ὁμιλία ποῦ ἔγινε στὸν ἱ. Ναὸ Πρόφ. Ἠλία Πρέβεζας 19/7/1996.