Συναξαριστής

(Ὀκτ.1) Ἀνανίου άποστόλου, Ῥωμανοῦ τοῦ μελῳδοῦ


Ὁ Ἅγιος Ἀνανίας ὁ Ἀπόστολος

Ὑπακούσατε «ἐκ καρδίας εἰς ὃν παρεδόθητε τύπον διδαχῆς». Κάνετε ὑπακοὴ μὲ ὅλην τὴν καρδιά σας στὸν ἀκριβῆ κανόνα τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας.

Τέτοιος ἄνθρωπος ὑπακοῆς στὸ Θεὸ ἦταν καὶ ὁ ἀπόστολος Ἀνανίας. Διότι, ὅταν ὁ Θεὸς τοῦ εἶπε μὲ ὅραμα νὰ συναντήσει τὸ Σαῦλο, ποὺ ἦταν ὁ φόβος καὶ ὁ τρόμος τῶν χριστιανῶν, ἔκανε ὑπακοὴ στὰ λόγια τοῦ Κυρίου. Ἀμέσως πῆγε στὴν Εὐθεῖα ὁδὸ καὶ ἀναζήτησε τὸ σπίτι τοῦ Ἰούδα, ὅπου ἦταν ὁ Σαύλος. Τὸν θεράπευσε, τὸν βάπτισε χριστιανό, καὶ ἔπειτα αὐτός, μὲ τὸ ὄνομα Παῦλος, ἔγινε ὁ μέγας Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν.

Κατόπιν ὁ Ἀνανίας πῆγε στὴν Ἐλευθερούπολη, ὅπου μὲ τὴν διδασκαλία του εἵλκυσε στὸ Χριστὸ πολυάριθμες ψυχές. Ὁ θόρυβος ὅμως ποὺ δημιούργησε ἡ ἀποστολική του δράση, ἔκανε τὸν ἡγεμόνα Λουκιανὸ νὰ τὸν συλλάβει. Χρησιμοποίησε πολλοὺς καὶ ποικίλους τρόπους προκειμένου νὰ ἀλλαξοπιστήσει ὁ Ἀνανίας.

Ἀλλὰ ὁ Ἀνανίας ἔμεινε ἀμετακίνητος στὰ χριστιανικά του φρονήματα. Τότε ὁ Λουκιανὸς τὸν μαστίγωσε μὲ νεῦρα βοδιῶν. Ἔπειτα, μὲ σιδερένια νύχια τοῦ ξέσχισε τὰ πλευρὰ καὶ ἔκαψε τὶς πληγές του μὲ ἀναμμένες λαμπάδες. Τέλος, ἀφοῦ τὸν ἔβγαλε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, τὸν λιθοβόλησε.

Ἔτσι, ὁ Ἀνανίας πῆρε τὸ ἁμαράντινο στεφάνι τῆς ὑπακοῆς στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς ἔμπλεως χάριτος, τοῦ Τρισηλίου φωτός, τὸ σκεῦος ἐφώτισας, τῆς ἐκλογῆς τοῦ Χριστοῦ, Ἀνανία Ἀπόστολε, ὅθεν ἀνακηρύξας, εὐσεβείας τὸν λόγον, ἄθλοις ἐβεβαιώσω, τὴν σωτήριον χάριν δι’ ἧς τοῖς σὲ εὐφημοῦσι, δίδου τὰ πρόσφορα.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’.
Ἀπόστολε Ἅγιε Ἀνανία, πρέσβευε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ, ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὴν ἐν πρεσβείαις.
Ὁ ἐν πρεσβείαις θερμότατος ἀντιλήπτωρ, καὶ τῶν αἰτούντων ταχύτατα εἰσακούων, δέξαι τὴν δέησιν Ἀνανία ἡμῶν, καὶ τὸν Χριστὸν δυσώπει, τοῦ σῶσαι τοὺς ὑμνοῦντάς σε, τὸν μόνον ὑπάρχοντα φιλάνθρωπον.


Ὁ Ὅσιος Ῥωμανὸς ὁ μελῳδὸς ὁ ποιητὴς τῶν Κοντακίων

Ὁ Γερμανὸς Κρουμβάχερ, πλέκει ἄξιο τὸ ἐγκώμιο τοῦ Ῥωμανοῦ. Ἡ κριτική, λέει, ἀνακήρυξε τὸν Ῥωμανὸ σὰν τὸν μεγαλύτερο ποιητὴ τοῦ Βυζαντινοῦ αἰῶνα, ἀληθινὸ Πίνδαρο αὐτοῦ. Κατεῖχε ἀνεξάντλητο πλοῦτο ἰδεῶν, ἀνυπέρβλητη πλαστικότητα φράσεως, μεστὴ καὶ δυνατὴ γλῶσσα, θησαυρὸ ἁρμονίας ποικίλων καὶ καλλιτεχνικῶν ῥυθμῶν.

Δυστυχῶς, οἱ βιογραφικὲς πληροφορίες γιὰ τὸν Ῥωμανὸ εἶναι λιγοστές.

Ἔζησε τὸν 6ο μ.Χ. αἰῶνα ἐπὶ βασιλέως Ἀναστασίου τοῦ Α´, καὶ ἄλλοι λένε τὸν 8ο αἰῶνα ἐπὶ Ἀναστασίου τοῦ Β´.

Στὴν ἀρχὴ ἦταν διάκονος στὴν Ἐκκλησία τῆς Βηρυτοῦ. Ἀπὸ κεῖ πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου διέμενε στὰ κελιὰ τοῦ ναοῦ τῆς Θεοτόκου, ποὺ ἔκτισε κάποιος εὐσεβὴς χριστιανὸς ὀνόματι Κῦρος.

Σύμφωνα μὲ κάποια διήγηση, ὁ Ῥωμανὸς εἶχε μέτρια μόρφωση καὶ τὸ ποιητικό του τάλαντο ἦταν ἄγνωστο ἀκόμα καὶ σ᾿ αὐτὸν τὸν ἴδιο. Παρακολουθοῦσε ὅμως τακτικὰ τὶς κατανυκτικὲς ὁλονυκτίες στὸν ναὸ τῆς Παναγίας τῶν Βλαχερνῶν. Σὲ μία ἀπ᾿ αὐτὲς λοιπόν, γιορτὴ τῶν Χριστουγέννων, ἡ ψυχή του γέμισε τόση θερμὴ καὶ ἰσχυρὴ κατάνυξη, ὥστε ὅταν γύρισε στὸ κελί του, εἶδε σὲ ὄνειρο τὴν Θεοτόκο νὰ τοῦ δίνει ἕνα τόμο χαρτὶ γιὰ νὰ τὸν φάει.

Ὁ Ῥωμανὸς ξύπνησε καὶ γεμάτος θεία ἔμπνευση συνέθεσε τὴν ἀθάνατη ᾠδὴ στὴ γέννηση τοῦ Χριστοῦ: «Ἡ παρθένος σήμερον τὸν ὑπερούσιον τίκτει».

Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ἐκείνη, ἡ ποιητικὴ αὐτὴ ἐπιφοίτηση παρέμεινε διαρκὴς καὶ πλούσια στὴ φαντασία καὶ τὴν καρδιὰ τοῦ Ῥωμανοῦ, ποὺ ἀναδείχτηκε ὁ γονιμότερος καὶ ἔξοχοτερος τῶν μελῳδῶν τῆς Ἐκκλησίας.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς σάλπιγξ θεόληπτος, τῶν οὐρανίων ᾠδῶν, ἐνθέως ἐφαίδρυνας, τὴν Ἐκκλησίαν Χριστοῦ, τοῖς θείοις σου ἄσμασι, σὺ γὰρ τῆς Θεοτόκου, ἐμπνευσθεὶς τῇ ἑλλάμψει, ἔνθεος ὑμνηπόλος, ἐγνωρίσθης ἐν κόσμῳ, διὸ σὲ πόθῳ τιμῶμεν, Ρωμανὲ Ὅσιε.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Ἐν σοὶ Πάτερ ἀκριβῶς διεσώθη τὸ κατ᾽ εἰκόνα· λαβὼν γὰρ τὸν σταυρόν, ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, καὶ πράττων ἐδίδασκες, ὑπερορᾷν μὲν σαρκός, παρέρχεται γάρ· ἐπιμελεῖσθαι δὲ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτoυ· διὸ καὶ μετὰ Ἀγγέλων συναγάλλεται, Ὅσιε Ῥωμανὲ τὸ πνεῦμά σου.


Οἱ Ἅγιοι Μιχαὴλ ἡγούμενος τῆς Μονῆς Ζώβης καὶ 36 ἄλλοι Ὁσιομάρτυρες

Οἱ ὁσιομάρτυρες αὐτοί ἔζησαν στὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Κωνσταντίνου ΣΤ´ καὶ τῆς μητέρας του Εἰρήνης (780).

Κατοικοῦσαν στὴ Μονὴ Ζώβη, ποὺ βρισκόταν κοντὰ στὴ Σεβαστούπολη. Ἐπειδὴ τότε ὁ Ἀμηρᾶς τῶν Ἀγαρηνῶν, Ἀλεὶμ ὀνομαζόμενος, πολεμοῦσε τὴν χώρα ἐκείνη, συνέλαβε καὶ τοὺς Ὅσιους αὐτοὺς Πατέρες, καὶ τοὺς παρακινοῦσε νὰ ἀρνηθοῦν τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ.

Ὁ δὲ Ὅσιος ἡγούμενος Μιχαὴλ ἔλεγξε δριμύτατα τὸν Ἀγαρηνὸ ἄρχοντα, τοὺς δὲ Μοναχοὺς τοὺς ἐνθάῤῥυνε νὰ ὑπομείνουν γενναῖα τὸν θάνατο γιὰ τὸν Χριστό. Ἔτσι, ὅλοι ἀποκεφαλίστηκαν γιὰ τὴ δόξα τοῦ Χριστοῦ.


Ὁ Ἅγιος Δομνῖνος

Ἔζησε στὰ τέλη τοῦ 3ου αἰῶνα (288) καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη.

Ὅταν ὁ Μαξιμιανὸς ἔκτιζε βασιλικὰ ἀνάκτορα στὴν πόλη αὐτή, τότε συνελήφθη ὁ Ἅγιος αὐτὸς σὰ Χριστιανὸς καὶ κήρυκας τῆς εὐσέβειας.

Ὁδηγήθηκε μπροστὰ στὸν βασιλιὰ Μαξιμιανό, ποὺ τὸν κατηγόρησε ὅτι τολμάει νὰ ὁμολογεῖ ἄλλον Θεό, ἀπ᾿ αὐτὸν ποὺ ὁ βασιλιὰς λατρεύει, καὶ τοῦ συνέστησε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, ἂν θέλει νὰ ζήσει. Ὁ Ἅγιος ὅμως δὲν πείστηκε καὶ ὁ βασιλιὰς διέταξε καὶ τοῦ ξέσχισαν τὸ σῶμα. Ἀλλ᾿ ὁ Δομνῖνος, ἐνῷ ἔπασχε, περιγελοῦσε τὸν τύραννο. Τότε αὐτὸς διέταξε νὰ τὸν ὁδηγήσουν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη καὶ νὰ τοῦ σπάσουν τὰ σκέλη. Ἀφοῦ λοιπόν, ἔκοψαν μὲ τὸν πιὸ ὠμὸ τρόπο τὰ πόδια, ἔμεινε ἀκόμη ζωντανὸς ἑπτὰ ὁλόκληρες ἡμέρες χωρὶς νὰ φάει τελείως. Ἔπειτα εὐχαριστῶντας τὸ Θεό, τοῦ παρέδωσε τὴν ἁγία του ψυχή.


Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ ψάλτης, ὁ καλούμενος Κουκουζέλης

Ἄριστος μουσικὸς καὶ καλλικέλαδος.

Καταγόταν ἀπὸ τὸ Δυῤῥάχιο, ἔζησε στὰ χρόνια τῶν Κομνηνῶν καὶ ἦταν ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα. Ἡ εὐσεβὴς μητέρα του ὅμως, ἔδωσε τὴν εὐκαιρία στὸ παιδί της νὰ μάθει τὰ ἱερὰ γράμματα, τὸ ὁποῖο, ἐπειδὴ ἦταν πολὺ ἔξυπνο καὶ πολὺ καλλίφωνο, ὅλοι τὸ φώναζαν ἀγγελόφωνο.

Σὲ κατάλληλη ἡλικία κατέφυγε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου μόνασε στὸ κελὶ τῶν Ἀρχαγγέλων τῆς Μεγίστης Λαύρας. Ἔψαλε στὴ Μεγίστη Λαύρα μαζὶ μὲ τὸν Γρηγόριο Δομέστικο, ποὺ ἀναφέρουμε ἀμέσως παρακάτω.

Ἔτσι ὁσιακὰ ἀφοῦ ἔζησε ὁ Ἰωάννης, ψάλλοντας θεσπέσιους ὕμνους πρὸς τὸ Θεό, ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ στὶς ἀρχὲς τοῦ 15ου αἰῶνα καὶ τάφηκε στὸ κελὶ ποὺ μόναζε.


Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος ὁ Δομέστικος

Ἦταν καὶ αὐτὸς περίφημος ψάλτης τῆς Μεγίστης Λαύρας.

Ὅταν ἡγούμενος ἦταν ὁ Ἰάκωβος ὁ Πρικανᾶς, ὁ Γρηγόριος ἔψαλλε κατὰ τὴν παραμονὴ τῶν Φώτων ὄχι τὸ «Ἄξιόν ἐστι», ἀλλὰ τὸ  Ἐπὶ σοὶ χαίρει» στὴ λειτουργία.

Στὸ τέλος δὲ τῆς ἀγρυπνίας μισοκοιμήθηκε, καὶ νά, βλέπει τὴν Δέσποινα Θεοτόκο νὰ εἶναι πάνω του καὶ νὰ τοῦ λέει: «Δέξαι σου τὸ ψαλτικόν, ὦ Δομέστικε, καὶ εὐχαριστῶ σοι πολλά». Καὶ ἀφοῦ εἶπε αὐτό, τοῦ ἔδωσε στὸ χέρι ἕνα φλουρί, ποὺ ἀμέσως τὸ ἔβαλε, μετὰ ἀπ᾿ αὐτά, στὴν εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Μεγίστης Λαύρας. Ὅλα αὐτὰ βέβαια, σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση τῆς μονῆς.

Ἔτσι λοιπὸν θεάρεστα ἀφοῦ ἔζησε ὁ Γρηγόριος, ἀπεβίωσε εἰρηνικά.


Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ τὴν ἀνάμνησιν ποιούμεθα τῆς Ἁγίας Σκέπης τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας ἤτοι τοῦ ἱεροῦ αὐτῆς Μαφορίου, τοῦ ἐν τῷ σορῷ τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τῶν Βλαχερνῶν, ὅτε ὁ Ὅσιος Ἀνδρέας ὁ διὰ Χριστὸν σαλὸς κατεῖδεν ἐφηπλωμένην αὐτὴν ἄνωθεν καὶ πάντας τοὺς εὐσεβεῖς περισκέπουσαν».

(Ἡ γιορτὴ αὐτὴ ἔχει μετατεθεῖ τὴν 28η Ὀκτωβρίου, ὅπου ἡ Ἑλλάδα γιορτάζει τὸ μεγάλο γεγονὸς τῆς διασώσεως καὶ ἀπελευθερώσεώς της ἀπὸ τὸν Ἰταλογερμανικὸ ζυγό).

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῇ Θεοτόκῳ οἱ Πιστοὶ νῦν προσπελάσωμεν, καὶ τὸ μαφόριον αὐτῆς κατασπασώμεθα, ἀναμέλποντες ἐφύμνια κατὰ χρέος. Σκέπη πέλει γάρ, πιστοὺς σκέπουσα ἅπαντας, καὶ φρουροῦσα ἐκ παντοίων περιστάσεων, τοὺς κραυγάζοντας, χαῖρε Σκέπη ὁλόφωτε.

Ὁ Οἶκος
Ἄγγελοι οὐρανόθεν, καὶ βροτῶν πλήθη γῆθεν, συμφώνως ἀνυμνήσωμεν πόθῳ, τὴν ὑπέρφωτον Σκέπην Μητρὸς Θεοῦ, ἣν Ἀνδρέας ὁ κλεινὸς κατεῖδε, καὶ πρὸς αὐτὴν ἐφύμνια προσείπωμεν ἀναβοῶντες,

Χαῖρε ἡ Σκέπη Μητρὸς Κυρίου,
Χαῖρε μαφόριον τῆς Πανάγνου.
Χαῖρε ἡ πάντας τοὺς πιστοὺς περισκέπουσα,
Χαῖρε ἐναντίους ἐχθροὺς καταθραύουσα.
Χαῖρε ὅτι τοὺς σοὺς πρόσφυγας περισκέπεις φεραυγῶς·
Χαῖρε ὅτι τοὺς καλοῦντάς σε, διασώζεις ἐναργῶς.
Χαῖρε στῦλε ὄντως πύρινε, ὁδηγοῦσα τοὺς πιστούς,
Χαῖρε κλῖμαξ ἐπανάγουσα ἀπὸ γῆς πρὸς οὐρανούς.

Χαῖρε Σκέπη Πανάγνου, εὐσεβῶν σωτηρία,
Χαῖρε Μήτηρ Κυρίου, μοναστῶν προστασία.
Χαῖρε δι’ ἧς ἡ χάρις ἐπέλαμψε,
Χαῖρε ὑφ’ ἧς ἡ λύπη κατέπαυσε.
Χαῖρε Σκέπη ὁλόφωτε.


Σύναξις (πανήγυρη) τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Γοργοϋπηκόου

Ἡ θαυματουργὴ αὐτὴ εἰκόνα βρίσκεται στὴν Ἱερὰ Μονὴ Δοχειαρίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Λεπτομέρειες βλέπε στὸν Συναξαριστὴ τοῦ Ματθαίου Λαγγῆ τόμος Ι´ σελ. 37, ἔκδοση 1992.


Ὁ Ὅσιος Σάββας ὁ ἐν Βησερίᾳ ὁ Θαυματουργὸς (Ρῶσος)