Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Ο Ερωτόκριτος γράφτηκε ἀνάμεσα στὸ 1555 καὶ 1610. Εἶναι ἕνα ἐκτενὲς ποίημα μὲ πολλὰ ἐπικὰ στοιχεῖα, δὲν μπορεῖ ὅμως νὰ θεωρηθεῖ ἔπος. Πρόκειται γιὰ ἔμμετρο μυθιστόρημα μὲ θεατρικὴ δόμηση.

  • !

    Σύμφωνα μὲ τὴν ὑπόθεση, ἡ Ἀρετοῦσα, ἡ μονάκριβη καὶ πεντάμορφη θυγατέρα τοῦ βασιλιᾶ τῶν Ἀθηνῶν Ἡράκλη, εἶναι τὸ πρόσωπο ποὺ ἐρωτεύεται παράφορα ὁ Ἐρωτόκριτος, ὁ γιὸς τοῦ βασιλικοῦ συμβούλου Πεζόστρατου. Ἡ Ἀρετοῦσα ἀνταποκρίνεται στὸν ἔρωτά του, ὅμως ἡ πρόταση γάμου ποὺ ἀπευθύνει ὁ Ἐρωτόκριτος στὸν Ἡράκλη δὲν εὐοδώνεται. Ὁ ἡγεμόνας φυλακίζει τὴν Ἀρετὴ καὶ στέλνει στὴν ἐξορία τὸν ὑποψήφιο γαμπρό. Ὕστερα ἀπὸ καιρὸ οἱ Βλάχοι πολιορκοῦν τὴν Ἀθήνα, τὴν ὁποία σώζει ἕνας μαῦρος πολεμιστὴς ποὺ δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὸν Ἐρωτόκριτο πού, χάρη σὲ ἕνα μαγικὸ φίλτρο, ἔχει ἀλλάξει χρῶμα. Τραυματισμένος ὅμως βαριά, ζητάει ὡς ἀνταμοιβὴ τὸ χέρι τῆς Ἀρετούσας καὶ ἡ περιπέτεια λύνεται μὲ τὴ συγκατάθεσή του βασιλιᾶ.

  • !

    Σύμφωνα μὲ τοὺς μελετητές, μέσω μίας ἱστορίας ἀγάπης, ὁ Κορνάρος καταδύεται στὰ ἔγκατα τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς ὅπου προσπαθεῖ νὰ ἐντοπίσει τὶς ἐπιπτώσεις τοῦ ψυχικοῦ πόνου σὲ ὅλη τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη. Σκοπὸς του εἶναι νὰ ἀποδείξει, σὲ πεῖσμα τῶν ἐπιστημονικῶν ἀντιλήψεων τοῦ καιροῦ του, τὴν παντοδυναμία ἑνὸς ἔξω-λογικοῦ στοιχείου, τοῦ ἔρωτα στὴν προκειμένη περίπτωση, καὶ τὸν πόνο, ὄχι μόνο ψυχικὸ ἀλλὰ καὶ σωματικό, ποὺ προξενεῖ (ἐξ οὗ καὶ τὸ μοτίβο τοῦ τοξευτῆ θεοῦ Ἔρωτα).

  • !

    Ἡ ἀναζήτηση σχέσεως ἀνάμεσα στὴν ἰατρικὴ καὶ τὴ λογοτεχνία στὴν Δυτικὴ Μεσαιωνικὴ παράδοση εἶναι γνωστὴ καὶ ὅλα δείχνουν ὅτι μεταξύ τους ὑπάρχει μία σχέση ἀνταγωνισμοῦ. Πρόκειται για δύο διαφορετικὲς θεωρήσεις τῆς ἀρρώστιας.

  • !

    Ἡ καινοτομία τοῦ Κορνάρου ἔγκειται στὸ ὅτι ἐπιχειρεῖ νὰ χτυπήσει τὴν ἰατρικὴ σκέψη μὲ τὰ ἴδια της τὰ ὄπλα: ἀφηγούμενος μὲ ἐκπληκτικὴ συστηματικότητα καὶ σαφήνεια τὴν ἱστορία μίας ὀρθολογικῆς ἰατρικῆς διάγνωσης, τὴν θεωρεῖ καταδικασμένη σὲ ἀποτυχία.

  • !

    Τὸ ποίημα αὐτὸ ἐντάσσεται στὸ πλούσιο ὑλικό της Μεσαιωνικῆς παράδοσης ποὺ ἀνιχνεύει τὴ σχέση σώματος καὶ ψυχῆς καὶ τὸ ὁποῖον, τὰ τελευταία χρόνια, γίνεται προσφιλὲς ὑλικό τῆς σύγχρονης ἰατρικῆς σκέψης, ποὺ ἀναζητᾶ διαθεματικοὺς δεσμοὺς μεταξὺ τῶν ἐπιστημῶν καὶ ὠθεῖ διαρκῶς τὴν ἐπιστημονικὴ ἰατρικὴ ἔρευνα πρὸς τὴν ὁλιστικὴ θεώρηση τῆς ὑγείας.

  • !

    Σὲ ἐποχὲς ὅπου ἡ ἐπιστημονικὴ ἔρευνα ἔρχεται νὰ ἀντικαταστήσει ὁλοκληρωτικὰ καὶ μὲ σφοδρότητα τὶς μεσαιωνικὲς δοξασίες καὶ προκαταλήψεις, ὑποστηρίζοντας πὼς ὅλα πλέον μετρῶνται καὶ ἀναλύονται, οἱ ποιητές, μὲ ἀφορμὴ τὸν ἀνθρώπινο ἔρωτα, δίνουν μία ἰδιότυπη ἡρωικὴ μάχη γιὰ νὰ περισώσουν τὸν ἔξω-ὀρθολογικὸ παράγοντα καὶ νὰ ὑπερασπιστοῦν μία εὐρύτερη ματιὰ πρὸς τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη, χρησιμοποιώντας πλέον ὅρους καθαρὰ ἰατρικοὺς γιὰ νὰ περιγράψουν τὸ ἔξω-ἰατρικό.

  • !

    Ὁ Ἐρωτόκριτος στάθηκε θεματικό, ὑφικὸ καὶ στιχουργικὸ πρότυπο τόσο γιὰ τὸ κρητικὸ δίστιχο, τὴ μαντινάδα, ὅσο καὶ γιὰ μείζονες δημιουργούς, ὅπως ὁ Σολωμός, ὁ Ρίτσος ὁ Πρεβελάκης καὶ ὁ Σεφέρης.

  • !

    Στοὺς σκοτεινοὺς αἰῶνες τῆς σκλαβιᾶς, ὁ Ἐρωτόκριτος, ἰδιαίτερα γιὰ τοὺς Κρητικούς, ἦταν ἀκρόαμα ποὺ ἀναπτέρωνε τὸ ἐθνικὸ φρόνημα. Ἁπλοί, ἀγράμματοι ἄνθρωποι ἀπομνημόνευσαν καὶ τραγουδοῦσαν σὲ ἕνα εἶδος ρετσιτατίβου τὸ ποίημα, ἐνῶ τὰ ὀνόματα τῶν πρωταγωνιστῶν, ὅπως ὁ Χαρίδημος καὶ ὁ Ἡράκλης δίνονταν ὡς βαφτιστικά.

Ἰατρικὴ καὶ ποίηση στὸν Ἐρωτόκριτο

 

Ἐρωτόκριτος: Ποίηση ἐναντίον ἰατρικῆς στὴ μεσαιωνικὴ λογοτεχνία

Ἡ βενετσιάνικη κυριαρχία στὴν Κρήτη ἀρχίζει τὸ 1211 καὶ τελειώνει τὸ 1669 μὲ τὴν παράδοση τοῦ μεγάλου κάστρου στοὺς Τούρκους. Στὰ πρῶτα χρόνια, οἱ βενετσιάνοι εὐγενεῖς ἐπιβάλλουν ἕνα αὐταρχικὸ καὶ ληστρικὸ καθεστώς, ἀναγκάζοντας τοὺς Κρητικοὺς νὰ ἐπαναστατήσουν πολλὲς φορές. Στὴ συνέχεια, ὅμως ἀποδεικνύεται πὼς οἱ Βενετοὶ ἔχουν ἔρθει στὴν Κρήτη ὄχι γιὰ νὰ τὴν λεηλατήσουν ἀλλὰ γιὰ νὰ ἐγκατασταθοῦν μόνιμα. Αἰσθάνονται ὅτι τοὺς συνδέει μὲ τοὺς ντόπιους τὸ δέος μπροστὰ σὲ ἕναν πανέμορφο τόπο ἀλλὰ καὶ ὁ κοινὸς φόβος γιὰ τοὺς ἀλλόπιστους. Σταδιακά, οἱ σχέσεις ἐνισχύονται, ἔρχονται οἱ ἐμπορικὲς συναλλαγές, οἱ συνεργασίες, οἱ μεικτοὶ γάμοι καί, μοιραία, ἡ πνευματικὴ καὶ καλλιτεχνικὴ ὄσμωση ποὺ θὰ δώσει μία νέα ἀνθοφορία. Οἱ νέοι τῆς Κρήτης σπουδάζουν συχνὰ στὴν Ἰταλία καὶ ἰδιαίτερα στὸ πανεπιστήμιο τῆς Πάδουα, ἐνῶ ὁ δρόμος πρὸς τη Δύση ειναι διαρκῶς ἀνοιχτός, ὅπως ἀποδεικνύεται καὶ ἀπὸ τὴν διαδρομὴ τοῦ Δομήνικου Θεοτοκόπουλου πρὸς τὴν Ἰταλία.

Σὲ αὐτῆς τῆς περιόδου τὰ καλλιτεχνικὰ ἔργα ἐντάσσεται καὶ ὀ Ερωτόκριτος τοῦ Βιτσέντζου Κορνάρου. Ὁ ποιητὴς γεννήθηκε καὶ ἀνατράφηκε στὴ Σητεία σὲ οἰκογένεια βενετοκρητικῶν εὐγενῶν. Παντρεύτηκε τὴν Μαριέττα Ζένο καὶ ἀπέκτησε δύο κόρες. Ἀνῆκε στὸ συμβούλιο τῶν εὐγενῶν ποὺ διοικοῦσε τὸ νησί, ἀνέλαβε δημόσια ἀξιώματα καὶ εἶναι βέβαιον πὼς ἀνῆκε στὴν κοινωνικὴ ἐλὶτ μέχρι τὸν θάνατό του τὸ 1613. Ἐνταφιάστηκε στὴν μονὴ τοῦ Ἁγίου Φραγκίσκου.

Ο Ερωτόκριτος γράφτηκε ἀνάμεσα στὸ 1555 καὶ 1610. Εἶναι ἕνα ἐκτενὲς ποίημα μὲ πολλὰ ἐπικὰ στοιχεῖα, δὲν μπορεῖ ὅμως νὰ θεωρηθεῖ ἔπος. Πρόκειται γιὰ ἔμμετρο μυθιστόρημα μὲ θεατρικὴ δόμηση.

Σύμφωνα μὲ τὴν ὑπόθεση, ἡ Ἀρετοῦσα, ἡ μονάκριβη καὶ πεντάμορφη θυγατέρα τοῦ βασιλιᾶ τῶν Ἀθηνῶν Ἡράκλη, εἶναι τὸ πρόσωπο ποὺ ἐρωτεύεται παράφορα ὁ Ἐρωτόκριτος, ὁ γιὸς τοῦ βασιλικοῦ συμβούλου Πεζόστρατου. Ἡ Ἀρετοῦσα ἀνταποκρίνεται στὸν ἔρωτά του, ὅμως ἡ πρόταση γάμου ποὺ ἀπευθύνει ὁ Ἐρωτόκριτος στὸν Ἡράκλη δὲν εὐοδώνεται. Ὁ ἡγεμόνας φυλακίζει τὴν Ἀρετὴ καὶ στέλνει στὴν ἐξορία τὸν ὑποψήφιο γαμπρό. Ὕστερα ἀπὸ καιρὸ οἱ Βλάχοι πολιορκοῦν τὴν Ἀθήνα, τὴν ὁποία σώζει ἕνας μαῦρος πολεμιστὴς ποὺ δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὸν Ἐρωτόκριτο πού, χάρη σὲ ἕνα μαγικὸ φίλτρο, ἔχει ἀλλάξει χρῶμα. Τραυματισμένος ὅμως βαριά, ζητάει ὡς ἀνταμοιβὴ τὸ χέρι τῆς Ἀρετούσας καὶ ἡ περιπέτεια λύνεται μὲ τὴ συγκατάθεσή του βασιλιᾶ.

Σύμφωνα μὲ τοὺς μελετητές, μέσω μίας ἱστορίας ἀγάπης, ὁ Κορνάρος καταδύεται στὰ ἔγκατα τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς ὅπου προσπαθεῖ νὰ ἐντοπίσει τὶς ἐπιπτώσεις τοῦ ψυχικοῦ πόνου σὲ ὅλη τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη. Σκοπὸς του εἶναι νὰ ἀποδείξει, σὲ πεῖσμα τῶν ἐπιστημονικῶν ἀντιλήψεων τοῦ καιροῦ του, τὴν παντοδυναμία ἑνὸς ἔξω-λογικοῦ στοιχείου, τοῦ ἔρωτα στὴν προκειμένη περίπτωση, καὶ τὸν πόνο, ὄχι μόνο ψυχικὸ ἀλλὰ καὶ σωματικό, ποὺ προξενεῖ (ἐξ οὗ καὶ τὸ μοτίβο τοῦ τοξευτῆ θεοῦ Ἔρωτα).

Ἡ ἀναζήτηση σχέσεως ἀνάμεσα στὴν ἰατρικὴ καὶ τὴ λογοτεχνία στὴν Δυτικὴ Μεσαιωνικὴ παράδοση εἶναι γνωστὴ καὶ ὅλα δείχνουν ὅτι μεταξύ τους ὑπάρχει μία σχέση ἀνταγωνισμοῦ. Πρόκειται για  δύο διαφορετικὲς θεωρήσεις τῆς ἀρρώστιας: ἀπὸ τὴ μία, ἔχουμε τὴν νατουραλιστικὴ θεώρηση τῶν γιατρῶν καὶ τὴν ἀκατάλυτη πίστη τους στὴν ἰασιμότητα. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, τὴν ὁλιστικὴ-ὀντολογικὴ θεώρηση τῶν ποιητῶν ποὺ βλέπει ἕνα ἔξω-λογικὸ στοιχεῖο νὰ εἰσβάλλει στὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη, νὰ τὴν διαταράσσει, νὰ τὴν ἀποσυντονίζει καὶ τελικὰ νὰ τὴν καταβάλει μὲ ἔντονα σωματικὰ συμπτώματα. Ἡ καινοτομία τοῦ Κορνάρου ἔγκειται στὸ ὅτι ἐπιχειρεῖ νὰ χτυπήσει τὴν ἰατρικὴ σκέψη μὲ τὰ ἴδια της τὰ ὄπλα: ἀφηγούμενος μὲ ἐκπληκτικὴ συστηματικότητα καὶ σαφήνεια τὴν ἱστορία μίας ὀρθολογικῆς ἰατρικῆς διάγνωσης, τὴν θεωρεῖ καταδικασμένη σὲ ἀποτυχία. Δὲν πρόκειται λοιπὸν περὶ ἑνὸς ἀφελοῦς ποιήματος συναισθηματικῆς φύσεως ἀλλὰ γιὰ μία καὶ κρυμμένη ὑπὸ τὸν λογοτεχνικὸ μανδύα ἰατρικὴ πραγματεία προερχόμενη ἀπὸ ἕναν πολυμαθῆ καὶ σοφὸ ποιητή.

Τὸ ποίημα αὐτὸ ἐντάσσεται στὸ πλούσιο ὑλικό της Μεσαιωνικῆς παράδοσης ποὺ ἀνιχνεύει τὴ σχέση σώματος καὶ ψυχῆς καὶ τὸ ὁποῖον, τὰ τελευταία χρόνια, γίνεται προσφιλὲς ὑλικό τῆς σύγχρονης ἰατρικῆς σκέψης, ποὺ ἀναζητᾶ διαθεματικοὺς δεσμοὺς μεταξὺ τῶν ἐπιστημῶν καὶ ὠθεῖ διαρκῶς τὴν ἐπιστημονικὴ ἰατρικὴ ἔρευνα πρὸς τὴν ὁλιστικὴ θεώρηση τῆς ὑγείας.

Πίσω ἀπὸ τὰ σωματικὰ πάθη ποὺ προκαλεῖ ὁ ἀνθρώπινος ἔρωτας φανερώνεται ἡ τάση τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ὅπως παρουσιάζεται στὰ ἰατρικὰ ἐγχειρίδια τοῦ 16ου αἰώνα, ὅπου ψυχικὲς καταστάσεις ἀναλύονται ὡς σωματικὲς ἀσθένειες τὶς ὁποῖες μποροῦν νὰ γιατρέψουν φάρμακα καὶ βότανα.

Εἶναι βέβαιον πὼς ὁ ποιητὴς ἔχει γνώση τοῦ θέματος, κάτι ποὺ ἀναγνωρίζουν οἱ μελετητὲς στὴν περιγραφὴ τῶν συμπτωμάτων ποὺ ὁ ἔρωτας μεταξὺ δύο νέων ἀνθρώπων προκαλεῖ:

Ἀδυναμία: «καὶ τὸ κορμὶ τοῦ ἐσούρωνε κ΄ ἤτρεμε σὰν καλάμι».

Ἀϋπνία καὶ ἀνορεξία: «φαητὸ νὰ φάγῃ δὲ ζητᾶ μηδὲ πιοτὸ γυρεύει».

Τὰ δάκρυα ὡς ὑποπροϊὸν τοῦ αἵματος: «πρὸς τὴν καρδιὰ τὰ δάκρυα τσὴ ἐσύρθηκα/κι ἀποκεῖ ἀπὸ τὰ μάτια της σὰν ποταμὸς ἐβγήκα».

Ἀναστεναγμοί: «συχνιὰ συχνιὰ ἐστέναζε, τὰ μέλη τοῦ ἐκρυαίνα».

Κυκλοθυμία: «κι ὧρες ζεστὸς ἑπόμενε κι ὧρες κρυὸς σὰ χιόνι».

Διαταραχὲς τῆς ἀκοῆς καὶ τῆς ὅρασης: «μὰ κείνη ἐπαραλόγησε κι οὒδ΄ ἤβλεπε οὒδ΄ ἐγροίκα».

Ἀποσυντονισμὸς κινήσεων: «ζαβά, τυφλὰ ἐπορπάτει».

Τάσεις αὐτοκτονίας: «καὶ θάνατον ἐκτάσσουντο νὰ δώσει τοῦ κορμιοῦ τσῆ».

Τί καταλαβαίνει ὁ σύγχρονος ἀναγνώστης ἀπὸ τὸν στίχο:

«Ἐγώ, ὄντε σ΄ ἐσγουράφισα, ἤβγαλα ἂπ΄ τὴν καρδιά μου

αἷμα καὶ μὲ τὸ αἷμα μου ἐγίνη ἡ σγουραφιά μου·

κι ὅποια μὲ τὸ αἷμα τῆς καρδιᾶς μία σγουραφιᾶ τελιεώση,

κὰ΄νεῖ τὴν ὄμορφη πολλὰ κι οὐδὲ μπορεῖ νὰ λειώσει»

ἂν δὲν γνωρίζει τὴν ἀντίληψη τῆς ἐποχῆς γιὰ τὸ «πνευματικὸ αἷμα» ποῦ βγαίνει ἀπὸ τὴν ἀριστερὴ κοιλία τῆς καρδιάς; Καὶ δὲν εἶναι μόνο ὁ Κορνάρος ποὺ χρησιμοποιεῖ αὐτὴ τὴ θεωρία τοῦ αἵματος. Θὰ τὴ βροῦμε ἀκόμη καὶ στὸν Ραμπελέ. Ἑπομένως, ἡ εἰκονογράφηση τοῦ ἔρωτα εἶναι μία ἀκριβὴς ἀποτύπωση τοῦ τρόπου μὲ τὸν ὁποῖον τὸν ἀπεικόνιζε ἡ μεσαιωνικὴ ἰατρική. Ἐκφράσεις ὅπως «τὰ μάτια τῆς καρδιᾶς», ποὺ ἐμεῖς θεωροῦμε λογοτεχνικοὺς «τόπους», δὲν ἐκφράζουν παρὰ ἰατρικὲς ἀντιλήψεις τῆς ἐποχῆς. Ἐνδιαφέρον παράλληλο θέμα ἐρεύνης θὰ μποροῦσε νὰ ἀποτελέσει καὶ ἡ χρήση τῶν ἰατρικῶν-ἀνατομικῶν ὅρων στὴν νηπτικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως τὰ πνευματικὰ αἰσθητήρια, ἡ λειτουργία τῆς ἀναπνοῆς κατὰ τὴν διάρκεια τῆς καρδιακῆς προσευχῆς καὶ βεβαίως τὸ κυρίαρχο θέμα τῆς πνευματικῆς λειτουργίας τῆς καρδίας.

Σὲ ἐποχὲς ὅπου ἡ ἐπιστημονικὴ ἔρευνα ἔρχεται νὰ ἀντικαταστήσει ὁλοκληρωτικὰ καὶ μὲ σφοδρότητα τὶς μεσαιωνικὲς δοξασίες καὶ προκαταλήψεις, ὑποστηρίζοντας πὼς ὅλα πλέον μετρῶνται καὶ ἀναλύονται, οἱ ποιητές, μὲ ἀφορμὴ τὸν ἀνθρώπινο ἔρωτα, δίνουν μία ἰδιότυπη ἡρωικὴ μάχη γιὰ νὰ περισώσουν τὸν ἔξω-ὀρθολογικὸ παράγοντα καὶ νὰ ὑπερασπιστοῦν μία εὐρύτερη ματιὰ πρὸς τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη, χρησιμοποιώντας πλέον ὅρους καθαρὰ ἰατρικοὺς γιὰ νὰ περιγράψουν τὸ ἔξω-ἰατρικό.

Ἄποψη τοῦ Κορνάρου καὶ τῶν ὁμοτέχνων συγχρόνων του εἶναι πὼς τὰ ὅμοια γιατρεύονται ὑπὸ τῶν ὁμοίων καὶ συνεπῶς, ἡ ἀσθένεια, ὡς ψυχοσωματικὸ γεγονὸς γιατρεύεται μὲ ψυχοσωματικὴ θεραπεία:

«Ἐτοῦτον εἶναι φυσικό, (…)

Νὰ μὴν μπορῆ νὰ βγῆ ἡ παλιὰ παρὰ μὲ νιὰν ἀγάπη».

Ὅσο γιὰ τὴν ἄξια τοῦ ἔργου καὶ τὴν θέση του στὴν ἑλληνικὴ λογοτεχνικὴ παράδοση, ἂν ἑξαιρέσουμε τὸν Ἀδαμάντιο Κοραὴ ποὺ θεωροῦσε τὸν Ἐρωτόκριτο ὡς «ἐξάμβλωμα» καὶ ὁρισμένους ἄλλους ποὺ τὸν κατέταξαν ἄκριτα στὰ ἀναγνώσματα θεραπαινίδων, ὅλοι οἱ ἄλλοι, λόγιοι καὶ πολιτικοὶ (ὁ Ἐλευθέριος Βενιζέλος ἐπὶ παραδείγματι) καὶ τὰ σημαντικότερο, ὁ ἴδιος ὁ λαός, ἀγάπησαν τὸ γαλήνιο καὶ ἡρωικὸ ποίημα τοῦ Κορνάρου. Ὁ Ἐρωτόκριτος στάθηκε θεματικό, ὑφικὸ καὶ στιχουργικὸ πρότυπο τόσο γιὰ τὸ κρητικὸ δίστιχο, τὴ μαντινάδα, ὅσο καὶ γιὰ μείζονες δημιουργούς, ὅπως ὁ Σολωμός, ὁ Ρίτσος ὁ Πρεβελάκης καὶ ὁ Σεφέρης. Τὸ ἔργο ἐπίσης μεταγράφηκε στὴν φαναριώτικη καθαρεύουσα, μεταφράστηκε σὲ ξένες γλῶσσες, μελοποιήθηκε, παραστάθηκε στὸ θέατρο καὶ ἐνέπνευσε τὸν Θεόφιλο καὶ ἄλλους λαϊκοὺς δημιουργούς. Στοὺς σκοτεινοὺς αἰῶνες τῆς σκλαβιᾶς, ὁ Ἐρωτόκριτος, ἰδιαίτερα γιὰ τοὺς Κρητικούς, ἦταν ἀκρόαμα ποὺ ἀναπτέρωνε τὸ ἐθνικὸ φρόνημα. Ἁπλοί, ἀγράμματοι ἄνθρωποι ἀπομνημόνευσαν καὶ τραγουδοῦσαν σὲ ἕνα εἶδος ρετσιτατίβου τὸ ποίημα, ἐνῶ τὰ ὀνόματα τῶν πρωταγωνιστῶν, ὅπως ὁ Χαρίδημος καὶ ὁ Ἡράκλης δίνονταν ὡς βαφτιστικά.

Πηγές:

Μάσσιμο Περί, Τοῦ πόθου ἀρρωστημένος. Ἰατρικὴ καὶ ποίηση στὸν Ἐρωτόκριτο. Ἔκδ. Πανεπιστημιακὲς Ἐκδόσεις Κρήτης.

Μ. Ζ. Κοπιδάκη, Βιτσέντζος Κορνάρος στο «Ἐν λόγω ἑλληνικῶ καὶ ἐμμέτρω καὶ πεζῶ», ἔκδ. ΟΤΕ, Ἀθήνα 2001, 133-139.

Στέφανου Κακλαμάνη, Βασανισμένος ἀπὸ ἔρωτα, ἔφ. Τὸ Βῆμα, 23/5/1999.

Ἀντώνη Λιάκου, «Καίγει ὄντεν ἀρχίση», ἔφ, Τὸ Βῆμα, 8/6/1997.