Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Εἶναι δυνατὴ ἡ ἀποκατάσταση τῆς ὀρθόδοξης ἀντίληψης καὶ πράξης τῆς ἐξομολόγησης; Ἀσφαλῶς, ἐὰν διαθέτουμε τὴν ἀπαιτούμενη ἀνδρεία ν’ ἀρχίσουμε τὴν ἀποκατάσταση αὐτὴ ἀπὸ τὸ βάθος καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια.
    Ἐν προκειμένῳ σημεῖο ἐκκίνησης, ὅπως ἄλλωστε καὶ γιὰ ὅλη τὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωή, πρέπει ν’ ἀποτελεῖ τὸ κήρυγμα, ἡ κατήχηση.
    Ἀπὸ μία ἄποψη ὅλη ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελεῖ μία συνεχῆ κλήση γιὰ μετάνοια, μὲ τὴ βαθύτερη ἔννοια τῆς λέξης, δηλαδὴ πρὸς ἀναγέννηση, πρὸς πλήρη ἐπανεκτίμηση ὅλων τῶν ἀξιῶν, πρὸς νέα θεώρηση καὶ ἀντίληψη ὅλης τῆς ζωῆς μέσα στὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ.

  • !

    Τὸ κήρυγμα πάντοτε εἶναι πρὶν ἀπ’ ὅλα ἀποκάλυψη τοῦ καταφατικοῦ θελήματος καὶ φωτὸς τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ, καὶ κατόπιν φανέρωση τοῦ σκότους καὶ τῆς κακίας τῆς ἁμαρτίας. Μόνο μὲ αὐτὴ τὴν ἔννοια γίνεται ἡ ὑπόδειξη, ὁ κανόνας καὶ ἡ ἐντολὴ πειστικὴ καὶ ζωοποιός.

  • !

    Οἱ χριστιανοὶ κλήθηκαν νὰ ἀγωνίζονται πάντοτε ἐναντίον τῶν εἰδώλων (καὶ στὴν ἐποχὴ μας ὑπάρχουν πολλά: «ὁ ὑλισμός», οἱ «ἐπιτεύξεις», «οἱ πρόοδοι», κ.λ.π.), διότι μόνο διὰ μέσω τῆς ἀκριβοῦς χριστιανικῆς, βαθιᾶς καὶ ἀληθινῆς ἐκτίμησης τοῦ κόσμου, τῆς ζωῆς καὶ τοῦ πολιτισμοῦ ἡ ἔννοια τῆς ἁμαρτίας ἀποκτᾶ τὸ πραγματικό της νόημα, σὰν διαστροφὴ ὅλων γενικὰ τῶν κατευθύνσεων τῆς συνείδησης, τῆς ἀγάπης, τοῦ ἀληθινοῦ συμφέροντος, τῶν ἐπιδιώξεων, (τῆς διαστροφῆς τὴν ὁποία θεωροῦμε σὰν λατρεία ποὺ προσφέρεται στὶς ἀξίες, οἱ ὁποῖες δὲν ἔχουν πραγματικὴ ἀξία…).

  • !

    Ἡ ἐξομολόγηση, στὴ συνέχεια, ὀφείλει νὰ ἐπανέλθει στὰ πλαίσια τοῦ μυστηρίου τῆς μετάνοιας. Κάθε ἕνα μυστήριο ἐμπεριέχει τρία βασικὰ σημεῖα: τὴν προετοιμασία, τὸ κυρίως «τυπικό», καὶ τὴν «ἐκτέλεση».

  • !

    Στὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὴν ἀρχαία ἐποχὴ ἔχουν θεσπιστεῖ εἰδικὰ χρονικὰ διαστήματα καὶ περίοδοι: οἱ νηστεῖες. Κατὰ τὸ χρόνο τους ἡ θεία λατρεία ἐμφανίζεται σὰν σχολεῖο μετάνοιας, προετοιμασίας ψυχῶν γιὰ τὴν ἐνατένηση τῆς οὐράνιας ὡραιότητας τῆς βασιλείας καὶ ταυτόχρονα ἀφορμὴ λύπης γιὰ τὴν ἀπομάκρυνσή μας ἀπ’ αὐτή.
    Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἡ νηστεία εἶναι ἐκείνη ἡ περίοδος, ὅπου ἰδιαίτερα ἁρμόζει νὰ κατευθύνεται τὸ κήρυγμα πρὸς τὸ μυστήριο τῆς μετάνοιας. Ἡ σειρὰ τῶν ἀναγνωσμάτων, οἱ ψαλμοί, οἱ ὕμνοι, οἱ προσευχές, οἱ γονυκλισίες, ὅλα αὐτὰ προσφέρουν τόσα πολλά.

  • !

    Σκοπὸς τοὺς εἶναι ἡ ἀναζωπύρωση τῆς διάθεσης πρὸς μετάνοια, ἡ ὤθηση τῶν ἀνθρώπων νὰ συγκεντρώσουν τὴ σκέψη τοὺς ὄχι μόνο πάνω σ’ ἕνα συγκεκριμένο ἁμάρτημα, ἀλλὰ πάνω στὴν ἁμαρτωλότητα γενικὰ ὁλόκληρής τῆς ζωῆς, τῆς μονόπλευρης ζωῆς τους καὶ τῆς πνευματικῆς φτώχιας τους. Νὰ ἐξετάζουν δηλαδὴ τὰ ἐσωτερικὰ «κίνητρα» τῆς ζωῆς τους: Ποιὸς ὁ θησαυρὸς ποῦ ἕλκει τὶς καρδιές τους; Πῶς χρησιμοποιοῦν τὸν ἀνεκτίμητο χρόνο τῆς ζωῆς τους, ποῦ δωρήθηκε ἀπὸ τὸ Θεό; Ἐμβαθύνουν ποτὲ στὴ σκέψη γύρω ἀπὸ τὸ τέλος, τὸ ὁποῖο ἀναπόφευκτα τούς πλησιάζει;
    Ἐὰν ὁ ἄνθρωπος ἔστω καὶ μία μόνο φορά στὴ ζωὴ του ἔχει στρέψει τή σκέψη του πρὸς τὰ ἐρωτήματα αὐτὰ καὶ ἐὰν ἀντιλήφθηκε ἔστω μὲ τὸ ἄκρο τῆς συνείδησής του ὅτι ὁλόκληρη τὴ ζωὴ του ἀξίζει νὰ τὴν προσφέρει μόνο στὸ Θεό, ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἤδη βρῆκε τὴν ὁδὸ τῆς μετάνοιας. Καὶ τοῦτο τὸ γεγονὸς φέρνει μέσα του τὴ δύναμη τῆς ἀναγέννησης, τῆς στροφῆς, τῆς ἐπιστροφῆς…

  • !

    Τὸ τυπικό της ἐξομολόγησης ἀποτελεῖται ἀπό:
    1). Τὶς προσευχὲς πρὶν τὴν ἐξομολόγηση.
    2). Τὶς κλήσεις πρὸς μετάνοια.
    3). Τὶς ἐξομολογήσεις τοῦ ἀνθρώπου ποὺ μετανοεῖ καὶ τὶς νουθεσίες.
    4). Τὴν ἄφεση.

  • !

    Ὁ ἱερέας εἶναι τὸ σχῆμα τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἐπωμίζεται τὶς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου, ὁ ὁποῖος τυχαίνει φορέας τῆς ἄπειρης εὐσπλαχνίας καὶ συμπάθειας, οἱ ὁποῖες καὶ μόνο μποροῦν νὰ ἀνοίξουν τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου.
    Σκοπὸς τοῦ ἐξομολόγου εἶναι νὰ καταρρίψει αὐτὴ τὴν μικροαστικὴ συμβατικότητα, τὴν ἐπιπόλαια αὐτάρκεια καὶ νὰ τοποθετήσει τὸν ἄνθρωπο ἐνώπιόν της ἁγιότητας καὶ τοῦ μεγαλείου του σκοποῦ, ποὺ τέθηκε ἀπὸ τὸ Θεό. Πρέπει νὰ ἀφυπνίσει στὴ συνείδησή του ὅτι ὅλη ἡ ζωὴ εἶναι ἀγώνας καὶ μάχη… Ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι ἡ «στενὴ ὁδός», εἶναι ἡ ἀποδοχὴ τοῦ κόπου, τοῦ ἡρωισμοῦ καὶ τῆς θλίψης τῆς στενῆς αὐτῆς ὁδοῦ. Χωρὶς αὐτῆς τῆς κατανόησης καὶ παραδοχῆς τῆς ὁδοῦ, καμιὰ ἐλπίδα δὲν ὑπάρχει γιὰ τὸν ἐκχριστιανισμὸ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς μας…

  • !

    Ὅλες οἱ ἁμαρτίες «ἐν κατακλείδι» συνοψίζονται σὲ μία βασικὴ ἁμαρτία: στὴν ἔλλειψη ἀληθινῆς ἀγάπης πρὸς τὸ Θεό, πίστης πρὸς Αὐτὸν καὶ ἐλπίδα πάνω σ’ Αὐτόν. Ὡς ἐκ τούτου εἶναι δυνατὸν τὴν ἐξαγόρευση τοῦ ἁμαρτωλοῦ νὰ τὴν ὑποδιαιρέσουμε σὲ τρεῖς βασικοὺς τομεῖς.
    α). Ἡ σχέση μας πρὸς τὸ Θεό:
    β). Ἡ σχέση μας πρὸς τὸν πλησίον
    γ). Ἡ σχέση μας πρὸς τὸν ἑαυτό μας

  • !

    Κατὰ τὴν ὀρθόδοξη θεώρηση δὲν ὑπάρχει πραγματικὴ ἄφεση ἐκεῖ ὅπου δὲν ὑπάρχει μετάνοια. Ὁ Θεὸς δὲν δέχεται ἄνθρωπο ποὺ δὲν προσέρχεται πρὸς Αὐτόν. Προσέρχομαι σημαίνει μετάνοια, μεταβολή, ἐπανεκτίμηση τῆς ζωῆς καὶ τοῦ ἑαυτοῦ μου.

Ἡ Ἐξομολόγηση

 

Εἶναι δυνατὴ ἡ ἀποκατάσταση τῆς ὀρθόδοξης ἀντίληψης καὶ πράξης τῆς ἐξομολόγησης; Ἀσφαλῶς, ἐὰν διαθέτουμε τὴν ἀπαιτούμενη ἀνδρεία ν’ ἀρχίσουμε τὴν ἀποκατάσταση αὐτὴ ἀπὸ τὸ βάθος καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια.

Ἐν προκειμένῳ σημεῖο ἐκκίνησης, ὅπως ἄλλωστε καὶ γιὰ ὅλη τὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωή, πρέπει ν’ ἀποτελεῖ τὸ κήρυγμα, ἡ κατήχηση.

Ἀπὸ μία ἄποψη ὅλη ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελεῖ μία συνεχῆ κλήση γιὰ μετάνοια, μὲ τὴ βαθύτερη ἔννοια τῆς λέξης, δηλαδὴ πρὸς ἀναγέννηση, πρὸς πλήρη ἐπανεκτίμηση ὅλων τῶν ἀξιῶν, πρὸς νέα θεώρηση καὶ ἀντίληψη ὅλης τῆς ζωῆς μέσα στὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ. Καὶ δὲν εἶναι ἀναγκαῖο νὰ κηρύττουμε κάθε φορά γιὰ τὴν ἁμαρτία, νὰ κρίνουμε καὶ νὰ κατακρίνουμε, καθότι τότε μόνο γίνεται ὁ ἄνθρωπος ἱκανὸς πρὸς μετάνοια, ὅταν ἀκούει τὴν ἀληθῆ κλήση καὶ τὸ περιεχόμενο τοῦ Εὐαγγελίου, ὅταν ἀποκαλύπτεται σ’ αὐτὸν ἔστω δ’ ὀλίγο τὸ θεῖο βάθος καὶ ἡ σοφία, ἡ ὁποία περικλείεται σ’ αὐτό.

Ἡ ἀληθινὴ χριστιανικὴ μετάνοια κυρίως εἶναι ἡ ἐπίγνωση τῆς ἀβύσσου, ἡ ὁποία χωρίζει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τό Θεὸ καὶ ἀπὸ κάθε τί ἄλλο, τὸ ὁποῖο ἔδωκε καὶ ἐπεκάλυψε ὁ Θεὸς σ’ αὐτόν, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν πραγματικὴ ζωή. Μόνο ὅταν ἀτενίζει τὸν θεῖο νυμφώνα «κεκοσμημένον» ἀντιλαμβάνεται ὁ ἄνθρωπος ὅτι δὲν ἔχει τὸ ἔνδυμα, «ἵνα εἰσέλθη ἐν αὐτῷ»…

Τὸ κήρυγμά μας πολὺ συχνὰ φέρει τὸν χαρακτήρα μίας ἀφηρημένης προσταγῆς, πρέπει νὰ κάνετε αὐτό… ἢ δὲν πρέπει νὰ κάνετε ἐκεῖνο… Ὅμως μία σειρὰ μόνο κανόνων καὶ διαταγῶν δὲν ἀποτελεῖ κήρυγμα. Τὸ κήρυγμα πάντοτε εἶναι πρὶν ἀπ’ ὅλα ἀποκάλυψη τοῦ καταφατικοῦ θελήματος καὶ φωτὸς τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ, καὶ κατόπιν φανέρωση τοῦ σκότους καὶ τῆς κακίας τῆς ἁμαρτίας. Μόνο μὲ αὐτὴ τὴν ἔννοια γίνεται ἡ ὑπόδειξη, ὁ κανόνας καὶ ἡ ἐντολὴ πειστικὴ καὶ ζωοποιός.

Ἐννοεῖται, τὸ κήρυγμα πρέπει νὰ περιέχει καὶ βαθιὰ χριστιανικὴ κριτικὴ τῆς ἐκκοσμίκευσης τῶν πάντων, μέσα στὴν ὁποία ζοῦμε, δηλαδὴ τῆς κοσμοθεωρίας αὐτῆς, διὰ μέσω τῆς ὁποίας, χωρὶς νὰ τὸ ἀντιληφθοῦμε, τρεφόμαστε καὶ ἀναπνέουμε. Οἱ χριστιανοὶ κλήθηκαν νὰ ἀγωνίζονται πάντοτε ἐναντίον τῶν εἰδώλων (καὶ στὴν ἐποχὴ μας ὑπάρχουν πολλά: «ὁ ὑλισμός», οἱ «ἐπιτεύξεις», «οἱ πρόοδοι», κ.λ.π.), διότι μόνο διὰ μέσω τῆς ἀκριβοῦς χριστιανικῆς, βαθιᾶς καὶ ἀληθινῆς ἐκτίμησης τοῦ κόσμου, τῆς ζωῆς καὶ τοῦ πολιτισμοῦ ἡ ἔννοια τῆς ἁμαρτίας ἀποκτᾶ τὸ πραγματικό της νόημα, σὰν διαστροφὴ ὅλων γενικὰ τῶν κατευθύνσεων τῆς συνείδησης, τῆς ἀγάπης, τοῦ ἀληθινοῦ συμφέροντος, τῶν ἐπιδιώξεων, (τῆς διαστροφῆς τὴν ὁποία θεωροῦμε σὰν λατρεία ποὺ προσφέρεται στὶς ἀξίες, οἱ ὁποῖες δὲν ἔχουν πραγματικὴ ἀξία…).

Ὅμως αὐτὴ ἡ ἐκτίμηση προϋποθέτει ἐλευθερία τοῦ ἱερέα ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ «κόσμου τούτου» καὶ ἀπὸ τὴν ἐξομοίωσή του πρὸς τὸν κόσμο αὐτό, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ προβάλλει τὴν αἰώνια ἀλήθεια στὸ κέντρο τῆς προσφερόμενης ὑπηρεσίας του καὶ ὄχι σὰν “πρακτικὲς βλέψεις”… Τόσο τὸ κήρυγμα, ὅσο καὶ ἡ κατήχηση πρέπει νὰ φέρνουν μέσα τοὺς τὸ προφητικὸ στοιχεῖο, μία κλήση πρὸς ὅλους, ὅπως ἐπίσης τὰ πάντα νὰ θεωροῦνται καὶ νὰ ἐκτιμιοῦνται μὲ τὰ μάτια τοῦ ἴδιου τοῦ Σωτήρα.

Ἡ ἐξομολόγηση, στὴ συνέχεια, ὀφείλει νὰ ἐπανέλθει στὰ πλαίσια τοῦ μυστηρίου τῆς μετάνοιας. Κάθε ἕνα μυστήριο ἐμπεριέχει τρία βασικὰ σημεῖα: τὴν προετοιμασία, τὸ κυρίως «τυπικό», καὶ τὴν «ἐκτέλεση». Ὅπως παραπάνω εἰπώθηκε, καὶ ἂν ἀκόμη ὅλη ἡ ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ καὶ τὸ κήρυγμα ἀποτελοῦν κατὰ κάποιο τρόπο προετοιμασία καὶ κλήση πρὸς μετάνοια, ἐντούτοις ὑπάρχει παράδοση καὶ ἀνάγκη εἰδικῆς προετοιμασίας τῶν μετανοούντων γιὰ τὸ μυστήριο.

Στὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὴν ἀρχαία ἐποχὴ ἔχουν θεσπιστεῖ εἰδικὰ χρονικὰ διαστήματα καὶ περίοδοι: οἱ νηστεῖες. Κατὰ τὸ χρόνο τους ἡ θεία λατρεία ἐμφανίζεται σὰν σχολεῖο μετάνοιας, προετοιμασίας ψυχῶν γιὰ τὴν ἐνατένηση τῆς οὐράνιας ὡραιότητας τῆς βασιλείας καὶ ταυτόχρονα ἀφορμὴ λύπης  γιὰ τὴν ἀπομάκρυνσή μας ἀπ’ αὐτή.

Ὅλες οἱ ἀκολουθίες τῆς μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, γιὰ παράδειγμα, ἀποτελοῦν συνεχῆ στεναγμὸ μετάνοιας. Καὶ ἐκείνη ἡ φωτεινὴ λύπη, διὰ μέσου τῆς ὁποίας φωτίζονται οἱ ἀκολουθίες αὐτές, μας μεταδίδει μία ἀνέκφραστη, ἀλλὰ ἀναμφίβολα πραγματικὴ ὤθηση πρὸς τὴν ἀληθῆ μετάνοια….

Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἡ νηστεία εἶναι ἐκείνη ἡ περίοδος, ὅπου ἰδιαίτερα ἁρμόζει νὰ κατευθύνεται τὸ κήρυγμα πρὸς τὸ μυστήριο τῆς μετάνοιας. Ἡ σειρὰ τῶν ἀναγνωσμάτων, οἱ ψαλμοί, οἱ ὕμνοι, οἱ προσευχές, οἱ γονυκλισίες, ὅλα αὐτὰ προσφέρουν τόσα πολλά, ὥστε τὸ κήρυγμα ὀφείλει νὰ τὰ προσεγγίσει στὴ ζωή, στοὺς ἀνθρώπους, σὲ ὅ,τι ἄλλο συμβαίνει στὸν ἄνθρωπο σήμερα.

Σκοπὸς τοὺς εἶναι ἡ ἀναζωπύρωση τῆς διάθεσης πρὸς μετάνοια, ἡ ὤθηση τῶν ἀνθρώπων νὰ συγκεντρώσουν τὴ σκέψη τοὺς ὄχι μόνο πάνω σ’ ἕνα συγκεκριμένο ἁμάρτημα, ἀλλὰ πάνω στὴν ἁμαρτωλότητα γενικὰ ὁλόκληρής τῆς ζωῆς, τῆς μονόπλευρης ζωῆς τους καὶ τῆς πνευματικῆς φτώχιας τους. Νὰ ἐξετάζουν δηλαδὴ τὰ ἐσωτερικὰ «κίνητρα» τῆς ζωῆς τους: Ποιὸς ὁ θησαυρὸς ποῦ ἕλκει τὶς καρδιές τους; Πῶς  χρησιμοποιοῦν τὸν ἀνεκτίμητο χρόνο τῆς ζωῆς τους, ποῦ δωρήθηκε ἀπὸ τὸ Θεό; Ἐμβαθύνουν ποτὲ στὴ σκέψη γύρω ἀπὸ τὸ τέλος, τὸ ὁποῖο ἀναπόφευκτα τούς πλησιάζει;

Ἐὰν ὁ ἄνθρωπος ἔστω καὶ μία μόνο φορά στὴ ζωὴ του ἔχει στρέψει τή σκέψη του πρὸς τὰ ἐρωτήματα αὐτὰ καὶ ἐὰν ἀντιλήφθηκε ἔστω μὲ τὸ ἄκρο τῆς συνείδησής του ὅτι ὁλόκληρη τὴ ζωὴ του ἀξίζει νὰ τὴν προσφέρει μόνο στὸ Θεό, ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἤδη βρῆκε τὴν ὁδὸ τῆς μετάνοιας. Καὶ τοῦτο τὸ γεγονὸς φέρνει μέσα του τὴ δύναμη τῆς ἀναγέννησης, τῆς στροφῆς, τῆς ἐπιστροφῆς…

Στὴν ἐργασία αὐτὴ τῆς προετοιμασίας ὀφείλουμε νὰ προσθέσουμε καὶ τὴν ἐξήγηση αὐτοῦ τούτου τοῦ «τυπικοῦ» της ἐξομολόγησης, τῶν προσευχῶν, τῆς ἄφεσης καὶ τὰ τέτοια. Τὸ τυπικό της ἐξομολόγησης ἀποτελεῖται ἀπό:

1). Τὶς προσευχὲς πρὶν τὴν ἐξομολόγηση.

2). Τὶς κλήσεις πρὸς μετάνοια.

3). Τὶς ἐξομολογήσεις τοῦ ἀνθρώπου ποὺ μετανοεῖ καὶ τὶς νουθεσίες.

4). Τὴν ἄφεση.

1). Καὶ ἐφόσον ὅλα τὰ μυστήρια γενικὰ περιέχουν μέσα τοὺς κάποια ἀνάκλαση,  στὸ μυστήριο τῆς μετάνοιας εἰδικὰ πραγματοποιεῖται ἡ ἀνάκλαση τῆς ἀνθρώπινης «ἀναγνώρισης τῆς ἐνοχῆς» σὲ χριστιανικὴ μετάνοια, σὲ εὐλογημένη ἐπίγνωση ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ποὺ μετανοεῖ τῆς ἁμαρτωλότητας τῆς ζωῆς του καὶ τῆς πολυεύσπλαχνου ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Μία τέτοια «ἀνάκλαση» προϋποθέτει τὴν βοήθεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅπως ἐπίσης καὶ τὴν ἐπίκλησή Του. Αὐτὸ γίνεται στὶς προσευχὲς πρὶν τὴν ἐξομολόγηση.

2). Ἀκολουθεῖ ἡ κλήση πρὸς μετάνοια. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἑξῆς προτροπή. «Ἀδελφέ…. Οὐ γὰρ ἐμοὶ ἀναγγέλλεις, ἀλλὰ τῷ Θεῶ, ἐν ῷ ἵστασαι». Ἀλλὰ κατὰ τὴν ἀποφασιστικὴ αὐτὴ στιγμή, ὅταν ὁ ἱερέας ἐπιβεβαιώνει τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ, πόσο σοβαρὴ σημασία ἔχει τὸ νὰ μὴ ἀντιπαραβάλλει ὁ ἴδιος ὁ ἱερέας τὸν ἑαυτό του πρὸς τὸν ἁμαρτωλό. Στὸ μυστήριο τῆς ἐξομολόγησης ὁ ἱερέας δὲν ἐμφανίζεται σὰν «εἰσαγγελέας», οὔτε σὰν ἄφωνος καὶ παθητικὸς μάρτυρας.

Ὁ ἱερέας εἶναι τὸ σχῆμα τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος  ἐπωμίζεται τὶς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου, ὁ ὁποῖος τυχαίνει φορέας τῆς ἄπειρης εὐσπλαχνίας καὶ συμπάθειας, οἱ ὁποῖες καὶ μόνο μποροῦν νὰ ἀνοίξουν τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Μητροπολίτης Κιέβου Ἀντώνιος Χρασταβίτσκυ τὴν οὐσία τῆς ἱεροσύνης καθόριζε σὰν συμπαθῆ ἀγάπη. Καὶ ἡ μετάνοια εἶναι μυστήριο εἰρήνευσης καὶ ἀγάπης καὶ ὄχι «δίκης» καὶ καταδίκης. Ὡς ἐκ τούτου  καλύτερη μορφὴ κλήσης πρὸς μετάνοια θὰ εἶναι ἡ ψυχικὴ συνταύτιση τοῦ ἱερέα μὲ τὸν ἄνθρωπο ποὺ μετανοεῖ: «Πάντες ἠμάρτομεν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ…».

3). Ἡ ἐξομολόγηση, βέβαια, μπορεῖ νὰ λαμβάνει διάφορες μορφές. Ἐφόσον ὁ ἄνθρωπος ποὺ μετανοεῖ δὲν γνωρίζει, ὡς συνήθως, νὰ κάνει ἀρχή, ἀποτελεῖ καθῆκον τοῦ ἱερέα νὰ τὸν βοηθήσει. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο ἡ μορφὴ τοῦ διαλόγου εἶναι πλέον ἄνετη καὶ φυσική. Ὅλες οἱ ἁμαρτίες «ἐν κατακλείδι» συνοψίζονται σὲ μία βασικὴ ἁμαρτία: στὴν ἔλλειψη ἀληθινῆς ἀγάπης πρὸς τὸ Θεό, πίστης πρὸς Αὐτὸν καὶ ἐλπίδα πάνω σ’ Αὐτόν. Ὡς ἐκ τούτου εἶναι δυνατὸν τὴν ἐξαγόρευση τοῦ ἁμαρτωλοῦ νὰ τὴν ὑποδιαιρέσουμε σὲ τρεῖς βασικοὺς τομεῖς.

α). Ἡ σχέση μας πρὸς τὸ Θεό: Ζητήματα πίστης, ἀδυναμίας, ἀμφιβολιῶν καὶ διαστροφῆς πίστης, ζητήματα προσευχῆς, νηστείας καὶ θείας λατρείας. Πολὺ συχνὰ ἡ ἐξομολόγηση καταλήγει σὲ ἁπλὴ ἀπαρίθμηση «ἀνήθικων πράξεων» καὶ διαφεύγει τῆς προσοχῆς μας ὅτι ἡ ρίζα ὅλων τῶν ἁμαρτιῶν βρίσκεται ἀκριβῶς ἐδῶ, στὸν τομέα τῆς πίστης, τῆς ζωντανῆς καὶ προσωπικῆς σχέσης πρὸς τὸ Θεό.

β). Ἡ σχέση μας πρὸς τὸν πλησίον: Ἐγωισμὸς καὶ ἐγωκεντρισμός, ἀδιαφορία πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, ἔλλειψη ἀγάπης, ἐνδιαφέροντος, προσοχῆς. Σκληρότητες, ζηλοτυπίες, καταλαλιές…. Ἐδῶ ἀκριβῶς κάθε ἁμαρτία πρέπει νὰ «ἐξατομικευθεῖ» πραγματικά, νὰ γίνει ἔρευνα κατ’ ἄτομο, οὕτως ὥστε ὁ ἁμαρτωλὸς νὰ συναισθανθεῖ  καὶ νὰ δεῖ στὸ πρόσωπο τοῦ ἄλλου, κατὰ τοῦ ὁποίου ἁμάρτησε, τὸν ἀδελφὸ καὶ τὴν ἁμαρτία του σὰν παράβαση “τοῦ συνδέσμου τῆς ἀγάπης” καὶ τῆς ἀδελφοσύνης.

γ). Ἡ σχέση μας πρὸς τὸν ἑαυτό μας: Ἁμαρτίες καὶ πειρασμοὶ τῆς σάρκας καὶ ἀντιπαραβολὴ τοῦ χριστιανικοῦ ἰδεώδους περὶ καθαρότητας καὶ ἀκεραιότητας, εὐλάβεια πρὸς τὸ σῶμα σὰν ναοῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ σφραγίστηκε καὶ καταστάθηκε ἱερὸ κατὰ τὴ τέλεση τοῦ ἁγίου Μύρου… Ἔλλειψη  ἐπιθυμίας καὶ προσπάθειας γιὰ ἐμβάθυνση τῆς ζωῆς, διασκεδάσεις, μέθη, ἀνευθυνότητα κατὰ τὴν ἐκτέλεση τῶν βιοτικῶν καθηκόντων, οἰκογενειακὲς διαμάχες.

Δὲν πρέπει νὰ λησμονοῦμε ὅτι, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ ἀνθρώπους ποὺ ἀγνοοῦν τὴν ἐξέταση τοῦ ἑαυτοῦ τους καὶ τῆς συνειδήσεώς τους, ὅλη ἡ ζωὴ τῶν ὁποίων καθορίζεται ἀπὸ τὶς κοινὰ παραδεδεγμένες ἀπόψεις καὶ συνήθειες καὶ συνεπῶς ἀνθρώπων ποὺ ἔχουν στερηθεῖ τὴ τὴν πραγματικὴ μετάνοια.

Σκοπὸς τοῦ ἐξομολόγου εἶναι νὰ καταρρίψει αὐτὴ τὴν μικροαστικὴ συμβατικότητα, τὴν ἐπιπόλαια αὐτάρκεια καὶ νὰ τοποθετήσει τὸν ἄνθρωπο ἐνώπιόν της ἁγιότητας καὶ τοῦ μεγαλείου του σκοποῦ, ποὺ τέθηκε ἀπὸ τὸ Θεό. Πρέπει νὰ ἀφυπνίσει στὴ συνείδησή του ὅτι ὅλη ἡ ζωὴ εἶναι ἀγώνας καὶ μάχη… Ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι ἡ «στενὴ ὁδός», εἶναι ἡ ἀποδοχὴ τοῦ κόπου, τοῦ ἡρωισμοῦ καὶ τῆς θλίψης τῆς στενῆς αὐτῆς ὁδοῦ. Χωρὶς αὐτῆς τῆς κατανόησης καὶ παραδοχῆς τῆς ὁδοῦ, καμιὰ ἐλπίδα δὲν ὑπάρχει γιὰ τὸν ἐκχριστιανισμὸ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς μας…

Ὁ διάλογος κατὰ τὴν ἐξομολόγηση κλείνει μὲ νουθεσία. Ὁ ἱερέας ὀφείλει νὰ καλέσει τὸν ἄνθρωπο ποὺ μετανοεῖ σὲ ἀλλαγὴ ζωῆς, στὴν ἄρνηση τῆς ἁμαρτίας. Ὁ Κύριος δὲν συγχωράει, ἐφόσον ὁ ἄνθρωπος δὲν θελήσει νέα καὶ καλύτερη ζωή, ἐφόσον δὲν ἀποφασίζει νὰ ἐξέλθει στὴν ὁδὸ τοῦ ἀγώνα κατὰ τῆς ἁμαρτίας, δὲν ἀποφασίζει τὴ δύσκολη ἐπιστροφὴ πρὸς «τὴν μορφὴν τῆς ἀρρήκτου δόξης» ἐντός του ἑαυτοῦ του. Γνωρίζουμε ὅτι μὲ τὴν ἀνθρώπινη ψυχρὴ ἐκτίμηση τῶν δυνάμεών μας τέτοια ἐπιστροφὴ εἶναι ἀδύνατη. Ἀλλὰ στὸ «ἀδύνατον» αὐτό, ὁ Χριστὸς ἤδη ἀποκρίθηκε: «τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις, δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ…». Ἀπὸ μᾶς ζητάει ἐπιθυμία, ἀπόφαση καὶ προσπάθεια. Ὁ Κύριος θὰ βοηθήσει…

4). Τότε καὶ μόνο τότε εἶναι δυνατὴ ἡ ἄφεση. Διότι μέσα σ’ αὐτὴ πληρώνεται ἡ σειρὰ τῶν προηγούμενων: τῆς προετοιμασίας, τῆς προσπάθειας, τῆς βαθμιαίας ἀνάπτυξης στὴν ψυχὴ τῆς μετάνοιας. Κατὰ τὴν ὀρθόδοξη θεώρηση δὲν ὑπάρχει πραγματικὴ ἄφεση ἐκεῖ ὅπου δὲν ὑπάρχει μετάνοια. Ὁ Θεὸς δὲν δέχεται ἄνθρωπο ποὺ δὲν προσέρχεται πρὸς Αὐτόν. Προσέρχομαι σημαίνει μετάνοια, μεταβολή, ἐπανεκτίμηση τῆς ζωῆς καὶ τοῦ ἑαυτοῦ μου.

Ἡ θεώρηση τῆς ἄφεσης τῶν ἁμαρτιῶν σὰν ἐξουσίας συμφυοῦς μὲ τὸ  ἱερέα, ποὺ ἐνεργεῖται κατὰ τὸ δοκοῦν μὲ μόνη προσφορὰ τὶς εὐχὲς περὶ ἄφεσης, θὰ σήμαινε ἀπόκλιση πρὸς τὴ μυσταγωγικὴ μαγεία, ἡ ὁποία καταδικάζεται ἀπὸ ὅλο τὸ πνεῦμα καὶ τὴν παράδοση τῆς Ὀρθόδοξης ἐκκλησίας. Ὡς ἐκ τούτου, ἄφεση ἁμαρτιῶν δὲν εἶναι δυνατὴ ὅταν ὁ ἄνθρωπος  ἀφενὸς μὲν δὲν εἶναι Ὀρθόδοξος, δηλαδὴ ἀπροκάλυπτα καὶ ἐνσυνείδητα ἀρνεῖται τὴν ἐμφανῶς ἁμαρτωλή  του κατάσταση: π.χ. ζωὴ μοιχείας, ἄτιμο ἐπάγγελμα, κ.λ.π., καὶ τέλος ἐὰν ἀπορρίπτει τὶς ἁμαρτίες του καὶ δὲν διακρίνει τὴν ἁμαρτωλότητά του.

Ἐπὶ πλέον πρέπει νὰ θυμόμαστε ὅτι ἡ μὴ παροχὴ ἄφεσης δὲν εἶναι τιμωρία. Ἀκόμη καὶ ὁ ἀφορισμὸς στὴν πρώτη Ἐκκλησία ἦταν συνδεμένος μὲ τὴν ἐλπίδα ἀποθεραπείας τοῦ ἀνθρώπου, διότι σκοπὸς τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ σωτηρία καὶ ὄχι ἡ δίκη καὶ ἡ καταδίκη…

Ὁ ἱερέας καλεῖται νὰ ἔχει ἕνα βαθὺ ἐνδιαφέρον πάνω στὸ θέμα τῆς μοίρας τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὀφείλει νὰ ἐπιδιώκει τὴν μεταστροφή του καὶ ὄχι τὴν ἐφαρμογὴ ἐναντίον τοῦ τῆς ἀντίστοιχης παραγράφου ἀφηρημένου νόμου. Ὁ καλὸς ποιμένας ἐγκαταλείπει τὰ 99 πρόβατα γιὰ χάρη τῆς σωτηρίας ἑνὸς «ἀπολωλότος» καὶ αὐτὸ παρέχει στὸν ἱερέα μία ἐσωτερικὴ ποιμαντικὴ ἐλευθερία. Σὲ τελευταία ἀνάλυση τὴν ἀπόφαση παίρνει ἡ συνείδησή του, ποὺ φωτίζεται ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἱκανοποιηθεῖ αὐτὸς μὲ μία ξερὴ ἐφαρμογὴ κανόνων καὶ συνταγῶν.