Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ζώντας στὴν Ἀντιόχεια μὲ τὰ χαλαρὰ ἤθη προσπαθεῖ στὶς ὁμιλίες του νὰ βοηθήσει τοὺς χριστιανοὺς στὸν πνευματικό τους ἀγώνα, ἰδιαίτερα στὸ κίνδυνο τῆς ἀπόγνωσης καὶ ἀποθάρρυνσης ποὺ προερχόταν ἀπὸ τὴν ἀδυναμία νὰ ἀντισταθοῦν στοὺς πειρασμοὺς καὶ τὴν πτώση στὰ πάθη. Ἡ ἀπόγνωση καὶ ἡ ἀπογοήτευση ὁδηγοῦσε τοὺς πιστοὺς σὲ ἐγκατάλειψη τῆς πνευματικῆς προσπάθειας καὶ τὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Γι’ αὐτὸ συμβουλεύει νὰ ξεπεράσουν τὴν ντροπὴ τῆς ὁμολογίας τῶν ἁμαρτιῶν στὴν ἐξομολόγηση: «…ἕνα μόνον ζητᾶ ὁ Θεὸς ἀπό μας, νὰ μὴν πέσουμε στὴν ἀπόγνωση ἀλλὰ νὰ ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ νὰ τρέξουμε στὴν ἐξομολόγηση. Ἂν τὸ κάνουμε αὐτό, ὑπόσχεται νὰ μᾶς δώσει γρήγορα τὴ συγχώρηση»[1]. «Γιὰ νὰ ἀπολαύσουμε καὶ ἐμεῖς τὴν φιλανθρωπία του, νὰ μὴ ντρεπόμαστε νὰ ἐξομολογούμαστε τὰ ἁμαρτήματά μας γιατί εἶναι μεγάλη καὶ πολλὴ ἡ δύναμη τῆς ἐξομολογήσεως»[2] «γιατί τίποτα δὲν κάνει τόσο ἐλεήμονα τὸν Θεό, ὅσο τὸ νὰ ὁμολογοῦμε τὰ ἁμαρτήματά μας»[3].
Ἡ ἀκαθαρσία ποὺ προκαλεῖται ἀπὸ τὴν διάπραξη τῆς ἁμαρτίας, σβήνεται μὲ τὴν ἐξομολόγηση, τὰ δάκρυα καὶ τὴν ἀληθινὴ μετάνοια[4]. «Ὁ Θεὸς δὲν ξεχνᾶ ποτέ, ἀλλὰ στὴ μέλλουσα κρίση ὅλα θὰ τὰ φανερώσει μπροστὰ στὰ μάτια μας, ἂν δὲν φροντίσουμε νὰ τὰ σβήσουμε μὲ μετάνοια καὶ ἐξομολόγηση»[5]. Μετὰ τὴν κάθαρση ἀποκαθίσταται ἡ κοινωνία μὲ τὸν Θεό. Ὁ διάβολος ἀποτρέπει ἀπὸ τὸ μυστήριο «γιατί γνωρίζει καλὰ ὅτι ἂν οἱ πιστοὶ μὲ ἐγρήγορση προσέλθουν καὶ ἐξομολογηθοῦν τὰ ἁμαρτήματα καὶ μὲ ὁλοθερμὴ ψυχὴ κλάψουν, φεύγουν ἀφοῦ πάρουν τὴν συγχώρηση»[6]. Τὰ λόγια τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, «φεύγουν ἀφοῦ πάρουν τὴν συγχώρηση», προϋποθέτουν τὴν εὐχὴ τῆς συγχωρήσεως ἀπὸ τὸν ἱερέα ποὺ δέχθηκε τὴν ἐξομολόγηση.
Ποῦ γίνεται ἡ ἐξομολόγηση; Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος προτρέπει συνεχῶς νὰ προσέρχονται στὴν Ἐκκλησία ποὺ εἶναι τὸ ἰατρεῖο στὸ ὁποῖο θεραπεύονται ὅλοι ὅσοι ὁμολογοῦν τὶς ἁμαρτίες τους. Ἡ ἐξομολόγηση εἶναι μυστήριο ἁγιασμοῦ καὶ συγχωρήσεως καὶ τὰ ἐπιτίμια ἔχουν παιδαγωγικὸ χαρακτήρα καὶ ὄχι ποινή.
«Ἁμάρτησες; Πήγαινε στὸν ναὸ καὶ σβῆσε τὴν ἁμαρτία σου. Ὅσες φορὲς καὶ ἂν πέσεις τόσες φορὲς καὶ νὰ σηκωθεῖς. Πράγματι, ὅσες φορὲς καὶ ἂν ἁμαρτήσεις μετανόησε γιὰ τὴν ἁμαρτία. Μὴν ἀπογοητευθεῖς. Καὶ ἂν ἁμαρτήσεις γιὰ δεύτερη φορὰ μετανόησε καὶ πάλι… καὶ ἂν βρίσκεσαι σὲ βαθιὰ γεράματα καὶ ἁμαρτήσεις μπὲς μέσα στὸν ναὸ καὶ μετανόησε. Γιατί ἐδῶ εἶναι ἰατρεῖο καὶ ὄχι δικαστήριο, δὲν ζητᾶ εὐθύνες γιὰ τὰ ἁμαρτήματα, ἀλλὰ παρέχει συγχώρηση γι’ αὐτά. Πὲς μόνο στὸ Θεὸ τὴν ἁμαρτία σου, «σὲ Σένα μόνο ἁμάρτησα…», καὶ συγχωρεῖται ἡ ἁμαρτία»[7]. Ἂν καὶ ὁ Θεὸς γνωρίζει τὰ ἁμαρτήματα, εἶναι ἀνάγκη νὰ τὰ ἐξομολογούμαστε καὶ μάλιστα ὄχι γενικὰ καὶ ἀόριστα ἀλλὰ μὲ ἀκρίβεια καὶ μὲ λεπτομέρεια[8]. «Καὶ γι’ αὐτὸ θέλει ὁ Θεὸς νὰ ὁμολογήσεις τὸ ἁμάρτημα, ὄχι γιὰ νὰ σὲ τιμωρήσει, ἀλλὰ νὰ σὲ συγχωρήσει· ὄχι γιὰ νὰ μάθει τὴν ἁμαρτία – ἐπειδὴ τὴν γνωρίζει – ἀλλὰ γιὰ νὰ μάθεις ἐσὺ πόσο χρέος σοῦ συγχωρεῖ… Ἂν δὲν ὁμολογήσεις τὸ μέγεθος τοῦ χρέους, δὲν θὰ καταλάβεις τὴν ὑπερβολὴ τῆς χάριτος. Δὲν σὲ ἀναγκάζω, λέει, νὰ τὸ πεῖς δημόσια μὲ τὴν παρουσία πολλῶν μαρτύρων. Πὲς σὲ μένα ἰδιαιτέρως τὸ ἁμάρτημα γιὰ νὰ σοῦ θεραπεύσω τὴν πληγὴ καὶ νὰ σὲ ἀπαλλάξω ἀπὸ τὸν πόνο»[9].
Ἡ ἐξομολόγηση γίνεται «κατ’ ἰδίαν», δηλ. ὄχι δημόσια, μπροστὰ σὲ ἄλλους, καὶ ὁ ἱερέας δὲν κοινοποιεῖ ὅσους καταφεύγουν σ’ αὐτόν. Ἡ συγχώρηση γίνεται κρυφὰ καὶ μὲ διάκριση. Στὸ λόγο του ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος «Περὶ τοῦ ὅτι δὲν πρέπει νὰ γνωστοποιοῦμε τὰ ἁμαρτήματα τῶν συνανθρώπων μας…»[10] ἀναφέρεται στὴ δύναμη τοῦ κηρύγματος ποὺ ὁδηγεῖ σὲ μετάνοια.
«Αὐτοὺς ποὺ ἔρχονται, στὸ ἰατρεῖο αὐτὸ (τὸν ναὸ) ἐμεῖς δὲν τοὺς κοινολογοῦμε. Διότι ὅσοι πηγαίνουν στὰ ἐξωτερικὰ ἰατρεῖα γιὰ σωματικὴ θεραπεία, ἔχουν πολλοὺς ποὺ βλέπουν τὶς πληγές τους. Ἐδῶ ὅμως δὲν συμβαίνει ἔτσι, ἀλλὰ ἂν καὶ βλέπουμε ἀναρίθμητους ἀσθενεῖς, τοὺς θεραπεύουμε χωρὶς νὰ τοὺς φανερώνουμε. Γιατί δὲν ὁδηγοῦμε στὸ μέσον αὐτοὺς ποὺ ἁμάρτησαν κοινοποιοῦντες ἔτσι τὰ ἁμαρτήματά τους, ἀλλὰ παραθέτουμε σ’ ὅλους κοινὴ διδασκαλία καὶ τὴν ἀφήνουμε στὴ συνείδηση τῶν ἀκροατῶν, ὥστε καθένας νὰ πάρει τὸ κατάλληλο φάρμακο ἀπὸ τὰ λεγόμενα γιὰ τὸ ἀνάλογο τραῦμα… Ἐξέρχεται λοιπὸν φανερὰ ὁ λόγος καὶ ἀφοῦ εἰσδύσει μέσα στὴ συνείδηση τοῦ καθενὸς μὲ μυστικὸ τρόπο, παρέχει τὴ δική του θεραπεία καὶ πρὶν νὰ γίνει γνωστὴ ἡ ἀσθένεια πολλὲς φορὲς ἐπαναφέρει τὴν ὑγεία»[11].
Ἂν καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος δὲν ἔχει περιγράψει τὴν πρακτικὴ διαδικασία τοῦ μυστηρίου τῆς ἐξομολογήσεως, μᾶς ἔδωσε τὰ στοιχεῖα ποὺ προϋποθέτουν τὴν ἐξουσία τοῦ ἱερέα νὰ δέχεται τὴν ἐξομολόγηση καὶ νὰ συγχωρεῖ, νὰ συμβουλεύει καὶ νὰ ἐπιβάλλει τὰ ἀναγκαῖα ἐπιτίμια. Ἡ ἀπόφαση τῶν ἱερέων γίνεται δεχτῆ ἀπὸ τὸν Θεό, ποὺ τοὺς χρησιμοποιεῖ ὡς ὄργανά του.
Οἱ ἱερεῖς «ἐνῶ κατοικοῦν καὶ περιφέρονται ἀκόμη στὴν γῆ, ἀνέλαβαν τὴν διεύθυνση οὐρανίων ὑποθέσεων μὲ ἐξουσία ποὺ δὲν ἔδωσε ὁ Θεὸς οὔτε στοὺς ἀγγέλους, οὔτε στοὺς ἀρχαγγέλους… Ὁ δεσμὸς τῶν ἱερέων ἀγγίζει τὴν ἴδια τὴν ψυχὴ καὶ διαβαίνει πρὸς τοὺς οὐρανούς, καὶ ὅσα ἐνεργοῦν κάτω οἱ ἱερεῖς τὰ ἐπικυρώνει ἄνω ὁ Θεός· ὁ Δεσπότης ἐγκρίνει τὴν ἀπόφαση τῶν δούλων… Μήπως δὲν τοὺς ἔδωσε ὁλόκληρη τὴν οὐράνια ἐξουσία; Τοὺς εἶπε· «ὅποιων συγχωρήσετε τὶς ἁμαρτίες, θὰ εἶναι συγχωρημένες• ὅποιων τὶς κρατήσετε θὰ εἶναι κρατημένες». Ὁ Πατέρας ἔδωσε στὸν Υἱὸ ὁλόκληρη τὴν ἐξουσία, βλέπω δὲ ὅτι ὁ Υἱὸς τὴν παραχώρησε ὅλη στοὺς ἱερεῖς»[12].
Ὁ ἱερέας ποιμαίνει, συμβουλεύει, παρηγορεῖ καὶ ἐνισχύει, ἀλλὰ ὀφείλει νὰ ἐνεργεῖ καὶ ὡς ἰατρός. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος λέει ὅτι «χρειάζεται μεγάλη τέχνη ὥστε νὰ πεισθοῦν μόνοι τους οἱ ἀσθενεῖς νὰ ὑποστοῦν τὴν θεραπεία ποὺ ἐπιβάλλουν οἱ ἱερεῖς· καὶ ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλὰ καὶ νὰ τοὺς ἀνταποδίδουν εὐγνωμοσύνη γιὰ τὴ θεραπεία»[13]. Χρειάζεται μεγάλη προσοχὴ καὶ διάκριση ἀπὸ τὸν ἱερέα στὴν ἐπιβολὴ τῶν ἐπιτιμίων ὥστε νὰ ὠφεληθεῖ ὁ πιστὸς καὶ νὰ μὴν ὁδηγηθεῖ σὲ ἀπόγνωση καὶ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία.
«Τί νὰ κάνει λοιπὸν ὁ ἱερέας; Ἐὰν συμπεριφερθεῖς μαλακότερα σὲ ἀσθενῆ ποὺ χρειάζεται σκληρότητα καὶ δὲν ἐνεργήσεις βαθιὰ τομὴ σ’ αὐτὸν ποὺ ἔχει ἀνάγκη, θὰ καθαρίσεις ἕνα μέρος μόνον τοῦ τραύματος καὶ θ’ ἀφήσεις τὸ ὑπόλοιπο. Καὶ ἂν πραγματοποιήσεις ὁλόκληρη τὴν ἀπαιτούμενη ἐγχείριση χωρὶς δισταγμό, ὁ ἀσθενὴς συχνὰ χάνει ἀπὸ τοὺς πόνους τὸ θάρρος, ρίχνει μακριὰ ὅλα τὰ ἀντικείμενα, καὶ τὸ φάρμακο καὶ τὸν ἐπίδεσμο, συντρίβει τὸν ζυγό, σπάζει τὸν δεσμὸ καὶ γκρεμίζεται μὲ ὁρμὴ στὸ βάραθρο. Καὶ γνωρίζω πολλοὺς ποὺ ἐξόκειλαν σὲ τελεία ἀνηθικότητα διότι τοὺς ἐπιβλήθηκε τιμωρία ἄξια τῶν ἁμαρτημάτων τους. Δὲν πρέπει λοιπὸν τὸ ἐπιτίμιο νὰ εἶναι ἀνάλογο πρὸς τὸ μέγεθος τοῦ ἁμαρτήματος, ἀλλ’ ἀπαιτεῖται νὰ λαμβάνεται ὑπ’ ὄψιν καὶ ἡ διάθεση τῶν ἁμαρτωλῶν… Γι’ αὐτὸ ὁ ποιμένας χρειάζεται μεγάλη φρόνηση καὶ μύριους ὀφθαλμούς, ὥστε νὰ βλέπει ἀπὸ παντοῦ τὴν διάθεση τῆς ψυχῆς. Διότι ὅπως ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ ὁδηγοῦνται στὴν αὐθαιρεσία καὶ χάνουν κάθε ἐλπίδα γιὰ τὴ σωτηρία τους, ἐπειδὴ δὲν μπόρεσαν νὰ ὑποφέρουν τὰ δυσάρεστα φάρμακα, ἔτσι ὑπάρχουν καὶ ἄλλοι ποὺ γίνονται χειρότεροι, καταντοῦν ἀδιάφοροι καὶ ὁδηγοῦνται σὲ πράξεις περισσότερο ἁμαρτωλές, ἐπειδὴ δὲν τοὺς ἐπιβλήθηκε τιμωρία ἀνάλογη μὲ τὰ ἁμαρτήματά τους. Δὲν πρέπει λοιπὸν ν’ ἀφήνει ὁ ἱερέας ἀνεξέταστες ὅλες αὐτὲς τὶς περιπτώσεις• πρέπει νὰ τὶς ἐρευνᾶ ὅλες μὲ ἀκρίβεια καὶ ἀναλόγως νὰ ρυθμίζει τὴ συμπεριφορά του πρὸς τοὺς ἀσθενεῖς, ὥστε νὰ μὴν ἀποβαίνει μάταιη ἡ προσπάθειά του»[14]. Ὁ ἱερέας ἐρευνᾶ τὴ γνώμη τοῦ ἁμαρτήσαντος, τὸν καιρό, τὴν αἰτία, τὶς περιστάσεις, ἐὰν ἐξαπατήθηκε, ἐὰν προμελέτησε τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν στάση του μετὰ ἀπὸ αὐτὴν[15].
«Ὅλα τὰ ἁμαρτήματα συγχωροῦνται ἐδῶ στὴ γῆ»[16] ἀρκεῖ νὰ μετανοήσει καὶ νὰ ἐξομολογηθεῖ ὁ ἄνθρωπος. Ὅλα ἀφανίζονται στὸ «χωνευτήριον»[17] τῆς ἐξομολογήσεως καὶ δὲν μένει κανένα ἴχνος ἁμαρτίας. «Καὶ μὴ μοῦ λὲς πάλι• “ἔκανα πολλὰ ἁμαρτήματα καὶ πῶς θὰ μπορέσω νὰ σωθῶ;” Σὺ δὲν μπορεῖς, ὁ Κύριός σου μπορεῖ νὰ ἐξαλείψει τὰ ἁμαρτήματα καὶ μάλιστα δὲν ἀφήνει οὔτε ἴχνος ἀπὸ αὐτά. Ὅταν ὁ Θεὸς τὰ ἐξαλείφει δὲν ἀφήνει οὔτε σημάδι, οὔτε ἐπιτρέπει νὰ μείνει ἴχνος, ἀλλὰ μαζὶ μὲ τὴν ὑγεία χαρίζει καὶ τὴν ὀμορφιά, μαζὶ μὲ τὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὴν τιμωρία δίνει καὶ τὴν δικαίωση καὶ ἐξισώνει αὐτὸν ποὺ ἁμάρτησε μὲ αὐτὸν ποὺ δὲν ἁμάρτησε. Γιατί καταργεῖ τὸ ἁμάρτημα καὶ τὸ κάνει σὰν νὰ μὴν ἔγινε ποτὲ»[18].
Γιὰ νὰ γίνουν ὅσα ἀκολουθοῦν τὴν συγχώρηση πρέπει νὰ ὑπάρχει πνευματικὸς ἀγώνας ὥστε ὁ πιστὸς νὰ μὴν ἐπαναλάβει τὰ ἁμαρτήματα ποὺ ἐξομολογήθηκε καὶ νὰ ἐπιδείξει καὶ πρόοδο στὶς ἀρετὲς[19].
Παραπομπές:
[1]Εἰς τὸν πλούσιον καὶ εἰς τὸν Λάζαρον, Ζ’ 2: PG 48, 1047.
[2]Εἰς τὸν Σταυρόν, Β’ 3: PG 49,413.
[3]Εἰς τὸν ΡΗ’ Ψαλμὸν 7: PG 55, 438.
[4]Κατήχησις ΣΤ΄ ΕΠΕ 30, 468, 24- 9.
[5]Εἰς τὴν Παραβολὴν τοῦ τὰ μύρια τάλαντα ὀφείλοντος 5: PG 51, 24.
[6] Περὶ τοῦ μὴ δημοσιεύειν τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἀδελφῶν 5: PG 51, 358.
[7]Περὶ ἐλεημοσύνης, Γ 4: PG 49, 297-298 .
[8]PG 50, 662.
[9]Εἰς τὸν πλούσιον καὶ τὸν Λάζαρον 4: PG 48, 1012
[10]PG 51, 353-364.
[11]PG51,356
[12]Περὶ Ἱερωσύνης Γ’ 5: PG 48, 643
[13]Περὶ Ἱερωσύνης Β’ 4: PG 48, 634-635
[14]Περὶ Ἱερωσύνης Β’ 4: PG 48, 634-635
[15]Εἰς ΣΤ’ Ψαλμὸν 2: PG 55, 72
[16]PG 55, 73.
[17]PG 60, 204.
[18]Περὶ μετανοίας Η’ 2: PG 49, 339-340.
[19]Εἰς Ματθ., Ὁμιλ. Γ 6: PG 57, 190.