-Κατ’ ἐμὲ ἡ ἀγάπη εἶναι τριῶν εἰδῶν: ἡ σαρκικὴ ἀγάπη, ἡ ὁποία εἶναι γεμάτη πνευματικὰ μικρόβια, ἡ κοσμικὴ ἀγάπη, ἡ ὁποία εἶναι φαινομενική, τυπική, ὑποκριτική, δίχως βάθος, καὶ ἡ πνευματικὴ ἀγάπη, ἡ ὁποία εἶναι ἡ ἀληθινή, ἡ ἁγνή, ἡ ἀκριβὴ ἀγάπη. Αὐτὴ ἡ ἀγάπη εἶναι ἀθάνατη μένει «εἰς αἰῶνας αἰώνων».
-Πῶς θὰ καταλάβω ,Γέροντα, ἂν ἔχω ἀληθινὴ ἀγάπη;
-Γιὰ νὰ τὸ καταλάβης, νὰ ἐξετάσης ἂν ἀγαπᾶς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ἐξίσου κι ἂν ὅλους τοὺς ἀνθρώπους τούς θεωρεῖς καλύτερους ἀπὸ σένα.
-Γέροντα, ἔχει ψυχρανθῇ ἡ ἀγάπη μου γιὰ τὸν Θεὸ καὶ γιὰ τὸν πλησίον.
-Σπεῖρε τὴν λίγη ἀγάπη ποὺ σοῦ ἔμεινε, γιὰ νὰ φυτρώση ἀγάπη, νὰ μεγαλώση, νὰ καρπίση καὶ νὰ θερίσης ἀγάπη. Μετὰ θὰ σπείρης τὴν περισσότερη ἀγάπη ποὺ θὰ θερίσης, καὶ σιγά-σιγά θὰ γεμίση τὸ ἀμπάρι σου καὶ δὲν θὰ ἔχης ποῦ νὰ τὴν βάλης, γιατί, ὅσο σπέρνεις ἀγάπη, τόσο πιὸ πολὺ αὐξάνει. Ἂς ποῦμε, ἕνας γεωργὸς ἔχει ἕνα σακκουλάκι σπόρο καὶ τὸν σπέρνει. Μετὰ μαζεύει τὸν καρπὸ καὶ γεμίζει μία μεγάλη σακκούλα. Ἂν σπείρη ὕστερα τὸν καρπὸ ποὺ ἔχει στὴν σακκούλα, θὰ γεμίση ἕνα σακκί. Καὶ ὅταν μαζέψη πολὺ σπόρο καὶ τὸν σπείρη, θὰ γεμίση ἕνα ἀμπάρι. Ἐνῷ, ἂν κρατήση τὸν σπόρο στὸ σακκουλάκι καὶ δὲν τὸν σπείρη, ὁ σπόρος θὰ σκουληκιάση. Πρέπει νὰ πετάξη τὸν σπόρο στὴν γῆ, γιὰ νὰ φυτρώση, νὰ μεγαλώση καὶ νὰ κάνη καρπό.
Ἔτσι, θέλω νὰ πῶ, γίνεται καὶ μὲ τὴν ἀγάπη. Γιὰ νὰ αὐξηθῇ ἡ ἀγάπη, πρέπει νὰ τὴν δώσης. Ὅποιος ὅμως δὲν δίνει ἔστω καὶ τὴν λίγη ἀγάπη ποὺ ἔχει, εἶναι σὰν νὰ ἔχη ἕνα ἁπλόχερο σπόρο, ἀλλὰ τὸν κρατάει καὶ δὲν τὸν σπέρνει. Αὐτὸς εἶναι ὁ πονηρὸς δοῦλος ποὺ ἔκρυψε τὸ τάλαντο.
Ἀνάλογα μὲ τὴν ἀγάπη ποὺ θὰ προσφέρης, θὰ ἔχης νὰ λάβης. Ἂν δὲν δώσης ἀγάπη, δὲν θὰ λάβης ἀγάπη. Βλέπεις , ἡ μάνα δίνει συνέχεια στὰ παιδιά της, ἀλλὰ καὶ συνέχεια παίρνει ἀπὸ τὰ παιδιά της, καὶ συνέχεια αὐξάνει ἡ ἀγάπη της. Ὅταν ὅμως ζητᾶμε τὴν ἀγάπη τῶν ἄλλων ἀποκλειστικὰ γιὰ τὸν ἑαυτό μας καὶ θέλουμε ὅλοι νὰ μᾶς δίνουν καί, ὅταν κάνουμε κάποιο καλό, σκεφτώμαστε τὴν ἀνταπόδοση, δὲν ἔχουμε ἀκριβῆ ἀλλὰ φθηνὴ ἀγάπη. Τότε ἀποξενωνόμαστε ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ δὲν λαμβάνουμε ἀγάπη οὔτε ἀπὸ τὸν Θεὸ οὔτε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους.
Ὅσοι ἔχουν κοσμικὴ ἀγάπη μαλώνουν ποιός νὰ ἀρπάξη περισσότερη ἀγάπη γιὰ τὸν ἑαυτό του. Ὅσοι ὅμως ἔχουν τὴν πνευματική, τὴν ἀκριβή, ἀγάπη, μαλώνουν ποιός νὰ δώση περισσότερη ἀγάπη στὸν ἄλλον. Ἀγαποῦν, χωρὶς νὰ σκέφτωνται ἂν τοὺς ἀγαποῦν ἢ ἂν δὲν τοὺς ἀγαποῦν οἱ ἄλλοι, οὔτε ζητοῦν ἀπὸ τοὺς ἄλλους νὰ τοὺς ἀγαποῦν. Θέλουν ὅλο νὰ δίνουν καὶ νὰ δίνωνται, χωρὶς νὰ θέλουν νὰ τοὺς δίνουν καὶ νὰ τοὺς δίνωνται. Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι ἀγαπιοῦνται ἀπ’ ὅλους, ἀλλὰ πιὸ πολὺ ἀπὸ τὸν Θεό, μὲ τὸν Ὁποῖο καὶ συγγενεύουν.
Ἀγάπη χωρὶς ἀντιπαροχή! Νὰ μὴν κάνουμε καλωσύνες, γιὰ νὰ πάρουμε εὐλογίες. Νὰ καλλιεργήσουμε τὴν ἀρχοντική, τὴν ἀκριβὴ ἀγάπη, τὴν ὁποία ἔχει ὁ Θεός, καὶ ὄχι τὴν φθηνὴ κοσμικὴ ἀγάπη, ἡ ὁποία ἔχει κάθε ἀνθρώπινη ἀδυναμία.
-Γέροντα, δυσκολεύομαι νὰ δώσω τὴν ἀγάπη μου ἐκεῖ ποὺ δὲν θὰ τὴν ἐκτιμήσουν.
-Δὲν ἔχεις πραγματικὴ ἀγάπη, γι’ αὐτὸ δυσκολεύεσαι. Ὅποιος ἔχει πραγματικὴ ἀγάπη, δὲν τὸν ἀπασχολεῖ ἂν ἐκτιμήσουν τὴν ἀγάπη του ἢ ὄχι. Τὴν θυσία ποὺ κάνει γιὰ τὸν πλησίον του, ἐπειδὴ τὴν κάνει ἀπὸ καθαρὴ ἀγάπη, οὔτε κἂν τὴν θυμᾶται.
-Πῶς μπορῶ ,Γέροντα, νὰ ξεχνῶ τὸ καλὸ ποὺ κάνω;
-Ρίξ’ το στὸ γιαλό …; Ἔτσι θὰ τὸ ξεχνᾶς. Ἀλλὰ καὶ τὸ κακὸ ποὺ σοῦ κάνουν, κι αὐτὸ νὰ τὸ ξεχνᾶς. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο θὰ συγκεντρώσης ἕναν πλοῦτο πνευματικό, χωρὶς κἂν νὰ τὸ ἀντιληφθῆς.