«Μὲ κυριεύει μιὰ ἄλογη ἀναισθησία», γράφετε. «Κινοῦμαι σὰν μηχανή, δίχως νὰ σκέφτομαι, δίχως νὰ αἰσθάνομαι…»
Τέτοιες καταστάσεις ὀφείλονται εἴτε σὲ δική μας ὑποχώρηση στὸ κακὸ εἴτε σὲ παιδαγωγία τοῦ Θεοῦ. Στὴ δεύτερη περίπτωση ἡ θεία χάρη μᾶς ἐγκαταλείπει ὡς ἕνα βαθμό, γιὰ νὰ διαπιστώσουμε πόσο ἀδύναμοι εἴμαστε χωρὶς αὐτήν.
Ἔτσι ἀπαλλασσόμαστε ἀπὸ τὴν ἐγωιστικὴ αὐτοπεποίθηση, ἀποκτᾶμε ταπείνωση καὶ στηριζόμαστε ἀποκλειστικὰ στὸν παντοδύναμο Θεό.
Πολὺ βαριά, πολὺ κουραστικὴ γιὰ τὴ ψυχὴ εἶναι ἡ ἀναισθησία τούτη, ποὺ συνεπάγεται πνευματικὴ ψυχρότητα, ξηρότητα καὶ ἀθυμία. Ὅσο βαριὰ κι ἂν εἶναι, πάντως, ὀφείλουμε νὰ τὴ σηκώσουμε μὲ καρτερία, πιστεύοντας ἀφ’ ἑνὸς ὅτι εἴμαστε ἄξιοι τῆς ἐγκαταλείψεως τοῦ Θεοῦ καὶ περιμένοντας ἀφ’ ἑτέρου τὴν ἐπίσκεψη τοῦ ἐλέους Του. Γιατί ἡ ἀναζωογόνηση τῆς ψυχῆς καὶ ἡ ἀναθέρμανση τοῦ πνευματικοῦ ζήλου ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὴ θεία βούληση, ἀπὸ κανέναν κι ἀπὸ τίποτε ἄλλο. Ἂς κραυγάζουμε, λοιπόν, στὸν Κύριο: «Ἐλέησέ με! Λύτρωσε με!». Παράλληλα, ἂς μὴν ὑποχωροῦμε σὲ καμιὰν ἀδυναμία, γιατί ἀλλιῶς δὲν θὰ πετύχουμε τίποτα.
Λυπᾶστε γιὰ τὴ ζοφερή σας κατάσταση καὶ μ’ ὅλη σας τὴ δύναμη ἀγωνίζεστε ἐναντίον της. Καλὰ κάνετε. Ὁ φόβος σας, ὡστόσο, ὅτι θὰ βασανίζεστε ἔτσι αἰώνια, εἶναι ἀβάσιμος. Οὔτε ἡ αἰώνια μακαριότητα οὔτε ἡ αἰώνια κόλαση μποροῦν νὰ συγκριθοῦν μ’ ὁποιεσδήποτε γήινες καταστάσεις. Τόσο ἡ μία ὅσο καὶ ἡ ἄλλη εἶναι ἀσύλληπτες, ἀνείκαστες καὶ ἀνεικόνιστες. Ἡ πνευματικὴ ψυχρότητα καὶ ξηρότητα, ἡ ψυχικὴ χαύνωση καὶ ἀθυμία παρουσιάζονται περιοδικὰ στὴ χριστιανικὴ ζωὴ μὲ παραχώρηση τοῦ Θεοῦ, ὅπως λένε οἱ ἅγιοι πατέρες, γιὰ ν’ ἀποφύγουμε τὴν ἔπαρση καὶ νὰ οἰκειωθοῦμε σταθερὰ τὴν ταπεινοφροσύνη.
Σᾶς ἀνησυχεῖ καὶ σᾶς θλίβει ἡ ἀναισθησία τῆς ψυχῆς σας, ἡ ἀναλγησία καὶ σκληρότητα τῆς καρδιᾶς σας. Ἡ κατάσταση αὐτὴ ἔχει πολλὲς αἰτίες, διαφορετικὲς σὲ κάθε ἄνθρωπο. Ἡ κύρια αἰτία της, ὅμως, εἶναι ἡ μακροχρόνια ἀμέλεια καὶ ἀσθένεια τῆς ψυχῆς. Ἡ ἀναισθησία αὐξάνεται μὲ τὴν πολυκαιρινὴ δουλεία στὰ πάθη καὶ παγιώνεται μὲ τὴν κακὴ συνήθεια. Γιὰ νὰ θεραπευθεῖτε, λοιπόν, πρέπει νὰ ἐπιστρατεύσετε ὅλες σας τὶς δυνάμεις μὲ ἄκαμπτη θεληματικότητα, ὥστε νὰ ζωογονηθεῖ καὶ ἐνεργοποιηθεῖ πάλι ἡ νεκρωμένη πνευματική σας αἴσθηση. Νά, ἤδη κάτι κινήθηκε μέσα σας, καθὼς ἀκούγατε νὰ ψάλλεται ὁ 136ος ψαλμός: «Ἐπὶ τῶν ποταμῶν Βαβυλώνας ἐκεῖ ἐκαθίσαμεν καὶ ἐκλαύσαμεν…».
Νὰ πηγαίνετε συχνότερα στὴν ἐκκλησία. Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, ποὺ ξεχύνεται πλούσια μὲσ’ ἀπὸ τὰ Μυστήρια καὶ τὶς τελετὲς τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας λατρείας, θὰ σᾶς βοηθήσει νὰ λυτρωθεῖτε ἀπὸ τὴ χαύνωση τοῦ νοῦ καὶ τὴ νάρκωση τῆς καρδιᾶς. Νὰ σκέφτεστε ἀκόμα πόσο μεγάλη εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Κυρίου γιὰ σᾶς, πόση ἡ φιλανθρωπία Του, πόση ἡ φροντίδα Του, πόση ἡ ἐπιθυμία Του γιὰ τὴ σωτηρία σας! Ὅλα τοῦτα θὰ μαλακώσουν καὶ θὰ κατανύξουν τὴν καρδιά σας. Τέλος, καθημερινὰ νὰ χτυπᾶτε τὴν ἀναισθησία μὲ τὸ μαστίγιο τῆς ἀδιάλειπτης προσευχῆς, τοῦ θείου φόβου καὶ τῆς μελέτης τοῦ θανάτου, τῆς Κρίσεως, τῆς ἀπολογίας σας στὸν δίκαιο Κριτή. Κάθε τόσο νὰ φωνάζετε στὴ ψυχή σας: «Νά, ἔρχεται ὁ θάνατος! Νά, πλησιάζει ἡ ὥρα τῆς ἀπολογίας σου! Τί θὰ πεῖς στὸ Θεό;
Κύριε, ἐλέησον! Σπλαχνίσου με, πολυέλεε!».
Νόμιζα ὅτι σᾶς κατέχει μιὰ διαρκὴς πνευματικὴ ψυχρότητα, καρδιακὴ ξηρότητα, ψυχικὴ ἀναισθησία. Ἀλλὰ δὲν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Ὑποφέρετε ἀπ’ αὐτὸ ποὺ παθαίνουμε ὅλοι κάπου-κάπου. Τὸ ἀναφέρουν κάποιοι πατέρες, ποὺ ἔγραψαν γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωή. Πρόκειται γιὰ μιὰ κατάσταση παραλύσεως, θὰ λέγαμε, ὅλων τῶν ψυχικῶν δυνάμεων, ποὺ ἐπιτρέπει σὲ τρεῖς φοβερὲς κακίες -γίγαντες τοῦ διαβόλου τὶς ὀνομάζει ὁ ὅσιος Μάρκος ὁ ἀσκητής-, τὴν ἄγνοια, τὴ λήθη καὶ τὴ ραθυμία, νὰ κατακυριεύσουν τὴ ψυχὴ καὶ νὰ τὴν κάνουν ἀναίσθητη, ρίχνοντάς την ὕστερα χωρὶς δυσκολία σ’ ὅλα τὰ πάθη. Γι’ αὐτὸ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, στὴν τέταρτη ἀπὸ τὶς εἴκοσι τέσσερις μικρὲς προσευχές του, ἱκετεύει τὸν Κύριο νὰ τὸν λυτρώσει ἀπὸ «ἀγνοίας καὶ λήθης καὶ ραθυμίας καὶ τῆς λιθώδους ἀναισθησίας».
Πῶς, ὅμως, μπορεῖτε νὰ νικήσετε τὶς τρεῖς αὐτὲς μεγάλες κακίες, ξεφεύγοντας ἔτσι ἀπὸ τὰ δίχτυα τῆς ψυχικῆς ἀναισθησίας; Μὲ τὰ ἀντίθετα τοὺς ὅπλα τῆς δικαιοσύνης: Τὴ λήθη, μὲ τὴ μνήμη τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Κρίσεως· τὴν ἄγνοια, μὲ τὴ φωτισμένη θεία γνώση, ποὺ ξαναξυπνάει τὴν ψυχὴ· καὶ τὴ ραθυμία, μὲ τὸ ζῆλο καὶ τὴν προθυμία. Περισσότερο ἀπ’ ὅλα, πάντως, θὰ σᾶς βοηθήσουν ἡ ὑπομονὴ καὶ ἡ προσευχή, ποὺ θὰ ἑλκύσει πάνω σας τὴν παντοδύναμη θεία χάρη. Ἡ ζοφερὴ τούτη κατάσταση ἴσως νὰ προέρχεται ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸ Θεό, ποὺ θέλει ἔτσι νὰ σᾶς παιδαγωγήσει, ὥστε νὰ μὴ βασίζεστε στὸν ἑαυτό σας. Μερικὲς φορὲς πολλὰ σηκώνουμε στοὺς ὤμους μας καὶ πολλὰ περιμένουμε ἀπὸ τὶς δυνάμεις μας, τὶς ἱκανότητες μας, τοὺς κόπους μας. Τότε, λοιπόν, ὁ Κύριος μᾶς παίρνει τὴ χάρη Του. Καὶ μένουμε μόνοι, ἄοπλοι, ἀδύναμοι. Σὰν νὰ μᾶς λέει: «Νά, δοκίμασε τώρα, πόση δύναμη ἔχεις!». Ὅσο περισσότερα φυσικὰ χαρίσματα ἔχουμε -δῶρα κι αὐτὰ τοῦ Θεοῦ-, τόσο μεγαλύτερη δοκιμασία μᾶς χρειάζεται. Ἂν αὐτό το συναισθανόμαστε, θὰ κάνουμε εὐκολότερα ὑπομονή.
Καμιὰ φορὰ ἡ ἐγκατάλειψή μας ἀπὸ τὴ θεία χάρη εἶναι καὶ τιμωρία· τιμωρία γιὰ τὴν ἀδικαιολόγητη παράδοσή μας στὰ πάθη, ποὺ δὲν τὰ πολεμήσαμε, καὶ γιὰ τὴν ἐμμονή μας στὴν ἁμαρτία, ποὺ δὲν τὴν ἐξαλείψαμε μὲ τὴ μετάνοια. Μὲ εἰλικρινῆ αὐτοέλεγχο, λοιπόν, πρέπει νὰ διαπιστώσετε ἂν ἡ ξηρότητα καὶ ἀναισθησία τῆς ψυχῆς σας ὀφείλεται στὴν αἰχμαλώτιση της ἀπὸ κάποιο πάθος ἢ στὴ διάπραξη κάποιου ἁμαρτήματος, ὁπότε δὲν ἔχετε παρὰ νὰ μετανοήσετε ἐνώπιον τοῦ Κυρίου καὶ νὰ ξαναρχίσετε τὸν ἀγῶνα μὲ προσοχὴ καὶ νήψη. Τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ ἀπομακρύνουν κυρίως τέσσερις κακίες: ἡ ὀργή, ἡ ἀδικία, ἡ κατάκριση καὶ ἡ ἔπαρση. Καὶ τὴν ἑλκύουν οἱ ἀντίθετες σ’ αὐτὲς ἀρετές: ἡ πραότητα, ἡ δικαιοσύνη, τὸ ἀκατάκριτο καὶ ἡ ταπεινοφροσύνη.
Ὅταν μᾶς κυριεύει πνευματικὴ ψυχρότητα, δὲν πρέπει νὰ παραμελοῦμε τὸν συνηθισμένο προσευχητικὸ κανόνα μας. Νὰ τὸν ἐκτελοῦμε μὲ συνέπεια, ἀναγκάζοντας, ὅσο εἶναι δυνατόν, τὸ νοῦ μας ν’ ἀκολουθήσει τὰ λόγια τῆς προσευχῆς καὶ τὴν καρδιά μας νὰ κινηθεῖ, νὰ θερμανθεῖ, νὰ κατανυχθεῖ. Ἔστω καὶ μὲ μισὸ νοῦ, ἔστω καὶ μὲ μισὴ καρδιά, ἂς προσευχόμαστε. Καὶ ἡ μισὴ προσευχή, προσευχὴ εἶναι. Εἶναι, βέβαια, πολὺ δύσκολο, ὅσο διαρκεῖ αὐτὴ ἡ κατάσταση τῆς ψυχικῆς παραλυσίας, νὰ συγκεντρώσει κανεὶς τὴν προσοχή του στὴν καρδιὰ καὶ νὰ προσευχηθεῖ· δύσκολο, μὰ ὄχι ἀδύνατο. Σὲ πεῖσμα τοῦ ἑαυτοῦ μας, πρέπει νὰ προσπαθήσουμε, ν’ ἀσκήσουμε βία στὴ ψυχή μας. Αὐτὴ ἡ βία εἶναι ποὺ θὰ ἑλκύσει τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου καὶ θὰ μᾶς φέρει πάλι στὴν εὐλογημένη κατάσταση τῆς χάριτος, θὰ δεῖ ὁ Θεός, λέει ὁ ἅγιος Μακάριος, πόσο σφοδρὰ ποθοῦμε τὴ χάρη Τοῦ, καὶ θὰ μᾶς τὴ στείλει.
Ἂς μὴν περιοριζόμαστε, ὅμως, μόνο στὶς στερεότυπες προσευχὲς τοῦ κανόνα μας. Ἂς ἀπευθυνόμαστε στὸν οὐράνιο Πατέρα μας καὶ μὲ δικά μας λόγια, δείχνοντάς Του τὴν ἀξιολύπητη ψυχή μας, ἔτσι καθὼς εἶναι σχεδὸν νεκρή, καὶ λέγοντάς Του μὲ πόνο: «Βλέπεις, Κύριε, σὲ τί κατάσταση βρίσκεται! Ὡστόσο, μ’ ἕνα Σου λόγο μονάχα, μπορεῖ νὰ συνέλθει». Ἔτσι, μὲ πίστη καὶ ἐλπίδα, νὰ ζητᾶτε τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ πολλὲς φορὲς τὴν ἡμέρα.