(Ἀπόσπασμα)
Μέσα στὴν θεία μυσταγωγία τῆς Ὀρθοδόξου λατρείας, βρίσκεις τὸν οὐρανὸ στὴ γῆ ὄχι ὡς θεατρικὴ ἀναπαράστασι ἀλλὰ ὡς λειτουργικὴ πραγματικότητα. Μέσα σ’ αὐτὸ τὸ κλίμα βασιλεύει καὶ διευθετεῖ τὰ πάντα ἡ ἀσύγχυτη καὶ ἀδιαίρετη ἕνωσις τοῦ θείου καὶ ἀνθρωπίνου• δωρεὰ τῆς παρουσίας τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου, ποὺ εἶναι ὁ προσφέρων καὶ ὁ προσφερόμενος.
Μά, δὲν εἶναι μητέρα μας ἡ Μεγάλη Ἐκκλησία; Δὲν βρίσκεται ἐκεῖ ἡ καρδιά μας, ἡ δύναμις καὶ τὸ πῶς ζήσαμε μέχρι τώρα; Καὶ δὲν βρίσκεται ἐκεῖ ἡ ἐξασφάλισις τῆς ἐλπίδος, γιὰ τὸ πῶς μποροῦμε νὰ ζήσωμε στὴν ἐποχὴ τῆς παγκοσμιοποιήσεως καὶ διεθνοποιήσεως; Βλέποντας τὰ πράγματα ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὅρος, θὰ ἤθελα (μοῦ ζήτησαν καὶ κάποιοι ἀδελφοὶ) νὰ ἔλεγα δυὸ λόγια.
Ὡς ἁγιορείτης, βρίσκεσαι σὲ τόπο καὶ τρόπο ἀσφαλείας, ἐὰν εἶσαι ἀληθινὸς μοναχός. Εἶσαι νεκρὸς καὶ εἶσαι ἐλεύθερος.
Ρώτησε κάποιος μοναχός: «Γιατί, περπατῶντας στὴν ἔρημο, φοβᾶμαι;» Ὁ γέροντας τοῦ ἀπαντᾶ: «Ἀκμὴν ζῇς», ἀκόμα ζῇς. «Ἐὰν ἤσουν νεκρός, δὲν θὰ φοβόσουν τίποτα. Θὰ ἤσουν ἀπόλυτα ἐλεύθερος καὶ εὐαίσθητος. Θὰ ἤσουν μιὰ αἴσθησι».
Ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι νὰ φτάση σ’ αὐτὴ τὴν αἴσθησι, νὰ γίνη μιὰ αἴσθησι. Ἐὰν σοῦ δοθῇ αὐτὴ ἡ χάρις, τότε κινεῖσαι ἐλεύθερα. Κυκλοφορεῖς κεκλεισμένων καὶ ἀνεωγμένων τῶν θυρῶν, μὲ λυμένα καὶ ἄλυτα τὰ προβλήματα.
Ἂν κάποια ἐμπειρία σὲ σφράγισε• ἐὰν κάτι τέτοιο, ἔστω ἐλάχιστα, σοῦ δόθηκε• ἐὰν βρῆκες τὴν παρηγοριὰ ἔπειτα ἀπὸ τὴν πολλὴ δοκιμασία• ἐὰν εἶσαι «τῆς Ἀναστάσεως τὴν πεῖραν εἰληφὼς»• ἐὰν πέρασες, ἔστω καὶ μιὰ φορὰ ἀλλὰ πραγματικά, διὰ τοῦ θανάτου (τοῦ ἀληθινοῦ) στὴν ζωὴ• τότε μπορεῖς νὰ ἐλπίζης. Μπορεῖς νὰ προχωρῇς. Χρειάζεται ὅμως, ἐφόσον ἀκόμη βρίσκεσαι σὲ τοῦτο τὸν κόσμο, τὸν μεταβαλλόμενο καὶ ἀλλοιούμενο, νὰ προχωρῇς μὲ πολὺ δέος καὶ προσοχή, στηριζόμενος στὴν ἀγάπη (ποὺ εἶναι θυσία τῶν πάντων) καὶ στὴν ταπείνωσι (ποὺ εἶναι ἀγάπη ἐξαφανίσεως), γιὰ νὰ φανερώνεται ὁ Ἄλλος, ποὺ εἶναι παρηγοριὰ ὅλων.
Ἡ ἱστορία τοῦ Γένους μας
Ἔπειτα ἀπ’ ὅλα αὐτὰ, μποροῦμε νὰ ρίξωμε μιὰ ματιὰ στὴν ἱστορία τοῦ Γένους μας. Νομίζω, ὅτι ὁ Ἑλληνισμὸς ἔχει διαγράψει μιὰ παρόμοια πορεία. Ἀναζήτησε. Πέρασε ἀπὸ δοκιμασίες πολλές. Ἔφτασε κάπου. Βρῆκε κάτι, ποὺ δὲν εἶναι τοῦ παρόντος αἰῶνος καὶ ταυτόχρονα τὸν βοηθᾶ νὰ προχωρήση ξεκάθαρα καὶ σταθερὰ στὸν νῦν αἰῶνα. Ὅλο αὐτὸ βρίσκεται μέσα στὴν Ὀρθόδοξη λειτουργικὴ θεολογία.
Ἕλληνες. Ἕνας μικρὸς λαὸς μὲ μεγάλες ἀπαιτήσεις. Ἀναζητοῦν τὴν ἀλήθεια. Ἀγαποῦν τὴν καλλιέπεια καὶ πᾶνε πέρα ἀπ’ αὐτή.
Ψάχνουν, ζητοῦν σὲ ὅλους τοὺς τομεῖς νὰ βροῦν τὴν πρώτη αἰτία• νὰ βροῦν ἀπαντήσεις στὰ καίρια ἐρωτήματα γιὰ τὸν ἄνθρωπο, τὸν κόσμο, τὸν Θεό. Εἶναι ἕτοιμοι νὰ ἀκούσουν καθετὶ νέο. Νὰ ἀσπαστοῦν τὴν ἀλήθεια ποὺ τοὺς πείθει. Νὰ ἀπορρίψουν ὅ,τι δὲν τοὺς ἀναπαύει. Ταξιδεύουν, μελετοῦν, μαθαίνουν. Κάνουν τὴν μελέτη τοῦ θανάτου φιλοσοφία• τὰ προσωπικά τους προβλήματα καὶ τὶς ἱστορικὲς συμφορὲς τέχνη καὶ τραγωδία.
Δὲν ἀναπαύονται στὴν τέχνη (καὶ τὴν πιὸ ὑψηλὴ) οὔτε στὴ φιλοσοφία («παίδων ἀθύρματα»). Θέλουν νὰ προχωρήσουν πρὸς κάτι τολμηρότερο καὶ θεϊκότερο• πρὸς κάτι ποὺ τοὺς σπρώχνει• καὶ τοὺς προετοίμασε ἡ μέχρι τώρα πορεία, κατάκτησις καὶ δίψα τους.
Οἱ Ἕλληνες καὶ οἱ Ρωμαῖοι
«Πολιτισμὸς τῶν Ἑλλήνων. Καμιὰ λατρεία τῆς δύναμης. Τὸ χρονικὸ ἦταν μονάχα μιὰ γέφυρα. Στὶς ψυχικὲς καταστάσεις, δὲν ζητοῦσαν τὴν ἔντασι ἀλλὰ τὴν καθαρότητα». (Simone Weil)
H συνάντησις τοῦ Ἑλληνισμοῦ μὲ τὸν Χριστιανισμὸ σφράγισε τὴν ἱστορία του, ἀλλὰ καὶ τῆς ἀνθρωπότητος. Ὅταν ζήτησαν νὰ δοῦν τὸν Χριστὸ Ἕλληνες, ὁ Κύριος εἶπε: «Νῦν ἐδοξάσθη ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου».
Οἱ Ἕλληνες (ὄχι οἱ Ρωμαῖοι οὔτε οἱ Ἑβραῖοι) δέχονται τὸ μήνυμα τῆς Καινῆς Κτίσεως. Εἶναι προετοιμασμένοι ἀπὸ τοὺς φιλοσόφους, ποιητὲς καὶ τραγικούς.
Διὰ τῶν Ἑλλήνων μεταδίδεται τὸ μήνυμα τῆς Καινῆς Κτίσεως στὸν κόσμο. Γι’ αὐτὸ, ὁ π. Γεώργιος Φλωρόβσκι τολμᾶ νὰ διακηρύξη: «Τὸ νὰ εἴμαστε Χριστιανοὶ σημαίνει νὰ εἴμαστε Ἕλληνες, μιᾶς καὶ ἡ Καινὴ Διαθήκη, τὴν ὕψιστη αὐθεντία τῆς ὁποίας ἀποδεχόμαστε, εἶναι διὰ παντὸς ἕνα ἑλληνικὸ βιβλίο».
Στοὺς ἑλληνιστικοὺς καὶ ρωμαϊκοὺς χρόνους, ὅταν ἡ ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία ἐπεκτείνεται ὡς δύναμις, ὁ Ἑλληνισμὸς διεισδύει ὡς πνεῦμα. Μετὰ τοὺς διωγμοὺς καὶ τὴν μεταφορὰ τῆς πρωτευούσης τῆς αὐτοκρατορίας ἀπὸ τὴν παλαιὰ στὴ νέα Ρώμη, τὸ ρωμαϊκὸ δίκαιο ὑπάρχει ὡς πλαίσιο καὶ βάσις διοικήσεως, ἡ λατινικὴ γλῶσσα ὡς ἐπίσημη τοῦ κράτους. Μὲ τὸν καιρὸ, φυσιολογικὰ σβήνει ἡ λατινική. Τὴν θέσι της παίρνει ἡ ἑλληνική, ὁμιλούμενη ἀπὸ τὸν λαό. Αὐτὴ γίνεται γλῶσσα τοῦ κράτους, τῆς λατρείας, τῆς θεολογίας, τῆς λογοτεχνίας…
H αὐτοκρατορία λέγεται ρωμαϊκή, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μέχρι τέλους. Σὲ ἑλληνικὴ ἐξελίσσεται. Τελικὰ, εἶναι ἡ χριστιανικὴ αὐτοκρατορία• ἡ τοῦ χριστιανικοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ξεπερνιέται ὁ παγανιστικὸς Ἑλληνισμός. Μένει ἡ ψυχή του καὶ ἡ δουλειά του, μεταμορφωμένη. Φτάνουμε σ’ αὐτὸ ποὺ ζητοῦσαν οἱ Ἕλληνες.
Τοὺς κλασικοὺς φιλοσόφους διαδέχονται οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ πρῶτοι εἶναι ὑποδείγματα στὴν σκέψι καὶ στὴν διανόησι. Οἱ δεύτεροι ἀναδεικνύονται οἰκουμενικοὶ διδάσκαλοι, γιατί δὲν προσφέρουν τὸ ἀποτέλεσμα τῆς διανοητικῆς των δουλειᾶς καὶ ἀνησυχίας, ἀλλὰ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ, ποὺ δίδεται σὲ αὐτοὺς ποὺ παραδίδονται ἐξ ὁλοκλήρου στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Δὲν εἶναι οἱ διανοούμενοι ἀλλὰ οἱ πάσχοντες τὰ θεῖα. Φανερώνονται ὡς μεγάλα φῶτα ποὺ φωτίζουν μὲ ἄκτιστο φῶς τὴν οἰκουμένη. Εἶναι οἱ πυρπολούμενοι ἀπὸ τὸ ἄστεκτο πῦρ τοῦ θείου καὶ ἐκστατικοῦ ἔρωτος.
Ξεπερνοῦν τὴν κτίσι καὶ τὴν διανόησι. Φτάνουν στὴ θεία ἀνάπαυσι τῆς αἰωνίου παρακλήσεως ποὺ σώζει τὸν ἄνθρωπο, χαρίζοντάς του τὴν ἐλευθερία τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, ἐνῶ ζῆ στὸν χῶρο καὶ στὸν χρόνο. Εἶναι νεκροὶ καὶ ἀείζωοι. Καθ’ ἡμέραν ἀποθνήσκουν καὶ ἀνασταίνονται. «Οἱ τῆς καθ’ ἡμᾶς θεοσοφίας ἀρχηγικοὶ καθηγεμόνες ὑπὲρ ἀληθείας ἀποθνήσκουσιν πᾶσαν ἡμέραν ὡς εἰκός, καὶ λόγῳ παντὶ καὶ ἔργῳ τῇ ἑνιαίᾳ τῶν χριστιανῶν ἀληθογνωσίᾳ». (Ἅγιος Διονύσιος Ἀρεοπαγίτης)
Μιὰ μεταμόρφωσις τοῦ παλαιοῦ κόσμου ἱερουργεῖται. Μιὰ μετάβασις πραγματοποιεῖται. Ἀπὸ τὰ παλαιὰ περνοῦμε στὰ καινά. Ἀπὸ τὰ συγκεχυμένα καὶ βέβηλα στὰ συλλειτουργοῦντα καθαρῶς καὶ ὁσίως. Ἀπὸ τὶς σκοτεινὲς ὑποθέσεις καὶ ἀναζητήσεις τοῦ «ζητεῖν τὸν Θεὸν εἰ ἄρα γὲ ψηλαφήσειαν αὐτὸν» (Πράξ. 17, 27) στὸ «νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός».
Προχωροῦμε ἀπὸ τὴν φιλοσοφία στὴν θεολογία• ἀπὸ τὴν τραγωδία στὴ θεία μυσταγωγία. Διαμορφώνεται ὡς θεία κεκαθαρμένη λατρεία ἡ Θεία Λειτουργία, ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα.
Βυζαντινὴ λατρεία καὶ θεολογία
Στὸ θαῦμα τῆς βυζαντινῆς λατρείας καὶ λειτουργικῆς θεολογίας, ὅλες οἱ ἑλληνικὲς προσπάθειες καὶ κατακτήσεις στὴν φιλοσοφία, στὴν γλῶσσα καὶ στὴν τέχνη βρίσκονται παροῦσες, ἀξιοποιημένες καὶ μεταμορφωμένες. Ὅλα διακρίνονται, ὑπάρχουν μεμυημένα καὶ συλλειτουργοῦντα μέσα σὲ μιὰ γαληνιαία λάμψι ἀκτίστου φέγγους καὶ κάλλους θεϊκοῦ.
Μέσα στὴν θεία μυσταγωγία τῆς Ὀρθοδόξου λατρείας, βρίσκεις τὸν οὐρανὸ στὴ γῆ ὄχι ὡς θεατρικὴ ἀναπαράστασι, ἀλλὰ ὡς λειτουργικὴ πραγματικότητα. Μέσα σ’ αὐτὸ τὸ κλίμα βασιλεύει καὶ διευθετεῖ τὰ πάντα ἡ ἀσύγχυτη καὶ ἀδιαίρετη ἕνωσις τοῦ θείου καὶ ἀνθρωπίνου• δωρεὰ τῆς παρουσίας τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου, ποὺ εἶναι ὁ προσφέρων καὶ προσφερόμενος. Ἐδῶ ταυτίζεται ἡ ἄκρα ταπείνωσις μὲ τὴν ἄφατη δόξα, ἡ θεία ἀγάπη μὲ τὸ ἀμήχανον κάλλος, ἡ ἐλευθερία μὲ τὴν ἑνότητα. Δὲν ὑπάρχουν χωρισμοί. Δὲν ὑπάρχει Ἰουδαῖος καὶ Ἕλληνας. Ὅλοι εἶναι ἕνα ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ.
Ἡ Θεία Λειτουργία προσφέρεται ὑπὲρ τῆς οἰκουμένης. Εἶναι τὸ προζύμι τῆς Βασιλείας ποὺ ζυμοῖ ὅλο τὸ φύραμα, ἡ χώρα τοῦ Ἀχωρήτου ποὺ ἀγκαλιάζει τὴν οἰκουμένη, τὸ χωνευτήρι, ἡ χοάνη ποὺ δέχεται καὶ ἀφομοιώνει, χωνεύει καὶ ἀξιοποιεῖ θείως τὰ θετικὰ στοιχεῖα κάθε πολιτισμοῦ καὶ νοοτροπίας.
Δὲν ἀγνοεῖ τὴν Δῦσι (προέρχεται ἀπὸ αὐτὴν ἡ Νέα Ρώμη). Προσλαμβάνει ὅλα τὰ χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τῆς Ἀνατολῆς (τὸ πάθος καὶ τὸ βάθος της). Ὅλα δοκιμάζονται, καθαίρονται• «ὁποῖον τὸ ἔργον ἑκάστου ἐστὶ τὸ πῦρ δοκιμάσει».
Ἕνας νέος κόσμος ἀναδύεται. Εἶναι ἡ δημιουργία τοῦ νέου πολιτισμοῦ, τοῦ σεμνοῦ καὶ μεγαλοπρεποῦς, τοῦ ἐρασμίου καὶ γαλήνιου. Ἀνέχεται ὅλους. «Πάντα στέγει, πάντα ἐλπίζει».
Τὸ ὀρθόδοξο Βυζάντιο
Αὐτὸ ἐμποδίζει, ἀλλοιώνει καὶ ἁγιάζει τὸν ἄνθρωπο ὁλόκληρο καὶ τὴν δημιουργία του. Φαίνεται στὸ συνοδικὸ σύστημα διοικήσεως ποὺ ἐπιβάλλεται, στὸ κατανυκτικὸ μέλος τῶν ὕμνων ποὺ ἀκούγεται• στὴν ἱεροπρεπῆ ἔκφρασι τῶν εἰκόνων, ποὺ φωτίζει τὴν Ἐκκλησία, καὶ στὴν ἁγία ἀρχιτεκτονικὴ τῶν ναῶν, ποὺ δέχεται τὸν ἄνθρωπο. Ὅλα, μὲ τὸν λόγο καὶ τὴν σιωπή, τὸ ἔργο καὶ τὸ ἦθος, φανερώνουν τὴν ἴδια θεανθρώπινη πραγματικότητα.
«Ἰδοὺ θυσία μυστικὴ τετελειωμένη δορυφορεῖται».
Αὐτὴ ἡ τετελειωμένη λατρεία καὶ θεολογία προσφέρεται δωρεὰν σὲ ὅλο τὸν κόσμο.
Ἡ διάδοσις τῆς Πίστεως πραγματοποιεῖται ὡς διάσωσις καὶ μεταμόρφωσις, ὄχι ὡς κατάκτησις καὶ ὑποδούλωσις τῶν ἐκχριστιανιζομένων λαῶν.
Αὐτὸ ποὺ προσφέρει τὸ ὀρθόδοξο Βυζάντιο στοὺς πολῖτες του, εἶναι μιὰ χάρι ποὺ στὸν καιρὸ τῆς αὐτοκρατορίας τοὺς κρατᾶ σεμνοὺς καὶ στὴν περίοδο τῆς δουλείας ἀγέρωχους.
Ὅταν πέφτη καὶ χάνεται ἡ αὐτοκρατορία, μένει ἡ Μεγάλη Ἐκκλησία ὡς ἐθναρχοῦσα δύναμις τῶν Ὀρθοδόξων λαῶν. Μὲ τὴν ἅλωσι τῆς Πόλεως χάνομε τὴν αἴγλη τῆς αὐτοκρατορίας καὶ κερδίζομε τὴν εὐλογία τῆς δοκιμασίας.
Μέσα στὴν Ἐκκλησία ἀποδεικνύεται ὅτι, ὅταν χάνης κάτι σημαντικὸ ποὺ σὲ πονᾶ, σοῦ προσφέρεται (ἂν φανῇς ἄξιος τῆς δοκιμασίας) κάτι πιὸ πολύτιμο, πνευματικὸ καὶ ἀκατάλυτο, ποὺ δὲν θὰ τὸ κέρδιζες χωρὶς τὴν προηγηθεῖσα ἀπώλεια.
Μέσα στὶς συνθῆκες τῆς σκλαβιᾶς, ποὺ μᾶς ἔφερε στὸ «ἐξαπορηθῆναι καὶ τοῦ ζῆν», ὑπάρχει, ὡς δύναμις ζωῆς, ἡ πίστις. Μένει ἡ Θεία Λειτουργία, ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα, ποὺ παίρνει ὅλο τὸν ὑπόδουλο λαό, τὸν μυσταγωγεὶ καὶ τὸν φέρνει διὰ τοῦ πάθους του στὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως, στὴν ἐσωτερικὴ βεβαιότητα ὅτι κάτι ὑπάρχει ποὺ δὲν χάνεται• μιὰ παρηγοριὰ ποὺ σὲ συντροφεύει στὴν σκλαβιὰ καὶ καταργεῖ τὸν θάνατο.
Αὐτὸ φαίνεται καὶ ψηλαφεῖται, στὸ πῶς ὁ πιστὸς λαὸς ἔζησε στὴν μακραίωνη περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας• πῶς ἀντιστάθηκε πνευματικὰ καὶ σωματικὰ• πῶς ἔκλαψε, τραγούδησε τὸν πόνο του• ἔκτισε τὰ σπίτια καὶ τοὺς ναοὺς• διοργάνωσε τὴν παιδεία• ἀγωνίστηκε, θυσιάστηκε, κυοφορῶντας πάντοτε μέσα στὴν καρδιά του τὸν πόθο τῆς ἐλευθερίας, τὴν Μεγάλη Ἰδέα. «Πάλι μὲ χρόνους μὲ καιρούς…».
Ἔρχεται ἡ ἐπανάστασις. Ἐλευθερώνονται ἑλληνικὲς ἐπαρχίες. Δημιουργεῖται τὸ ἑλληνικὸ κράτος. Πλησιάζει ἡ πραγμάτωσις τῆς Μεγάλης Ἰδέας. Φτάνομε σὲ ἀπόστασι ἀναπνοῆς ἀπὸ τὴν Ἁγία-Σοφιά.
Ἀκολουθεῖ ἡ Μικρασιατικὴ Καταστροφὴ (μεγαλύτερη, κατὰ πολλούς, συμφορὰ ἀπὸ τὴν πτῶσι τῆς Πόλης). Δὲν φαίνεται νὰ ὑπάρχη πιὰ ἡ προσδοκία, ὁ ἀγῶνας γιὰ τὴν Ἅγια-Σοφιά.
Οὐσιαστικὰ ὅμως δὲν χάνεται ἀλλὰ λαμπρύνεται, διαστέλλεται καὶ ἀνυψώνεται ἡ Μεγάλη Ἰδέα. Ἂν χανόταν μὲ μιὰ ἱστορικὴ καταστροφή, αὐτὸ θὰ σήμαινε ὅτι δὲν ἦταν καὶ τόσο μεγάλη ἀλλὰ μικρὴ καὶ χαμένη, πρὶν ἀκόμα χαθῇ. Τελικὸς σκοπός μας δὲν εἶναι ἡ κατάληψις ἑνὸς γεωγραφικοῦ τόπου ἀλλὰ ἡ ἀνάληψις σὲ ἕναν λειτουργικὸ κόσμο.
Χάνομε κάτι ὑλικὸ καὶ ἀνοίγεται μπροστά μας κάτι διαρκῶς πιὸ ἅγιο καὶ πνευματικό. Συνεχίζεται ἡ ἐπώδυνη καὶ σωτήρια πορεία. Μένει πάντοτε ἡ Θεία Λειτουργία, δηλαδὴ ἡ δύναμις ποὺ ἀνιστᾶ τοὺς νεκροὺς καὶ κτίζει τὴν Ἅγια-Σοφιά.
Τελικὰ, ἡ Μεγάλη Ἰδέα τοῦ Γένους μας ταυτίζεται μὲ τὴν μεγάλη ἰδέα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους (καὶ αὐτὴν πρέπει νὰ ὑπηρετοῦμε), ποὺ εἶναι ἡ σαρκωθεῖσα Ἀγάπη, ἡ θυσία γιὰ τὸν ἄλλον. Ἡ ζωή μας εἶναι ἕνας Γολγοθᾶς ποὺ φέρνει στὴν Ἀνάστασι. Οἱ ἱστορικὲς δοκιμασίες μᾶς ἀνάγουν σὲ μιὰ μυσταγωγία, ποὺ φανερώνεται ἀτελεύτητη ἄνοδος ἀπὸ τὸ σχετικὸ καὶ ἀνθρώπινο στὸ ἄσχετο καὶ θεανθρώπινο.
Τὸ κεμαλικὸ καθεστὼς ποὺ ἀκολουθεῖ τὴν Μικρασιατικὴ Καταστροφή, στερούμενο καὶ τὴν ὅποια εὐγένεια τῆς ὀθωμανικῆς θεοκρατίας, προχωρεῖ στὴν φυλετικὴ κάθαρση μὲ τὴν γενοκτονία τῶν μειονοτήτων.
Φτάνομε στὴν σημερινὴ πραγματικότητα, τώρα ποὺ ἡ Μεγάλη Ἐκκλησία διαρκῶς κενοῦται, ταπεινώνεται, ἀδυνατίζει, μένει κρεμάμενη στὸν σταυρὸ τοῦ χρέους. Καὶ τὰ βγάζει πέρα θείως καὶ ἱερῶς.
Φαίνεται κατὰ γράμμα ἡ ἀλήθεια τῆς ἄλλης λογικῆς, ἡ τελικὴ δόξα τοῦ πνεύματος ποὺ ταυτίζεται μὲ τὴν ἄκρα ταπείνωσι, ἡ δύναμις ποὺ ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται. Ἔτσι, ἀντιλαμβάνεται τὸν πόνο τῶν ἀδυνάτων καὶ συναντιλαμβάνεται ταῖς ἀσθενείαις αὐτῶν.
Εἶναι θεϊκὰ ἱερὸ καὶ πανάγιο, ὁ πρῶτος τῇ τάξει μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν νὰ εἶναι ἐνδεδυμένος τὴν χλαμύδα τῆς ἀδυναμίας.
Καὶ συνεχίζεται ἡ πορεία. Πορευόμαστε. Πορεύεται ἡ Ἱστορία.
Τὴν Κωνσταντινούπολι, μόλις τὴν παίρνουν οἱ Τοῦρκοι, τὴν ὀνομάζουν Κωνσταντινιέ. Μὲ τὸν χρόνο ἀλλοιώνεται, ξεθωριάζει. Νιώθουν ὅτι χάνεται αὐτὸ ποὺ κατέκτησαν. Ἀλλὰ τὴν θέλουν ὅπως ἦταν. Θέλουν τὴν ζωὴ ποὺ τοὺς σώζει. Καὶ παίρνει ἄλλο ὄνομα γι’ αὐτοὺς ἡ Πόλις, γίνεται Ἰσταμπούλ. Γίνεται μιὰ νοσταλγικὴ πορεία πρὸς τὴν Πόλι ποὺ χάνεται.
Καὶ πορευόμαστε μαζί. Καταλαβαίνομε ὅτι ὅλοι, ὡς ἄνθρωποι, Ρωμηοὶ καὶ Τοῦρκοι, ἐλεύθεροι καὶ σκλάβοι, κάτι περισσότερο προσδοκοῦμε. «Οὐκ ἔχομεν μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν». Καὶ ἡ ζωή μας γίνεται μιὰ πορεία πρὸς κάποια Πόλι.
Στὴν ἱστορική μας πορεία, μιὰ στιγμὴ δὲν ἀντιπαλεύομε ἀλλὰ συμβαδίζομε μὲ τὴν Τουρκία. Μιὰ χρονικὴ στιγμὴ προηγούμαστε. Βρισκόμαστε στὴν Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωσι. Καὶ οἱ Τοῦρκοι θέλουν νὰ μποῦν σ’ αὐτήν. Θέλουν (εἶναι ἱστορικὴ ἀνάγκη) νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ κάποια κληρονομημένη βαναυσότητα• νὰ μποῦν σὲ ἄλλον κόσμο• νὰ ἀσπαστοῦν μιὰ διαφορετικὴ λογικὴ• νὰ ἀρχίσουν νὰ σέβωνται λίγο τὸν ἄνθρωπο• νὰ σταματήσουν νὰ ἐξολοθρεύουν τόσο εὔκολα καὶ ἀβασάνιστα τοὺς ἀδυνάτους.
Αὐτὸ εἶναι παρήγορο γιὰ ὅλους. Καὶ ὁ ἑλληνικὸς λαός, στὸ σύνολό του σχεδόν, αὐτὸ θέλει, εὔχεται καὶ προωθεῖ.