Εἶναι ἀπογοητευτικὸ νὰ συναντοῦμε ἀνθρώπους ἤ, τὸ χειρότερο, νὰ ζοῦμε μαζί τους, πού μᾶς προκαλοῦν ἔνταση, μᾶς μειώνουν ἤ μᾶς ἀναστατώνουν. Ὂλ’ αὐτὰ εἶναι σημάδια τῆς ἀπουσίας τῆς κοινωνίας τῶν προσώπων, τῆς ἑνότητας καὶ τῆς ἀγάπης.
Προσπαθοῦμε νὰ τοὺς ἀποφύγουμε, γιατί κανεὶς δὲν ἀναπαύεται σὲ τέτοια ἀτμόσφαιρα. Ὅλοι μας θέλουμε νὰ ἔχουμε χαρά, καρδιακὴ εἰρήνη, ζωντάνια καὶ ὄχι μιζέρια. Ἡ ἀποφυγὴ, ὅμως, τέτοιων ἀνθρώπων δὲν εἶναι πάντα ἐφικτή, γιατί ἐνδέχεται νὰ ζοῦμε ἢ νὰ ἐργαζόμαστε μαζί. Τί θὰ γίνει τότε; Νὰ συνεχίσουμε νὰ ἔχουμε τ’ ἀρνητικὰ συναισθήματα, πού, ἀναπόφευκτα, θὰ μᾶς ὁδηγήσουν σὲ λύπη, θλίψη καὶ κατάθλιψη μὲ ἀποτέλεσμα τὴν ἀσθένεια;
Ἡ συμβουλὴ «μὴν τὸ λαμβάνεις ὑπόψιν, περιφρόνησέ το», φαίνεται πὼς δὲν μπορεῖ νὰ ἐφαρμοστεῖ, ἀφοῦ τὸ πρόβλημα εἶναι ἐδῶ, τὸ ἀντιμετωπίζουμε, δὲν μποροῦμε νὰ τὸ παρακάμψουμε οὔτε νὰ τὸ ἀγνοήσουμε.
Ἂν δεχτοῦμε τὴν ἀλήθεια, πὼς ὅ,τι μᾶς συμβαίνει στὴ ζωή, θετικὸ ἢ ἀρνητικό, ἔχει τὸν λόγο του καὶ ἀπεργάζεται, ἂν θέλουμε, τὴν ὁλοκλήρωσή μας ὡς πρόσωπα – αὐτό, δηλαδή, ποὺ λέμε στὴ θεολογικὴ γλώσσα «σωτηρία» – τότε θὰ δοῦμε διαφορετικὰ καὶ ἤρεμα τὴν ὅποια παρουσία ἀνθρώπου, ὅπως καὶ τὴν ὅποια δυσκολία μᾶς ἔλθει.
Κι ἀκόμα, ἂν κατανοήσουμε πὼς ὁ ἐαυτός μας ἔχει πολλὰ ἐξογκώματα, ποικίλα πνευματικὰ νοσήματα, πού συνήθως κρύβονται, τότε θὰ ἀνακαλύψουμε πὼς οἱ δύσκολοι «πλησίον» μας γίνονται ὁ καθρέφτης μας, ποὺ δείχνουν πώς, τελικά, δὲν εἴμαστε αὐτοὶ πού μᾶς θεωροῦν οἱ ἄλλοι οὔτε ὅπως ἐμεῖς θεωροῦμε τὸν ἑαυτό μας γεμάτο ἀρετὲς καὶ χαρίσματα. Θὰ ἀνακαλύψουμε πὼς ἀπουσιάζει ἢ εἶναι λίγη ἡ ὑπομονή, ἡ ἀνεκτικότητα, ἡ ἀγάπη καὶ ἡ συγχωρητικότητα, πού μᾶς κάμνουν ὅμοιους μὲ τὸν Θεὸ πού μᾶς ὑπομένει, μᾶς ἀνέχεται, μᾶς ἀγαπᾶ καὶ μᾶς συγχωρεῖ.
Ἡ ἀνακάλυψη αὐτὴ μπορεῖ νὰ μᾶς ὁδηγήσει σὲ νέα θεώρηση τοῦ ἑαυτοῦ μας, ποὺ «στενάζει καὶ ὀδυνᾶται» κάτω ἀπὸ μία ψεύτικη χριστιανικὴ ζωή, μία ἐπιφανειακὴ πνευματικότητα καὶ μία ἀνούσια κοινωνικότητα.
Κατανοώντας, βέβαια, τὴ δυσκολία νὰ γίνουμε διαφορετικοί, «νὰ ζοῦμε μὲ ταπείνωση, πραότητα καὶ ὑπομονή∙ ‘ἀνεχόμενοι ἀλλήλων ἐν ἀγάπῃ’», (Ἔφ. 4,2) κατὰ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, μπορεῖ ν’ ἀρχίσουμε νὰ προσευχόμαστε καρδιακά, οὐσιαστικά, ὡς νὰ βυθιζόμαστε καὶ νὰ φωνάζουμε «βοήθεια».
Στὴ συνειδητοποίηση ποιοὶ πραγματικὰ εἴμαστε, καὶ στὴν προσευχὴ ποὺ ζητᾶ ἀπὸ τὸν μόνο Δυνάμενο νὰ μᾶς βοηθήσει, συντρίβεται ἡ ἔπαρση τῆς καρδίας, ταπεινώνεται κι ἔρχεται ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ ποὺ μεταποιεῖ τὴν ἀδυναμία σὲ δύναμη, τὰ μὴ ὄντα σὲ ὄντα, τὴν ἔνταση σὲ γαλήνη μεγάλη.
Ἀλήθεια, δὲν ἀλλάζει κανένας ἄνθρωπος, ἐπειδὴ ἐμεῖς τὸ θέλουμε. Ἀλλάζουμε ἐμεῖς, ἂν τὸ θέλουμε. Τότε θὰ εἰρηνεύσει ἡ μέσα καὶ γύρω μας ἀτμόσφαιρα, γιατί τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο θὰ μᾶς χαρίσει ὡς δῶρα τὴν ἑνότητα, τὴ χαρὰ καὶ τὴν εἰρήνη. Αὐτὰ ποὺ ὅλοι θέλουμε ἀλλὰ γίνονται πραγματικότητα σ’ αὐτοὺς ποὺ μεταβαίνουν ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία, τὴ θέληση καὶ τὴ συνειδητοποίηση, στὰ ἔργα, στὴν προσπάθεια, στὸ νὰ κάνουν ὅ,τι μποροῦν, ὥστε νὰ κάνει ὁ Θεὸς ὅ,τι δὲν μποροῦν.