Ὁ πιό φυσιολογικός τύπος ἀδιάλειπτης προσευχῆς στήν ὀρθόδοξη παράδοση εἶναι ἡ προσευχή τοῦ Ἰησοῦ. Ἡ προσευχή τοῦ Ἰησοῦ εἶναι ὁ τύπος ἐκεῖνος τῆς ἐπίκλησης πού χρησιμοποιοῦν ὅσοι ἐξασκούν τήν νοητική προσευχή, αὐτή πού σήμερα ἀποκαλεῖται ἐπίσης καί «καρδιακή προσευχή». Τά λόγια τῆς προσευχής αὐτῆς (τά λόγια πού λέγονται συνηθέστερα) εἶναι τά ἑξῆς: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν μέ τόν ἁμαρτωλό». Ἡ ἐπιλογή αὐτοῦ τοῦ συγκεκριμένου στίχου ἔχει θεολογικό καί πνευματικό περιεχόμενο.
Πρώτα ἀπ’ ὅλα, ἡ προσευχή αὐτή εἶναι ἐπικεντρωμένη στό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, ἐπειδή αὐτό εἶναι τό ὄνομα Ἐκείνου, τόν Ὁποῖο « ὁ Θεός ὑπερύψωσε » (Φιλιπ. 2,9), τό ὄνομα πού δόθηκε στόν Κύριο ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό (βλ. Λούκ. 1,31), τό ὄνομα πού εἶναι « ὑπέρ πᾶν ὄνομα » (Φιλιπ. 2,9· βλ. καί ‘Ἐφεσ. 1,21).
«…οὐδέ γάρ ὄνομά ἐστιν ἕτερον ὑπό τόν οὐρανόν τό δεδομένον ἐν ἀνθρώποις ἐν ὦ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς» (Πράξ. 4,12 ).
Γιά τούς χριστιανούς, κάθε προσευχή πρέπει νά λέγεται στό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ: «Καί ὅ,τι ἄν αἰτήσητε ἐν τῷ ὀνόματί μου, τοῦτο ποιήσω, ἵνα δοξασθῆ ὁ πατήρ ἐν τῷ υἱῷ. Ἐάν τί αἰτήσητε ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐγώ ποιήσω» (Ἰωάν. 14,1314).
Ὁ λόγος πού ἡ προσευχή ἀπευθύνεται στόν Ἰησοῦ ὡς Κύριο καί Χριστό καί Υἱό τοῦ Θεοῦ εἶναι γιατί Αὐτός εἶναι τό κέντρο ὁλόκληρης τῆς πίστης, ὅπως ἀποκαλύφθηκε ἀπό τόν Θεό ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ.
«Λέγει αὔτοῖς, Ὑμεῖς δέ τίνα μέ λέγετε εἶναι; Ἀποκριθείς δέ Σίμων Πέτρος εἶπεν, Σύ εἶ ὁ Χριστός ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ του ζῶντος. Ἀποκριθείς δέ ὁ Ἰησούς εἶπεν αὐτῷ, μακάριος εἶ, Σίμων Βαριωνά, ὅτι σάρξ καί αἷμα οὐκ ἀπεκάλυψέ σοι ἀλλ’ ὁ πατήρ μου ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς. Καγώ δέ σοι λέγω ὅτι σύ εἶ Πέτρος, καί ἐπί ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τήν ἐκκλησίαν, καί πύλαι ἀδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς» (Μάτθ. 16,15-18).
Ὅτι ὁ Ἰησούς εἶναι ὁ Χριστός καί ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Κύριος, ἀποτελεῖ τήν οὐσία τῆς χριστιανικῆς πίστης και τό θεμέλιο τῆς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας. Τό νά πιστεύει κανείς καί νά ὁμολογεῖ αὐτή τήν ἀλήθεια, ἀποτελεῖ δώρημα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
οὐδείς δύναται εἰπεῖν Κύριον Ἰησούν εἰ μή ἐν Πνεύματι ἁγίῳ» (Α’ Κόρ. 12,3).
πάσα γλῶσσα ἐξομολογήσηται ὅτι Κύριος Ἰησούς Χριστός εἰς δόξαν Θεοῦ πατρός» (Φιλιπ. 2,11).
Ἐπικαλούμενος κανείς τόν Ἰησοῦ, τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, ἀναγνωρίζει καί ὁμολογεῖ πίστη στόν Θεό, τόν Πατέρα Του. Καί ταυτόχρονα, πράττοντάς το αὐτό, ἔχει καί ὁ ἴδιος Πατέρα του τόν Θεό, πράγμα πού ἐπίσης ἀποτελεῖ δώρημα τοῦ ἐνοικούντως Ἁγίου Πνεύματος.
«Ὅτε δέ ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεός τόν υἱόν αὐτοῦ, γενόμενον ἐκ γυναικός, γενόμενον ὑπό νόμον, ἵνα τούς ὑπό νόμον ἐξαγοράσῃ, ἵνα τήν υἱοθεσίαν ἀπολάβωμεν. Ὅτι δέ ἔστε υἱοί, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεός τό Πνεύμα τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ εἰς τάς καρδίας ὑμῶν, κράζον ἀββά ὁ πατήρ» (Γάλ. 4,4-6).
«Οὐ γάρ ἐλάβετε Πνεύμα δουλείας πάλιν εἰς φόβον, ἀλλ’ ἐλάβετε Πνεύμα υἱοθεσίας, ἐν ᾧ κράζομεν ἀββά ὁ πατήρ. Αὐτό τό Πνεύμα συμμαρτυρεῖ τά πνεύματι ἡμῶν ὅτι ἐσμέν τέκνα Θεοῦ» (Ρώμ. 8,15-16).
Ἑπομένως, τό νά προσεύχεται κανείς λέγοντας «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ», σημαίνει ὅτι εἶναι ἤδη παιδί τοῦ Θεοῦ καί εἶναι ἤδη σίγουρος πώς τό Ἅγιο Πνεύμα εἶναι ἐντός του. Κατ’ αὐτό τόν τρόπο ἡ προσευχή τοῦ Ἰησοῦ φέρνει τό Πνεύμα τοῦ Θεοῦ στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου.
Τό «ἐλέησόν μέ τόν ἁμαρτωλό» ἀποτελεῖ τήν προσευχή τοῦ τελώνη τῆς παραβολῆς (βλ. Λούκ. 18,9-14). Ὅταν προφέρεται μέ ταπεινή συναίσθηση τοῦ νοήματός του, γεννά τή θεία δικαίωση γιά τόν ἄνθρωπο. Ἐξάλλου, κατά γενική παραδοχή, τό θεῖο ἔλεος εἶναι ὅ,τι περισσότερο χρειάζεται ὁ ἄνθρωπος. Γι’ αὐτό τό λόγο καί οἱ ἀμέτρητες ἐπαναλήψεις τῆς αἴτησης γιά τό ἔλεος τοῦ Κυρίου ὑπάρχουν παντοῦ στίς προσευχές τῆς Ἐκκλησίας.
Καί τέλος, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἁμαρτωλοί. Τό νά γνωρίζει κανείς πώς αὐτό ἀποτελεῖ γεγονός καί τό νά τό ὁμολογεῖ μέ πίστη σημαίνει τή δική του δικαίωση καί συγχώρηση ἀπό τόν Θεό (βλ. Ρώμ. 3,10-12 καί Ψάλμ. 14,1-3).
Ἡ προσευχή τοῦ Ἰησοῦ χρησιμοποιεῖται βασικά μέ τρεῖς διαφορετικούς τρόπους. Πρῶτον, ὡς ὁ στίχος τῆς «καρδιακῆς προσευχής» πού καλλιεργεῖται ἐν σιωπῇ μέ τήν ἡσυχαστική μέθοδο. Δεύτερον, ὡς ἡ συνεχής νοητική καί ἀδιάλειπτη προσευχή τοῦ πιστοῦ ἔξω ἀπό τό πλαίσιο τῆς ἡσυχαστικῆς παράδοσης. Καί τρίτον, ὡς σύντομη ἐπιφωνηματική προσευχή, πού χρησιμοποιεῖται γιά νά ἀποτραπούν οἱ πειρασμοί. Βέβαια, στήν πραγματική ζωή ἑνός ἀνθρώπου, αὐτές οἱ τρεῖς χρήσεις τῆς προσευχής συχνά συσχετίζονται καί συνδυάζονται.
Κατά τήν ἡσυχαστική μέθοδο προσευχής, ὁ ἄνθρωπος κάθεται μόνος του, ἔχοντας τό σώμα του σέ τέτοια στάση ὥστε τό κεφάλι νά εἶναι σκυμμένο καί τά μάτια του στραμμένα στό στῆθος ἡ τό στομάχι του. Ἐπαναλαμβάνει συνεχῶς την προσευχή τοῦ Ἰησοῦ μέ τήν εἰσπνοή καί ἐκπνοή, τοποθετῶντας «τόν νοῦ του στήν καρδιά», συγκεντρώνοντας τήν προσοχή του. Ἀδειάζει τό μυαλό του ἀπό κάθε εἴδους νοητικούς στοχασμούς καί συλλογιστικούς πλατειασμούς, καί ἐπιχειρεῖ νά ἀπαλλάξει τόν νού του ἀπό κάθε εἰκόνα καί παράσταση. Κατόπιν, χωρίς τόν περισπασμό σκέψεων ἡ φαντασιῶν, ἀλλά μέ κάθε δυνατή προσοχή καί συγκέντρωση ἐπαναλαμβάνει ρυθμικά τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ ἐν ἡσυχίᾳ -ἀπό ἐδῶ προέρχεται καί ὁ ὅρος ἡσυχασμός- καί μέ τή μέθοδο αὐτή τοῦ προσευχητικοῦ διαλογισμοῦ ἑνώνεται μέ τόν Θεό διά τῆς ἐνοίκησης ἐντός του τοῦ Χριστοῦ ἐν τῷ Πνεύματι. Σύμφωνα μέ τούς πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ προσευχή, ὅταν ἐφαρμόζεται μέ πιστότητα ἐντός σύνολης τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, ὁδηγεῖ στήν ἐμπειρία τοῦ ἀκτίστου θείου φωτός τοῦ Κυρίου καί φέρνει ἄφατη χαρά στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Σκοπός της εἶναι νά καταστήσει τόν ἄνθρωπο δοῦλο τοῦ Θεοῦ.
Ὅταν ὁ νούς ἑνώνεται μέ τήν καρδιά, γεμίζει ἀπό ἄφατη χαρά καί ἀγαλλίαση. Τότε ὁ ἄνθρωπος διαπιστώνει πώς ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανών ἐντός ἡμῶν ἐστί.
Ὅταν εἰσέρχεσαι στόν τόπο τῆς καρδιάς… εὐχαρίστησε τόν Θεό καί, ζητῶντας το ἔλεός Του, μεῖνε σ’ αὐτή τήν δραστηριότητα καί θά διδαχθείς πράγματα πού δέν θά μποροῦσες νά διδαχθείς μέ κάποιο ἄλλο τρόπο.
Ὅταν ὁ νούς ἑδραιωθεῖ στήν καρδιά δέν πρέπει νά μείνει ἀνενεργός ἀλλά πρέπει συνεχῶς νά ἐπαναλαμβάνει τήν προσευχή Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ’ Υἱέ τοῦ Θεοῦ’ ἐλέησόν μέ τόν ἁμαρτωλό» καί νά μή σταματᾷ ποτέ. Διότι αὐτή ἡ πρακτική κρατῶντας τόν νού μακριά ἀπό ὀνειροπολήσεις «τόν καθιστᾷ ἀνίκητο στούς λογισμούς τοῦ πονηροῦ καί τόν ὁδηγεῖ μέρα μέ τήν ἡμέρα στήν ἀγάπη καί τόν πόθο γιά τόν Θεό» (Αγ. Νικηφόρος – 14ος αἰώνας).
Γιά νά ἐξασκήσει κανείς τήν ἡσυχαστική μέθοδο τῆς προσευχής, ἀπαιτεῖται πάντοτε καί χωρίς καμιά ἐξαίρεση ἡ καθοδήγηση ἑνός πνευματικοῦ ὁδηγοῦ. Δέν πρέπει κανείς νά χρησιμοποιεῖ αὐτή τή μέθοδο παρά μόνο ἄν διαθέτει αὐθεντική ταπείνωση καί σωφροσύνη γεμάτη ἀπό κάθε σοφία καί εἰρήνη. Τό νά ἐξασκήσει κανείς αὐτή τή μέθοδο χωρίς καθοδήγηση ἤ ταπεινή σοφία, εἶναι σάν νά καταδικάζει τόν ἑαυτό του σέ πνευματική καταστροφή, δεδομένου ὅτι οἱ πειρασμοί πού συνοδεύουν τή μέθοδο αὐτή εἶναι πολλοί. Πράγματι, ἡ παράχρηση τῆς μεθόδου αὐτῆς ἔγινε τόσο συχνή τούς τελευταίους αἰῶνες πού ἡ χρήση της σέ μεγάλο βαθμό περιορίστηκε. Ὁ Ἐπίσκοπος Θεοφάνης μᾶς πληροφορεῖ πώς ἡ εἰδική στάση τοῦ σώματος καί ἡ τεχνική τῆς ἀναπνοῆς εἶχαν κατ’ οὐσίαν ἀπαγορευτεῖ στόν καιρό του, ἀφοῦ οἱ ἄνθρωποι, ἀντί νά κερδίζουν τό Πνεύμα τό Ἅγιο, τό μόνο πού κατάφερναν εἶναι νά «καταστρέφουν τά πνευμόνια τους» (βλ. Ἡ Τέχνη τῆς προσευχής’ ἐπιμέλεια Ἡγουμένου Χαρίτωνα).
Τέτοια καταχρηστική καί ἀδιέξοδη χρήση τῆς μεθόδου αὐτῆς (τῆς μεθόδου πού καθαυτή εἶναι ἀληθινή καί παρέχει πλούσιους καρπούς) ἦταν ἤδη γνωστή στό Βυζάντιο, τόν δέκατο τέταρτο αἰώνα, ὅταν ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμάς ὑπερασπιζόταν τήν παράδοση. Καί ὑπάρχουν μαρτυρίες ἀκόμα καί ἀπό τόν τέταρτο αἰώνα, πού καταδεικνύουν πώς ἀκόμα καί τότε κάποιοι ἄνθρωποι χρησιμοποιούσαν τήν προσευχή μέ τρόπο ἀνόητο καί ἄκαρπο, μειώνοντάς την σέ ἀξία καθαυτή καί παγιδεύοντας τόν ἑαυτό τους στήν τεχνική της, χωρίς νά ἐνδιαφέρονται γιά τόν σκοπό της. Πράγματι, τό εἰδωλολατρικό ἐνδιαφέρον γιά τίς πνευματικές τεχνικές καί γιά τά ἡδονιστικά ὀφέλη τῆς δῆθεν «πνευματικότητας» ἤ τοῦ «μυστικισμοῦ», εἶναι ὁ διαρκής πειρασμός τῆς πνευματικῆς ζωῆς καί τό ἰσχυρότερο ὅπλο τοῦ διαβόλου. Ὁ Ἐπίσκοπος Θεοφάνης χαρακτηρίζει αὐτοῦ τοῦ εἴδους τό ἐνδιαφέρον «πνευματικό ἡδονισμό». Ὁ Ἰωάννης τοῦ Σταυροῦ (16ος αἰώνας) τό ἀποκαλεῖ «πνευματική ἀδηφαγία» καί «πνευματική τρυφηλότητα». Ἑπομένως, λόγῳ τῶν διαφόρων παραδειγμάτων ἀπό τούς ποικίλους τόπους καί τους καιρούς τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἔχουν προκύψει οἱ παρακάτω προειδοποιήσεις:
«Αὐτοί πού ἀρνοῦνται νά κάνουν τή χειρωνακτική τους ἐργασία, προφασιζόμενοι ὅτι πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά προσεύχεται ἀδιάλειπτα, στήν πραγματικότητα δέν ἐξασκούν οὔτε τήν προσευχή. Μέ τήν ἀργία… περιπλέκουν τήν ψυχή σέ ἕνα λαβύρινθο σκέψεων… καί τήν καθιστούν ἀνίκανη γιά προσευχή» (Ἅγιος Νεῖλος ὁ Σιναίτης – 5ος αἰώνας).
«Ἀπ’ τή στιγμή πού ἀφιερώνεις τήν προσοχή σου μόνο στή στάση τοῦ σώματος κατά τήν προσευχή, καί ὁ νούς σου νοιάζεται μόνο γιά τό ἔξωθεν τοῦ ποτηρίου (δηλαδή γιά τούς ἐξωτερικούς τύπους) νά ξέρεις ὅτι δέν ἔχεις βρεῖ ἀκόμα τόν τόπο τῆς προσευχής καί ὁ εὐλογημένος της τρόπος εἶναι ἀκόμα μακριά ἀπό σένα.
Νά ξέρεις πώς καταμεσῆς κάθε πνευματικῆς ἀγαλλίασης καί παραμυθίας, αὐτό πού παραμένει πιό ἀναγκαῖο εἶναι τό νά ὑπηρετεῖς τόν Κύριο μέ ἀφοσίωση καί φόβο» (Ἅγιος Νεῖλος ὁ Σιναίτης – 5ος αἰώνας).
«Εἶναι φυσικό γιά τόν νού νά ἀπορρίπτει ὅ,τι ἐχει διαθέσιμο μπροστά του καί νά ὀνειρεύεται τόν ἐρχομό ἄλλων πραγμάτων… νά χτίζει φαντασίες καί οὔτοπικά ὁράματα σέ σχέση μέ ἐπιτεύγματα πού δέν ἔχει ἀκόμα κατακτήσει.
Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος διατρέχει σημαντικό κίνδυνο νά χάσει ὅ,τι ἔχει, νά περιπέσει στήν αὐταπάτη καί νά ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τήν ὀρθή διαίσθηση. Μετατρέπεται σέ ἄνθρωπο ὀνειροπαρμένο καί ὄχι σέ ἄνθρωπο ἀδιάλειπτης προσευχῆς (δηλ. σέ ἡσυχαστή)» (Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης – 14ος αἰώνας).
«Ἄν ἐξασκείς πραγματικά τήν ἀδιάλειπτη προσευχή τῆς ἡσυχίας’ ἐλπίζοντας νά εἶσαι ἐν τῷ Θεῷ’ καί τύχει νά δείς κάτι μέ τίς σωματικές ἡ πνευματικές σου αἴσθησεις’ μέσα σου ἡ ἐξω σου’ μήν τό ἀποδεχτείς μέ τίποτα’ ἔστω κι ἄν αὐτό εἶναι ἡ εἰκόνα του Χριστοῦ’ ἤ ἑνός ἀγγέλου’ ἤ κάποιου ἁγίου… Νά εἶσαι πάντοτε δυσαρεστημένος μέ τέτοιες εἰκόνες καί νά τηρείς τόν νού σου καθαρό ἀπό εἰκόνες καί μορφές… καί δέν θά πάθεις κανένα κακό. Συνέβη συχνά ‘τέτοιου εἴδους πράγματα’ ἀκόμα κι ὅταν στάλθηκαν ἀπό τόν Θεό ὡς δοκιμασία λίγο πρίν τή νίκη’ νά ἔχουν ἀποτέλεσμα κακό γιά πολλούς… οἱ ὁποῖοι μέ τή σειρά τους ἔκαναν κακό σέ ἄλλους’ ἐξίσου ἄσοφα… ὁδηγούμενοι καί ὁδηγῶντας τους ἄλλους στήν ὑπερηφάνεια καί τήν ἔπαρση.
Διότι οἱ πατέρες λένε πώς ὅσοι ζοῦν μέ δικαιοσύνη καί δέν κάνουν σφάλματα στή συμπεριφορά τους μέ τούς ἄλλους ἄνθρώπούς… πού ἀναζητούν τον Θεό μέ διάθεση ὑπακοῆς καί ἐρευνητικότητας καί μέ ἔνσοφη ταπείνωση… θά εἶναι πάντοτε προστατευμένοι ἀπό τό κακό μέ τή χάρη τοῦ Χριστοῦ» (Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης – 14ος αἰώνας).
Ἡ χρήση τῆς προσευχής τοῦ Ἰησοῦ ἔξω ἀπό τήν ἡσυχαστική μέθοδο ἀδιαλείπτου προσευχῆς, σημαίνει ἐπανάληψη τῆς προσευχῆς, συνεχῶς καί ἐξακολουθητικά, ὁτιδήποτε κι ἄν κάνει κανείς, χωρίς τήν ἐμπλοκή κάποιας συγκεκριμένης στάσης τοῦ σώματος ἤ τεχνικῆς τῆς ἀναπνοῆς. Αὐτός εἶναι ὁ τρόπος πού μέ τό ἔργο καί τή διδασκαλία του δίδαξε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμάς, ὑποστηρίζοντας καί ἐπιμένοντας πώς ἡ ἀδιάλειπτη νοητική προσευχή εἶναι καθῆκον ὅλων τῶν χριστιανῶν. Όλοι μποροῦν νά ἔπιτύχούν κάτι τέτοιο, ὅποια κι ἄν εἶναι ἡ ἀσχολία ἤ ἡ θέση τους στή ζωή. Αὐτό ἐπίσης καταδεικνύεται καί στό βιβλίο Οἱ περιπέτειες ἑνός προσκυνητοῦ.
Ὁ σκοπός καί τά ἀποτελέσματα αὐτῆς τῆς μεθόδου προσευχής εἶναι γενικά αὐτά πού ἰσχύουν καί γιά κάθε προσευχή: ὅτι δηλαδή ὁ ἀνθρωπος πρέπει νά εἶναι συνεχῶς ἑνωμένος μέ τόν Θεό διά τῆς ἀδιάλειπτης ἐνθύμησης τῆς παρουσίας Του καί διά τῆς ἀδιάκοπης ἐπίκλησης τοῦ ὀνόματός Του, ἔτσι ὥστε νά μπορεῖ πάντοτε νά ὑπηρετεῖ τόσο Ἐκεῖνον, ὅσο καί τούς ἄλλους ἀνθρώπους, μέ τίς ἀρετές τοῦ Χριστοῦ καί τούς καρπούς τοῦ ‘Ἁγιου Πνεύματος.
Ὁ τρίτος τρόπος ἐνάσκησης τῆς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ εἶναι νά τήν ἔχει κανείς πάντοτε ἕτοιμη γιά τίς στιγμές ἐκεῖνες τοῦ πειρασμοῦ. Μέ αὐτό τόν τρόπο, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, μπορείς «νά μαστιγώσεις τούς ἐχθρούς σου (δηλαδή τούς πειρασμούς), μέ τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, καθότι δέν ὑπάρχει ἰσχυρότερο ὅπλο στόν οὐρανό καί τή γῆ ἀπό αὐτό» (Κλίμαξ, Λόγος Εἰκοστός Πρῶτος). Αὐτή ἡ μέθοδος ἔχει τά καλύτερα ἀποτελέσματα, ὅταν ἐξασκεί κανείς τήν προσευχή ἀσταμάτητα, καί κάνει τήν κάθε ἀνάσα του μιά ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ, καθώς λέει ὁ ἅγιος Εὐάγριος ὁ Ποντικός. Ὅταν ἐξασκεί κανείς τή συνεχή «προσευχή τῆς καρδιάς», τότε κάθε φορά πού οἱ πειρασμοί τῆς ἁμαρτίας πλησιάζουν τήν καρδιά, συναντιοῦνται μέ τήν προσευχή καί νικῶνται ἀπό τή χάρη.
Ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά ζήσει σ’ αὐτό τόν κόσμο χωρίς νά γνωρίσει πειρασμούς. Ὅταν ἔρχεται σέ ἕνα πρόσωπο ὁ πειρασμός, ὑπάρχουν μόνο τρία πιθανά ἀποτελέσματα. Εἴτε ὁ ἄνθρωπος ὑποκύπτει ἀμέσως στόν πειρασμό καί ἁμαρτάνει, εἴτε προσπαθεῖ νά τοῦ ἀντισταθεῖ μέ τή δύναμη τῆς θέλησής του, καί τελικῶς νικάται μετά ἀπό μεγάλη στενοχώρια καί διαπάλη, ἤ τέλος πολεμά καί ἀπομακρύνει τόν πειρασμό μέ τή δύναμη τοῦ Χριστοῦ, πού ὑπάρχει ἐντός τῆς καρδιάς του μόνο καί μόνο λόγῳ τῆς προσευχής. Αὐτό δέν σημαίνει πώς «ἡ προσευχή διώχνει μακριά τόν πειρασμό» ἤ ὅτι ὁ Θεός μαγικά καί θαυματουργικά κατεβαίνει καί ἐλευθερώνει τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν πειρασμό. Σημαίνει μᾶλλον πώς ἡ ψυχή του εἶναι τόσο γεμάτη ἀπό τή χάρη καί τή δύναμη τοῦ Θεοῦ, πού ὁ πειρασμός δέν μπορεῖ νά ἔχει κανένα ἀποτέλεσμα. Ὑπό αὐτή τήν ἔννοια πρέπει νά κατανοήσουμε καί αὐτό πού ἔχει γράψει ὁ ἀπόστολος Ἰωάννης: «πάς ὁ ἐν αὐτῷ μένων οὐχ ἁμαρτάνει» (Α’ ‘Ἰωαν. 3,6).
«Ὁ ποιών τήν ἁμαρτίαν ἐκ τοῦ διαβόλου ἐστίν… εἰς τοῦτο ἐφανερώθη ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ ἵνα λύσῃ τά ἔργα τοῦ διαβόλου. Πάς ὁ γεγεννημένος ἐκ τοῦ Θεοῦ ἁμαρτίαν οὐ ποιεῖ ὅτι σπέρμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ μένει· καί οὐ δύναται ἁμαρτάνειν, ὅτι ἐκ τοῦ Θεοῦ γεγέννηται. Ἐν τούτῳ φανερά ἔστι τά τέκνα τοῦ Θεοῦ καί τά τέκνα τοῦ διαβόλου» (Α’ Ἰωάν. 3,8-10).
Γίνεται κανείς υἱός τοῦ Θεοῦ, γεννημένος ἐκ τοῦ Θεοῦ, μέσα στήν Ἐκκλησία καί διά τοῦ Βαπτίσματος. Καί συνεχίζει κανείς νά εἶναι υἱός τοῦ Θεοῦ, χωρίς νά ἁμαρτάνει, μόνο μέσα ἀπό συνεχή προσευχή: μέ τήν ἐνθύμηση τοῦ Θεοῦ, τήν προσκόλληση σ’ Αὐτόν, τήν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος Του ἀδιάλειπτα ἐντός τῆς ψυχῆς του. Ἡ τρίτη χρήση τῆς προσευχής τοῦ Ἰησοῦ, ὅπως καί οἱ προηγούμενες δύο, ἔχει αὐτό τόν σκοπό: νά τηρήσει τόν ἄνθρωπο μακριά ἀπό τήν ἁμαρτία.