Ὁ Χριστὸς τὴν ὀγδόη ἡμέρα ἀπὸ τὴν Γέννησή Του δέχθηκε τὴν περιτομή, ὅπως προέβλεπε ὁ νόμος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ἀφοῦ γεννήθηκε καὶ ἔζησε σὲ ἕνα συγκεκριμένο περιβάλλον, τήρησε ὅλες τὶς διατάξεις καὶ τὶς συνήθειές του. Καὶ ὁπωσδήποτε ἡ περιτομὴ πρέπει νὰ ἑρμηνευθῇ μέσα στὴν θεολογία τῆς κενώσεως ποὺ δέχθηκε γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.
Ἐφ’ ὅσον οἱ Πατέρες καθόρισαν νὰ ἑορτάζεται ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ τὴν 25η Δεκεμβρίου εἶναι φυσικὸ ἡ περιτομή, ποὺ συνέβη μετὰ ἀπὸ ὀκτὼ ἡμέρες, νὰ ἑορτάζεται τὴν 1η Ἰανουαρίου, ἀκριβῶς ὀκτὼ ἡμέρες μετὰ τὴν Γέννησή Του. Γι’ αὐτό, τὴν ἡμέρα ἐκείνη τὰ τροπάρια παρουσιάζουν τὴν θεολογικὴ ἀξία τῆς περιτομῆς. Γνωστὸ εἶναι τὸ τροπάριο: «συγκαταβαίνων ὁ Σωτὴρ τῷ γένει τῶν ἀνθρώπων κατεδέξατο σπαργάνων περιβολὴν˙ οὐκ ἐβδελύξατο σαρκὸς τὴν περιτομήν…». Ὁ Χριστός, ὅπως ἀπὸ ἀγάπη καὶ φιλανθρωπία δέχθηκε τὴν περιβολὴ τῶν σπαργάνων, ἔτσι δέχτηκε καὶ τὴν περιτομὴ τῆς σαρκός. Αὐτὴ ἡ ἄκρα συγκατάβαση καὶ κένωση τοῦ Χριστοῦ θεωρεῖται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μεγάλη Δεσποτικὴ ἑορτή.
α’
Ἡ περιτομή, εἶναι ἡ ἀποκοπὴ «κύκλωθεν τοῦ ἄκρου μέρους τοῦ ἀνδρικοῦ ὀργάνου». Αὐτὸ γινόταν σὲ κάθε ἀρσενικὸ παιδί, γιατί προβλεπόταν ἀπὸ τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, ποὺ δόθηκε κατ’ ἀρχὰς στὸν Ἀβραάμ. Τὸ σχετικὸ χωρίο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι τὸ ἑξῆς: «περιτμηθήσεται ἡμῶν πᾶν ἀρσενικόν, καὶ περιτμηθήσεται τὴν σάρκα τῆς ἀκροβυστίας ὑμῶν, καὶ ἔσται εἰς σημεῖον διαθήκης ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ ὑμῶν καὶ παιδίον ὀκτὼ ἡμερῶν περιτμηθήσεται ὑμῶν, πᾶν ἀρσενικὸν εἰς τὰς γενεᾶς ὑμῶν» (Γέν. ἰζ’ 10 – 12). Ἡ ἴδια ἐντολὴ ἐπαναλαμβάνεται στὸν Μυωσή: «καὶ τὴ ἡμέρα τὴ ὀγδόη περιτεμεῖ τὴν σάρκα της ἀκροβυστίας αὐτοῦ» (Λεϋτ. ἰβ’ 3). Ὁ Χριστὸς σὲ μιὰ ὁμιλία Τοῦ πρὸς τοὺς Ἰουδαίους τους ὑπενθυμίζει ὅτι ἡ περιτομὴ δόθηκε διά του Μωϋσέως, ἀλλὰ ὑπῆρχε καὶ πρὶν ἀπὸ αὐτόν. «Μωυσῆς δέδωκεν ὑμῖν τὴν περιτομήν, οὐχ ὅτι ἐκ τοῦ Μωυσέως ἐστίν, ἀλλὰ ἐκ τῶν πατέρων, καὶ ἐν σαββάτῳ περιτέμνετε ἄνθρωποι» (Ἰω. ζ’, 22).
Ἡ περιτομὴ συνδεόταν μὲ τὴν εὐσέβεια, τὴν Θεοσέβεια καὶ τὴν τήρηση τοῦ νόμου, καὶ δήλωνε τὸν καθαρὸ Ἰσραηλίτη, ἐνῷ ὁ ρυπαρός, ὁ ἀσεβὴς δηλωνόταν μὲ τὴν λέξη ἀκροβυστία, ποὺ σημαίνει τον μὴ περιτμημένο. Ἔτσι, λοιπόν, ἡ περιτομὴ καὶ ἡ ἀκροβυστία εἶναι ἀντίθετες ἔννοιες καὶ πράξεις, ποὺ δήλωναν τὸν Ἰουδαῖο καὶ τὸν ἐθνικό, τὸν εἰδωλολάτρη.
Ἡ τελετὴ τῆς περιτομῆς ἦταν μιὰ ὀδυνηρὴ πράξη, καὶ μάλιστα ὅταν γινόταν μὲ τὰ μέσα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Τὰ ὄργανα μὲ τὰ ὁποῖα γινόταν ἡ περιτομὴ ἦταν τὸ μαχαίρι, τὸ ξυράφι καὶ ἡ κοφτερὴ πέτρα. Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ περίπτωση τῆς Σεπφώρας, ποὺ χρησιμοποίησε κοφτερὴ πέτρα γιὰ τὴν περιτομὴ τοῦ παιδιοῦ της. «Καὶ λαβοῦσα Σεπφώρα ψῆφον περιέτεμε τὴν ἀκροβυστίαν τοῦ υἱοῦ αὐτῆς» (Ἔξ. δ’, 25). Ἐπίσης εἶναι γνωστὸν ὅτι ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυὴ κατασκεύασε «μαχαίρας πετρίνας ἀκροτόμους καὶ καθίσας περιέτεμε τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ ἐκ δευτέρου» (Ἴησ. Ναυὴ ε’, 3).
Ὅπως γίνεται ἀντιληπτὸ ἡ περιτομὴ ἦταν μιὰ ἐπώδυνη πράξη, ποὺ προκαλοῦσε αἱμορραγία. Καὶ ἂν σκεφθῇ κανεὶς ὅτι γινόταν σὲ βρέφος, ποὺ μόλις εἶχε γεννηθεῖ, ἀντιλαμβάνεται τὸν πόνο του, ἀλὰ καὶ τὸν πόνο τῶν γονέων ποὺ ἔκαναν τὴν περιτομὴ καὶ ἔβλεπαν τὸν σπαραγμὸ τοῦ παιδιοῦ τους.
β’
Ἡ πράξη, ὅμως, τῆς περιτομῆς δὲν ἀπέβλεπε ἁπλῶς στὴν καθαρότητα τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ εἶχε βαθὺ θεολογικὸ περιεχόμενο καὶ οὐσιαστικὴ σημασία. Καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ διαφέρει ἀπὸ τὴν περιτομὴ ποὺ ὑπῆρχε στοὺς ἄλλους λαούς, ὅπως τοὺς Αἰγυπτίους, τοὺς Ἄραβες καὶ Μωαμεθανοὺς κλπ. Μερικοὶ ἀπὸ αὐτούς, ὅπως οἱ Μωαμεθανοὶ παρέλαβαν τὴν περιτομὴ ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ τὶς διατάξεις τοῦ Μωυσέως, ἀλλὰ αὐτὴ ἡ περιτομὴ εἶχε ἄλλο περιεχόμενο. Ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος Κύπρου θὰ πῇ ὅτι καὶ ἄλλοι λαοὶ εἶχαν τὴν περιτομή, ὅπως οἱ εἰδωλολάτρες καὶ οἱ ἱερεῖς τῶν Αἰγυπτίων, οἱ Σαρακηνοί, οἱ Ἰσμαηλίτες (Μωαμεθανοί), Σαμαρεῖτες, Ἰουδαῖοι καὶ Ὀμηρίτες, ἀλλὰ οἱ περισσότεροι ἀπὸ αὐτοὺς δὲν τὴν ἔκαναν γιὰ τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ, «ἀλλὰ ἀλόγῳ τινὶ συνηθεία».
Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ στὸν Ἀβραάμ, μὲ τὸν ὁποῖο καθιερώθηκε ἡ περιτομὴ δείχνει καὶ τὸ βασικότερο λόγο. Ὁ Θεὸς εἶπε: «καὶ ἔσται εἰς σημεῖον διαθήκης ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ ὑμῶν» (Γέν. ἰζ’, 11). Πρόκειται, δηλαδή, γιὰ μιὰ συμφωνία τοῦ Θεοῦ μὲ τοὺς δικούς του ἀνθρώπους, εἶναι μία διαθήκη. Μιὰ τέτοια συμφωνία πρέπει νὰ ἐπιβεβαιωθῇ μὲ αἷμα. Αὐτὸ τὸ βλέπουμε καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη, ἀφοῦ καὶ ἡ νέα συμφωνία τοῦ Θεοῦ μὲ τοὺς ἀνθρώπους ἐπιβεβαιώνεται μὲ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ περιτομὴ ἦταν σημεῖο ἀναγνωρίσεως κάποιου ὅτι ἀνῆκε στὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ. «Ὥστε ἐπίσημον εἶναι τὸν λαόν τον αὐτῷ ἀνακείμενον». Κατὰ τοὺς ἐξηγητὲς ἡ περιτομὴ καθ’ ἑαυτὴ δὲν ἦταν διαθήκη, ἀλλὰ σημεῖο τῆς διαθήκης καὶ τῆς συμφωνίας.
Αὐτὴ ἡ πράξη λειτουργοῦσε καὶ ὡς ὑπενθύμιση ὅτι πρέπει οἱ Ἰσραηλῖτες νὰ ἐμμένουν στὴν θεοσέβεια τῶν προγόνων τους καὶ νὰ μὴν ἔρχωνται σὲ ἐρωτικὴ συνάφεια μὲ εἰδωλολάτρες καὶ ἄλλους λαούς. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἀποφεύγουν οἱ ἐπιμειξίες, καί, βεβαίως, οἱ συνέπειές τους, ποὺ ἦταν ἡ ἀλλοτρίωση ἀπὸ τὴν ἀποκαλυφθεῖσα πίστη. Ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος θὰ μᾶς πῇ ὅτι ἡ περιτομὴ λειτουργοῦσε ὡς σφραγῖδα στὸ σῶμα τους, χάριν ὑπομνήσεως καὶ ἐλέγχου στὸ νὰ παραμένουν «τη τοῦ πατρὸς αὐτῶν θεοσεβεία». Ἔπρεπε, λοιπόν, οἱ Ἰσραηλῖτες, δεχόμενοι τὴν περιτομή, νὰ παραμένουν στὸ Ἔθνος τους καὶ στὴν πίστη στὸν ἀληθινὸ Θεό.
Ἐπὶ πλέον ἡ περιτομὴ ἦταν καὶ προτύπωση τοῦ Βαπτίσματος ποὺ θὰ δινόταν στὸν κατάλληλο καιρό, μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ τὸ βάπτισμα στὴν πραγματικότητα εἶναι ἡ περιτομὴ τῆς καρδίας, ὅπως θὰ δοῦμε πιὸ κάτω.
γ’
Αὐτὴν τὴν ὀδυνηρὴ πράξη τήρησε καὶ ὁ Χριστός, ἀμέσως μετὰ τὴν Γέννησή Του. Στὸ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιο διασώζεται μέσα σὲ λίγα λόγια ἡ τελετὴ τῆς περιτομῆς ποὺ ἔγινε στὸν Χριστό. Λέγει ὁ ἱερὸς Εὐαγγελιστής: «Καὶ ὅτε ἐπλήσθησαν ἡμέραι ὀκτὼ τοῦ περιτεμεῖν τὸ παιδίον, καὶ ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦς, τὸ κληθὲν ὑπὸ τοῦ ἀγγέλου πρὸ τοῦ συλληφθῆναι αὐτὸν ἐν τῇ κοιλίᾳ» (Λούκ. β’, 21). Ἀπὸ αὐτὴν τὴν πενιχρὴ παρουσίαση τῆς τελετῆς τῆς περιτομῆς στὴν ζωὴ τοῦ Χριστοῦ, φαίνεται ὅτι συνδέεται στενὰ μὲ τὴν ὀνοματοδοσία, γιατί τότε ὀνομάστηκε Ἰησοῦς, ποὺ σήμαινε σωτήρ.
Εἶναι χαρακτηριστικὸ αὐτὸ ποὺ λέγει ὁ ἱερὸς Θεοφύλακτος, ὅτι τὸ τμῆμα αὐτὸ ποὺ περικόπηκε μὲ τὴν περιτομὴ τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ἴδιος ὁ Χριστὸς τὸ ἐφύλαξε ἀβλαβὲς καὶ τὸ προσέλαβε ἐκ νέου μὲ τὴν Ἀνάστασή Του. Ἄλλωστε, αὐτὸ ποὺ ἔγινε μὲ τὸν Χριστὸ δείχνει καὶ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο θὰ γίνη καὶ δικό μας σῶμα. Εἶναι διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ὅτι καὶ τὰ μέλη τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, τὰ ὁποῖα ἐφθάρησαν ποικιλοτρόπως, θὰ συνδεθοῦν μὲ τὸ σῶμα ἢ θὰ ἀναπλασθοῦν ἐκ νέο ἀπὸ τὸν Θεό, ὥστε ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος, ἀποτελούμενος ἀπὸ ψυχὴ καὶ σῶμα, νὰ εἰσέλθη στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Βέβαια, σὲ αὐτὴν τὴν περίπτωση τὸ σῶμα θὰ εἶναι πνευματικὸ καὶ ὄχι ψυχικό, ὅπως εἶναι σήμερα.
Ἡ τελετὴ τῆς περιτομῆς, ποὺ γίνεται τὴν ὀγδόη ἡμέρα, καὶ συνδέεται καὶ μὲ τὸν ὀνοματοδοσία, πέρασε στὴν χριστιανικὴ περίοδο μὲ τὴν τελετὴ «εἰς τὸ κατασφραγίσαι παιδίον, λαμβάνον ὄνομα τὴ ὀγδόη ἡμέρα ἀπὸ τῆς γεννήσεως αὐτοῦ». Τὸ κέντρο τῆς τελετῆς εἶναι μιὰ θαυμάσια εὐχὴ ποὺ διαβάζει ὁ ἱερεὺς στὸ βρέφος μπροστὰ στὶς πύλες τοῦ Ναοῦ. Βέβαια, τὸ βρέφος προσφέρεται ἀπὸ τὴν μαῖα ἢ ἀπὸ κάποια συγγενῆ, ὄχι ὅμως ἀπὸ τὴν ἴδια τήν μητέρα, ποὺ θὰ ἔλθη στὸν Ναὸ τὴν τεσσαρακοστὴ ἡμέρα.
Πάντως, γεγονὸς εἶναι ὅτι ὁ Χριστὸς γενόμενος ἄνθρωπος δοκίμασε μεγάλο πόνο καὶ μὲ τὴν τελετὴ τῆς περιτομῆς. Αὐτὸ δείχνει τὴν ἄκρα συγκατάβαση τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸ ἀνθρώπινο γένος. Στὸ ἀπολυτίκιο τῆς Δεσποτικῆς ἑορτῆς ψάλλουμε: «καὶ νόμον ἐκπληρῶν περιτομὴν θελήσει καταδέχη σαρκικήν, ὅπως παύσης τὰ σκιώδη καὶ περιέλης τὸ κάλυμμα τῶν παθῶν ἡμῶν».
δ’
Ἀφοῦ εἴδαμε τὴν θεολογικὴ ἀξία τῆς περιτομῆς, ποὺ θεσμοθέτησε ὁ Θεὸς στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, καὶ ὅτι ὁ Χριστὸς δέχθηκε τὴν περιτομή, πρέπει νὰ ἀναφερθοῦμε καὶ στὰ αἴτια γιὰ τὰ ὁποῖα ὁ Χριστὸς περιτμήθηκε.
Πρῶτα – πρῶτα μὲ τὴν πράξη αὐτὴ ἔδειξε ὅτι Αὐτὸς ὁ Ἴδιος ἔδωσε τὸν νόμο στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, καὶ γι’ αὐτὸ ἔπρεπε νὰ τὸν τηρήση. Ὁ Χριστὸς δὲν ἦλθε νὰ καταργήση τὸν νόμο, ἀλλὰ νὰ τὸν τηρήση καὶ βέβαια νὰ τὸν ὑπερβῇ. Ὁ Χριστός, δηλαδὴ ὑπερέβη τὸν νόμο, χωρὶς νὰ τὸν παραβῇ. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἔδειξε ὅτι καὶ ἐμεῖς πρέπει νὰ τηροῦμε τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἀποβλέπει στὴν σωτηρία.
Ἔπειτα, ἡ περιτομή, ὅπως ἔχουμε ἤδη τονίσει, ἔδειξε καὶ τὸ περιεχόμενο τῆς κενώσεως. Βέβαια, ἡ κένωση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ συνίσταται κυρίως στὴν ἐνανθρώπιση, στὸ ὅτι ὁ ἄκτιστος Θεὸς προσέλαβε κτιστὴ ἀνθρώπινη φύση. Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ κένωση καὶ ἡ ἄπειρη συγκατάβαση τοῦ Θεοῦ φαίνεται καὶ στὴν περιτομή, ἀφοῦ δέχθηκε ὅλη αὐτὴν τὴν σκληρὴ δοκιμασία.
Ἀκόμη, ὁ Χριστὸς δέχθηκε τὴν περιτομὴ γιὰ νὰ ἀποδείξη ὅτι προσέλαβε ἀληθινὴ ἀνθρώπινη φύση. Καὶ αὐτὸ εἶναι πολὺ σημαντικό, γιατί στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία ἐμφανίστηκε μιὰ αἵρεση, ποὺ λέγεται δοκητισμός, ἡ ὁποία ὑποστήριζε ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν προσέλαβε ἀληθινὴ ἀνθρώπινη φύση, πραγματικὸ ἀνθρώπινο σῶμα, ἀλλὰ σῶμα κατὰ δόκησιν καὶ κατὰ φαντασία. Αὐτὸ κατέληγε στὸ ὅτι δὲν σταυρώθηκε ὁ Χριστὸς πάνω στὸν Σταυρό, ἀφοῦ δὲν εἶχε πραγματικὸ σῶμα, ἀλλὰ ἐνέπαιξε τοὺς Ἰουδαίους. Ὅμως μιὰ τέτοια ἄποψη δὲν σώζει τὸν ἄνθρωπο. Πῶς μπορεῖ νὰ σωθῇ ὁ ἄνθρωπος ἐὰν ὁ Χριστὸς δὲν ἀνέλαβε τὴν πραγματικὴ ἀνθρώπινη φύση; Γι’ αὐτό, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος, ὁ Χριστὸς περιτμήθηκε γιὰ νὰ δείξη ὅτι «ἐν ἀληθείᾳ σάρκα ἑαυτὸν ἀνειληφέναι».
Αὐτὸς ὁ λόγος συνδέεται καὶ μὲ τὸ ὅτι ἡ περιτομὴ τοῦ Χριστοῦ ἀπέδειξε ὅτι τὸ σῶμα ποὺ εἶχε δὲν ἦταν ὁμοούσιο μὲ τὴν Θεότητα. Στὸν Χριστὸ ἑνώθηκε τὸ ἄκτιστο μὲ τὸ κτιστό. Ἡ ἀνθρώπινη φύση εἶναι κτιστή, ἐνῷ ἡ θεία φύση ἄκτιστη. Τὸ σῶμα, ἀφοῦ θεώθηκε ἀπὸ τὴν θεότητα τοῦ Λόγου, ἔγινε ὀμόθεο, ὄχι ὅμως ὁμοούσιο μὲ τὸν Θεό. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι καὶ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι πηγὴ τῆς ἀκτίστου Χάριτος τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ δὲν ἔχει τὴν ἴδια οὐσία μὲ τὴν θεότητα.
Ἐπὶ πλέον, ὁ Χριστὸς περιτμήθηκε γιὰ νὰ διδάξη τοὺς ἀνθρώπους ὅτι ἡ περιτομή, ποὺ Αὐτὸς ὁ Ἴδιος ἔδωσε στοὺς Ἰουδαίους, ὑπηρέτησε τὴν ἀνθρωπότητα καὶ προετοίμασε τὸ ἔδαφος ἕως τὴν δική του παρουσία (ἅγιος Ἐπιφάνιος). Δὲν ἦταν μιὰ ἄχρηστη τελετή. Μὲ τὴν περιτομὴ παρέμειναν οἱ Ἰσραηλῖτες πιστοὶ στὸν νόμο τοῦ Θεοῦ καὶ περίμεναν τὸν Μεσσία.
Καὶ τέλος, δὲν ἔδειξε μόνον ὅτι ἡ περιτομὴ προετοίμασε τὸ ἀνθρώπινο γένος ἕως τῆς παρουσίας Του, ἀλλὰ καὶ ὅτι εἶναι τύπος, προτύπωση τῆς ἀχειροποιήτου περιτομῆς ποὺ εἶναι τὸ ἱερὸ βάπτισμα. Κατὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Δαμασκηνό, ἡ περιτομὴ ἦταν τύπος τοῦ Βαπτίσματος. Ὅπως ἡ περιτομὴ ἀποβάλλει ἕνα ἀχρείαστο μέλος τοῦ σώματος, ἔτσι καὶ μὲ τὸ ἅγιο Βάπτισμα ἀποβάλλουμε τὴν ἁμαρτία, ποὺ δὲν εἶναι φυσικὴ κατάσταση, ἀλλὰ περίττωμα. Ὅταν κάνη λόγο γιὰ ἁμαρτία, ποὺ ἀποβάλλεται, ἐννοεῖ τὴν ἐπιθυμία, καὶ βέβαια ὄχι τὴν χρειώδη καὶ ἀναγκαία ἐπιθυμία, ἀφοῦ εἶναι παντελῶς ἀδύνατον ὁ ἄνθρωπος νὰ ζῆ χωρὶς αὐτήν, ἀλλὰ τὴν ἄχρηστη ἐπιθυμία καὶ ἡδονή. Τὸ Βάπτισμα εἶναι ἡ ἀχειροποίητη περιτομή, ποὺ δὲν βγάζει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸ ἔθνος του, ἀλλὰ ξεχωρίζει τὸν πιστὸ ἀπὸ τὸν ἄπιστο ποὺ ζῆ στὸ ἴδιο ἔθνος.
ε’
Τὴν πρώτη Ἐκκλησία μετὰ τὴν Πεντηκοστὴ ἀπησχόλησε πολὺ τὸ θέμα του κατὰ πόσον οἱ προσήλυτοι στὴν Χριστιανικὴ πίστη ἔπρεπε νὰ περιτέμνωνται. Τὸ σκεπτικὸ ἦταν, ὅτι ἀφοῦ ἡ Παλαιὰ Διαθήκη προηγεῖται τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἔπρεπε οἱ εἰδωλολάτρες ποὺ ἔρχονται στὴν Χριστιανικὴ πίστη νὰ τηροῦν τὸν νόμο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ στὸ θέμα τῆς περιτομῆς. Γιὰ νὰ ἀντιμετωπισθῇ τὸ θέμα αὐτὸ συνεκλήθη ἡ Πρώτη Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας, ἡ λεγομένη Ἀποστολική, καὶ ἔλαβε τὶς σχετικὲς ἀποφάσεις, ὅπως τὶς διασώζει τὸ δέκατο πέμπτο (ἰε’) Κεφάλαιο τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων.
Τὸ πρόβλημα δημιουργήθηκε ὅταν Ἰουδαῖοι Χριστιανοὶ «ἐδίδασκον τοὺς ἀδελφοὺς ὅτι ἐὰν μὴ περιτέμνησθε τῷ ἔθει Μωυσέως, οὐ δύνασθαι σωθῆναι» (Πράξ. ἰε’ 1). Μάλιστα δὲ ἔγινε στάση καὶ συζήτηση πολὺ καί, ὅπως λέγεται, μερικοὶ προερχόμενοι ἀπὸ τὶς τάξεις τῶν Φαρισαίων συνιστοῦσαν νὰ περιτέμνωνται οἱ προσήλυτοι καὶ νὰ τηροῦν τὸν νόμο τοῦ Μωυσέως (Πράξ. ἰε’, 5).
Στὴν Ἀποστολικὴ ἐκείνη Σύνοδο ὁμίλησαν ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, οἱ Ἀπόστολοι Βαρνάβας καὶ Παῦλος καὶ οἱ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος. Ἡ ἀπόφαση τῆς Συνόδου ἦταν νὰ μὴ περιτέμνωνται ὅσοι ἐξ Ἐθνῶν προσέρχονται στὴν Χριστιανικὴ πίστη, ἀλλὰ μόνο νὰ διατηροῦν τοὺς ἑαυτούς τους καθαρούς, ἀπέχοντες ἀπὸ εἰδωλόθυτα, αἷμα, πνικτὸ καὶ πορνεία. Ἡ ἀπόφαση, ποὺ κοινοποιήθηκε μὲ ἐπιστολὴ στοὺς Χριστιανούς, ἔλεγε: «ἔδοξε γὰρ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καὶ ἡμῖν μηδὲν πλέον ἐπιτίθεσθαι ὑμῖν βάρος πλὴν τῶν ἐπάναγκες τούτων, ἀπέχεσθαι εἰδωλοθύτων καὶ αἵματος καὶ πνικτοῦ καὶ πορνείας˙ ἐξ ὧν διατηροῦντες ἑαυτοὺς εὖ πράξετε» (Πράξ. ἰε’, 28-29).
Τὸ σκεπτικὸ τῆς ἀποφάσεως αὐτῆς εἶναι ὅτι, ἀφοῦ ἡ περιτομὴ ἦταν τύπος καὶ προτύπωση τοῦ ἱεροῦ Βαπτίσματος καὶ προετοίμασε τὸν λαὸ γιὰ τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ, δὲν ἦταν ἀπαραίτητο νὰ ὑπάρχη. Οἱ νομικὲς διατάξεις τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ποὺ συνδέονται μὲ τὸν ἀγῶνα γιὰ τὴν καθαρότητα τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, καὶ μάλιστα ὅταν γίνεται μὲ τὴν προσωπικὴ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, πρέπει νὰ τηροῦνται, ἀλλὰ ἡ περιτομὴ ποὺ δὲν ἔχει σχέση μὲ τὴν περικοπὴ τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς ψυχικῆς καθαρότητος, μπορεῖ νὰ καταργηθῇ, διότι ἔχει ἀντικατασταθῇ, συμπληρωθῇ καὶ τελειοποιηθῇ πλήρως μὲ τὸ μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος.
στ’
Μέσα σὲ αὐτὰ τὰ πλαίσια κινεῖται ἡ διδασκαλία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ποὺ ἀνέλαβε νὰ παρουσιάση στὰ ἔθνη τὴν ἀπόφαση τῆς Ἀποστολικῆς Συνόδου, ἀλλὰ καὶ τὴν θεολογία της. Θὰ δοῦμε στὴν συνέχεια μερικὰ σημεῖα ἀπὸ τὴν διδασκαλία του γύρω ἀπὸ αὐτὸ τὸ θέμα.
Ἀντιμετωπίζοντας ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τὴν περίπτωση τῶν Χριστιανῶν ἐξ Ἰουδαίων, ποὺ ἀνάγκαζαν τοὺς Χριστιανοὺς ἐξ Ἐθνῶν νὰ περιτέμνωνται, λέγει ὅτι αὐτὸ τὸ κάνουν γιὰ νὰ ἐπαινοῦνται ἀπὸ τοὺς ἄλλους Ἰουδαίους καὶ γιὰ νὰ μὴ διώκωνται γιὰ τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ γιὰ τὴν πίστη στὸν ἐσταυρωμένο καὶ ἀναστημένο Χριστὸ (Γάλ. στ’, 12 -13). Ὁ Ἀπόστολος ὅμως διακηρύσσει ὅτι αὐτὸς καυχᾶται γιὰ τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, διὰ τοῦ ὁποίου δημιουργεῖται μιὰ καινούρια κτίση, μιὰ καινούργια δημιουργία. «Ἐν γὰρ Χριστῷ Ἰησοῦ, οὔτε περιτομὴ τί ἰσχύει οὔτε ἀκροβυστία, ἀλλὰ καινὴ κτίσις» (Γάλ. στ’, 15). Ὁ Χριστὸς μὲ τὴν ἐνανθρώπησή Του δημιούργησε μιὰ καινούρια τάξη, ἔφερε μιὰ νέα ζωή.
Ἄλλωστε, αὐτὴ καθ’ ἑαυτὴ ἡ περιτομὴ δὲν ἔχει ἀξία, ἂν δὲν συνδέεται μὲ τὴν πίστη καὶ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Μὲ καταπληκτικὴ ἑρμηνευτικὴ ἱκανότητα ὁ Ἀπόστολος Παῦλος θὰ ὑπογραμμίση ὅτι ἡ περιτομὴ δὲν ὠφελεῖ σὲ τίποτε ἂν δὲν πράττη κανεὶς τὸν νόμο. Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ ὁ ἀπερίτμητος, ἐὰν φυλάσση τὰ δικαιώματα τοῦ νόμου, θὰ θεωρηθῇ ὡσὰν νὰ εἶχε περιτμηθῇ (Ρώμ. β’, 25-26). Ἐπίσης, ὁ Ἀπόστολος ἀναφέρεται σ’ ἐκείνους ποὺ προέρχονται ἐκ περιτομῆς, ἀλλὰ ὅμως διακρίνονται γιὰ πολλὰ πάθη. Θὰ πῇ χαρακτηριστικά: «εἰσὶ γὰρ πολλοὶ καὶ ἀνυπότακτοι, ματαιολόγοι, καὶ φρεναπάται, μάλιστα οἱ ἐκ περιτομῆς… (Τίτ. α’, 10).
Ὁ Ἀπόστολος, σὲ ἀντίθεση μὲ ἐκείνους ποὺ καυχώνταν γιὰ τὴν περιτομὴ ποὺ δέχθηκαν, καυχᾶται γιὰ τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ καὶ βεβαίως γιὰ τὰ στίγματα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ βαστάζει στὸ σῶμα του. «Ἐγὼ γὰρ τὰ στίγματα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματί μου βαστάζω» (Γάλ. στ’, 17).
ζ’
Ἕνα ἀπὸ τὰ βασικὰ χωρία στὰ ὁποῖα ἀναλύεται ἡ θεολογικὴ ἀλήθεια τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ ἐν σχέσει μὲ τὰ ἔργα τοῦ νόμου, μεταξὺ τῶν ὁποίων κυρίαρχη θέση ἔχει ἡ περιτομή, εἶναι αὐτὸ ποὺ συναντᾶται στὸ δεύτερο (β) κεφάλαιο τῆς πρὸς Γαλάτας ἐπιστολῆς του. Θὰ κάνουμε μιὰ εὐρύτερη ἀνάλυση γιὰ νὰ δοῦμε τὴν σκέψη τοῦ Ἀποστόλου Παύλου πάνω στὸ θέμα τῆς περιτομῆς.
Ἀναφερόμενος ὁ Ἀπόστολος Παῦλος σὲ ἕνα περιστατικὸ ποὺ ἔγινε μὲ τὸν Ἀπόστολο Πέτρο, ὁ ὁποῖος παρεξηγήθηκε ἐπειδὴ προσπαθοῦσε νὰ συμπεριφερθῇ διακριτικὰ καὶ νὰ μὴ σκανδαλίση τόσο τοὺς ἐκ περιτομῆς ὅσο καὶ τοὺς ἐξ Ἐθνῶν, κάνει μιὰ θεολογικὴ ἀνάλυση αὐτοῦ τοῦ θέματος.
Κατ’ ἀρχὰς λέγει ὅτι ὁ Θεὸς ἐνήργησε σὲ αὐτὸν νὰ εὐαγγελίζεται στὰ Ἔθνη, καὶ ὁ Ἴδιος ὁ Θεὸς ἐνήργησε στὸν Ἀπόστολο Πέτρο νὰ εὐαγγελίζεται τὸν λόγο Του στοὺς ἐκ περιτομῆς. Γράφει ὁ θεῖος Ἀπόστολος: «ἰδόντες ὅτι πεπίστευμαι τὸ Εὐαγγέλιον τῆς ἀκροβυστίας, καθὼς Πέτρος τῆς περιτομῆς ὁ γὰρ ἐνεργήσας Πέτρω εἰς ἀποστολὴν τῆς περιτομῆς ἐνήργησε καὶ ἐμοὶ εἰς τὰ ἔθνη» (Γάλ. β’, 7-8).
Καὶ ἀφοῦ παρουσιάζει τὸ περιστατικὸ ποὺ εἶχε μὲ τὸν Ἀπόστολο Πέτρο στὴν Ἀντιόχεια, καταλήγει: «Ἡμεῖς φύσει Ἰουδαῖοι καὶ οὐκ ἐξ ἐθνῶν ἁμαρτωλοί, εἰδότες δὲ ὅτι οὐ δικαιοῦται ἄνθρωπος ἐξ ἔργων νόμου ἐὰν μὴ διὰ πίστεως Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡμεῖς εἰς Χριστὸν Ἰησοῦν ἐπιστεύσαμεν, ἵνα δικαιωθῶμεν ἐκ πίστεως Χριστοῦ καὶ οὐκ ἐξ ἔργων νόμου, διότι οὐ δικαιωθήσεται ἐξ ἔργων νόμου πᾶσα σὰρξ» (Γάλ. β’. 15-16).
Στὴν δικαίωση τοῦ ἀνθρώπου δὲν συντελῇ ὁ νόμος καὶ τὰ ἔργα τοῦ νόμου. Ἡ δικαίωση μέσα σὲ ὅλη τὴν σκέψη τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καὶ τὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας συνδέεται μὲ τὴν ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου, τὸν φωτισμό του νοός, τὴν ἔλλαμψη καὶ τὴν θέωσή του. Δὲν πρόκειται, δηλαδή, γιὰ μιὰ ἀνθρώπινη συναισθηματικὴ δικαίωση, ἀλλὰ γιὰ θέωση. Μὲ αὐτὸ τὸ περιεχόμενο χρησιμοποιεῖ ὁ Ἀπόστολος τὸν ὅρο δικαίωση. Τὸ ὅτι αὐτὸ ἐννοεῖ φαίνεται ἀπὸ τὸν λόγο ποὺ παραθέτει στὴν συνέχεια: «Χριστῷ συνεσταύρωμαι˙ ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῆ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστὸς» (Γάλ. β’, 20).
Ὁ νόμος καὶ τὰ ἔργα τοῦ νόμου, ὅπως εἶναι ἡ περιτομή, δὲν θεώνουν τὸν ἄνθρωπο, γιατί αὐτὸ ἐπιτυγχάνεται μόνο μὲ τὸν Χριστό. Διὰ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ συντελεῖται ἡ σωτηρία καὶ ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου. Ἄλλωστε, ὅλες οἱ νομοθεσίες καὶ τὰ ἔργα τοῦ νόμου στὴν Παλαιὰ Διαθήκη δόθηκαν μετὰ τὴν πτώση τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε νὰ προετοιμάσουν τοὺς ἀνθρώπους γιὰ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι τὸ ἑπόμενο καὶ ὄχι τὸ προηγούμενο θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἡ θέωση δὲν ἐπιτυγχάνεται διὰ τῆς ἐξωτερικῆς τηρήσεως τοῦ νόμου, ἀλλὰ διὰ τῆς κοινωνίας μὲ πρόσωπο, τὸ Πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ. Ἂν ἦταν δυνατὸν νὰ σώζη ὁ νόμος, δὲν θὰ χρειαζόταν ἡ ἐνανθρώπηση.
Μὲ αὐτὰ ποὺ λέμε δὲν καταργοῦμε τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ, οὔτε εἴμαστε ἀντινομιστές, ἀλλὰ πρέπει νὰ τονισθῇ ὅτι ὁ νόμος καὶ τὰ ἔργα τοῦ νόμου, ὅπως ἡ περιτομή, προετοίμαζαν τὸν λαὸ γιὰ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ, ἦταν φάρμακο θεραπευτικὸ γιὰ νὰ καθαρισθῇ ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὰ πάθη. Ἔτσι, ὁ νόμος λειτουργεῖ καθαρτικά. Γιὰ νὰ φθάση ὅμως ὁ ἄνθρωπος στὴν ἔλλαμψη καὶ τὸν δοξασμό, χρειάζεται τὴν πίστη στὸν Ἰησοῦ Χριστό, δηλαδὴ τὴν κοινωνία του μὲ τὸν Θεάνθρωπο Χριστό. Γι’ αὐτὸ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐρωτᾶ: «ἐξ ἔργων νόμου τὸ Πνεῦμα ἐλάβετε ἢ ἐξ ἀκοῆς πίστεως;» (Γάλ. γ’, 2).
Τὸ θέμα, λοιπόν, εἶναι ὅτι τὰ ἔργα τοῦ νόμου δὲν δικαιώνουν, δὲν θεώνουν τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ τὸν καθαρίζουν, τὸν προετοιμάζουν γιὰ νὰ δεχθῇ τὴν πίστη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ νὰ ἑνωθῇ μὲ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ λάβη τὴν δωρεά Του. Ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν ζωντανὴ σχέση μὲ τὸν Χριστό. Ὁπότε, ἐκεῖνος ποὺ καθαρίστηκε, φωτίστηκε καὶ δέχθηκε τὸν Χριστό, ἐκεῖνος ποὺ μὲ τὴν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔγινε μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, δὲν χρειάζεται νὰ τηρήση τὴν περιτομή.
Ἄλλωστε, οἱ Χριστιανοὶ δέχθηκαν μιὰ ἀχειροποίητη περιτομή. «Ἐν ὦ καὶ περιετμήθητε περιτομὴ ἀχειροποιήτῳ ἐν τῇ ἀπεκδύσει τοῦ σώματος τῶν ἁμαρτιῶν τῆς σαρκός, ἐν τῇ περιτομῇ τοῦ Χριστοῦ, συνταφέντες αὐτῷ ἐν τῷ βαπτίσματι, ἐν ὦ καὶ συνηγέρθητε διὰ τῆς πίστεως τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ του ἐγείραντος αὐτὸν ἐκ τῶν νεκρῶν» (Κόλ. β’, 11-12). Καὶ ἀλλοῦ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος κάνει λόγο γιὰ «περιτομὴν καρδίας ἐν πνεύματι» (Ρώμ. β’, 29).
ἡ’
Οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἑρμηνεύοντας τὰ χωρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς γιὰ τὴν πραγματικὴ καὶ πνευματικὴ περιτομή, ποὺ εἶναι τὸ χριστιανικὸ Βάπτισμα, παρουσιάζουν θαυμάσιες θεολογικὲς ἀλήθειες.
Ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος διδάσκει ὅτι ἡ περιτομὴ τῆς σαρκὸς προετοίμασε καὶ ὑπηρέτησε τὸν ἄνθρωπο ἕως τοῦ Βαπτίσματος, ποὺ εἶναι ἡ μεγάλη περιτομή, ἀφοῦ δι’ αὐτοῦ ἀπαλλασσόμαστε ἀπὸ τὰ ἁμαρτήματα καὶ σφραγιζόμαστε μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Ἡ σφράγιση μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀναγνώριση ὅτι ἀνήκουμε στὸν Χριστό.
Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος λέγει ὅτι ἂν ἡ σαρκικὴ περιτομὴ χώριζε τοὺς Ἰσραηλῖτες ἀπὸ τοὺς Ἐθνικούς, πολὺ περισσότερο αὐτὸ γίνεται μὲ τὸ ἱερὸ Βάπτισμα, ἀφοῦ δι’ αὐτοῦ διακρίνονται οἱ πιστοὶ ἀπὸ τοὺς μὴ πιστούς. Φαίνεται ἐδῶ ὅτι πιστοὶ λέγονται ὅσοι βαπτίσθηκαν καὶ ὅσοι ἀναζωπυρώνουν την Χάρη τοῦ Βαπτίσματος.
Κατὰ τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας ἡ περιτομὴ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης δὲν καταργοῦσε τὸν θάνατο, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο γίνεται μὲ τὴν περιτομὴ τῆς Καινῆς Διαθήκης. Πραγματικά, ὁ ἄνθρωπος εἰσερχόμενος διὰ τοῦ Βαπτίσματος στὴν Ἐκκλησία γίνεται μέλος τοῦ ἀναστημένου Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο καταργεῖται ὁ πνευματικὸς θάνατος καὶ ὑπάρχει βεβαιότητα στὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Γιατί, ἂν μετὰ τὸ Βάπτισμα παραμένει ὁ σωματικὸς θάνατος, αὐτὸ γίνεται χάριν τῆς καταργήσεως τῆς ἁμαρτίας.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς διδάσκει ὅτι ἡ περιτομὴ εἶναι ἡ ἀπόθεση τῆς σωματικῆς ἡδονῆς καὶ τῶν περιττῶν καὶ ἀχρήστων ἐπιθυμιῶν. Ἐδῶ φαίνεται ὅτι τὸ Βάπτισμα συνδέεται μὲ τὴν ἀσκητικὴ ζωή, διὰ τῆς ὁποίας ὁ ἄνθρωπος ἐλευθερώνεται ἀπὸ τὴν κυριαρχία τῶν παθῶν. Δὲν πρόκειται γιὰ ἀπόθεση καὶ περικοπὴ τοῦ σώματος, ἀλλὰ γιὰ περικοπὴ καὶ μεταμόρφωση τῶν ἐπιθυμιῶν τῆς ψυχῆς.
Στὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Μαξίμου βλέπουμε ὅτι περιτομὴ ὀνομάζεται ἡ ἐκτομὴ τῆς ἐμπαθοῦς σχέσεως τῆς ψυχῆς πρὸς τὸ σῶμα. Ἡ ψυχὴ μὲ τὸ σῶμα ἔχουν σχέση καὶ ἑνότητα. Ὅμως, δὲν πρόκειται γι’ αὐτό, ἀλλὰ γιὰ τὴν ἐμπαθῆ σχέση, δηλαδὴ γιὰ τὴν σχέση μεταξὺ ψυχῆς καὶ σώματος διὰ τῶν παθῶν.
Οἱ λόγοι τῶν ἁγίων Πατέρων δείχνουν ὅτι ἡ περιτομὴ τῆς Καινῆς Διαθήκης εἶναι ἐσωτερική, πνευματική, εἶναι κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεὸ καὶ προσπάθεια γιὰ τὴν διατήρηση αὐτῆς τῆς κοινωνίας.
Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὁ Θεὸς ἔδωσε τὸν νόμο Του, ὥστε νὰ προετοιμάση τὸν λαὸ γιὰ τὴν ὑποδοχὴ τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης στὸν πρόλογο τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ λέγει: «ὁ νόμος διὰ Μωυσέως ἐδόθη, ἡ χάρις καὶ ἡ ἀλήθεια διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐγένετο» (Ἰω. α’, 17). Ὁ ἄσαρκος Λόγος ἔδωσε στὸν Μωυσῆ τὸν νόμο, ὥστε νὰ θεραπεύση τὸν λαὸ γιὰ τὴν ὑποδοχὴ τῆς ἀληθείας καὶ τῆς Χάριτος ποὺ ἦλθε στὸν κόσμο διὰ τοῦ σεσαρκωμένου Λόγου τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὁ μωσαϊκὸς νόμος, ὅπως καὶ ἡ περιτομή, εἶχε Χάρη, ἀλλὰ αὐτὴ ἦταν ἡ λεγομένη καθαρτικὴ ἐνέργεια καὶ Χάρη τοῦ Θεοῦ, ὄχι ἡ φωτιστικὴ καὶ θεοποιός.
Διὰ τοῦ Χριστοῦ ἀποκτοῦμε τὴν πνευματικὴ γέννηση καὶ τὴν πραγματικὴ υἱοθεσία. Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης θὰ τονίση: «ὅσοι δὲ ἔλαβον αὐτόν, ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι, τοῖς πιστεύουσιν εἰς τὸ ὄνομα αὐτοῦ, οἱ οὐκ ἐξ αἱμάτων, οὐδὲ ἐκ θελήματος σαρκός, οὐδὲ ἐκ θελήματος ἀνδρός, ἂλλ’ ἐκ Θεοῦ ἐγεννήθησαν» (Ἰω. α’, 12-13).
Οἱ ἄνθρωποι μὲ τὴν περιτομὴ γίνονταν καλοὶ Ἰσραηλῖτες, ὁ ἐκλεκτὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὸ Βάπτισμα καὶ τὴν ἐν γένει ἐν Χριστῷ ζωῇ οἱ ἄνθρωποι γίνονται τέκνα Θεοῦ, ἀποκτοῦν τὴν κατὰ Χάριν υἱοθεσία καὶ νικοῦν τὸν θάνατο.
Ἑπομένως, ἡ περιτομὴ τοῦ Χριστοῦ ὑποδεικνύει σὲ μᾶς τὴν περιτομὴ τῆς καρδίας. Μὲ τὴν μυστηριακὴ καὶ ἀσκητικὴ ζωὴ γινόμαστε μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ἡ συγκατάβαση τοῦ Χριστοῦ γίνεται ἀνάβαση γιά μας.