Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Ὁ ἀνθυπασπιστὴς Νίκος Γκάτζαρος εἶχε βγεῖ γιὰ ἕνα περίπατο καὶ περιγράφει τὴν ἀσυνήθιστη εἰκόνα ποὺ ἀντίκρισε: «ὁ ἀὴρ εἶχε πάψει νὰ φυσᾶ, ὁ οὐρανὸς ἦταν ἀστεροειδὴς καὶ κατὰ τὴν ἐπιστροφή, οὔτε 10 βήματα δὲν εἶχε κάνει, τοῦ ἐμφανίζεται καὶ τοῦ κόβει τὸ δρόμο μία γυνὴ μαυροφόρα, ἔχουσα σεμνὴ τὴν ἐμφάνισή της». Τὸ πρόσωπο τῆς διακρινόταν στὸ ἡμίφως. Ἐκεῖνος αἰφνιδιάστηκε ἀπὸ τὸ θέαμα καὶ ἔπεσε στὰ γόνατα στὸ ἔδαφος. Πῆγε νὰ τὴν ἀσπαστεῖ, ἐνῶ τὰ μάτια του ἦταν συγκινημένα, τὰ πόδια καὶ τὰ χέρια τοῦ ἔτρεμαν. Τότε ἄκουσε φωνές:  «Εἶμαι ἡ Παναγία. Μὴ φοβάσαι παιδί μου. Ἐγὼ ἐνεμφανίσθη νὰ σοὺ εἴπω τρεῖς λόγους. Τοὺς ὁποίους νὰ μὴ λησμονήσεις». Τοῦ εἶπε ὅτι πρῶτον ἡ Ἑλλάδα θὰ βγεῖ νικηφόρα ἀπὸ τὸν πόλεμο, δεύτερον ὅτι ὁ πόλεμος κηρύχθηκε ἐναντίον τῆς Ἑλλάδος γιὰ νὰ γνωρίσει ὁ κόσμος ὅτι ἀφορμὴ εἶναι ἡ ἀπομάκρυνσή του ἀπὸ τὴν χριστιανικὴ θρησκεία καὶ τρίτον ὅτι τὸ δίκαιο πάντα ὑπερισχύει τῆς βίας.

  • !

    Ὁ Τσαρούχης ζωγράφισε τὴ εἰκόνα. Ἀρχικὰ ὁ ἀνθυπασπιστὴς ἀνέφερε ὅτι πέρασε τὴν παρουσία γιὰ κάποια Ἀλβανὴ κατάσκοπο καὶ ὕψωσε τὸ ρεβόλβερ του γιὰ νὰ τὴν πυροβολήσει, ὅμως τότε ἡ γυναίκα ὕψωσε τὴν παλάμη της καὶ τοῦ εἶπε: «Μὴ χτυπᾶς, ἔχω νὰ σοὺ πῶ κάτι: τὴ Λαμπρὴ θὰ εἴσαστε σπίτι σας». Ὁ στρατιώτης κατευθύνθηκε πρὸς τὴ σκηνή του, τὸ ἀναφέρει στὸν στρατηγὸ Κατσιμῆτρο καὶ ὁ ἀνθυπασπιστὴς Νίκος Γκάτζαρος διέταξε ἀμέσως νὰ γίνει ἔρανος γιατί θεώρησε ὅτι στὸ σημεῖο ποὺ ἐμφανίστηκε ἡ Παναγία της θὰ πρέπει νὰ γίνει μικρὸς ναός.

  • !

    Ἡ ἱστορία τοῦ στρατιώτη διαδόθηκε γρήγορα στὸ στράτευμα. Ἕνας λοχαγὸς φώναξε κάποιον φαντάρο ποὺ ἤξερε νὰ ζωγραφίζει. Ἤθελε μία εἰκόνα ποὺ θὰ κοσμοῦσε τὸ ἐκκλησάκι ποὺ θὰ χτιζόταν στὸ Γκολέμι. Ἐκεῖ, δηλαδὴ ποὺ ὁ ἀνθυπασπιστὴς ἀνέφερε, ὅτι εἶχε δεῖ τὴν Παναγία. Ὁ στρατιώτης ποὺ ζωγράφισε τὴν εἰκόνα, ἦταν ὁ Γιάννης Τσαρούχης, ὁ ὁποῖος στρατεύθηκε τὸ 1939 καὶ ὑπηρέτησε στὸ Κούτσι, στὴν Ἀλβανία.

  • !

    Καμβὰ γιὰ νὰ ζωγραφίσει δὲν εἶχε καὶ ἔψαχνε νὰ βρεῖ ἀπεγνωσμένα. Σὲ γράμμα του, μαρτυρεῖ ὁ ἴδιος, βρῆκε ἕνα καπάκι ἀπὸ ἕνα κιβώτιο ρέγκας, τὸ ὁποῖο μύριζε ἔντονα. Πάνω σὲ αὐτὸ ζωγράφισε τὴν περίφημη «Παναγιὰ τῆς Νίκης». Ὡς πρότυπο εἶχε μία κακοζωγραφισμένη Παναγία ποὺ κυκλοφοροῦσε σὲ δελτάρια. Ἡ εἰκόνα παρίστανε τὴν Παναγία μὲ τὸ Χριστὸ καὶ στὸ κάτω μέρος τὰ θαύματά της. Ἀριστερὰ ἔδειχνε τὸν ἀνθυπασπιστὴ ποὺ πάει νὰ πυροβολήσει τὴν Παναγία καὶ δεξιὰ τοὺς στρατιῶτες ποὺ χτίζουν τὸ ἐκκλησάκι.

  • !

    Ἡ μαρτυρία τοῦ Τσαρούχη: «Καθὼς πηγαίναμε πρὸς τὸν διοικητή, ἔφραξαν σχεδὸν τὸν δρόμο Ἕλληνες στρατιῶτες ἀπὸ τὴν Ἄρτα, ποὺ εἶχαν στρατοπεδεύσει ἐκεῖ κι εἶχαν πληροφορηθεῖ γιὰ τὴν ὕπαρξη τῆς εἰκόνας. Ἤδη τὸ ταπεινό μου ἔργο, ποὺ δὲν εἶχε στεγνώσει ἀκόμα, εἶχε ἀποκτήσει τὴν φήμη θαυματουργὴς εἰκόνας καὶ οἱ στρατιῶτες οἱ Ἀρτινοί, σὲ ἔξαλλη θρησκευτικὴ ἔκσταση, ἀπαιτοῦσαν ἡ θαυματουργὴ εἰκόνα νὰ μείνει ἕνα βράδυ τουλάχιστον στὴν κατασκήνωσή τους. Ἄκουγες φωνές, ἀπὸ παντοῦ. Ὅλοι οἱ στρατιῶτες φωνάζανε: «Ἡ Παρθένα, ἡ Παρθένα. Νὰ τὴν ἀφήσετε μία βραδιά». Ἐκείνη τὴν ὥρα βάρεσε συναγερμός, δηλαδὴ ἕνας στρατιώτης μὲ μία σάλπιγγα τυλιγμένη μὲ ἱμάντες ἀπὸ γκέτες ἀπὸ χακὶ ὕφασμα ἐσάλπισε. Ἐγὼ καὶ ὁ μοτοσυκλετιστὴς πέσαμε μπρούμυτα σύμφωνα μὲ τὶς διαταγὲς ποὺ εἴχαμε. Κανένας  Ἀρτινὸς δὲν ἔκανε τὸ ἴδιο. «Βρὲ συνάδελφε», μοῦ εἶπε ἕνας, «βαστᾶς τὴν Παρθένα καὶ φοβᾶσαι;»

  • !

    Τὸ συνολικὸ ποσὸ ποὺ συγκεντρώθηκε ἀπὸ τὸν ἔρανο ὑπολογίστηκε γύρω στὶς 800 χιλιάδες δραχμές, ἕνα τεράστιο ποσὸ ἂν λάβει κανεὶς ὑπ’ ὄψιν τὰ οἰκονομικὰ δεδομένα τῶν στρατιωτῶν τοῦ μετώπου. Ἡ ἐκκλησία χτίστηκε στὸ Γκολεμί, στὸ σημεῖο ποὺ ὁ στρατιώτης εἶδε τὸ ὅραμα μὲ τὴν Παναγία.

Ἡ «Παναγιὰ τῆς Νίκης» τοῦ Γιάννη Τσαρούχη

 

Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ Ἑλληνοϊταλικοῦ πολέμου δὲν ἦταν λίγοι οἱ στρατιῶτες ποὺ ἀνέφεραν ὅτι σὲ δύσκολες στιγμὲς στὸ μέτωπο, ἀναζήτησαν στήριγμα στὸ Θεὸ καὶ προσευχήθηκαν στὴν Παναγία γιὰ νὰ τοὺς προστατεύσει.  Κάποιοι ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ βρέθηκαν σὲ μεγάλη δοκιμασία, ἀνέφεραν ὅτι εἶχαν δεῖ ἀκόμα καὶ ὁράματα μὲ τὴν μορφὴ τῆς Παναγίας. Ἡ διήγησή τους ἐκεῖνες τὶς δύσκολες ὧρες τοῦ πολέμου, διαδόθηκαν σὰν ἀστραπὴ μέσα στὸ στράτευμα. Μία τέτοια ἀναφορὰ ἔγινε ἡ ἀφορμὴ γιὰ νὰ ἐμπνευστεῖ καὶ νὰ ζωγραφίσει ὁ Γιάννης Τσαρούχης τὴν περίφημη «Παναγία τῆς Νίκης».

Ἡ ἱστορία τοῦ εἰκονίσματος ξεκίνησε ὅταν ἕνας στρατιώτης ἔγραψε ἀναφορὰ στὸ στρατηγὸ Κατσιμῆτρο γιὰ τὸ ὅραμά του.  Ὁ ἀνθυπασπιστὴς Νίκος Γκάτζαρος εἶχε βγεῖ γιὰ ἕνα περίπατο καὶ περιγράφει τὴν ἀσυνήθιστη εἰκόνα ποὺ ἀντίκρισε: «ὁ ἀὴρ εἶχε πάψει νὰ φυσᾶ, ὁ οὐρανὸς ἦταν ἀστεροειδὴς καὶ κατὰ τὴν ἐπιστροφή, οὔτε 10 βήματα δὲν εἶχε κάνει, τοῦ ἐμφανίζεται καὶ τοῦ κόβει τὸ δρόμο μία γυνὴ μαυροφόρα, ἔχουσα σεμνὴ τὴν ἐμφάνισή της». Τὸ πρόσωπο τῆς διακρινόταν στὸ ἡμίφως. Ἐκεῖνος αἰφνιδιάστηκε ἀπὸ τὸ θέαμα καὶ ἔπεσε στὰ γόνατα στὸ ἔδαφος. Πῆγε νὰ τὴν ἀσπαστεῖ, ἐνῶ τὰ μάτια του ἦταν συγκινημένα, τὰ πόδια καὶ τὰ χέρια τοῦ ἔτρεμαν. Τότε ἄκουσε φωνές:  «Εἶμαι ἡ Παναγία. Μὴ φοβάσαι παιδί μου. Ἐγὼ ἐνεμφανίσθη νὰ σοὺ εἴπω τρεῖς λόγους. Τοὺς ὁποίους νὰ μὴ λησμονήσεις». Τοῦ εἶπε ὅτι πρῶτον ἡ Ἑλλάδα θὰ βγεῖ νικηφόρα ἀπὸ τὸν πόλεμο, δεύτερον ὅτι ὁ πόλεμος κηρύχθηκε ἐναντίον τῆς Ἑλλάδος γιὰ νὰ γνωρίσει ὁ κόσμος ὅτι ἀφορμὴ εἶναι ἡ ἀπομάκρυνσή του ἀπὸ τὴν χριστιανικὴ θρησκεία καὶ τρίτον ὅτι τὸ δίκαιο πάντα ὑπερισχύει τῆς βίας. Ὁ Κατσιμῆτρος μόλις ἔμαθε γιὰ τὴν ἀναφορὰ τοῦ στρατιώτη ἔδωσε ἐντολὴ νὰ βρεθεῖ ζωγράφος. Ὁ Τσαρούχης ζωγράφισε τὴ εἰκόνα. Ἀρχικὰ ὁ ἀνθυπασπιστὴς ἀνέφερε ὅτι πέρασε τὴν παρουσία γιὰ κάποια Ἀλβανὴ κατάσκοπο καὶ ὕψωσε τὸ ρεβόλβερ του γιὰ νὰ τὴν πυροβολήσει, ὅμως τότε ἡ γυναίκα ὕψωσε τὴν παλάμη της καὶ τοῦ εἶπε: «Μὴ χτυπᾶς, ἔχω νὰ σοὺ πῶ κάτι: τὴ Λαμπρὴ θὰ εἴσαστε σπίτι σας». Ὁ στρατιώτης κατευθύνθηκε πρὸς τὴ σκηνή του, τὸ ἀναφέρει στὸν στρατηγὸ Κατσιμῆτρο καὶ ὁ ἀνθυπασπιστὴς Νίκος Γκάτζαρος διέταξε ἀμέσως νὰ γίνει ἔρανος γιατί θεώρησε ὅτι στὸ σημεῖο ποὺ ἐμφανίστηκε ἡ Παναγία της θὰ πρέπει νὰ γίνει μικρὸς ναός.

Ἡ ἱστορία τοῦ στρατιώτη διαδόθηκε γρήγορα στὸ στράτευμα. Ἕνας λοχαγὸς φώναξε κάποιον φαντάρο ποὺ ἤξερε νὰ ζωγραφίζει. Ἤθελε μία εἰκόνα ποὺ θὰ κοσμοῦσε τὸ ἐκκλησάκι ποὺ θὰ χτιζόταν στὸ Γκολέμι. Ἐκεῖ, δηλαδὴ ποὺ ὁ ἀνθυπασπιστὴς ἀνέφερε, ὅτι εἶχε δεῖ τὴν Παναγία. Ὁ στρατιώτης ποὺ ζωγράφισε τὴν εἰκόνα, ἦταν ὁ Γιάννης Τσαρούχης, ὁ ὁποῖος στρατεύθηκε τὸ 1939 καὶ ὑπηρέτησε στὸ Κούτσι, στὴν Ἀλβανία. «Μπογιὲς εἶχε μαζί του ὁ λοχαγός μου, ὁ μακαρίτης Γεωργόπουλος, μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι θὰ μπορέσω νὰ κάνω σκηνὲς ἀπὸ μάχες. Αὐτὲς οἱ μπογιὲς ἐχρησίμευσαν στὴν ἀρχὴ τοῦ πολέμου γιὰ νὰ καμουφλαριστοῦν τὰ νίκελ τοῦ αὐτοκινήτου τοῦ διοικητοῦ», ἀφηγήθηκε ὁ Τσαρούχης στὸ βιβλίο «Μαρτυρίες ’40-’41» τοῦ Κ. Χατζηπατέρα. Καμβὰ γιὰ νὰ ζωγραφίσει δὲν εἶχε καὶ ἔψαχνε νὰ βρεῖ ἀπεγνωσμένα. Σὲ γράμμα του, μαρτυρεῖ ὁ ἴδιος, βρῆκε ἕνα καπάκι ἀπὸ ἕνα κιβώτιο ρέγκας, τὸ ὁποῖο μύριζε ἔντονα. Πάνω σὲ αὐτὸ ζωγράφισε τὴν περίφημη «Παναγιὰ τῆς Νίκης». Ὡς πρότυπο εἶχε μία κακοζωγραφισμένη Παναγία ποὺ κυκλοφοροῦσε σὲ δελτάρια. Ἡ εἰκόνα παρίστανε τὴν Παναγία μὲ τὸ Χριστὸ καὶ στὸ κάτω μέρος τὰ θαύματά της. Ἀριστερὰ ἔδειχνε τὸν ἀνθυπασπιστὴ ποὺ πάει νὰ πυροβολήσει τὴν Παναγία καὶ δεξιὰ τοὺς στρατιῶτες ποὺ χτίζουν τὸ ἐκκλησάκι. Ἐπειδὴ ὁ λοχαγὸς ἔμενε μακριὰ ἀπὸ τὸ σημεῖο ποὺ ὁ Τσαρούχης ζωγράφισε τὴν εἰκόνα ἔστειλε ἕνα μοτοσικλετιστὴ γιὰ νὰ τὸν παραλάβει καὶ νὰ πάρει τὴν εἰκόνα. Τὸ ἔργο εἶχε ἤδη ἀποκτήσει φήμη θαυματουργὴς εἰκόνας.

Ἡ μαρτυρία τοῦ Τσαρούχη: «Καθὼς πηγαίναμε πρὸς τὸν διοικητή, ἔφραξαν σχεδὸν τὸν δρόμο Ἕλληνες στρατιῶτες ἀπὸ τὴν Ἄρτα, ποὺ εἶχαν στρατοπεδεύσει ἐκεῖ κι εἶχαν πληροφορηθεῖ γιὰ τὴν ὕπαρξη τῆς εἰκόνας. Ἤδη τὸ ταπεινό μου ἔργο, ποὺ δὲν εἶχε στεγνώσει ἀκόμα, εἶχε ἀποκτήσει τὴν φήμη θαυματουργὴς εἰκόνας καὶ οἱ στρατιῶτες οἱ Ἀρτινοί, σὲ ἔξαλλη θρησκευτικὴ ἔκσταση, ἀπαιτοῦσαν ἡ θαυματουργὴ εἰκόνα νὰ μείνει ἕνα βράδυ τουλάχιστον στὴν κατασκήνωσή τους. Ἄκουγες φωνές, ἀπὸ παντοῦ. Ὅλοι οἱ στρατιῶτες φωνάζανε: «Ἡ Παρθένα, ἡ Παρθένα. Νὰ τὴν ἀφήσετε μία βραδιά». Ἐκείνη τὴν ὥρα βάρεσε συναγερμός, δηλαδὴ ἕνας στρατιώτης μὲ μία σάλπιγγα τυλιγμένη μὲ ἱμάντες ἀπὸ γκέτες ἀπὸ χακὶ ὕφασμα ἐσάλπισε. Ἐγὼ καὶ ὁ μοτοσυκλετιστὴς πέσαμε μπρούμυτα σύμφωνα μὲ τὶς διαταγὲς ποὺ εἴχαμε. Κανένας  Ἀρτινὸς δὲν ἔκανε τὸ ἴδιο. «Βρὲ συνάδελφε», μοῦ εἶπε ἕνας, «βαστᾶς τὴν Παρθένα καὶ φοβᾶσαι;»

Τὸ συνολικὸ ποσὸ ποὺ συγκεντρώθηκε ἀπὸ τὸν ἔρανο ὑπολογίστηκε γύρω στὶς 800 χιλιάδες δραχμές, ἕνα τεράστιο ποσὸ ἂν λάβει κανεὶς ὑπ’ ὄψιν τὰ οἰκονομικὰ δεδομένα τῶν στρατιωτῶν τοῦ μετώπου. Ἡ ἐκκλησία χτίστηκε στὸ Γκολεμί, στὸ σημεῖο ποὺ ὁ στρατιώτης εἶδε τὸ ὅραμα μὲ τὴν Παναγία, ἡ ὁποία ὅπως ἔχουν καταθέσει μάρτυρες καταστράφηκε ἐπὶ Χότζα.

*H ἀρχικὴ φωτογραφία  ἐπιχρωματίστηκε ἀπὸ τὸν Χρῆστο Καπλάνη καὶ δημοσιεύτηκε στὴ σελίδα  Past in Color. Χρησιμοποιήθηκαν πληροφορίες ἀπὸ τὴν βιογραφία τοῦ Τσαρούχη «Μάτην ὠνείδισαν τὴν ψυχήν μου», ἔκδ. Καστανιώτη, Ἀθήνα 1993.