Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Ἦταν ἕνα λουλούδι ἐκεῖ! Συλλογίσου. Ἕνα λουλούδι εἶχε φυτρώσει ἐκεῖ μέσα στοὺς σαπρακιασμένους γεώσακους. Καὶ μοῦ φανερώθηκε ἔτσι ξαφνικὰ τούτη τὴ νύχτα πού ‘ναι γιομάτη θάματα. Ἀπόμεινα νὰ τὸ βλέπω σχεδὸν τρομαγμένος. Τ’ ἄγγισα μὲ χτυποκάρδι, ὅπως ἀγγίζεις ἕνα βρέφος στὸ μάγουλο. Εἶναι μιὰ παπαρούνα. Μιὰ τόση δὰ μεγάλη, καλοθρεμμένη παπαρούνα, ἀνοιγμένη σὰν μικρὴ βελουδένια φούχτα.

  • !

    Ἂν μποροῦσε νὰ τὴ χαρεῖ κανένας μέσα στὸ φῶς του ἥλιου, θά ‘βλεπε πὼς ἦταν ἄλικη, μ’ ἕνα μαῦρο σταυρὸ στὴν καρδιά, μὲ μιὰ τούφα μαβιὲς βλεφαρῖδες στὴ μέση. Εἶναι καλοθρεμμένο λουλούδι, γεμᾶτο χαρά, χρώματα καὶ γεροσύνη. Τὸ τσουνί* του εἶναι ντοῦρο καὶ χνουδάτο. Ἔχει κι ἕναν κόμπο ποὺ δὲν ἄνοιξε ἀκόμα. Κάθεται κλεισμένος σφιχτὰ μέσα στὴν πράσινη φασκιὰ του καὶ περιμένει τὴν ὥρα του. Μὰ δὲν θ’ ἀργήσει ν’ ἀνοίξει κι αὐτός. Καὶ θά ‘ναι δυὸ λουλούδια τότες! Δυὸ λουλούδια μέσα στὸ περιβόλι τοῦ Θανάτου. Αἰστάνουμαι συγκινημένος ξαφνικὰ ὡς τὰ κατάβαθα τῆς ψυχῆς.

  • !

    Ἀπὸ μέσα μου ἀναβρύζουν δάκρυα ἀπολυτρωτικά. Στέκουμαι ἔτσι πολλὴν ὥρα, μὲ τὸ κεφάλι ὅλο χώματα, ἀκουμπισμένο στὰ σαπισμένα σακιά. Μὲ δυὸ δάχτυλα λαφριά, προσεχτικά, ἀγγίζω τὴν παπαρούνα. Ξαφνικὰ μὲ γεμίζει μιὰ ἔγνοια, μιὰ ζωηρὴ ἀνησυχία πὼς κάτι μπορεῖ νὰ πάθει τοῦτο τὸ λουλούδι, ποὺ μ’ αὐτό μοῦ ἀποκαλύφθηκε ἀπόψε ὁ Θεός.

  • !

    Γύρισα γρήγορα στ’ ἀμπρί. Ἂς μποροῦσα νὰ κάμω μιὰ μεγάλη φωταψία… Νὰ κρεμάσω παντοῦ σημαῖες καὶ στεφάνια! Ἄναψα στὸ λυχνάρι τέσσερα φιτίλια καὶ τώρα πασχίζω νὰ τὴ χωρέσω ἐδῶ μέσα, μέσα σὲ μιὰ τόσο μικρὴ γούβα, μιὰ τόσο μεγάλη χαρά. Ἡ ψυχή μου χορεύει σὰν μεγάλη πεταλούδα. Χαμογελῶ ξαπλωμένος ἀνάσκελα. Κάτι τραγουδάει μέσα μου.

Ἡ μυστικὴ παπαρούνα

 

Ἡ ζωὴ ἐν τάφῳ

(ἀπόσπασμα)

Ἡ ΖΩΗ ΕΝ ΤΑΦΩ του Στρατὴ Μυριβήλη τοποθετεῖται στὴ σειρὰ τῶν ἀντιπολεμικῶν βιβλίων ποὺ πήγασαν ἀπὸ τίς ὀδυνηρὲς ἐμπειρίες τοῦ Α’ παγκοσμίου πολέμου (1914-1918), ἑνὸς πολέμου ποὺ ὄχι μονάχα στοίχισε ἑκατοντάδες χιλιάδες νεκροὺς καὶ τραυματίες, ἀλλὰ πρόσθεσε καὶ μιὰ ἄλλη πικρὴ ἐμπειρία, ποὺ προερχόταν ἀπὸ τὴ μακροχρόνια παραμονὴ τῶν στρατιωτῶν στὰ χαρακώματα τῆς πρώτης γραμμῆς. Ἀνάλογα βιβλία ποὺ βγῆκαν ἀπὸ τὸν ἴδιο πόλεμο εἶναι ἡ Φωτιὰ τοῦ Γάλλου Ἀνρὶ Μπαρμπὺς καὶ τὸ περισσότερο γνωστὸ Οὐδὲν νεότερον ἀπὸ τὸ Δυτικὸ Μέτωπο τοῦ Γερμανοῦ Ἔριχ Μαρία Ρεμάρκ.

Ὁ συγγραφέας ἔζησε τὸν πόλεμο τῶν χαρακωμάτων στὸ Μακεδονικὸ Μέτωπο (στὴν περιοχὴ Μοναστηρίου τῆς Σερβίας) ὡς ἐθελοντής. Τὸ βιβλίο εἶναι γραμμένο μὲ τὴ μορφὴ σειρᾶς ἐπιστολῶν ποὺ ὑποτίθεται ὅτι ἔγραψε ὁ λοχίας Ἀντώνης Κωστούλας, γιὰ νὰ τίς στείλει σὲ κάποια γυναῖκα, χωρὶς ποτὲ νὰ μπορέσει νὰ τίς ταχυδρομήσει. Τὰ χειρόγραφα, λέει ὁ συγγραφέας, τὰ περιμάζεψε, ὅταν σκοτώθηκε ὁ συμπολεμιστής του λοχίας, καὶ τὰ ἐξέδωσε. Φυσικὰ πρόκειται γιὰ «πλαστοπροσωπία», δηλαδὴ γιὰ συγγραφικὸ τρόπο ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ Μυριβήλης, γιὰ νὰ ἐκθέσει τίς δικές του ἐμπειρίες.

Στὸ ἂ’ ἀπόσπασμα (Ἡ μυστικὴ παπαρούνα) ὁ ἀφηγητὴς ὑποφέρει ἀπὸ ἕνα παλιὸ τραῦμα (ἀπὸ τοὺς πολέμους 1912-13) ποὺ ἄνοιξε καὶ τὸν ἀναγκάζει νὰ μένει μέρα-νύχτα στὸ ἀμπρί* του. «Πιάνεται —γράφει— ὧρες ὧρες τὸ πόδι ὡς ἀπάνω στὸ μερὶ κι ἕνας σκληρὸς πόνος μοῦ σουβλίζει τὸ κόκαλο. Πάνουθέ μου ὁ βράχος ὁλοένα στάζει. Χτὲς ξεπατώσαμε τόνα σανίδι κι ἀδειάσαμε μ’ ἕνα κουτὶ τῆς κονσέρβας ὅλο τὸ νερὸ πού ‘χε συναχτεῖ στάλα στάλα στὴ λακούβα του. Ἦταν ἕνα νερὸ σάπιο, βρώμικο κι ὁλόμαυρο. Σὰν τ’ ἀπονέρια ποὺ κατασταλάζουν τὸ χειμῶνα στὰ παλιὰ νεκροταφεῖα, σουρωμένα μέσα στὰ βουλιαγμένα μνημούρια. Μύριζε μούχλα, σβησμένη πίπα κι ἀποτσίγαρο…».

Ἡ μυστικὴ παπαρούνα

Τὸ πόδι ἀπόψε τὸ νιώθω πολὺ καλύτερα.

Μοῦ ‘ρχεται νὰ σηκωθῶ σιγά σιγά, νὰ προχωρέσω μέσα στὸ σιωπηλὸ χαράκωμα. Εἶναι πολὺ παράξενο τὸ χαράκωμα μὲ τόσο φῶς. Φέγγει σὰν μέρα καὶ ὅμως δὲν ἔχει φόβο. Τὸ φεγγαρόφωτο ἀπὸ μακριά, σὰ δὲν ἀντιλαμπίζει σὲ γυαλιστερὸ μέταλλο, δὲν ξεσκεπάζει τίποτε. Μπορῶ τὸ λοιπὸν νὰ περπατῶ λεύτερα κάτω ἀπὸ τὸν ἀχνὸ πέπλο του ποὺ προστατεύει σὰν ἀσημὶ σκοτάδι.

Γιὰ μιὰ στιγμὴ πάλι μοῦ περνᾷ ἡ ἰδέα πὼς ἐτούτη ἡ μοναξιὰ εἶναι ἀληθινή. Πὼς τάχα σηκώθηκαν ὅλοι καὶ φύγανε καὶ μ’ ἀφήσαν μονάχον, ὁλομόναχον ἐδῶ πάνω. Τότες μιὰ κρυάδα περνᾷ, λεπίδι, τὴν καρδιά μου. Θὰ προτιμοῦσα νὰ ξέρω πὼς ζοῦνε γύρω μου κρυμμένοι ἄνθρωποι, κι ἂς ἤτανε μόνο ὀχτροί.

Προχώρεσα ὡς τὴν ἄκρη τοῦ χαρακώματος τοῦ λόχου μας. Ὡς τὴν ἔβγαση τῶν συρματοπλεγμάτων. Ἐκεῖ εἶναι μιὰ μυστικὴ πόρτα ποὺ σφαλνὰ μ’ ἕνα ἀδράχτι ὁπλισμένο μὲ ἀγκαθωτὰ τέλια. Ἐπειδὴ τὸ μέρος εἶναι ἕνα νταμάρι ὅλο πέτρα καὶ δὲ σκάβεται, σήκωσαν ἕνα προκάλυμμα μὲ γεώσακους. Ἔτσι λένε κάτι σακιὰ μεγάλα μὲ χῶμα ποὺ μ’ αὐτὰ ὀχυρώνουν τὰ πετρώδικα χαρακώματα. Τὰ τσουβάλια αὐτὰ κείτουντ’ ἐδῶ χρόνον-καιρὸ ἔτσι. Θὰ φάγαν ὑγρασίες, βροχάδες, χιόνια καὶ ἥλιους. Ἦρθαν καὶ σάπισαν ἀπὸ τὰ νερά, ὁ ἥλιος τὰ τσουρούφλισε καὶ τά ‘καψε. Τραβῶ τὸ δάχτυλό μου πάνω τους. Λιώνει ἡ λινάτσα. Σὰν τὰ ξεθαμμένα ροῦχα τῶν πεθαμένων ποὺ ξεφτᾶνε, σταχτωμένα, μὲ τὸ πρῶτο ἄγγιγμα. Εἶναι τσουβαλάκια φουσκωμένα-κάργα, ὅπως τὰ πρωτογέμισαν. Ἄλλα πάλι κρεμάζουν σαχλά, μισοαδειανά. Κάτου ἀπὸ τὸ δυνατὸ φεγγάρι μοιάζουν μὲ ψοφίμια σκυλιῶν, ἄλλα πρησμένα κι ἄλλα ξαντεριασμένα, σωριασμένα τόνα πάνου στ’ ἄλλο.

Ἀπὸ δῶ τὸ θέαμα θά ‘ναι πιὸ ὄμορφο. Τώρα τὸ κρυμμένο ποτάμι ἀκούγεται καλύτερα ὅπως φωνάζει μακριά, μὲς ἀπὸ τὴ βαθιὰ κοίτη του. Θέλω νὰ βγάλω τὸ κεφάλι ψηλὰ ἀπὸ τὸ προπέτασμα, νὰ ἰδῶ πέρα. Ἂν μποροῦσα μάλιστα θὰ καβαλίκευα τὸ χαράκωμα. Ἀκουμπῶ τὸ μπαστούνι στὸ τοίχωμα, σηκώνουμαι στὴ μύτη τῆς ἀρβύλας τοῦ γεροῦ μου ποδιοῦ καὶ γαντζώνω τὰ δάχτυλα στοὺς γεώσακους πού ‘ναι πάνω πάνω. Ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς λιώνει μὲ μιᾶς κι ἀδειάζει τὸν ἄμμο του πάνω μου. Λοιπὸν τότες ἔγινε μιὰν ἀποκάλυψη! Μόλις ξεφούσκωσε αὐτὸ τὸ σακί, χαμήλωσε ἡ καμπούρα του καὶ ξεσκέπασε στὰ μάτια μου μιὰ μικρὴν εὐτυχία. Ἄχ, μοῦ ‘καμε τόσο καλὸ στὴν ψυχή, λίγο ἀκόμα καὶ θὰ πατοῦσα μιὰ τσιριξιὰ χαρᾶς.

Ἦταν ἕνα λουλούδι ἐκεῖ! Συλλογίσου. Ἕνα λουλούδι εἶχε φυτρώσει ἐκεῖ μέσα στοὺς σαπρακιασμένους γεώσακους. Καὶ μοῦ φανερώθηκε ἔτσι ξαφνικὰ τούτη τὴ νύχτα πού ‘ναι γιομάτη θάματα. Ἀπόμεινα νὰ τὸ βλέπω σχεδὸν τρομαγμένος. Τ’ ἄγγισα μὲ χτυποκάρδι, ὅπως ἀγγίζεις ἕνα βρέφος στὸ μάγουλο. Εἶναι μιὰ παπαρούνα. Μιὰ τόση δὰ μεγάλη, καλοθρεμμένη παπαρούνα, ἀνοιγμένη σὰν μικρὴ βελουδένια φούχτα.

Ἂν μποροῦσε νὰ τὴ χαρεῖ κανένας μέσα στὸ φῶς του ἥλιου, θά ‘βλεπε πὼς ἦταν ἄλικη, μ’ ἕνα μαῦρο σταυρὸ στὴν καρδιά, μὲ μιὰ τούφα μαβιὲς βλεφαρῖδες στὴ μέση. Εἶναι καλοθρεμμένο λουλούδι, γεμᾶτο χαρά, χρώματα καὶ γεροσύνη. Τὸ τσουνί* του εἶναι ντοῦρο καὶ χνουδάτο. Ἔχει κι ἕναν κόμπο ποὺ δὲν ἄνοιξε ἀκόμα. Κάθεται κλεισμένος σφιχτὰ μέσα στὴν πράσινη φασκιὰ του καὶ περιμένει τὴν ὥρα του. Μὰ δὲν θ’ ἀργήσει ν’ ἀνοίξει κι αὐτός. Καὶ θά ‘ναι δυὸ λουλούδια τότες! Δυὸ λουλούδια μέσα στὸ περιβόλι τοῦ Θανάτου. Αἰστάνουμαι συγκινημένος ξαφνικὰ ὡς τὰ κατάβαθα τῆς ψυχῆς.

Ἀκουμπῶ πάνω στὸ προπέτασμα σὰν νὰ κουράστηκα ξαφνικὰ πολύ.

Ἀπὸ μέσα μου ἀναβρύζουν δάκρυα ἀπολυτρωτικά. Στέκουμαι ἔτσι πολλὴν ὥρα, μὲ τὸ κεφάλι ὅλο χώματα, ἀκουμπισμένο στὰ σαπισμένα σακιά. Μὲ δυὸ δάχτυλα λαφριά, προσεχτικά, ἀγγίζω τὴν παπαρούνα. Ξαφνικὰ μὲ γεμίζει μιὰ ἔγνοια, μιὰ ζωηρὴ ἀνησυχία πὼς κάτι μπορεῖ νὰ πάθει τοῦτο τὸ λουλούδι, ποὺ μ’ αὐτό μοῦ ἀποκαλύφθηκε ἀπόψε ὁ Θεός. Παίρνω τότες στὴ ράχη ἕνα γερὸ τσουβάλι (δαγκάνω τὰ χείλια ἀπὸ τὴν ξαφνικὴ σουβλιὰ τοῦ ποδιοῦ), καὶ τ’ ἀκουμπῶ μὲ προφύλαξη μπροστὰ στὸ λουλούδι. Ἔτσι λέω θά ‘ναι πάλι κρυμμένο γιὰ ὅλους τους ἄλλους. Χαμογελῶ πονηρά. Κατόπι σηκώνουμαι ξανὰ στὰ νύχια κι ἁπλώνω τὸ μπράτσο ἔξω. Ναί. Τὸ ἄγγισα λοιπὸν πάλι! Τρεμουλιάζω ἀπὸ εὐτυχία. Νιώθω τὰ τρυφερὰ πέταλα στὶς ρῶγες τῶν δαχτύλων. Εἶναι μιὰ ἀνεπάντεχη χαρὰ τῆς ἁφῆς. Μέσα στὸ χέρι μου μυρμιδίζει μιὰ γλυκιὰ ἀνατριχίλα. Ἀνεβαίνει ὡς τὴ ράχη. Εἶναι σὰν νὰ πεταλουδίζουν πάνω στὴν ἐπιδερμίδα τὰ ματόκλαδα μιᾶς ἀγαπημένης γυναίκας. Φίλησα τίς ρῶγες τῶν δαχτύλων μου. Εἶπα σιγά σιγά:

Καληνύχτα… καληνύχτα καὶ νά ‘σαι βλογημένη.

Γύρισα γρήγορα στ’ ἀμπρί. Ἂς μποροῦσα νὰ κάμω μιὰ μεγάλη φωταψία… Νὰ κρεμάσω παντοῦ σημαῖες καὶ στεφάνια! Ἄναψα στὸ λυχνάρι τέσσερα φιτίλια καὶ τώρα πασχίζω νὰ τὴ χωρέσω ἐδῶ μέσα, μέσα σὲ μιὰ τόσο μικρὴ γούβα, μιὰ τόσο μεγάλη χαρά. Ἡ ψυχή μου χορεύει σὰν μεγάλη πεταλούδα. Χαμογελῶ ξαπλωμένος ἀνάσκελα. Κάτι τραγουδάει μέσα μου. Τ’ ἀφουκράζουμαι. Εἶναι ἕνα παιδιάστικο τραγούδι:

Φεγγαράκι μου λαμπρό…

 

ἀμπρὶ: (λ. γαλλικὴ), καταφύγιο, ὄρυγμα στὸ ἐσωτερικὸ τοίχωμα τοῦ χαρακώματος.

τσουνὶ: μίσχος, κοτσάνι.