Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Ὅμως καὶ ὁ νεογέννητος Μεσσίας, κατὰ κάποιο τρόπο ὡς «πορθητὴς» ἦρθε νὰ γίνει· ἦρθε νὰ «ἐκπορθήσει» τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων, ὄχι μὲ τὴ βία, ἀλλὰ καλώντας μας ἐλεύθερα μὲ τὰ λόγια: «Δὸς μοι, υἱέ, σὴν καρδίαν, οἱ δὲ σοὶ ὀφθαλμοὶ ἐμὰς ὁδοὺς τηρείτωσαν» (Παρμ. 23,26). Καὶ ὅταν συναντοῦσε ἄρνηση καὶ ἀπόρριψη, δὲν ἔλυε ἀμέσως τὴν «πολιορκία», ἀλλὰ ἐπέμενε «σηκώνοντας τὰ χέρια του ὅλην τὴν ἡμέραν πρὸς λαὸν ἀπειθοῦντα καὶ ἀντιλέγοντα, οἱ οὐκ ἐπορεύθησαν ὁδῷ ἀληθινῇ». Ναί! Ἦρθε «γιὰ νὰ φανερωθεῖ σ’ αὐτοὺς ποὺ δὲν τὸν ζητοῦσαν, καὶ γιὰ νὰ μποροῦν νὰ τὸν βροῦν αὐτοὶ ποὺ δὲν τὸν ἔψαχναν» (Ἠσ. 65,1-2). Ἔτσι στάθηκε καὶ στὴν πόρτα τοῦ Σαοὺλ καὶ τοῦ χτύπησε• καὶ ὁ Σαοὺλ τοῦ ἄνοιξε. Καὶ ὁ Χριστὸς ὄχι μόνο μπῆκε μέσα καὶ δείπνησε μαζί του (Ἀποκ. 3,20) ἀλλὰ καὶ τὸν κάλεσε νὰ γίνει «Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν».

  • !

    Εἶναι ὅμως φανερὸ ὅτι, ἔστω κι ἂν ὁ θρησκευτικὸς ζῆλος τοῦ Σαοὺλ εἶχε πάρει στραβὸ δρόμο, ὁ μετέπειτα Ἀπόστολος δὲν ἦταν οὔτε φυγόπονος οὔτε ὑστερόβουλος, οὔτε «ἔλαβεν ἐπὶ ματαίῳ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ». Ἔτσι, ὅταν κατάλαβε ποιὸς εἶναι ὁ Χριστός, τὴν «προκοπὴ» του «ἐν τῷ Ἰουδαϊσμῷ» καὶ τὸν ὑπερβάλλοντα ζῆλο του γιὰ τὶς πατρικές του παραδόσεις, μὲ τὰ ὁποῖα κατεδίωκε τὴν Ἐκκλησία, τὰ φώτισε καὶ τὰ ἐξυγίανε, καὶ τὰ ἔκανε διακονικὰ ἐργαλεῖα γιὰ τὸ ἔργο τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος· «μετέστρεψε τὰ μαχαίρια του σὲ ἄροτρα καὶ τὶς λόγχες του σὲ δρεπάνια» (Ἠσ. 2,4) γιὰ τὴν καλλιέργεια τοῦ ἀγροῦ τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ ὁ Θεὸς πρoγνωρίζοντας – καὶ ὄχι πρoορίζοντας- αὐτὴ του τὴν εἰλικρινῆ καὶ ὁλοπρόθυμη μεταστροφή, τὸν ἔκρινε ἄξιο «νὰ βαστάσει τὸ ὄνομά του ἐνώπιων ἐθνῶν καὶ βασιλέων καὶ τῶν υἱῶν Ἰσραήλ».

  • !

    Ἡ ἀφυπνιστικὴ θεοπτία τοῦ ἀποστόλου Παύλου δὲν εἶναι ἕνα αὐτόνομο γεγονός, μὲ τὸ ὁποῖο κάποιος πῆγε νὰ φτιάξει δική του ἐκκλησία. Εἶναι ἕνα θεμελιῶδες ἐκκλησιαστικὸ γεγονός, ποὺ ὄχι ἁπλῶς τὸ δέχθηκαν οἱ πνευματοφόροι ἅγιοι Ἀπόστολοι, ἀλλὰ ποὺ οὐσιαστικὰ ὁδήγησε, μὲ τὸ οἰκουμενικὸ κήρυγμα τοῦ Παύλου καὶ τὸν μαρτυρικό του θάνατο, στὴν οἰκοδομὴ καὶ στὴ δόξα τῆς μίας Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία δὲν δίστασε στὴν εἰκονογραφία της νὰ παρουσιάζει τὸν ἀπόστολο Παῦλο παρόντα μαζὶ μὲ τοὺς Δώδεκα καὶ στὴν Ἀνάληψη τοῦ Χριστοῦ καὶ στὴν Πεντηκοστή, ἔστω κι ἂν ἱστορικὰ ἀπουσίαζε.

  • !

    Ὁ ἀπόστολος Παῦλος θεμελιώνοντας τὴν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία ἔχει φροντίσει νὰ μᾶς ὑποδείξει τὴ σωστὴ «λυδία λίθο», ποὺ πετάει ἔξω κάθε τέτοια πλάνη καὶ κάθε αἵρεση· καὶ αὐτὴ ἡ «λυδία λίθος» δὲν εἶναι οὔτε ἁπλῶς ἕνα βιβλίο οὔτε ἕνα προσωπο· εἶναι «ὅ εὐηγγελισάμεθα» καὶ «ὅ παρελάβετε». Καὶ τὰ δύο ρήματα στὸν πληθυντικὸ παραπέμπουν στὴ γνήσια ἐκκλησιαστικότητα καὶ συνοδικότητα· στὸ Μυστήριο τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Μόνο αὐτὴ ἡ Ἐκκλησία διασφαλίζει τὴ σωστὴ παράδοση καὶ ἑρμηνεία τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὴ ἡ Ἐκκλησία, κατὰ τὸν Παῦλο, ἔχει τὴν ἀποστολὴ καὶ τὴν ἐξουσία νὰ ἀναθεματίσει καὶ νὰ ἀφορίσει ὄχι μόνο τὸν ἴδιο τὸν Παῦλο ἀλλὰ καὶ ἄγγελο ἐξ οὐρανοῦ, ἂν ἐκεῖνος «εὐαγγελίζεται» ἄλλο Εὐαγγέλιο, διαφορετικὸ ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἐκκλησιαστικῶς μᾶς παρεδόθη (Γαλ. 1,8).

  • !

    Ὁ σημερινὸς κατακερματισμὸς τοῦ Δυτικοῦ καὶ Προτεσταντικοῦ χριστιανισμοῦ σὲ χιλιάδες ἀλληλοαναιρούμενες ὁμάδες σαφῶς ἀπογοητεύει. Δὲν εἶναι ὅμως λίγοι ἐκεῖνοι, γιὰ τοὺς ὁποίους αὐτὴ ἡ ἀπόγνωση γίνεται ἐφαλτήριο ὑγιοῦς ἀναζήτησης τῆς ἱστορικῆς μίας Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, γιὰ τὴν ὁποία ὁ πρώην διώκτης Παῦλος «περισσότερον πάντων ἐκοπίασε».

Ἡ κλήση τοῦ ἄλλοτε διώκτη

Εἶναι μᾶλλον σίγουρο ὅτι, ἂν ζοῦσε ὁ Σαοὺλ -ὁ μετέπειτα Παῦλος- στὰ πρῶτα χρόνια τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, θὰ ἀνῆκε στοὺς «ζητοῦντες τὴν ψυχὴν τοῦ παιδίου», σ’ αὐτοὺς δηλαδὴ πού, ὅπως ἀναφέρει τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο, ἀνάγκασαν τὸν Χριστὸ σὲ ἐξορία λίγο μετὰ τὴ Γέννησή του. Αὐτὸ βεβαιώνει ἡ ὅλη «ἀναστροφὴ του ἐν τῷ Ἰουδαϊσμῷ», ἡ ὁποία τὸν ὁδήγησε στὸ νὰ «διώκῃ τὴν Ἐκκλησίαν», ὅπως ὁ ἴδιος παραδέχεται- «μεθ’ ὑπερβολῆς ἁπάσης ἐπιχειροῦσε νὰ τὴ σβήσει, νὰ τὴν καταστρέψει καὶ νὰ τὴν ἀφανίσει», κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο.

«Δὸς μοι, υἱέ, σὴν καρδίαν»

Ὅμως καὶ ὁ νεογέννητος Μεσσίας, κατὰ κάποιο τρόπο ὡς «πορθητὴς» ἦρθε νὰ γίνει· ἦρθε νὰ «ἐκπορθήσει» τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων, ὄχι μὲ τὴ βία, ἀλλὰ καλώντας μας ἐλεύθερα μὲ τὰ λόγια: «Δὸς μοι, υἱέ, σὴν καρδίαν, οἱ δὲ σοὶ ὀφθαλμοὶ ἐμὰς ὁδοὺς τηρείτωσαν» (Παρμ. 23,26). Καὶ ὅταν συναντοῦσε ἄρνηση καὶ ἀπόρριψη, δὲν ἔλυε ἀμέσως τὴν «πολιορκία», ἀλλὰ ἐπέμενε «σηκώνοντας τὰ χέρια του ὅλην τὴν ἡμέραν πρὸς λαὸν ἀπειθοῦντα καὶ ἀντιλέγοντα, οἱ οὐκ ἐπορεύθησαν ὁδῷ ἀληθινῇ». Ναί! Ἦρθε «γιὰ νὰ φανερωθεῖ σ’ αὐτοὺς ποὺ δὲν τὸν ζητοῦσαν, καὶ γιὰ νὰ μποροῦν νὰ τὸν βροῦν αὐτοὶ ποὺ δὲν τὸν ἔψαχναν» (Ἠσ. 65,1-2). Ἔτσι στάθηκε καὶ στὴν πόρτα τοῦ Σαοὺλ καὶ τοῦ χτύπησε· καὶ ὁ Σαοὺλ τοῦ ἄνοιξε. Καὶ ὁ Χριστὸς ὄχι μόνο μπῆκε μέσα καὶ δείπνησε μαζί του (Ἀποκ. 3,20) ἀλλὰ καὶ τὸν κάλεσε νὰ γίνει «Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν».

Λέγοντας ὁ Παῦλος ὅτι ὁ Θεὸς τὸν ξεχώρισε «ἀπὸ τὴν κοιλία τῆς μητέρας του» καὶ ὅτι «διὰ τῆς χάριτός του» τὸν κάλεσε σ’ αὐτὴ τὴν ὑψηλὴ ἀποστολή, δὲν ὑπονοεῖ κάποια προσωποληψία τοῦ Θεοῦ. Τὶς διακονίες καὶ τὰ τάλαντα ὁ Θεὸς τὰ μοιράζει κατὰ τὴν ἀνεξιχνίαστη κρίση του. Εἶναι ὅμως φανερὸ ὅτι, ἔστω κι ἂν ὁ θρησκευτικὸς ζῆλος τοῦ Σαοὺλ εἶχε πάρει στραβὸ δρόμο, ὁ μετέπειτα Ἀπόστολος δὲν ἦταν οὔτε φυγόπονος οὔτε ὑστερόβουλος, οὔτε «ἔλαβεν ἐπὶ ματαίῳ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ». Ἔτσι, ὅταν κατάλαβε ποιὸς εἶναι ὁ Χριστός, τὴν «προκοπὴ» του «ἐν τῷ Ἰουδαϊσμῷ» καὶ τὸν ὑπερβάλλοντα ζῆλο του γιὰ τὶς πατρικές του παραδόσεις, μὲ τὰ ὁποῖα κατεδίωκε τὴν Ἐκκλησία, τὰ φώτισε καὶ τὰ ἐξυγίανε, καὶ τὰ ἔκανε διακονικὰ ἐργαλεῖα γιὰ τὸ ἔργο τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος· «μετέστρεψε τὰ μαχαίρια του σὲ ἄροτρα καὶ τὶς λόγχες του σὲ δρεπάνια» (Ἠσ. 2,4) γιὰ τὴν καλλιέργεια τοῦ ἀγροῦ τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ ὁ Θεὸς πρoγνωρίζοντας – καὶ ὄχι πρoορίζοντας- αὐτὴ του τὴν εἰλικρινῆ καὶ ὁλοπρόθυμη μεταστροφή, τὸν ἔκρινε ἄξιο «νὰ βαστάσει τὸ ὄνομά του ἐνώπιων ἐθνῶν καὶ βασιλέων καὶ τῶν υἱῶν Ἰσραήλ».

Ὁμότιμος μὲ τοὺς Δώδεκα καὶ ὁ Παῦλος

Προφανῶς δὲν ἦταν εὔκολο πολλοὶ στενοκέφαλοι προσήλυτοι -ἀλλὰ κυρίως οἱ ψευδαπόστολοι- νὰ δεχθοῦν ὡς γνήσιο ἀπόστολο τοῦ Χριστοῦ κάποιον πού, ὄχι ἁπλῶς δὲν ἀνῆκε στοὺς «διαμεμεvηκότες μετὰ τοῦ Χριστοῦ ἐν τοῖς πειρασμoὶς αὐτοῦ» (Λουκ. 22,28), ἀλλὰ ποὺ εἶχε πολλαπλασιάσει τοὺς πειρασμοὺς μέσα στὴν Ἐκκλησία του. Γι’ αὐτὸ μὲ πολὺ πόνο ἀλλὰ καὶ μὲ δικαιολογημένη καύχηση ἀναγκάζεται ὁ ἀπόστολος Παῦλος νὰ ξαναμιλήσει γιὰ τὴ θαυμαστὴ μεταστροφή του, τονίζοντας ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο δὲν τὸ παρέλαβε ἀπὸ ἀνθρώπους ἀλλὰ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Χριστό. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ὑπῆρχε κανένας λόγος νὰ συμβουλευθεῖ κάποιον ἀπὸ τοὺς «πρὸ αὐτοῦ ἀποστόλους», χωρὶς αὐτὸ νὰ μειώνει τὸν ἀμέριστο σεβασμό του πρὸς αὐτοὺς καὶ ἰδιαίτερα πρὸς τὸν κορυφαῖο Πέτρο.

Ἡ ἀφυπνιστικὴ θεοπτία τοῦ ἀποστόλου Παύλου δὲν εἶναι ἕνα αὐτόνομο γεγονός, μὲ τὸ ὁποῖο κάποιος πῆγε νὰ φτιάξει δική του ἐκκλησία. Εἶναι ἕνα θεμελιῶδες ἐκκλησιαστικὸ γεγονός, ποὺ ὄχι ἁπλῶς τὸ δέχθηκαν οἱ πνευματοφόροι ἅγιοι Ἀπόστολοι, ἀλλὰ ποὺ οὐσιαστικὰ ὁδήγησε, μὲ τὸ οἰκουμενικὸ κήρυγμα τοῦ Παύλου καὶ τὸν μαρτυρικό του θάνατο, στὴν οἰκοδομὴ καὶ στὴ δόξα τῆς μίας Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία δὲν δίστασε στὴν εἰκονογραφία της νὰ παρουσιάζει τὸν ἀπόστολο Παῦλο παρόντα μαζὶ μὲ τοὺς Δώδεκα καὶ στὴν Ἀνάληψη τοῦ Χριστοῦ καὶ στὴν Πεντηκοστή, ἔστω κι ἂν ἱστορικὰ ἀπουσίαζε.

Ἡ σωτήρια «λυδία λίθος»

Στὴν κατιούσα πορεία κυρίως τοῦ δυτικοῦ χριστιανισμοῦ ἐμφανίστηκαν κατὰ καιροὺς ἀρκετὲς πλαστὲς μαρτυρίες ἀνθρώπων, ποὺ ἰσχυρίσθηκαν ὅτι δῆθεν παρέλαβαν ἀπευθείας ἀπὸ τὸν «Χριστὸ» «ἀνανεωμένες» ἐκδόσεις τοῦ Εὐαγγελίου του. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος θεμελιώνοντας τὴν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία ἔχει φροντίσει νὰ μᾶς ὑποδείξει τὴ σωστὴ «λυδία λίθο», ποὺ πετάει ἔξω κάθε τέτοια πλάνη καὶ κάθε αἵρεση· καὶ αὐτὴ ἡ «λυδία λίθος» δὲν εἶναι οὔτε ἁπλῶς ἕνα βιβλίο οὔτε ἕνα προσωπο· εἶναι «ὅ εὐηγγελισάμεθα» καὶ «ὅ παρελάβετε». Καὶ τὰ δύο ρήματα στὸν πληθυντικὸ παραπέμπουν στὴ γνήσια ἐκκλησιαστικότητα καὶ συνοδικότητα· στὸ Μυστήριο τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Μόνο αὐτὴ ἡ Ἐκκλησία διασφαλίζει τὴ σωστὴ παράδοση καὶ ἑρμηνεία τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὴ ἡ Ἐκκλησία, κατὰ τὸν Παῦλο, ἔχει τὴν ἀποστολὴ καὶ τὴν ἐξουσία νὰ ἀναθεματίσει καὶ νὰ ἀφορίσει ὄχι μόνο τὸν ἴδιο τὸν Παῦλο ἀλλὰ καὶ ἄγγελο ἐξ οὐρανοῦ, ἂν ἐκεῖνος «εὐαγγελίζεται» ἄλλο Εὐαγγέλιο, διαφορετικὸ ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἐκκλησιαστικῶς μᾶς παρεδόθη (Γαλ. 1,8).

Ὁ σημερινὸς κατακερματισμὸς τοῦ Δυτικοῦ καὶ Προτεσταντικοῦ χριστιανισμοῦ σὲ χιλιάδες ἀλληλοαναιρούμενες ὁμάδες σαφῶς ἀπογοητεύει. Δὲν εἶναι ὅμως λίγοι ἐκεῖνοι, γιὰ τοὺς ὁποίους αὐτὴ ἡ ἀπόγνωση γίνεται ἐφαλτήριο ὑγιοῦς ἀναζήτησης τῆς ἱστορικῆς μίας Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, γιὰ τὴν ὁποία ὁ πρώην διώκτης Παῦλος «περισσότερον πάντων ἐκοπίασε».