Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Ὁ 4ος αιώνας μ.Χ. σφραγίζεται ἀπὸ τὴν ἐπίσημη εἴσοδο τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας στὰ ἱστορικά, πολιτικὰ καὶ πολιτιστικὰ τεκταινόμενα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Μέσα σὲ ἐλάχιστο χρονικὸ διάστημα, ἡ Ἐκκλησία διαμορφώνει ὄχι μόνον τῶν θεολογικό της λόγο ἀλλὰ καὶ τὴν ὀργάνωση τῆς καθημερινότητάς της ὡς πρὸς τὴ διοίκηση καὶ τὴ λατρεία της.

  • !

    Ἦταν ἑπόμενο πὼς ἕνα ἀπὸ τὰ βασικὰ στοιχεῖα γιὰ τὰ ὁποία θὰ καλεῖτο νὰ πάρει θέση ἦταν ἡ μουσική, ὡς παράγοντας διασκέδασης ἀλλὰ καὶ ἔκφρασης τοῦ θρησκευτικοῦ συναισθήματος. Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ὁ μεγάλος αὐτὸς ἀλεξανδρινὸς συγγραφέας καὶ πατὴρ τῆς Ἐκκλησίας, στὴ ζωὴ καὶ τὸν συγγραφικὸ μόχθο τοῦ ὁποίου στήριξε τὴ διδασκαλία καὶ τὸ ἦθος της, πῆρε θέση ἀπέναντι στὴ μουσική, πιεζόμενος σαφῶς ἀπὸ τὴ θέση της στὸ ἑλληνιστικὸ περιβάλλον μέσα στὸ ὅποιον ἀνδρώθηκε καὶ διαλέχθηκε.

  • !

    Μὲ σαφήνεια διδάσκει πὼς ἡ Γραφὴ δὲν ἔχει σκοπὸ νὰ ἐπιδιώξει τὸ εὐχάριστο καὶ τὸ ἑλκυστικό. Τὸ κείμενό της, προσθέτει, εἶναι θεόπνευστο ἀλλὰ ἡ μελοποίηση τῆς ἀποτελεῖ ἀνθρώπινο κατασκεύασμα. Αὐτὸ ὅμως δὲν σημαίνει πὼς ἀπορρίπτει τὴν μουσική. Ἀντιθέτως, ἐπιφυλάσσει γὶ΄ αὐτὴν ἕναν ἀνώτερο, συμβολικὸ χαρακτήρα.
    Μὲ ἄλλα λόγια, ἀναγνωρίζει στὴν μουσικὴ τὸν συνεκτικὸ κρίκο ὅλων τῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς καὶ τὴν ἐναρμονισμένη στροφή της πρὸς τὸν Θεὸ Πατέρα.

  • !

    Αὐτὸς ὁ συμβολικὸς χαρακτήρας τῆς μουσικῆς συναντᾶ τὴν διδασκαλία τοῦ Πλάτωνα ὅπως παρουσιάζεται στὴν «Πολιτεία» καὶ τοὺς «Νόμους» του. Ὁ ἀρχαῖος σοφὸς μιλάει ἐκεῖ γιὰ τὴν γενικὴ ἁρμονία λογικῆς καὶ συναισθημάτων ποὺ συνθέτουν τὴν ἀρετὴ ἀλλὰ καὶ τὴν τάξη τῶν κινήσεων τῆς ψυχῆς ποὺ ὀνομάζει «ρυθμὸ καὶ ἁρμονία».
    Αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι ποὺ φοβᾶται καὶ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος: Μήπως ἡ ψυχὴ παρασυρθεῖ ἐντελῶς ἀπὸ τὸ αἰσθητικὸ καλὸς καὶ ἀδιαφορήσει γιὰ τὰ νοήματα. Ἀπὸ ἐκεῖ πηγάζει καὶ ἡ προτροπή του πρὸς τοὺς ψάλτες, ὅπως παρουσιάζεται στὴν ἐν λόγῳ ἐπιστολή, νὰ μὴν θέτουν ὡς πρῶτο στόχο τὴν «θύραθεν καλλιέπεια» ἀλλὰ νὰ προτιμήσουν ἀκόμη καὶ μουσικὲς ἀτέλειες προκειμένου νὰ διατηρηθεῖ ἡ σαφήνεια τοῦ λόγου.

  • !

    Παρόλα αὐτά, ὁ μεγάλος ἀλεξανδρινὸς Πατήρ, ὅταν στὸν περίφημο «κατὰ Ἑλλήνων» λόγο του θέλει νὰ παρομοιάσει μὲ κάτι τὴν δημιουργία τοῦ Θεοῦ, χρησιμοποιεῖ τὴν εἰκόνα μίας μεγάλης χορωδίας ἀπὸ ἀνθρώπους, παιδιά, γυναῖκες καὶ γέροντας, μὲ τὸν καθένα νὰ συνεισφέρει τὴν ἰδιαίτερη μελωδία του σὲ μία συμπαντικὴ ἁρμονία. Ἐνώπιόν τοῦ ἑνὸς Θεοῦ, τοῦ διευθύνοντος τὴν συμπαντικὴ αὐτὴ χορωδία, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἀναγνωρίζει στὴν χορωδιακὴ μουσικὴ πράξη τὴν ἀλληλοσυμπλήρωση καὶ τὴν συνεργασία ποὺ διαρκῶς ἀντιμάχεται τὴν παραφωνία ποὺ προκαλεῖ τὸ πάθος τῆς ἐπικράτησης τοῦ ἴδιου θελήματος εἰς βάρος ὅλων τῶν ὑπολοίπων (Ἄπαντα Μεγάλου Ἀθανασίου, Ἀθήνα 1973, σελίδα 118).

  • !

    Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ὑποδεικνύει τὴν μεγάλη δύναμη ποὺ ἐκπέμπει, κυρίως ὁ ψυχικὸς κόσμος τοῦ καλλιτέχνη, στὸν ὁποῖον καὶ ἀναγνωρίζει τὴν μεγάλη δύναμη τῆς ἐπιρροῆς του στὸ εὐρύτερο κοινωνικὸ καὶ στὴν περίπτωσή μας, ἐκκλησιαστικὸ σύνολο. Είναι ὄντως ἐντυπωσιακὸ πὼς ὁ Ἀθανάσιος ἐπισημαίνει 1600 χρόνια πρίν τὴν ἐπιστήμη τῆς ψυχολογίας καὶ πλέον τῆς ἐπιχειρηματικότητας τὴν μεγάλη σημασία, ὄχι τῶν λόγων, ἀλλὰ ἐκείνων ποὺ χαρακτηρίζονται ὡς ὑπεραισθητὰ ἐρεθίσματα, ὅπως κινήσεις, τόνος ὁμιλίας καὶ γενικὰ ὅλες οἱ ἀδιόρατες ἐνδείξεις τῆς ψυχικῆς, ποὺ ἀποκαλύπτουν τὴν ψυχικὴ κατάσταση τοῦ πομποῦ. Προφητικά, ὁ μεγάλος πατὴρ διαβλέπει αὐτὸ ποὺ εἶναι ἰδιαίτερα ἐμφανὲς καὶ στὴν ἐποχή μας, δηλαδὴ τὴν ἀρνητικὴ ἐπίδραση ποὺ ἔχει ὁ καλλιτέχνης ὡς ψυχοσωματικὴ ὀντότητα στὰ ἑκατομμύρια τῶν θαυμαστῶν του, πρὸς τὰ ὁποία ἔχει διάπλατη πρόσβαση μέσω τῶν Μέσων Μαζικῆς Ἐπικοινωνίας, ἀλλὰ καὶ διαδικτυακὴς ἐπικοινωνίας.

  • !

    Γενικά, σὲ πρώτη ἐντύπωση, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος μπορεῖ νὰ ἐνταχθεῖ ἂν ὄχι στοὺς πολέμιους, ὁπωσδήποτε ὅμως στοὺς ἐπιφυλακτικοὺς ἔναντί τῆς μουσικῆς καὶ τῆς χρήσης της στὴ θεία λατρεία καὶ εὐρύτερα στὴν πνευματικὴ ζωή. Μία διεισδυτικότερη ὅμως ἔρευνα τὸν παρουσιάζει νὰ προσδοκᾶ ἀπὸ τὴ μουσικὴ πολὺ περισσότερα ἀπὸ μία ἁπλὴ ἐπιφανειακὴ διασκέδαση καὶ νὰ τὴν τοποθετεῖ, ὑπὸ αὐστηρὲς βέβαια προϋποθέσεις, στὸ σύνολο τῶν ἐργαλείων τῆς πνευματικῆς ὡρίμανσης.

Ἡ θεία καταγωγὴ τῆς μουσικῆς

Ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες στὸν Μέγα Ἀθανάσιο

Ὁ 4ος  αιώνας μ.Χ. σφραγίζεται ἀπὸ τὴν ἐπίσημη εἴσοδο τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας στὰ ἱστορικά, πολιτικὰ καὶ πολιτιστικὰ τεκταινόμενα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Ἡ ἐξέλιξη αὐτὴ θὰ μποροῦσε νὰ παραλληλιστεῖ μὲ τὴν «μεγάλη ἔκρηξη» (big bang) στὸ χῶρο τῆς ἀστροφυσικῆς: Μέσα σὲ ἐλάχιστο χρονικὸ διάστημα, ἡ Ἐκκλησία διαμορφώνει ὄχι μόνον τῶν θεολογικό της λόγο ἀλλὰ καὶ τὴν ὀργάνωση τῆς καθημερινότητάς της ὡς πρὸς τὴ διοίκηση καὶ τὴ λατρεία της. Καλεῖται νὰ διαλεχθεῖ μὲ τὰ δεδομένα τῆς ἐποχῆς, νὰ ἀπορρίψει ἢ νὰ ἐνσωματώσει ὁρολογία καὶ πρακτικές, νὰ πείσει πὼς φέρνει στὴν ἀνθρωπότητα κάτι τὸ ριζικὰ καινούργιο, ἐντοπίζοντας συγχρόνως στοιχεῖα τοῦ παρελθόντος ποὺ θὰ διευκόλυναν τὴν διάδοση τοῦ λυτρωτικοῦ της μηνύματος.

Ἦταν ἑπόμενο πὼς ἕνα ἀπὸ τὰ βασικὰ στοιχεῖα γιὰ τὰ ὁποία θὰ καλεῖτο νὰ πάρει θέση ἦταν ἡ μουσική, ὡς παράγοντας διασκέδασης ἀλλὰ καὶ ἔκφρασης τοῦ θρησκευτικοῦ συναισθήματος. Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ὁ μεγάλος αὐτὸς ἀλεξανδρινὸς συγγραφέας καὶ πατὴρ τῆς Ἐκκλησίας, στὴ ζωὴ καὶ τὸν συγγραφικὸ μόχθο τοῦ ὁποίου στήριξε τὴ διδασκαλία καὶ τὸ ἦθος της, πῆρε θέση ἀπέναντι στὴ μουσική, πιεζόμενος σαφῶς ἀπὸ τὴ θέση της στὸ ἑλληνιστικὸ περιβάλλον μέσα στὸ ὅποιον ἀνδρώθηκε καὶ διαλέχθηκε. Ἀπὸ τὴν θέση ποὺ διατυπώνει στὴν ἐπιστολή του «Πρὸς Μαρκελλίνον εἰς τὴν ἑρμηνείαν τῶν ψαλμῶν», κρατᾶ ἐπιφυλακτικὴ στάση ἀπέναντι στὸ ἐπιχείρημα πὼς ἡ μουσικὴ κάνει πιὸ εὐχάριστη τὴν πρόσληψη τῶν πνευματικῶν ἀληθειῶν ἐκ μέρους τῶν πιστῶν. Μὲ σαφήνεια διδάσκει πὼς ἡ Γραφὴ δὲν ἔχεις σκοπὸ νὰ ἐπιδιώξει τὸ εὐχάριστο καὶ τὸ ἑλκυστικό. Τὸ κείμενό της, προσθέτει, εἶναι θεόπνευστο ἀλλὰ ἡ μελοποίηση τῆς ἀποτελεῖ ἀνθρώπινο κατασκεύασμα. Αὐτὸ ὅμως δὲν σημαίνει πὼς ἀπορρίπτει τὴν μουσική. Ἀντιθέτως, ἐπιφυλάσσει γὶ΄ αὐτὴν ἕναν ἀνώτερο, συμβολικὸ χαρακτήρα. Ἀναγνωρίζοντας στὸν μουσικὸ ἦχο τὴ μεγάλη ἐπίδραση ποὺ ἔχει στὸ ἀνθρώπινο συναίσθημα, τὴν θεωρεῖ ὡς ἀφορμὴ στροφῆς πρὸς τὰ ἀνώτερα ἐπίπεδα πνευματικότητας, ἐνῶ συγχρόνως βλέπει στὴν ἐναρμόνιση της τὴν ἀντίστοιχη ἐναρμόνιση ὅλων τῶν ψυχῶν πνευματικῶν δυνάμεων τοῦ ἀνθρώπου. Μὲ ἄλλα λόγια, ἀναγνωρίζει στὴν μουσικὴ τὸν συνεκτικὸ κρίκο ὅλων τῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς καὶ τὴν ἐναρμονισμένη στροφή της πρὸς τὸν Θεὸ Πατέρα. Καὶ ἐδῶ πρέπει ὁπωσδήποτε κανεὶς νὰ ἀναγνωρίσει τὴ σοφὴ διακριτικότητα τῶν πρώτων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας ὡς πρὸς τὴν χρήση τῆς ἀρχαιοελληνικῆς σοφίας. Αὐτὸς ὁ συμβολικὸς χαρακτήρας τῆς μουσικῆς συναντᾶ τὴν διδασκαλία τοῦ Πλάτωνα ὅπως παρουσιάζεται στὴν «Πολιτεία» καὶ τοὺς «Νόμους» του. Ὁ ἀρχαῖος σοφὸς μιλάει ἐκεῖ γιὰ τὴν γενικὴ ἁρμονία λογικῆς καὶ συναισθημάτων ποὺ συνθέτουν τὴν ἀρετὴ ἀλλὰ καὶ τὴν τάξη τῶν κινήσεων τῆς ψυχῆς ποὺ ὀνομάζει  «ρυθμὸ καὶ ἁρμονία». Σὲ αὐτὸν ἀνήκει ἐπίσης καὶ ἡ ἰσορροπημένη στάση τοῦ ἀπέναντι στὴ μουσική, ἀφοῦ, ἂν καὶ δεχόταν τὴ θεϊκή της καταγωγή, ἦταν πολὺ αὐστηρὸς ὡς πρὸς τὴ χρήση της, διαβλέποντας πὼς ἡ ἀπόλαυση ποὺ προκαλεῖ, ἂν ξεφύγει ἀπὸ τὸν ἔλεγχο τοῦ νοῦ, μπορεῖ νὰ ἐκτραπεῖ σὲ ἀκραία ἡδονή.

Αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι ποὺ φοβᾶται καὶ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος: Μήπως ἡ ψυχὴ παρασυρθεῖ ἐντελῶς ἀπὸ τὸ αἰσθητικὸ κάλλος καὶ ἀδιαφορήσει γιὰ τὰ νοήματα. Ἀπὸ ἐκεῖ πηγάζει καὶ ἡ προτροπή του πρὸς τοὺς ψάλτες, ὅπως παρουσιάζεται στὴν ἐν λόγῳ ἐπιστολή, νὰ μὴν θέτουν ὡς πρῶτο στόχο τὴν «θύραθεν καλλιέπεια» ἀλλὰ νὰ προτιμήσουν ἀκόμη καὶ μουσικὲς ἀτέλειες προκειμένου νὰ διατηρηθεῖ ἡ σαφήνεια τοῦ λόγου. Ὅπως ὁ Πλάτωνας ἔτσι καὶ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ἀναγνωρίζουν τὴν μουσική, περισσότερο ὡς παράγοντα ἐσωτερικῆς πειθαρχίας καὶ ἁρμονίας τῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς παρὰ ὡς παράγοντα ἡδονῆς ἤ, ἀντιστρόφως, ἀηδίας. Παρόλα αὐτά, ὁ μεγάλος ἀλεξανδρινὸς Πατήρ, ὅταν στὸν περίφημο «κατὰ Ἑλλήνων» λόγο του θέλει νὰ παρομοιάσει μὲ κάτι τὴν δημιουργία τοῦ Θεοῦ, χρησιμοποιεῖ τὴν εἰκόνα μίας μεγάλης χορωδίας ἀπὸ ἀνθρώπους, παιδιά, γυναῖκες καὶ γέροντας, μὲ τὸν καθένα νὰ συνεισφέρει τὴν ἰδιαίτερη μελωδία του σὲ μία συμπαντικὴ ἁρμονία. Ἐνώπιόν τοῦ ἑνὸς Θεοῦ, τοῦ διευθύνοντος τὴν συμπαντικὴ αὐτὴ χορωδία, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἀναγνωρίζει στὴν χορωδιακὴ μουσικὴ πράξη τὴν ἀλληλοσυμπλήρωση καὶ τὴν συνεργασία ποὺ διαρκῶς ἀντιμάχεται τὴν παραφωνία ποὺ προκαλεῖ τὸ πάθος τῆς ἐπικράτησης τοῦ ἴδιου θελήματος εἰς βάρος ὅλων τῶν ὑπολοίπων (Ἄπαντα Μεγάλου Ἀθανασίου, Ἀθήνα 1973, σελίδα 118).

Στὴν προαναφερθεῖσα ἐπιστολὴ πρὸς Μαρκελλίνον, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἐπισημαίνει πὼς δὲν ἀρκεῖ τὸ κάλλος τῆς μελωδίας ὅταν δὲν προέρχεται ἀπὸ ψυχὴ διαποτισμένη ἀπὸ τὸ πνευματικὸ κάλλος. Ἡ γλώσσα, διδάσκει, πρέπει νὰ ψάλλει ἀπὸ κοινοῦ μὲ τὸν νοῦν, διαφορετικά, ἡ ἴδια μουσική, ἂν καὶ ἐκπέμπει κάλλος αἰσθητικό, οὐσιαστικὰ ἐμπλέκει τὸν ἀκροατὴ στὴν ψυχικὴ ἁμαρτωλότητα. Μὲ ἄλλα λόγια, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ὑποδεικνύει τὴν μεγάλη δύναμη ποὺ ἐκπέμπει, κυρίως ὁ ψυχικὸς κόσμος τοῦ καλλιτέχνη, στὸν ὁποῖον καὶ ἀναγνωρίζει τὴν μεγάλη δύναμη τῆς ἐπιρροῆς του στὸ εὐρύτερο κοινωνικὸ καὶ στὴν περίπτωσή μας, ἐκκλησιαστικὸ σύνολο.  Είναι ὄντως ἐντυπωσιακὸ πὼς ὁ Ἀθανάσιος ἐπισημαίνει 1600 χρόνια πρίν τὴν ἐπιστήμη τῆς ψυχολογίας καὶ πλέον τῆς ἐπιχειρηματικότητας τὴν μεγάλη σημασία, ὄχι τῶν λόγων, ἀλλὰ ἐκείνων ποὺ χαρακτηρίζονται ὡς ὑπεραισθητὰ ἐρεθίσματα, ὅπως κινήσεις, τόνος ὁμιλίας καὶ γενικὰ ὅλες οἱ ἀδιόρατες ἐνδείξεις τῆς ψυχικῆς, ποὺ ἀποκαλύπτουν τὴν ψυχικὴ κατάσταση τοῦ πομποῦ. Προφητικά, ὁ μεγάλος πατὴρ διαβλέπει αὐτὸ ποὺ εἶναι ἰδιαίτερα ἐμφανὲς καὶ στὴν ἐποχή μας, δηλαδὴ τὴν ἀρνητικὴ ἐπίδραση ποὺ ἔχει ὁ καλλιτέχνης ὡς ψυχοσωματικὴ ὀντότητα στὰ ἑκατομμύρια τῶν θαυμαστῶν του, πρὸς τὰ ὁποία ἔχει διάπλατη πρόσβαση μέσω τῶν Μέσων Μαζικῆς Ἐπικοινωνίας, ἀλλὰ καὶ διαδικτυακὴς ἐπικοινωνίας.

Τέχνη χωρὶς ἦθος ἀποτελεῖ γιὰ τὸν Ἀθανάσιο παράγοντα κάκιστης ἐπίδρασης, ἰδιαίτερα πρὸς τοὺς νέους ἀνθρώπους, κάτι ποὺ θὰ ἔπρεπε ὡς θέση καὶ ἀρχὴ νὰ διαποτίζει τὴν κάθε καλλιτεχνικὴ παιδεία. Ἡ ἄποψη αὐτὴ ἐπαληθεύεται στὴν ἀναφορὰ τοῦ Ἀθανασίου στὸν Βίο τοῦ ὁσίου Ἀντωνίου, ὅπου ὁ μέγας ἀσκητὴς προειδοποιεῖ τοὺς μοναχοὺς πὼς οἱ δαίμονες μποροῦν ἀκόμα καὶ νὰ προσποιηθοῦν μοναχοὺς ποὺ ψάλλουν ὕμνους καὶ προφέρουν λόγους ἀπὸ τὴν γραφή. Παράλληλα ὅμως, στὸ ἴδιο ἔργο, ἀναφέρεται σὲ μοναστήρια στὰ ὁποῖα οἱ χοροὶ ἔψαλλαν μὲ τέτοιον τρόπο, ὥστε νὰ παρουσιάζεται αἰσθητικῶς ἡ ὁμόνοια καὶ ἡ ἀγάπη μεταξὺ τῶν. Δὲν εἶναι ὅμως αὐτὸ αὐτοσκοπός: Πρὸς ἕναν μαθητὴ του ὁ ὁποῖος γυρίζει ἐντυπωσιασμένος ἀπὸ τὴν ψαλμωδία τῶν ναῶν στὴν ἔρημό τῆς Νιτρίας, τὸν προειδοποιεῖ πώς, ἀλίμονο ἂν ἐγκαταλείψουν οἱ μοναχοί της στερεὰ τροφὴ καὶ προσηλωθοῦν μόνο στὰ ἄσματα καὶ τοὺς ἤχους, ὑποδεικνύει δὲ τὴν προσευχὴ στὸν Χριστὸ νὰ ἀπαγγέλεται «μετὰ εὐλαβοῦς καὶ εὐκατανύκτου καὶ μετρίας καὶ ταπεινῆς φωνῆς (Εὐεργετινὸς ἔκδ.  1783 σελίδα 371).

Πολὺ ἐνδιαφέρον γεγονὸς εἶναι πὼς ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἀναγκάστηκε νὰ ἐμπλακεῖ, ἂν ὄχι σὲ πρωτότυπη σύνθεση ὕμνων, ὁπωσδήποτε ὅμως σὲ διασκευή τους: Ἔχοντας ὑπόψη του τὸ κύριο λειτουργικὸ βιβλίο τοῦ Ἀρείου «Θάλεια» ποὺ προσπαθοῦσε νὰ συνδυάσει τὴν Ἑλληνικὴ ποίηση καὶ τὸ θέατρο μὲ τὰ χριστιανικὰ ἰδεώδη, ὁ Ἀθανάσιος ἀναγκάστηκε νὰ ἐπιτρέψει -ἴσως καὶ νὰ συμμετάσχει- στὴ σύνθεση τῆς «Ἀντιθάλειας».  όπου χρησιμοποίησε τὶς ἴδιες μελωδίες τοῦ Ἀρείου, διορθώνοντας ὅμως τοὺς αἱρετικούς του στίχους.

Γενικά, σὲ πρώτη ἐντύπωση, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος μπορεῖ νὰ ἐνταχθεῖ ἂν ὄχι στοὺς πολέμιους, ὁπωσδήποτε ὅμως στοὺς ἐπιφυλακτικοὺς ἔναντί τῆς μουσικῆς καὶ τῆς χρήσης της στὴ θεία λατρεία καὶ εὐρύτερα στὴν πνευματικὴ ζωή. Μία διεισδυτικότερη ὅμως ἔρευνα τὸν παρουσιάζει νὰ προσδοκᾶ ἀπὸ τὴ μουσικὴ πολὺ περισσότερα ἀπὸ μία ἁπλὴ ἐπιφανειακὴ διασκέδαση καὶ νὰ τὴν τοποθετεῖ, ὑπὸ αὐστηρὲς βέβαια προϋποθέσεις, στὸ σύνολο τῶν ἐργαλείων τῆς πνευματικῆς ὡρίμανσης.