Μέσα στὴν δοξολογικὴ προοπτικὴ, ἡ ἱεραποστολὴ δὲν νοεῖται σὰν μέθοδος προσηλυτισμοῦ καὶ προσελκύσεως νέων μελῶν σὲ μία κλειστὴ κοινωνία, ποὺ ζεῖ γιὰ τὸν ἑαυτό της, ἀλλὰ σὰν μία πολύφωνη, πολυδιάστατη φανέρωση τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν δοξολογοῦσα Ἐκκλησία, ἀπὸ κάθε δοξολογοῦντα πιστό, μὲ δύο βασικοὺς σκοπούς: α) Τὴν κινητοποίηση ὁλόκληρης τῆς ἀνθρώπινης ὑπάρξεως γιὰ τὴν προσοικείωση καὶ ἐξαγγελία τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, β) τὴν κινητοποίηση ὁλόκληρης τῆς ἀνθρωπότητος γιὰ μία κοινὴ πορεία μέσα στὸν χῶρο, ποὺ φωτίζεται ἀπὸ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ, καὶ μιὰ συμβολὴ γιὰ τὴν ἐπάνοδο ὅλης τῆς δημιουργίας στὸν δοξολογικὸ ρυθμό.
- Οἰκείωση τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ καὶ ἀκτινοβολία της εἶναι δύο συνεχεῖς κινήσεις τοῦ ἴδιου βασικὰ παλμοῦ. Ἡ δοξολογικὴ ἐξαγγελία τοῦ Εὐαγγελίου ἔρχεται σὰν ἀπάντηση στὴν ἀποκάλυψη τῆς θείας δόξης στὴν ψυχή. Καὶ στὴ συνέχεια, γίνεται νέα αἰτία προσλήψεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ.
Ἡ ζωὴ ἐν Χριστῷ δὲν σημαίνει μία ἁπλὴ παραδοχὴ μερικῶν θέσεων πίστεως, ἀρχῶν καὶ κανόνων συμπεριφορᾶς. Ὀσάκις δόθηκε ἐκεῖ ἡ ἔμφαση, φθάσαμε σὲ στεῖρες καὶ ἀποκρουστικὲς μορφὲς τυπολατρίας, νομικιστικοῦ πνεύματος, στυγνῆς ἠθικιστικῆς νοοτροπίας. Σκοπὸς τῆς χριστιανικῆς ζωῆς παραμένει ἡ διὰ τοῦ Πνεύματος ἐν Χριστῷ προσοικείωση τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ -ποὺ ἀποκαλύπτεται σὰν φῶς, ἀγάπη, ἀγαλλίαση- ἀπ’ αὐτὴ ἐδῶ τὴ ζωή. Οἱ ἀκτῖνες τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ εἰσδύουν στὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη μὲ τὴ χάρη τῶν μυστηρίων. «Ἡ χάρη δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἕνα εἶδος ἐνάρξεως ἐντός μας τῆς δόξης». Αὐτὴ ἡ δόξα τοῦ Κυρίου, ποὺ ἐγκαταφυτεύεται στὶς ψυχές, πρέπει νὰ αὐξήσει τὴ λάμψη της. «Ζητεῖ ὁ Θεὸς δοὺς ἡμῖν τὸν Υἱὸν ἑαυτοῦ ἐν τῶν εἰληφότων αὐτὸν τὴν δόξαν τοῦ Χριστοῦ, ἥντινα εὑρήσει μὲν ἐν τοῖς ἐπιμελουμένοις ἑαυτῶν καὶ ἐξεργαζομένοις τὰς ἐγκαταφυτευθείσας ἐπ΄ αὐτῇ ἀφορμὰς· οὐχ εὑρήσει δὲ ἐν τοῖς μὴ τοιούτοις καὶ μὴ εὑρίσκων κρίνει ἐκείνους ἐν οἷς οὐκ εὑρίσκει τὴν δόξαν τοῦ Υἱοῦ ἑαυτοῦ».
Ἡ θέα τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ἀκολουθεῖ τὴ ζωντανὴ πίστη. Ὄχι μόνο στὴ Μάρθα, ἀλλὰ καὶ σὲ κάθε ἄνθρωπο, ἀπευθύνεται ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ, «ἐὰν πιστεύσης ὄψει τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ» (Ἰω. ἰα’ 40). «Εἰ δέ τίς οὐδέπω εἶδε τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ τῶν οἰομένων πεπιστευκέναι», σχολιάζει ὁ Ὠριγένης, «μανθανέτω ὅτι ἐλέγχεται δι’ ὧν οὐδέπω εἶδε τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ μὴ πεπιστευκῶς».
Ὁ Χριστὸς δὲν μᾶς προσφέρει μία νομικοῦ τύπου ἀπαλλαγὴ τῆς ἐνοχῆς, μία στατικὴ δικαίωση. «Κλήση», «δικαίωση» εἶναι στάδια μεταβατικά. Τὸ τέρμα παραμένει ἡ δόξα, ἡ πορεία καὶ ἡ συμμετοχὴ στὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. «Οὕς δὲ ἐδικαίωσεν., τούτους καὶ ἐδόξασε» (Ρώμ. ἡ’ 30).
Φωτισμὸς καὶ δόξα, πίστη καὶ δόξα, αἶνος καὶ δόξα, δόξα καὶ ἔργα, προχωροῦν παράλληλα.
«Οὐκ ἐν φωναῖς καὶ λεξιδίοις ζητῶ τὸ διδόναι τῷ Κυρίω τῷ Θεῷ ἡμῶν δόξαν, ἀλλ’ ἐν πράξεσιν ὁ διδοὺς δόξαν Κυρίῳ τῷ Θεῷ δίδοσι δόξαν αὐτῷ. Ἐν σωφροσύνῃ δόξασον τὸν Θεόν, ἐν δικαιοσύνῃ, ἐν εὐποιίᾳ δόξασον τὸν Θεόν», γράφει ὁ Ὠριγένης.
Ὅλες οἱ ἐνέργειες καὶ δραστηριότητες τῶν πιστῶν πρέπει νὰ ἀναφέρονται στὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. «Εἴτε οὖν ἐσθίετε, εἴτε πίετε, εἴτε τί ποιεῖτε, πάντα εἰς δόξαν Θεοῦ ποιεῖτε» (Α’ Κόρ. ἰ’ 31).
«Δοξάσατε οὖν τὸν Θεὸν ἐν τῷ σώματι ὑμῶν καὶ ἐν τῷ πνεύματι ὑμῶν ἅτινὰ ἐστι τοῦ Θεοῦ» (Α’ Κόρ. στ’ 20). Ὁλόκληρη ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη, οἱ σωματικὲς καὶ πνευματικὲς λειτουργίες καὶ δυνατότητες μετέχουν στὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Τὴν προσλαμβάνουν καὶ τὴν ἀναπέμπουν.
Ἡ συμμετοχὴ στὴ θεία δόξα, στὴν ὁποία ἔχουν κληθεῖ οἱ χριστιανοί, σημαίνει ἕναν γενικὸ μετασχηματισμὸ τῆς ὑπάρξεως, μιὰ καθολικὴ μεταμόρφωση μέσα στὴν πνοὴ καὶ τὸ πῦρ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Πρόκειται γιὰ γενικὴ ἀνάκραση τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου, γιὰ ὁλοκληρωτικὴ ἀνακαίνισή της μὲ τὴν ἐνέργειά Του. Τὴν ὥρα ποὺ ὁ πιστὸς γίνεται μὲ τὴν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατοικητήριο τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, γίνεται συγχρόνως πομπὸς ἀκτινοβολίας τῆς θείας δόξης, ἀποφασιστικὸς δηλαδὴ παράγων ἱεραποστολῆς.
Στὸ Γεροντικὸ τοῦ Εὐεργετινοῦ καταχωρεῖται μία ὑπέροχη λεπτομέρεια τῆς ζωῆς ἑνὸς ἀνωνύμου ἁγίου: «Εἶπεν ὁ Ἀββᾶς Ἰωάννης ὁ Κολοβός, ὅτι γέρων τίς πνευματικὸς ἀπέκλεισεν ἑαυτὸν καὶ ἂν ἐπίσημος ἐν τῇ πόλει καὶ δόξαν ἔχων πολλήν. Ἐδηλώθη δὲ αὐτῷ, ὅτι μέλλει τὶς τῶν ἁγίων ἀναλύειν καὶ δεῦρο ἄσπασαι αὐτὸν πρὶν κοιμηθῆναι. Καὶ ἐνεθυμήθη ἐν ἑαυτῷ, ὅτι ἐὰν ἐξέλθω ἡμέρας, ἐπιτρέχουσιν οἱ ἄνθρωποι, καὶ πολλὴ μοὶ δόξα γίνεται, καὶ οὐκ ἀναπαύομαι ἐν τούτοις· ἀπέλθω οὖν ὀψὲ ἐν τῇ σκοτίᾳ, καὶ λανθάνω πάντας. Ἐξελθὼν οὗν ὀψὲ τοῦ κελλίου, ὡς θέλων λαθεῖν, καὶ ἰδοὺ ἐκ τοῦ Θεοῦ καταπέμπονται δύο Ἄγγελοι μετὰ λαμπάδων, παραφαίνοντες αὐτῷ· ἰδοῦσα δὲ πᾶσα ἡ πόλις τὴν δόξαν, κατέδραμεν ὄπισθεν αὐτοῦ· καὶ ὅσον ἠθέλησε φυγεῖν τὴν δόξαν, τοσοῦτον ἐδοξάσθη, κατὰ τὸ γεγραμμένον «πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται· ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται»». Ὅσοι καθίστανται δέκτες τῆς θείας δόξης, ἐκπέμπουν στὴ συνέχεια μία μεταμορφωτικὴ ἀκτινοβολία μέσα στὸ εὐρύτερο κοινωνικὸ σύνολο, μέσα στὴν ἀνθρωπότητα. Μόνο οἱ δεδοξασμένοι ἀπὸ τὴ θεία χάρη μποροῦν οὐσιαστικὰ νὰ δοξάζουν τὸν Θεό, ὄντας οἱ ἴδιοι φορεῖς τῆς δόξης Του. Γι’ αὐτὸ, οἱ ἅγιοι παραμένουν οἱ σπουδαιότεροι ἱεραπόστολοι τοῦ Χριστιανισμοῦ.
- Ἡ δοξαστικὴ αὐτὴ ἔκφραση καὶ πορεία δὲν πρέπει, οὔτε μπορεῖ, νὰ μείνει μία προσωπικὴ δόνηση ἢ μία κοινοτικὴ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας. Πρέπει νὰ ἁπλωθεῖ σ’ ὅλη τὴν κτίση. «Ὑψώθητι ἐπὶ τοὺς οὐρανοὺς ὁ Θεὸς, καὶ ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν ἡ δόξα σου» (Ψάλμ. 107:6).
Αὐτὸς ὁ βιβλικὸς στίχος, ποὺ ἀπαγγέλλεται στὸ τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας, ἀποτελεῖ ἕνα ἱεραποστολικὸ σύνθημα γιὰ τὴν κοινότητα τῶν πιστῶν, ποὺ ὕστερα ἀπὸ λίγο θὰ σκορπίσουν στὶς καθημερινές τους ἐνασχολήσεις. Ὁ δοξολογικὸς ὕμνος πρέπει νὰ ἁπλωθεῖ σ’ ὁλόκληρη τὴν ἀνθρωπότητα. «Ἀναγγείλατε τοῖς ἔθνεσιν τὴν δόξαν αὐτοῦ» (Ψάλμ. 95:3). Ἡ ἐμπειρία τοῦ θείου φωτὸς τῆς δόξης τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ μείνει προνόμιο μερικῶν κοινοτήτων καὶ λαῶν. «Εἴδοσαν πάντες οἱ λαοὶ τὴν δόξαν αὐτοῦ» (Ψάλμ. 96:6). Ὅσοι εὐεργετήθηκαν καὶ δέχθηκαν τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ, ὀφείλουν στὴ συνέχεια νὰ γίνουν ἑστίες ἀκτινοβολίας τοῦ θείου φωτός, «πρὸς φωτισμὸν τῆς γνώσεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ἐν Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Β’ Κόρ. δ’ 6).
Ἡ ἱεραποστολικὴ προσπάθεια μέσα σ’ αὐτὴ τὴν προοπτικὴ εἶναι μία σαφὴς δοξολογικὴ κίνηση. «Καὶ γὰρ καὶ τοῦτο μάλιστα αἶνος, τοῦτο μάλιστα δόξα εἰς Θεόν, ὅταν πολλοὺς ἐπιζητεῖ τοὺς μέλλοντας αὐτοῦ ἀπολαύειν σωτηρίας».
Τὸ ἱεραποστολικὸ ἐνδιαφέρον ἐπεκτείνεται στὴν ἀνακαίνιση ὅλου τοῦ ἱστορικοῦ γίγνεσθαι καὶ ἀκόμη κάθε μορφῆς πολιτιστικῆς ἐκφράσεως. Παραμερίζοντας τὶς τάσεις οἱουδήποτε πλατωνικοῦ ἢ νεοπλατωνικοῦ δυαδισμοῦ, μὲ τὴ βεβαιότητα ὅτι ἡ ἀποκάλυψη τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ δὲν ἀπευθύνεται ἀποκλειστικὰ στὸ νοῦ, στὴ φαντασία, σὲ μερικὲς μόνο λειτουργίες τοῦ ἀΰλου μέσα μας, ἀλλὰ σ’ ὁλόκληρο τὸν ἄνθρωπο καὶ σ’ ὅλα τὰ ἀνθρώπινα, καλούμεθα νὰ ἐργαστοῦμε γιὰ τὸν ἀνακαινισμὸ τῶν πάντων μέσα σ’ αὐτὴ τὴν ἀκτινοβολία τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ.
Τὰ «πάντα» μετέχουν στὴ μεταμορφωτικὴ διαδικασία. Ἡ χάρη μεταδίδεται διὰ τῆς ὕλης ἁγιάζοντας ὅλη τὴν κτίση μὲ τὸν ἄρτο καὶ οἶνο, ποῦ γίνονται σῶμα καὶ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, «τοῦ Κυρίου τῆς δόξης», μὲ τὴ συμμετοχὴ στὴν εὐχαριστιακὴ δοξολογία ὄχι μόνο τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος, ἀλλὰ καὶ τῶν ὑλικῶν στοιχείων (τῆς φωτιᾶς, τοῦ νεροῦ, τοῦ λιβανιοῦ, τοῦ ἐλαίου).
Ἡ δοξολογία τῆς κτίσεως ἐναρμονίζεται μὲ τὴ βουλητικὴ δοξολογία τῶν ἐλευθέρων ὄντων. Τὸ ὑλικὸ σύμπαν μετέχει στὴ δοξολογία τοῦ Θεοῦ. «Ἐπὶ τοὺς οὐρανοὺς ἡ δόξα αὐτοῦ» (Ψάλμ. 112:4). Μὲ τὴ συνεχῆ ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος θὰ ἀκτινοβολήσει σ’ ὅλη τὴ γῆ. «Πληρωθήσεται τῆς δόξης αὐτοῦ πᾶσα ἡ γῆ» (Ψάλμ. 71:19). Ὅλοι ὅσοι μετέχουν στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καλοῦνται νὰ συμβάλλουν σ’ αὐτό.
Ἡ φανέρωση τῆς δόξης, ποὺ ἀποκαλύφθηκε στὴν ἔλλογο κτίση μὲ τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴ διακήρυξη τῆς καθολικῆς ἐξουσίας Του «ὑπὲρ πάντα» καὶ, στὴ συνέχεια, μὲ τὴν ἔκχυση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος «ἐπὶ πᾶσαν σάρκα» (Ἰωὴλ γ’ 1, Πράξ. β’ 17), πρέπει νὰ διαπεράσει τὴν ἱστορία, τὶς κοινωνικὲς δομές, τὶς πολιτιστικὲς ἐκφράσεις. Τὰ πάντα καλοῦνται νὰ μετασχηματιστοῦν καὶ νὰ ἀνακεφαλαιωθοῦν ἐν Χριστῷ διὰ τῆς ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Κάθε ἔκφραση ἀνθρωπίνης δημιουργίας, «τὰ πάντα» καλοῦνται νὰ μετάσχουν σ’ αὐτὴ τὴ δοξολογικὴ κίνηση. Τελικά, κι αὐτὴ ἡ κτίση «ἐλευθερωθήσεται… εἰς τὴν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων», οἱ ὁποῖοι κινοῦνται στὴν περιοχὴ τῆς ἀκτινοβολίας τῆς θείας δόξης, ὥστε νὰ συντελεῖται ἡ μεταμορφωτικὴ πορεία τοῦ κόσμου. Ὁ «λόγος» τοῦ κόσμου συμπυκνώνεται στὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἱεραποστολὴ, τελικὰ, σημαίνει καθολικὴ κινητοποίηση γιὰ μιὰ καθολικὴ δοξολογία τοῦ σύμπαντος.