Πρὶν ἀπὸ δεκάδες χρόνια πῆγε στὸν ἐξομολόγο κάποιος ποὺ θρηνοῦσε γοερά. Τέτοια συντριβὴ δὲν εἶχε συναντήσει οὔτε θὰ συναντοῦσε στὴ «σταδιοδρομία» του ὁ ἱερομόναχος.
Ἐξαγορεύθηκε μὲ τὰ πολλὰ ὁ δυστυχὴς πὼς ἀρχικὰ ἦταν δύτης σφουγγαράς – παλιὰ τὸ ἐπάγγελμα τοῦτο ἦταν ὡς γνωστὸ ὄχι μόνο ἄκρως ἐπίμοχθο, ἀφοῦ δὲν ὑπῆρχε ἡ σημερινὴ τεχνολογία, ἀλλὰ καὶ παράτολμο. Λοιπὸν σὲ μιὰ περίσταση ὁ ἄνθρωπός μας κινδύνεψε σοβαρότατα ἀπὸ ἕνα κῆτος. «Δὲν εἶναι ζωὴ αὐτὴ» εἶπε ἀπηυδισμένος. Αὐτοχειροτονήθηκε τότε ἐπίσκοπος(!) καὶ πῆγε στὸ «κλίμα», στὴ δικαιοδοσία, τοῦ πατριαρχείου Ἀντιοχείας.
Μόλις τὸ ἄκουσε ὁ πνευματικὸς πάγωσε ὁλόκληρος, ἀπολιθώθηκε. Ὅταν συνῆλθε τὸν ρώτησε μὲ τρόμο καὶ ἀνταλλάχθηκαν τὰ ἑξῆς:
«- Καλά, καὶ λειτουργοῦσες; – Καὶ λειτουργοῦσα… – Ἄς ποῦμε ὅτι ἐκεῖνες τίς φορὲς οἱ χριστιανοὶ δὲν μεταλάβαιναν. Καὶ βάπτιζες; – Καὶ βάπτιζα… – Ἄς ποῦμε ὅτι οἱ λαϊκοὶ στὴν ἀνάγκη βαπτίζουν. Μὰ καὶ χειροτονοῦσες; – Καὶ χειροτονοῦσα…»….
Ἡ ὀδύνη τοῦ ἀληθινοῦ κληρικοῦ δὲν περιγράφεται. «Παιδί μου, δὲν εἶχα φαντασθεῖ πὼς μποροῦσε νὰ συμβεῖ ποτὲ τέτοιο πρᾶγμα. Ἤμουν ἀνυποψίαστος, μὲ κατέλαβες ἐξ ἀπροόπτου. Πουθενὰ στὸ Πηδάλιο, πουθενὰ στοὺς ἱεροὺς κανόνες δὲν θυμᾶμαι τέτοια περίπτωση. Τί ἐπιτίμιο νὰ βάλουμε, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει σχετικὸς κανόνας; Τὸ ἁμάρτημά σου εἶναι μεγάλο, φοβερό, μὰ τὸ ἔλεος καὶ ἡ “οἰκονομία” τοῦ Θεοῦ εἶναι μεγαλύτερα. Ἕνα σκέφτομαι τώρα, ἔτσι πρόχειρα, καί σοῦ τὸ λέω. Σοῦ δίνω ἐντολὴ ν’ ἀφήσεις τὸν κόσμο, νὰ πᾶς στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ὅ,τι σοῦ ποῦν οἱ γεροντάδες νὰ τὸ κάνεις, καὶ θὰ σωθεῖς».
Μέσα στὰ κλάματα καὶ στοὺς ὀδυρμούς του ὁ πρώην ψευδεπίσκοπος ἀναθάρρησε: «Ἅγιε πνευματικέ, σ’ εὐχαριστῶ. Μ’ ἔσωσες! Τὰ εἶχα ἐξομολογηθεῖ σ’ ἕνα δεσπότη καὶ μ’ ἔδιωξε κακήν-κακῶς φωνάζοντας πὼς δὲν ὑπῆρχε γιὰ μένα ἐλπίδα. Πήγαινα γι’ αὐτοκτονία. Θὰ κάνω ὅ,τι μοῦ λές. Θὰ πάω στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ θὰ κάνω ὅ,τι μοῦ ποῦν!»
Πῆγε, ἀσκήτεψε σὲ τόπο «ἀπαράκλητο», δηλαδὴ ἀπαρηγόρητο, σὲ σπηλιὰ καὶ ἐκοιμήθῃ ἐν μετανοίᾳ, σωσμένος.
Τὴν ἀνεπανάληπτη συγκλονιστικὴ ἱστορία μᾶς τὴ διηγήθηκε, σχεδὸν αἰωνόβιος τότε, ὁ ἴδιος ὁ «διακριτικὸς» πνευματικός, ποὺ εἶχε ἐξομολογητικὴ διακονία ἐκτεινόμενη σὲ σειρὰ δεκαετιῶν καὶ μάλιστα σὲ τρία-τέσσερα μέρη τῆς Ἑλλάδος. Τὸ μεταφέραμε ἐδῶ αὐτούσιο.
Ἡ διάκριση τοῦ πνευματικοῦ καὶ ἡ ἀδιακρισία τοῦ ἐπισκόπου τοῦ πραγματικοῦ… «Εἶπε κάποιος γέροντας ὅτι μεγαλύτερη ἀπὸ ὅλες τίς ἀρετὲς εἶναι ἡ διάκριση» (Τὸ Μέγα Γεροντικὸ Πανοράματος Γ’ σελ. 178). Ἀξίωμα μέγα πνευματικό!
Τί εἶναι ἡ διάκριση; Διάκριση εἶναι νὰ διακρίνεις τὸ θεῖο θέλημα καὶ νὰ στέκεσαι σωστὰ ἀπέναντί του. Καθόλου εὔκολη ὑπόθεση. Ζητάει ἐλευθερία ἀπὸ τὴν ἀχλὺ τῶν παθῶν, καθαρὸ μάτι (πρβλ. Ματθ. 6.22· Λουκ. 11.34). Γιὰ τοὺς κοινοὺς ἀνθρώπους πολλὲς φορὲς εἶναι ἀκατάληπτη. Ἕνα παράδειγμα:
Πάει κάποιος καὶ ἐξομολογεῖται ἕνα ἁμάρτημα καὶ ὁ διακριτικὸς πνευματικὸς τὸ ἀντιμετωπίζει σὰν ἐλαφρό: «Μετανόησε, παιδί μου, ζήτησε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ στὸ ἑξῆς πρόσεχε». Πάει ἕνας δεύτερος καὶ ἐξαγορεύεται στὸν ἴδιο πνευματικὸ τὸ ἴδιο ἁμάρτημα καὶ ἐκεῖνος τὸν ἐπιπλήττει σφοδρότατα: «Εἶναι φοβερό! Βρίσκεσαι στὸ στόμα τοῦ Ἅδη! Νὰ ὀδύρεσαι καὶ νὰ μετανοήσεις μὲ θρήνους».
Ἕνας ξένος στὴν ὑπόθεση θ’ ἀπορήσει. Εἶναι στὰ καλά του ὁ παπᾶς; Τὸ ἴδιο ἁμάρτημα, στὸν πρῶτο εἶπε ὅτι δὲν εἶναι τίποτε, στὸν δεύτερο «Εἶσαι γιὰ τὴν Κόλαση»!
Ναί, ἀλλὰ ἂν ὁ πρῶτος πήγαινε γιὰ αὐτοκτονία, ὅπως ὁ δύτης, ἐνῶ ὁ δεύτερος ἦταν ἐγωιστὴς βαριᾶς μορφῆς; Αὐτὴ εἶναι ἡ διάκριση.
Μᾶς ἐπισύρει τὴν προσοχὴ ὁ ὅσιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης: «Μερικὲς φορὲς τὸ φάρμακο ἄλλου, γίνεται δηλητήριο σὲ ἄλλον· καὶ μερικὲς φορὲς καὶ τὸ ἴδιο [πρᾶγμα] ἂν προσφέρεται στὸν ἴδιον στὸν ἁρμόδιο καιρό, γίνεται φάρμακο, ἐνῶ ἄν [προσφέρεται] ἄκαιρα, καθίσταται δηλητήριο» (Κλῖμαξ 26.20). Γιὰ σκέψου, νὰ δώσεις σὲ ὑπερτασικὸ φάρμακα ὑποτασικοῦ. Τὸν ξαπόστειλες, ἢ τὸ λιγότερο, ἐγκεφαλικό.
Ὁ ἱερομόναχός μας μιμήθηκε τὸν Σωτῆρα Μεσσία, γιὰ τὸν Ὁποῖο ὁ Ἠσαΐας εἶχε προφητεύσει ὅτι σπασμένο καλάμι δὲν θὰ τὸ σύντριβε καὶ φυτίλι ποὺ κάπνιζε ἕτοιμο ν’ ἀποσώσει, δὲν θὰ τὸ ἔσβηνε (42.3· Ματθ. 12.20).
Ὁ ἀββᾶς Ποιμὴν μᾶς διασώζει ἕναν παραβολικὸ λόγο τοῦ ἀββᾶ Ἀμμωνά: Κάποιος ὅλο τὸν καιρό του δὲν μπορεῖ νὰ κόψει μὲ τὸ τσεκούρι του ἕνα δένδρο, ἐνῶ ἄλλος ἔμπειρος στὴν ὑλοτομία μὲ λίγα χτυπήματα ρίχνει τὸ δένδρο. «Ἔλεγε δὲ ὅτι τὸ τσεκούρι εἶναι ἡ διάκριση» (Γεροντικό, Ποιμήν, 52). Ὁ πέλεκυς τοῦ πρώτου ἦταν ἀμβλύς, τοῦ δευτέρου ὀξύς, τοῦ πρώτου ἡ διάκριση ἦταν ἀμβλυμένη, τοῦ δευτέρου ὀξυδερκής.
Συμπερασματικά: Τὸ θεάρεστο εἶναι νὰ μὴν ἀπελπίζεις τὸν κριματισμένο καὶ νὰ μὴ τοῦ φράζεις τὸν δρόμο γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ Χριστοῦ. Μόνο ἡ ἀπόγνωση, δηλαδὴ ὁ δαίμονας, λέει «Πήγαινε, πνίξου» -«Πᾶς καὶ θάβεις τὸν ἑαυτό σου» ποὺ ἔλεγε ὁ Χρυσόστομος στὸν ἀπελπισμένο Σταγείριο (Περὶ κατανύξεως Α’ 6). Γιατί; Ἀφοῦ ὑπάρχει βαθιὰ μετάνοια καὶ ἡ ἄβυσσος τοῦ θείου ἐλέους. Ἐκεῖ βυθίσου!
Ποτὲ μὴ πεῖς ὅτι δὲν ὑπάρχει τοῦ Θεοῦ ἔλεος, γιατί τότε αὐτοκτονεῖς ψυχικά, ὄχι δὲ σπάνια καὶ σωματικά…