Τὸ διήγημα ἀνήκει στὴ συλλογὴ «Ἄνεμοι», ἡ ὁποία ἐκδόθηκε γιὰ πρώτη φορὰ τὸ 1944. O ἀφηγητὴς διηγεῖται τὴ συγκινητικὴ ἱστορία ἑνὸς ἀητόπουλου καὶ μιᾶς πέρδικας, ποὺ συνυπάρχουν σὲ ἕνα κλουβί. Ἡ ὑπόθεση ἐκτυλίσσεται στὴν Ἀθήνα, στὴν περιοχὴ τοῦ λόφου τοῦ Στρέφη πρὶν ἀπὸ τὸ Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Ὁ Ἠλ. Βενέζης εἶχε ἀφιερώσει τὸ ἔργο αὐτὸ στὸν συνάδελφό του λογοτέχνη Γιῶργο Θεοτοκᾶ.
Ἡ περιοχὴ ποὺ εἶναι στὴν βορινὴ πλευρὰ τοῦ λόφου τοῦ Στρέφη, γύρω στὸ πάρκο τοῦ Ἄρεως, ἦταν κείνη τὴν ἐποχὴ πολὺ ἔρημη. Δὲν εἶχαν φυτέψει ἀκόμα δέντρα, κι ὁ τόπος ἦταν ἕνα ξεροχώραφο ποὺ ἔπαιρνε, σὰν βράδιαζε, λίγο γαλάζιο φῶς ἀπ’ τὴν αὐστηρὴ γαλήνη τῶν Τουρκοβουνιῶν. Πουλιὰ ξεμοναχιασμένα πετοῦσαν στὶς κουφάλες τοῦ λόφου, καὶ πότε-πότε παιδιὰ πήγαιναν ἐκεῖ γιὰ νὰ τὰ κυνηγήσουν. Μὰ αὐτὸ ἦταν μεγάλη περιπέτεια, κι ὁ λόφος τοῦ Στρέφη ἔμενε, τὸ περισσότερο, μόνος καὶ ἥσυχος. Ἄκουγε τὸ ποτάμι, ποὺ κατέβαινε πλάι ἐκεῖ, καὶ παρακολουθοῦσε τὴν ἱστορία τῶν νερῶν, ποὺ τραβοῦσαν νὰ βροῦν τὴν μοῖρα τους στὴ θάλασσα τοῦ Σαρωνικοῦ.
Σ’ ἐκεῖνα τὰ μέρη, στὴν ὁδὸ Ζαΐμη, ἦταν μιὰ μικρὴ ταβέρνα μέσα σὲ αὐλὴ φυτεμένη μὲ λίγα δέντρα. Ἐκεῖ πήγαιναν ξεμοναχιασμένα ἀγόρια καὶ κορίτσια νὰ μιλήσουν γιὰ ἀγάπη καὶ νὰ φιληθοῦν. Ἦταν φτωχοὶ σπουδαστὲς, ποὺ ἔρχονταν ἀπ’ τὰ νησιὰ τοῦ Αἰγαίου καὶ ἀπ’ τὰ βουνὰ τοῦ τόπου τους, πρώτη φορὰ βλέπαν τόσο μεγάλη χώρα, σὰν τὴν Ἀθῆνα, καὶ πρώτη φορᾶ δοκίμαζαν νὰ φύγουν γιὰ τὸ γοητευτικὸ ταξίδι ποὺ ἔχει μαῦρα μαλλιά, ἔχει καστανά μάτια, κι ἔχει στὸ νέο κορμὶ φόρεμα ἀπὸ φτηνὸ τσίτι. Ἦταν δειλὰ παιδιά, δὲν ἔκαναν διόλου φασαρία, πίναν οὖζο μὲ ἀμύγδαλα καὶ μέναν πολλὴ ὥρα ἥσυχα, ὥσπου νὰ νυχτώσει καὶ νὰ βγοῦν τ’ ἄστρα. Τότε φιλοῦσαν τὰ κορίτσια τους, ἄκουγαν τὸ μούρμουρο τοῦ ποταμιοῦ καὶ λέγαν ἱστορίες τῶν θαλασσῶν καὶ τῶν βουνῶν τῆς πατρίδας τους.
Ὅμως μὲ τέτοια πελατεία, ἡ ταβέρνα τῆς ὁδοῦ Ζαΐμη ἔκανε πολὺ μέτριες δουλειές, κι ὁ ἰδιοχτήτης της πολὺ ζήλευε τοὺς συναδέλφους του τῆς Πλάκας, τοῦ Ψυρρῆ καὶ ἄλλων θρυλικῶν τόπων.
Τί νὰ κάνεις καὶ τί ζωὴ νὰ δεῖς μὲ τοῦτα τὰ μωρά!, ἔλεγε μοναχός του. Αὐτὰ ἄλλο δὲν ξέρουν παρὰ νὰ κοιτᾶνε τὸν οὐρανὸ καὶ ν’ ἀναστενάζουν. Τί ξέρουν ἀπὸ κρασί!
Ποτὲς δὲν τοῦ εἶχε τύχει νὰ δεῖ μεθυσμένη καὶ γενναιόδωρη τὴν πελατεία του. Μονάχα σὲ σπάνιες περιστάσεις καὶ σὲ ὁρισμένες ἐποχὲς τοῦ χρόνου —στὶς ἀρχὲς τοῦ καλοκαιριοῦ καὶ σὰν τελείωνε τὸ φθινόπωρο— τὰ πράματα ζωήρευαν κάτω ἀπ’ τὰ δέντρα τῆς ταβέρνας τῆς ὁδοῦ Ζαΐμη. Μόλις νύχτωνε, οἱ θόρυβοι καὶ τ’ ἀναστενάγματα τῶν ἐρωτευμένων γινόνταν πιὸ ζωηρά, πότε-πότε φώναζαν μ’ ἐνθουσιασμὸ γιὰ νὰ παραγγείλουν διπλά πιοτὰ καὶ μεζέδες: ἦταν ὁ καιρὸς τῶν ἀποχαιρετισμῶν, ποὺ οἱ φοιτητὲς φεύγανε γιὰ τὰ μέρη τους, ἢ ὁ καιρὸς ποὺ γύριζαν ἀπο’ κεῖ καὶ ξανασμίγαν μὲ τὴν ἀγάπη τους.
Νὰ ἦταν κανένας τρόπος νὰ κουνηθεῖ τοῦτο τὸ μαγαζί!, ἔλεγε ὁ Θωμάς, ὁ ἄρχοντάς του. Μὰ, τί νὰ σοφιστεῖς, γιὰ νὰ κάνεις τὴν πελατεία νὰ κατεβεῖ ἀπ’ τὰ μέρη τῆς Πλάκας! Εἶναι τόσο παράξενοι οἱ ἄνθρωποι!
Ἦταν ἕνας παχὺς ἀγαθὸς Ἀθηναῖος μὲ μεγάλα μουστάκια κι ἀστραφτερὰ μάτια. Εἶχε καὶ κάτι ἐνοχλήσεις στὴν καρδιά του — οἱ γιατροί τοῦ εἶχαν πεῖ νὰ μὴ στενοχωριέται πολύ. Λοιπόν, μὲ τὴν συλλογὴ δὲ γίνεται τίποτα, ἄφηνε τὰ πράματα στὴν τύχη τους, κι ὅπως ἔρθουν.
Ἔτσι ἦρθαν:
Σ’ ἕνα ἀπ’ τὰ λίγα σπίτια τῆς περιοχῆς τοῦ λόφου τοῦ Στρέφη ἔμενε ἡ Δάφνη, ἕνα νέο κορίτσι μὲ πράσινα μάτια, πολὺ παράξενο. Ζοῦσε μὲ τὸν πατέρα της, ἕναν φτωχὸ καλλιτέχνη, καί, ἐπειδὴ δὲν εἶχε κανέναν ἄλλο, ἔμαθε ἀπὸ μικρὴ νὰ κάθεται μονάχη καὶ νὰ ὀνειρεύεται. Γέμιζε, τότε, τὸ δωμάτιό της ἀπὸ καβαλάρηδες μὲ κόκκινες φορεσιές, ἀπὸ καράβια, ἀπὸ ψάρια κι ἄγρια θεριά. Ὅλ’ αὐτὰ πλέανε μὲς στὸ χῶρο τοῦ δωματίου, κι ἡ Δάφνη τριγύριζε ἀνάμεσά τους μὲ πολλὴ φιλία, καβαλικεύοντας ὅ,τι ἐπιθυμοῦσε, πότε ἕνα χρυσὸ ἄλογο, πότε ἕνα κόκκινο ψάρι, πότε μιὰ σκοῦνα. Σὰν ἔπιανε νὰ πέφτει ὁ ἥλιος κατὰ τὴ θάλασσα τοῦ Σαρωνικοῦ, ἡ Δάφνη ἀνέβαινε στὸ λόφο τοῦ Στρέφη. Περιπλανιόταν στὶς κουφάλες καὶ στοὺς βράχους καὶ φανταζόταν, πὼς περνοῦσε ψηλὲς κορφὲς κι ἔρημες κοιλάδες. Ἄκουγε τὴ βουὴ τῆς πολιτείας ποὺ ἦταν πολὺ μακριά, πέρα ἀπ’ τὰ σύνορα τοῦ Λυκαβηττοῦ, ἔβλεπε τὰ χρώματα νὰ ταξιδεύουν στὴ θάλασσα καὶ στὰ βουνὰ τῆς Σαλαμίνας καὶ τὸ βράδυ γύριζε γοητευμένη στὸ σπίτι τους.
«Ἡ κοιλάδα ἦταν ἀπόψε ἔρημη», ἔλεγε στὸν πατέρα της.
Ἤ: «Ἕνα μεγάλο σύννεφο πέρασε ἀπ’ τὸ λόφο».
Τύχαινε νὰ γίνουν καὶ πράματα ἀκόμα πιὸ σημαντικά.
«Ἦρθε ἀπόψε ἕνα πουλὶ μὲ πράσινη οὐρά», ἔλεγε. «Νὰ ἦταν κοτσύφι;»
«Τὰ κοτσύφια δὲν ἔχουν πράσινη οὐρά», παρατηροῦσε ὁ πατέρας της. «Πότε λοιπὸν θὰ μάθεις, νὰ ξεχωρίζεις τοὺς ταξιδιῶτες τοῦ λόφου σου;»
«Κάποτε θὰ μάθω νὰ ξεχωρίζω ὅλα τὰ πουλιὰ τοῦ κόσμου», ἀποκρινόταν ἐκείνη μὲ πεῖσμα.
Κι ἔπειτα:
«Ὦ, πατέρα, τί ξέρεις ἐσὺ γιὰ τὸν λόφο μου!», τοῦ ἔλεγε καὶ θυμόταν τὶς καλοκαιρινὲς νύχτες, τὴν παράξενη φωνὴ τῆς γῆς, ποὺ ἄκουγε σὰν ξαπλωνόταν πάνω στὸ ζεστὸ χῶμα, τὸ ψιθύρισμα τῶν βράχων, τὸ φλοίσβισμα τοῦ θυμαριοῦ.
«Ὅλα μιλοῦσαν ἀπόψε στὸ λόφο», εἶχε πεῖ κάποτε στὸν πατέρα της.
«Ἀλήθεια μιλοῦσαν, ἀπόψε, ὅλα στὸ λόφο;»
Μὰ ἡ Δάφνη δὲν τοῦ ἀποκρίθηκε, γιατί ἤξερε, πὼς μονάχα αὐτὴ εἶχε τὸ προνόμιο ν’ ἀκούει τὴ φωνὴ τῶν πραγμάτων.
Λοιπὸν, ἡ Δάφνη γύρισε ἕνα βράδυ ἀπ’ τὸν λόφο τοῦ Στρέφη μ’ ἕνα ἀναπάντεχο εὕρημα: μὲ μιὰ φωλιὰ ἀϊτοῦ, ὅπου μέσα ἦταν ἕνα μικρὸ ἀμάλλαγο ἀϊτόπουλο. Κάτι μάγκες τῆς Νεάπολης βρῆκαν τὴ φωλιὰ στ’ ἄγρια νταμάρια τοῦ Λυκαβηττοῦ καὶ εἶπαν: «Τὴν πᾶμε στὸ λόφο τοῦ Στρέφη, νὰ δοῦμε, θὰ τὴ βρεῖ ὁ μεγάλος ἀϊτός;». Κι ἔτσι, ἀντὶ νὰ τυραννήσουν τὸ ἀϊτόπουλο, καταπῶς σκέφτηκαν στὴν ἀρχή, τὸ πῆραν μὲ τὴ φωλιά του, κάμανε τὸ μεγάλο ταξίδι ἴσαμε τὸ λόφο τοῦ Στρέφη, κι ἐκεῖ, σὲ μιὰ κουφάλα, τὸ ἀποθέσανε καὶ φύγαν. «Μεθαύριο θά ’ρθοῦμε νὰ δοῦμε», συμφωνήσανε.
Ἡ Δάφνη εἶδε τοὺς μάγκες τῆς Νεάπολης καί, κρυμμένη κάπου ἐκεῖ, ἄκουσε τὴν κουβέντα τους. «Ἂ τὸ καημένο τὸ ἀϊτόπουλο!», σκέφτηκε. «Ἄραγες θά ’ρθεῖ νὰ τὸ βρεῖ ὁ μεγάλος ὁ ἀϊτός, γιὰ θὰ τὸ σκοτώσουν οἱ μάγκες;»
Κείνη τὴ νύχτα, δὲν κοιμήθηκε καθόλου μὲ τὸ νὰ συλλογίζεται τὸ πουλί. Κι ὅταν τὰ χαράματα τὴν πῆρε ὁ ὕπνος, εἶδε ὄνειρο τὸν μεγάλο ἀϊτό: οἱ φτεροῦγες του ἦταν κατακόκκινες ἀπ’ τὸ αἷμα του ποὺ ἔτρεχε, καί, ὅπως χτυποῦσε τὰ σύννεφα σπαραχτικά, τὰ ἔβαφε κι αὐτὰ κόκκινα.
Ξύπνησε τὸ πρωὶ ταραγμένη καὶ πῆγε ἀμέσως στὴν κουφάλα τοῦ λόφου. Ἔρημο, τουρτουρίζοντας ἀπ’ τὸ κρύο τῆς νύχτας, πεινασμένο, τὸ ἀϊτόπουλο ἔμενε πάντα ἐκεῖ.
Ἄχ, ὁ μεγάλος ὁ ἀϊτὸς δὲ θά ’ρθεῖ, εἶπε καταλυπημένη ἡ Δάφνη. Εἶναι πληγωμένος καὶ θὰ πεθάνει μὲς στὰ σύννεφα. Τί θὰ γίνει τοῦτο ἐδῶ;
Σκέφτηκε πολύ, σκέφτηκε πὼς αὔριο, μπορεῖ καὶ τὴν ἴδια μέρα, θά ’ρθοῦν οἱ μάγκες τῆς Νεάπολης καί, ἂν τὸ βροῦν, θὰ τὸ πάρουν τὸ ἀϊτόπουλο καὶ θὰ τὸ τυραννήσουν.
Καὶ τότε πῆρε τὴν ἀπόφασή της.
Πρέπει νὰ τὸ σώσω.
Σήκωσε τὸ πουλὶ μὲ τὴ φωλιά του καὶ τό ’φερε στὸν μπαρμπα-Θωμᾶ, τὸν ἄρχοντα τῆς ταβέρνας τῆς ὁδοῦ Ζαΐμη. Ἤξερε, πὼς ἐκεῖνος καταλάβαινε ἀπὸ πουλιὰ καὶ τ’ ἀγαποῦσε, τρέφοντας ἕνα σωρὸ καρδερίνια καὶ φλώρια μέσα στὰ κλουβιά.
Τί εἶν’ αὐτό, Δάφνη; ρώτησε ξαφνιασμένος ὁ ταβερνιάρης.
Ἄχ! Κοίταξε, μπαρμπα-Θωμᾶ! Σοῦ ἔφερα ἕνα ἀϊτόπουλο.
Ἕνα αἰτόπουλο!
Ἡ Δάφνη τοῦ εἶπε ὅλη τὴν ἱστορία τοῦ πουλιοῦ.
Φύλαξέ το, μπαρμπα-Θωμᾶ, ἴσαμε νὰ μεγαλώσει καὶ νὰ κάμει φτερά. Τότε τὸ ἀφήνεις.
Τὸν παρακάλεσε θερμά, τόσο ποὺ ὁ ἄνθρωπος τὸ δέχτηκε.
Καλά, Δάφνη. Δὲ ματακούστηκε νὰ φυλᾶν στὰ κλουβιὰ ἀϊτούς. Ὅμως, γιὰ χατίρι σου, θὰ τὸ κρατήσω. Γιατί, βέβαια, τί θ’ ἀπογίνει ἂν τὸ ἀφήσουμε;
Κεῖνο τὸ βράδυ, ὁ μπαρμπα-Θωμᾶς ἔβαλε τὸ ἀϊτόπουλο σ’ ἕνα μεγάλο κλουβί, τοῦ ἔβαλε ρύζι, πράσινα φύλλα καὶ νερό. Μὰ τὸ μικρὸ ὄρνιο δὲν ἄγγιξε τίποτα.
Τί θὰ γίνει μὲ τοῦτο; εἶπαν τὴν ἄλλη μέρα ὁ μπαρμπα-Θωμάς κι ἡ Δάφνη. Ἂν πάει ἔτσι, σίγουρα θὰ ψοφήσει.
Εἶναι πολὺ μικρὸ ἀκόμα καὶ ἄμαθο, εἶπε τὸ κορίτσι. Δὲ θὰ μπορέσει νὰ κάμει χωρὶς μάνα.
Καὶ ποῦ νὰ βροῦμε τὴ μάνα του; Βέβαια, δὲν μποροῦμε νὰ τὴ φωνάξουμε.
Βέβαια, δὲν μποροῦμε νὰ τὴ φωνάξουμε, ἐπανέλαβε μηχανικὰ τὸ κορίτσι.
Ἦταν πολὺ λυπημένη, ἐπειδὴ ἔβλεπε πὼς τὸ ἀϊτόπουλο ἦταν καταδικασμένο.
Ἂν βρίσκαμε τὴ μάνα του, ἂν τοῦ βρίσκαμε μιὰ μάνα…, μονολογοῦσε.
Κι ἔτσι ποὺ τὸ συλλογιζόταν, ξαφνικὰ τὰ μάτια της πέσαν κάπου.
Ἂν δοκιμάζαμε… Ἂν δοκιμάζαμε αὐτό…, μουρμούρισε.
Ὁ μπαρμπα-Θωμάς γύρισε καὶ τὴν κοίταξε μὲ ἀπορία:
Γιὰ τί λές, Δάφνη;
Ὦ ναί! Ναί! Ἂς τὸ δοκιμάσουμε!, εἶπε τὸ κορίτσι ἀποφασιστικά. Θὰ τοῦ δώσουμε μιὰ μάνα! Μπαρμπα-Θωμά, μὴν πεῖς ὄχι!
Καὶ τοῦ εἶπε τὴν ἰδέα της: Σ’ ἕνα ἀπ’ τὰ πολλὰ κλουβιὰ τῆς ταβέρνας ἦταν καὶ μιὰ πέρδικα — μεγάλη τρυφερότητα τοῦ μπαρμπα-Θωμᾶ. Ἦταν ἕνα ἥσυχο πουλί, πολὺ μοναχὸ κι ἔρημο. Λοιπόν, γιατί νὰ μὴν τὸ βάζανε μαζὶ μὲ τὸ ἀϊτόπουλο;
Μπορεῖ ἔτσι, νὰ βοηθήσουμε καὶ τὴν πέρδικα, εἶπε ἡ Δάφνη.
Ὁ μπαρμπα-Θωμάς ξαφνιάστηκε.
Ὄχι! Ὄχι! Πῶς γίνεται; Ἔλεγε. Ἡ πέρδικα εἶναι ἥμερο πουλί, ἀδύναμο, κι ὁ ἀϊτὸς εἶναι ἄγριο. Θὰ τὴ σπαράξει, σίγουρα! Κι ἂν δὲν μπορεῖ νὰ τὸ κάνει τώρα, γιατί δὲν ἔχει δύναμη, θὰ τὸ κάνει μόλις μεγαλώσει λίγο. Ὄχι, Δάφνη!
Ἔλα, μπαρμπα-Θωμά!, τὸν ἱκέτευε ἐκείνη. Θὰ δεῖς, ποὺ δὲ θὰ τὴν πειράξει. Θὰ τὸ δεῖς, ποὺ θὰ συνηθίσουν. Ξέρω ἐγὼ ἀπὸ πουλιά. Κι ἔπειτα, ἂν δεῖς πὼς εἶναι φόβος, τότε τὰ χωρίζουμε.
Τὸν παρακάλεσε πολύ, ποὺ στὸ τέλος, ὅπως τῆς εἶχε μεγάλη ἀδυναμία, κι ὅπως ποτέ του δὲν εἶχε ἀλύγιστη θέληση, κλονίστηκε:
Καλά, εἶπε. Θὰ δοκιμάσουμε.
Κι ἔτσι ἔγινε. Βάλαν στὸ μεγάλο κλουβὶ τῆς πέρδικας καὶ τὸ μικρὸ ἀϊτόπουλο. Τὴν πρώτη μέρα, ἡ πέρδικα συμμαζώχτηκε σὲ μιὰν ἄκρη τοῦ κλουβιοῦ, τὸ ἀϊτόπουλο στὴν ἄλλη ἄκρη. Τὸ ἕνα πουλὶ ἔριχνε περίεργες ματιὲς στὸ ἄλλο, πότε ἐχθρικές, πότε φοβισμένες. Ὡς τὸ βράδυ, κανένα δὲν τόλμησε νὰ σαλέψει καὶ νὰ πάει κοντὰ στὸ ἄλλο. Καὶ τὴ νύχτα ἔμειναν τὸ καθένα σταλιασμένο στὴ γωνιά του. Τὸ ἀϊτόπουλο συλλογιζόταν τὰ βουνὰ καὶ τὴ λευτεριὰ τῶν προγόνων του, κι ἡ πέρδικα συλλογιζόταν τὰ παιδιὰ, ποὺ θὰ εἶχε καὶ ποὺ θὰ μεγάλωνε κάτω ἀπὸ ζεστὲς πέτρες.
Τὴν ἄλλη μέρα, σὰν ξημέρωσε, ἦρθε ἡ Δάφνη. Μὲ τὸν μπαρμπα-Θωμά πῆγαν στὸ κλουβί, ἄλλαξαν τὸ νερὸ καὶ βάλαν φρέσκα φύλλα πλάι σὲ κάθε πουλί.
Ἔλα τώρα!, εἶπε τὸ κορίτσι τρυφερὰ στὴν πέρδικα. Ἐσύ ’σαὶ πιὸ μεγάλη κι αὐτὸ εἶναι μωρό. Πρέπει νὰ γίνεις ἡ μάνα του.
Ἔπιασε μὲ τὸ χέρι της τὴν πέρδικα καὶ τὴν ἔφερε κοντὰ στὸ ἀτάραχο ἀϊτόπουλο. Ἀλλὰ μόλις τράβηξε τὸ χέρι της, ἡ πέρδικα γύρισε βιαστικὰ στὸν τόπο της.
Καλά, καλά, εἶπε ἡ Δάφνη. Καταλαβαίνω, εἶναι ἴσαμε ποὺ νὰ τὸ συνηθίσεις. Ὅμως ξέρω, πὼς θὰ γίνεις ἡ μάνα του.
Αὐτὸ βάσταξε κάμποσες μέρες, κι ἡ Δάφνη μὲ τὸν μπαρμπα-Θωμᾶ παρακολουθοῦσαν μὲ περιέργεια καὶ ἀγωνία τὴν ἱστορία τοῦ κλουβιοῦ. Τὸ πρᾶμα μαθεύτηκε στοὺς ἀραιοὺς πελάτες τῆς ταβέρνας καί, ὅταν ἐρχόταν τὸ βραδάκι, ὅλοι ὅσοι ἔμπαιναν ρωτοῦσαν εἰρωνικά:
Λοιπόν, τί νέα, μπαρμπα-Θωμά; Ἀγαπήσανε;
Περιμένετε λίγο ἀκόμα, τοὺς ἀποκρινόταν. Θὰ δεῖτε, πὼς θ’ ἀγαπήσουν.
Ἡ βεβαιότητα τοῦ κοριτσιοῦ σιγά-σιγά εἶχε μεταγγιστεῖ μέσα του, καὶ ἀπὸ ἕνα παράξενο αἴσθημα τὸ καταλάβαινε σὰ χρέος του, νὰ ὑπερασπιστεῖ τὰ πουλιὰ μπροστὰ στὶς ὑποψίες τῶν ἀνθρώπων.
Ἕνας ἀϊτὸς μὲ μιὰ πέρδικα! Γίνεται, μπαρμπα-Θωμά;
Ἐγὼ λέω, πὼς ὅλα γίνουνται μὲ τὰ πουλιά. Ὅλα, ὅσα δὲ γίνουνται μὲ τοὺς ἀνθρώπους.
Κι ἀληθινά, ἔγινε ὅπως τὸ πίστεψε ἡ Δάφνη. Σὲ λίγες μέρες, ἡ πέρδικα πλησίασε πρώτη, μὲ ἔνστιχτο μητρικό, τὸ ἀπορφανισμένο ἀϊτόπουλο. Στὴν ἀρχή το περιεργάστηκε, ὕστερα τὸ ἄγγιξε μὲ τὶς φτεροῦγες της, ὕστερα ἔσκυψε κι ἔφαγε ἀπ’ τὴν τροφή του. Σὰ νὰ τοῦ ἔλεγε:
«Σκύψε κι ἐσὺ καὶ φάε!». Καὶ τὸ ἀϊτόπουλο ἔσκυψε κι ἔφαγε, ἔσκυψε κι ἤπιε, ὅπως ἔκανε ἡ πέρδικα. Μέρα μὲ τὴ μέρα, ἡ μελαγχολία του λιγόστευε καὶ γινόταν πιὸ ζωηρό. Ἕνα βράδυ ἔριξε ψιλὴ βροχή. Ὁ μπαρμπα-Θωμάς πῆγε γιὰ νὰ πάρει μέσα τὸ κλουβὶ καὶ νὰ τὸ προφυλάξει. Τότε εἶδε τὴν πέρδικα, ποὺ εἶχε σταλιάξει κοντὰ στὸ ἀϊτόπουλο, νὰ ἔχει ἁπλωμένα πάνω του τὰ φτερά της καὶ νὰ τὸ προφυλάγει ἀπ’ τὸ νερό.
Ὦ, Θέ μου!, εἶπε συγκινημένος. Τόσο πολὺ δὲν τὸ πίστευα. Δὲν τὸ πίστευα, πὼς θὰ φτάνανε ἴσαμε κεῖ.
Τὸ ‘μάθαν οἱ ἀραιοὶ πελάτες τῆς ταβέρνας καὶ τὸ εἶπαν ξαφνιασμένοι ὁ ἕνας στὸν ἄλλο. Τὸ εἶπαν καὶ σὲ φίλους τους, ποὺ δὲν ἔρχονταν στὴν ταβέρνα. Κι ἐκεῖνοι, γιὰ νὰ δοῦν τὸ ἀξιοπερίεργο, ἄρχισαν νὰ ἔρχουνται. Σιγά-σιγά, ἡ πελατεία ζωήρευε, μεγάλωνε, κάθε μέρα πιὸ πολύ.
Πᾶμε νὰ δοῦμε τὸν ἀϊτὸ μὲ τὴν πέρδικα στὴν ὁδὸ Ζαΐμη; λέγαν.
Πᾶμε.
Περιεργάζονταν πρῶτα τὰ πουλιὰ, κι ὕστερα κάθονταν νὰ πιοῦν.
Εἶναι παράξενο. Δὲν εἶναι;
Εἶναι μικρὸ τὸ ἀϊτόπουλο, γι’ αὐτὸ δὲν τὴν πειράζει, λέγαν οἱ πιὸ πολλοί, ἄνθρωποι ποὺ βασίζονταν στὴ σοφία τῶν χρόνων τους. Ἂς μεγαλώσει λίγο καὶ θὰ δοῦμε!
Θὰ τὴ σπαράξει λές;
Μὰ μπορεῖ νὰ γίνει ἀλλιῶς; Μόλις μεγαλώσει, θὰ τὴ σπαράξει καὶ θὰ τὴ φάει!
Ὁ καιρὸς περνοῦσε, ὁ ἀϊτὸς μέρα μὲ τὴ μέρα μεγάλωνε, κι ἡ ἀνυπομονησία τῶν ἀνθρώπων μέρα μὲ τὴ μέρα γινόταν πιὸ ζωηρή. Ἔρχονταν ὁλοένα πιὸ πολλοί καὶ, μόλις μπαίνανε στὴν αὐλή, πρὶν ἀκόμα δοῦν τὸ κλουβί, ρωτοῦσαν ἀνήσυχα:
Ἔγινε;
Ὅλοι περίμεναν ν’ ἀκούσουν τὸ «Ναί», σὰ νά ’θελαν νὰ ἡσυχάσουν. Σχεδὸν ἀπογοητεύονταν, ἅμα τούς δίναν τὴν ἀπόκριση:
Ὄχι. Τίποτα δὲν ἔγινε.
Ἄ, μὰ θὰ γίνει! Θὰ γίνει! λέγαν μὲ σιγουριὰ καὶ πεῖσμα. Αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ βαστάξει ἀκόμα πολύ.
Τοὺς εἶχε ἀναστατώσει τὸ στραπάτσο τῆς ἁρμονίας ποὺ ὑπάρχει στὸν κόσμο: οἱ δυνατοὶ νὰ σπαράζουν τὸν ἀδύνατο. Τοὺς ἐρχόταν ὁλωσδιόλου ἄβολο, νὰ μὴ γίνει μὲ τὰ πουλιὰ, αὐτὸ ποὺ γίνεται μὲ τοὺς ἀνθρώπους.
Ἦταν τόση ἡ βεβαιότητά τους πού, σιγά-σιγά, ἄρχισε πάλι νὰ μπαίνει ἡ ἀμφιβολία καὶ στὴν ἀδύναμη καρδιά τοῦ μπαρμπα-Θωμᾶ καὶ νὰ φεύγει ἡ πίστη, ποὺ τοῦ εἶχε μεταγγίσει ἡ Δάφνη. Πάλευε ἀνάμεσα στὰ δύο ρέματα. Τὸ ἀϊτόπουλο τώρα πιὰ εἶχε μεγαλώσει πολύ. Ἂν τὸ ἤθελε, θὰ μποροῦσε χωρὶς τὸν παραμικρὸ κόπο νὰ τὴ σπαράξει τὴν πέρδικα. Κι αὐτὴ ἦταν τόσο ἀνυπεράσπιστη!
Τὶς νύχτες, ὅταν οἱ πελάτες εἶχαν φύγει κι ἡ ταβέρνα ἦταν σκοτεινὴ κι ἔρημη, πήγαινε κοντὰ στὸ κλουβὶ καὶ ἀφουγκραζόταν. Τίποτα, ἥσυχα ἦταν κεῖ μέσα, καὶ ἅμα τὰ μάτια του συνήθιζαν στὸ σκοτάδι, ἔβλεπε τὰ μάτια τοῦ ἀϊτοῦ ἀκίνητα καὶ λυπημένα νὰ λάμπουν μὲς στὴ νύχτα.
Μπὰς καὶ πρέπει νὰ τὸ ἀφήσω; Μπὰς καὶ μοῦ σπαράξει τὴν πέρδικα;
Ὅμως ἦταν ἄνθρωπος κι αὐτός, κι εὐθὺς ἀμέσως τὸ συλλογιζόταν:
Ἂν τὸ ἀφήσω, ὅλη τούτη ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ ποὺ μοῦ ἦρθε, θὰ μοῦ φύγει, ἔλεγε γιὰ τὴν ἀναπάντεχη πελατεία του. Δὲ θά ’ναὶ πιὰ τίποτα ἐδῶ, ποὺ νὰ τοὺς τραβᾶ.
Δειλά-δειλὰ ρωτοῦσε καὶ τὴ Δάφνη:
Ἐσὺ τί λές; Πρέπει νὰ τ’ ἀφήσουμε τὸ πουλί;
Δὲν τῆς ἔλεγε ὅλες τὶς σκέψεις του καὶ τοὺς ὑπολογισμούς του. Ὅμως ἐκείνη, μ’ ὅλο ποὺ ἦταν ἀκόμα μικρή, εἶχε βαθὺ ἔνστιχτο καὶ καταλάβαινε τοὺς ἀνθρώπους.
Ξέρω, μπαρμπα-Θωμά, ξέρω γιατί μὲ ρωτᾶς. Ἀλλὰ ἐσὺ τί λές; Φοβᾶσαι γιὰ τὴν πέρδικα;
Δὲν ξέρω πιὰ τί νὰ πῶ, ἀποκρινόταν ταραγμένος.
Ὅμως τώρα ὁ ἀϊτὸς μεγάλωσε καί, ἂν τὸν ἀφήναμε, θὰ μποροῦσε νὰ πετάξει. Ὅμως πάλι…
Μποροῦμε νὰ τὸν κρατήσουμε ἀκόμα λίγο, τοῦ ἔλεγε ἐκείνη μὲ συγκατάβαση. Καὶ πίστευε σ’ ἐμένα, μπαρμπα-Θωμά. Μὴ φοβᾶσαι.
Στὸ μεταξὺ, οἱ ἄνθρωποι ποὺ μάθαν νὰ ἔρχουνται στὴν ταβέρνα τῆς ὁδοῦ Ζαΐμη, γιὰ νὰ παρακολουθήσουν τὴν ἱστορία τῶν πουλιῶν, ἄρχισαν πιὰ νὰ μὴ βαστιοῦνται. Ἡ ἀπογοήτεψή τους ἦταν ὁλοφάνερη, ἐπειδὴ ὁ ἀϊτὸς δὲν κατασπάραζε, ὅπως θὰ ἔπρεπε, τὴν πέρδικα.
Ὤχ, ἀδερφέ!, λέγαν φουρκισμένοι. Αὐτὸ τὸ πρᾶμα πιὰ δὲν εἶναι ἀϊτός! Τὸ χάλασε ἡ πέρδικα.
Κι ἕνα βράδυ ἔγινε τοῦτο: Ἕνας ἀπ’ τοὺς πελάτες εἶχε πιεῖ πολὺ κρασί, κι ὅπως ἦρθε ἡ κουβέντα στὸν ἀϊτὸ καὶ στὴν πέρδικα, πετάχτηκε ἀπάνου, χίμηξε ἀγαναχτισμένος στὸ κλουβί, ἔχωσε μέσα τὸ χέρι του, χούφτιασε τὸ ἀϊτόπουλο κι ἄρχισε νὰ τὸ κουνᾶ μὲ ὀργὴ φωνάζοντας:
Παλιόπραμα! Τί κάθεσαι, βρέ, καὶ τὴν κοιτᾶς; Τί κάθεσαι;
Ὁ μπαρμπα-Θωμάς εἶδε, δὲν κατάλαβε καλά, θάρρεψε πὼς ὁ ἄνθρωπος πήγαινε νὰ πνίξει τὸν ἀϊτό, καὶ τὸ αἷμα ἀνέβηκε στὸ κεφάλι του. Ἔτρεξε καὶ τράβηξε μὲ βία τὸν ἄνθρωπο.
Τί σοῦ φταίει τὸ πουλί, μωρέ! ἔλεγε ἀφρισμένος. Τί σοῦ φταίει;
Κόντεψαν νά ’ρθοῦν στὰ χέρια. Τρέξαν οἱ ἄλλοι ἀπ’ τὴν παρέα γιὰ νὰ βοηθήσουν τὸν σύντροφό τους, κι ὕστερα ὅλοι φύγαν ἀγαναχτισμένοι.
Σὰ μᾶς ξαναδεῖς στὴν ταβέρνα σου, γράψε μας! εἶπαν.
Αὐτὸ ἦταν. Τὸ ἄλλο βράδυ ἦρθαν λιγότεροι καὶ τὸ ἄλλο ἀκόμα πιὸ λίγοι ἀπ’ τοὺς ξένους πελάτες. Ὥσπου ὅλοι ξαναγύρισαν στὰ λημέρια τους, μὴ βρίσκοντας κανένα ἐνδιαφέρον στὴν ἱστορία τῶν πουλιῶν.
Ἔτσι, ὁ τόπος ἐρήμωσε πάλι, καὶ τὰ βράδια ἔρχονταν πάλι μονάχα οἱ φτωχοὶ σπουδαστὲς μὲ τὰ κορίτσια τους νὰ κοιτάξουν τ’ ἄστρα.
Ἡ Δάφνη τότε εἶπε στὸν μπαρμπα-Θωμά:
Θαρρῶ, πὼς μποροῦμε πιὰ ν’ ἀφήσουμε τὸν ἀϊτὸ νὰ φύγει.
Ἔτσι θαρρῶ κι ἐγώ, εἶπε καλόκαρδα ὁ μπαρμπα-Θωμάς.
Πῆγαν στὸν λόφο τοῦ Στρέφη, ἄνοιξαν τὸ κλουβὶ, κι ἄφησαν τὸν ἀϊτὸ νὰ φύγει. Τὸν παρακολούθησαν νὰ γράφει μιὰν ἀργὴ κίνηση πάνω ἀπ’ τὴν κοιλάδα τῆς Δάφνης, κι ὕστερα νὰ χάνεται κατὰ τὴ μεριὰ τῶν Τουρκοβουνίων.
Ὁ μπαρμπα-Θωμάς σκούπισε μὲ τὴν ἀνάστροφη τοῦ χεριοῦ τὰ χείλια του, κι ὕστερα φίλησε τὴ Δάφνη στὰ μαῦρα μαλλιά, σὰ νὰ τὴν εὐλογοῦσε.