«Μὲ τὰ μάτια τοῦ σώματος βλέπεις περιορισμένα, ἐνῶ μ’ ἐκεῖνα τῆς ψυχῆς μπορεῖς νὰ “βλέπεις” καὶ πίσω ἀπ’ τὸ φεγγάρι… Ἐσεῖς βλέπετε ἐξωτερικά, ἐγώ… “βλέπω” καὶ “διαβάζω” τὴν ψυχὴ τοῦ ἄλλου».[1]
Μὲ αὐτὰ τὰ λόγια περιγράφει ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος Πορφύριος τὸ διορατικὸ χάρισμα ποὺ τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, γιὰ νὰ ὑπηρετεῖ μὲ αὐτὸ τοὺς ἀνθρώπους. Σὰν νὰ εἶχε μία πνευματικὴ τηλεόραση μπροστά του, “ἔβλεπε” καθαρὰ πίσω ἀπὸ ὑλικὰ ἐμπόδια ἢ “διάβαζε” τὶς σκέψεις τῶν ἀνθρώπων! Μετακινοῦνταν σωματικὰ καὶ ἐπισκεπτόταν πνευματικὰ του παιδιὰ ἀκόμα καὶ στὸ ἐξωτερικό. Ὁ Ἅγιος εἶχε νικήσει ἀπὸ αὐτὴ τὴ ζωὴ τοὺς νόμους τῆς φθορᾶς καὶ ζοῦσε στὴ συχνότητα τοῦ Θεοῦ.
Τὸ χάρισμα τοῦ δόθηκε, σὲ μικρὴ ἡλικία, ὅταν ἦταν στὸ Ἅγιον Ὅρος, γιὰ τὴν ἀπόλυτη ὑπακοὴ ποὺ ἔκανε στοὺς Γέροντές του. Κι ἀπὸ τότε, τὸ χρησιμοποίησε σὲ ὅλη του τὴ ζωὴ γιὰ τὴν πνευματικὴ ὠφέλεια τῶν ἀνθρώπων καὶ πρὸς δόξαν Θεοῦ.
Τὸ χάρισμα ἦταν καταπληκτικό. Μποροῦσε νὰ “δεῖ” τὸ …κρυμμένο κασετοφωνάκι τῆς κυρίας ποὺ ἤθελε νὰ τὸν μαγνητοφωνήσει, ἀλλὰ καὶ …τὸ νερὸ ποὺ ὑπῆρχε ἀρκετὰ μέτρα κάτω ἀπὸ τὴ γῆ, νὰ “δοκιμάσει” τὸ νερὸ καὶ νὰ δείξει τὸ σημεῖο, ὅπου ἔπρεπε νὰ γίνει ἡ γεώτρηση![2] Μποροῦσε ἀκόμη νὰ ὑποδείξει τὴ σελίδα τοῦ βιβλίου, ὅπου θὰ ἔβρισκαν κάτι, χωρὶς προηγουμένως νὰ ἔχει διαβάσει τὸ βιβλίο. Μὲ τὴν ἴδια εὐκολία, ἐπίσης, μποροῦσε καὶ νὰ ἐντοπίσει κακοήθεις ὄγκους καὶ νὰ κάνει ἀπίθανες τηλεδιαγνώσεις χωρὶς μηχανήματα.
Μία φορᾶ, πῆγε στὸ Ναὸ τῆς Πολυκλινικῆς γιὰ ἐξομολόγηση μία γυναίκα. Ὁ Γέροντας διέκρινε μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς ὅτι εἶχε καρκίνο. Τὴν ἔστειλε ἀμέσως σὲ ἕνα γιατρό, ἐκ μέρους του, καὶ τῆς εἶπε μετὰ νὰ γυρίσει νὰ τοῦ πεῖ. Ἡ γυναίκα εἶχε ὄντως καρκίνο… σὲ τρεῖς μέρες θὰ ἔμπαινε στὸ χειρουργεῖο. Ἔπειτα ἀπὸ τὴν ἐξέταση κατέβηκε στὸν Γέροντα κι αὐτὸς προσευχήθηκε μαζί της καὶ τὴ σταύρωσε. Ὅταν σὲ τρεῖς μέρες ἦλθε γιὰ τὸ χειρουργεῖο, δὲν ὑπῆρχε ὄγκος! Ὁ γιατρὸς κατέβηκε ἐκτὸς ἑαυτοῦ στὸ ἐκκλησάκι. “Ρε παπά, τί τῆς ἔκανες τῆς γυναίκας καὶ τὴν ἔκανες καλά; Ἂν δὲν εἶχα πιάσει τὸν ὄγκο μὲ τὸ χέρι μου… δὲν θὰ τὸ πίστευα”, φώναζε.[3]
Ἄλλη φορᾶ, τοῦ εἶπε ἕνα πνευματικὸ του παιδί:
–Γέροντα, πονάει ἡ κοιλιά μου.
–Να πεῖς στὸ γιατρὸ, ὅτι πονᾶς στὸν τρίτο ἕλικα τοῦ λεπτοῦ ἐντέρου… Καὶ νὰ προσέξει τί φάρμακο θὰ σοῦ δώσει… Πρόσεξε τί θὰ πεῖς. Κατάλαβες;[4], συνέστησε ὁ Γέροντας.
Ὁ Γέροντας δὲν “ἔβλεπε” μόνο ὑλικὰ πράγματα, ἤξερε καὶ τὰ προβλήματα τῶν ἀνθρώπων, πρὶν τοῦ τὰ ποῦν.
“Βρε εὐλογημένη, γιατί εἶσαι ἀνυπόμονη; εἶπε σὲ μία ἄγνωστή του κυρία, ποὺ τηλεφωνοῦσε ἀπὸ μακριὰ καὶ ἐπέμενε νὰ τοῦ μιλήσει. Νομίζεις ὅτι χρειάζεται νὰ σ’ ἀκούσω γιὰ νὰ μάθω τὸ πρόβλημά σου; Δὲν εἶναι αὐτὸ κι αὐτό;. Ἡ κυρία ἔκπληκτη ἐπιβεβαίωσε. “Ἔ, ἀφοῦ εἶναι ἔτσι, κάνε αὐτὰ πού μᾶς λέει ὁ Χριστός, θὰ προσεύχομαι κι ἐγώ, καὶ μὴν ἔχεις ἀγωνία». Ἡ γυναίκα δὲν ἔβρισκε λόγια νὰ τὸν εὐχαριστήσει.[5]
Ὁ Γέροντας χρησιμοποιοῦσε πολὺ τὸ τηλέφωνο, καὶ τὴ μέρα ἀλλὰ καὶ τὴ νύχτα. Ἀλλά… ἡ ἐπικοινωνία δὲν γινόταν πάντοτε μέσω τοῦ ΟΤΕ!
«Γέροντα, ἔφερα μερικὰ χρήματα, γιατί ὁ λογαριασμὸς τοῦ ΟΤΕ θὰ εἶναι μεγάλος», τοῦ εἶπε μία ψυχή, μὲ τὴν ὁποία ἐπικοινωνοῦσε πολὺ συχνὰ μὲ ὑπεραστικὰ τηλεφωνήματα. Καὶ τοῦ ἔδωσε ἕνα φακελάκι. «Τί λές, μωρέ; Ἐδῶ θὰ χτίσουμε ἐκκλησία καὶ θὰ δώσουμε τόσα χρήματα στὸν ΟΤΕ; Ρίξτα στὸ κουτὶ γιὰ τὸ χτίσιμο τῆς ἐκκλησίας», τῆς εἶπε. Ἀλλὰ ἡ ψυχὴ ἐκείνη δὲν ἡσύχαζε. Ποῦ τὰ ἔβρισκε τὰ χρήματα ὁ Γέροντας; Τότε ἐκεῖνος τὴν πῆρε μαζί του κι ἔκαναν μία βόλτα στὸ Ἡσυχαστήριο. Καθὼς περπατοῦσαν, κάποια στιγμὴ τὸν ἀκούει νὰ ἀπαντᾶ στὸ τηλέφωνο: «Ἐμπρός, ἐμπρός! Ναί, ἔτσι νὰ κάνεις…». Τὸν κοίταξε σαστισμένη. Στὰ χέρια του δὲν κρατοῦσε κανένα τηλέφωνο! Ἔμεινε ἀκίνητη δίπλα του. Πῶς γινόταν αὐτό; «Νά, αὐτὸς εἶχε ἀνάγκη… Ἔπαιρνε κάτω στὸ κελλί, ἀλλὰ δὲν ἤμουνα ἐκεῖ καὶ τὸ σήκωσα ἀπὸ δῶ», ἔδωσε ἐξήγηση μὲ ἁπλότητα ὁ Γέροντας. Καὶ κατάλαβε ἐκείνη, ὅτι ὁ Γέροντας ἐπικοινωνοῦσε μὲ πνευματικὸ τρόπο![6]
Ἐνῶ ὅμως ἦταν χαρισματοῦχος μεγάλου βεληνεκοῦς, ὁ Γέροντας Πορφύριος παρέμεινε, ὅσο ζοῦσε, ἕνας ἀφανὴς καὶ ἀκτήμων ἀσκητής. Διότι ἀπέφευγε τὴν προβολὴ καὶ δὲν ἐπεδίωκε νὰ κερδίσει χρήματα καὶ δόξα. Ἐδῶ ἀκριβῶς βρίσκεται καὶ ἡ διαφορά του ἀπὸ κάποιους ἄλλους, ποὺ μὲ ἐπήρεια δαιμονικὴ προσπαθοῦν νὰ κάνουν ψευτοθαύματα, γιὰ νὰ κερδίσουν χρήματα καὶ νὰ προκαλέσουν ἐντυπώσεις. Ἐκεῖνος χρησιμοποιοῦσε τὸ χάρισμά του πάντα μὲ διάκριση, μὲ σεβασμὸ στὴν ἐλευθερία τοῦ ἄλλου, καὶ μόνο ὅταν εἶχε τὴν πληροφορία ἀπὸ τὸν Θεὸ ὅτι θὰ ὠφελοῦσε.
Μία φορᾶ τὸν ἐπισκέφθηκε ἕνας χίπης.[7] “Εἶδε” ὁ Ἅγιος τὴν πληγωμένη καὶ ἐπαναστατημένη του ψυχὴ καὶ τοῦ μίλησε μὲ ἀγάπη. Τοῦ ἀποκάλυψε τὸ ὄνομά του καὶ μερικὰ πράγματα ἀπὸ τὴ ζωή του. Ὁ χίπης ἐντυπωσιάσθηκε καὶ συγκινήθηκε. Τὴν ἄλλη ἑβδομάδα ἔφερε καὶ τὴν παρέα του. Ἦταν ἀρκετοὶ καὶ μαζί τους μία κοπέλα. Ὁ Γέροντας “εἶδε”, ὅτι δὲν ἦταν ἕτοιμοι νὰ ἀκούσουν γιὰ τὸν Χριστό, γι’ αὐτὸ τοὺς μίλησε στὴ γλώσσα τους, μόνο γιὰ πράγματα ποὺ τοὺς ἐνδιέφεραν. Ὅταν σηκώθηκαν νὰ φύγουν, ἦταν ἐνθουσιασμένοι. Τοῦ ζήτησαν μία χάρη: Νὰ τοὺς ἀφήσει νὰ τοῦ φιλήσουν τὰ πόδια… Τοῦ ἔδωσαν δῶρο καὶ μία ὡραῖα κουβέρτα. Ἀργότερα, τὸν ἐπισκέφθηκε μόνη της ἡ κοπέλα. Ὁ Γέροντας “εἶδε” τὴ δική της ψυχὴ πιὸ προχωρημένη πνευματικά καὶ τῆς πρωτομίλησε γιὰ τὸν Χριστό. Ἐκείνη δέχθηκε τὰ λόγια του, πῆρε καλὸ δρόμο καὶ μίλησε καὶ στὴν παρέα της.[8]
Μερικὲς φορὲς ὁ Ἅγιος σιωποῦσε. Ὅταν ὅμως διέκρινε, ὅτι οἱ ψυχὲς χρειάζονταν μία βοήθεια ἢ ὅτι ἔπρεπε νὰ προλάβει μεγαλύτερο κακό, δὲν δίσταζε νὰ τοὺς κάνει μία ἀποκάλυψη, γιὰ νὰ κερδίσει τὴν ἐμπιστοσύνη τους.
Κάποτε μπῆκε μαζὶ μὲ ἄλλους σὲ ἕνα ταξί. Ὁ ταξιτζὴς ἦταν ἐπιθετικὸς καὶ συνεχῶς κατηγοροῦσε τοὺς ἱερεῖς. Ὁ Γέροντας σιωποῦσε. Ὅταν ὅμως ὁ ὁδηγὸς ἀπευθύνθηκε προσωπικὰ στὸν ἴδιο, τότε τοῦ εἶπε σὰν ἀπάντηση μία ἱστορία, ὅπου μὲ καλυμμένο τρόπο τοῦ ἀποκάλυπτε τὰ σοβαρὰ παραπτώματα ποὺ εἶχε κάνει… Ὁ ταξιτζὴς συγκλονίστηκε. Σταμάτησε τὸ αὐτοκίνητο στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου καὶ φώναξε: «Μὴν πεῖς τίποτα, παπούλη. Αὐτὸ τὸ ξέρουμε μόνο ἐγὼ κι ἐσύ». «Τὸ ξέρει κι ὁ Θεός, εἶπε ὁ Γέροντας, κι Ἐκεῖνος μοῦ τὸ εἶπε. Γι’ αὐτό, νὰ φροντίσεις ἀπὸ δῶ κι ἐμπρὸς ν’ ἀλλάξεις ζωή».[9]
Ἄλλοτε πάλι ὁ Ἅγιος ἔβλεπε μὲ τὴ διόραση, ὅτι κάποιες ψυχὲς κινδύνευαν. Τότε μετακινοῦνταν ξαφνικά, βρισκόταν μπροστά τους καὶ τοὺς βοηθοῦσε. Έτσι πρόλαβε τὴν αὐτοκτονία μίας κοπέλας, τὴν ἐνίσχυσε καὶ τῆς ἔδωσε θάρρος.[10]
Τὸ διορατικό τοῦ Γέροντα, βέβαια, δὲν λειτουργοῦσε συνέχεια. Κάποτε, ὁμολογοῦσε ταπεινὰ, ὅτι «δὲν εἶχε πληροφορία», καὶ καλοῦσε τοὺς ἐπισκέπτες του νὰ ξαναπᾶνε. Ὅμως, σίγουρα τὸ χάρισμα …λειτουργεῖ καὶ μετὰ θάνατον! Κάποιος ἔλειπε στὸ ἐξωτερικὸ καὶ δὲν εἶχε πληροφορηθεῖ τὴν κοίμηση τοῦ Γέροντα. Τηλεφώνησε λοιπὸν στὸ κελλί του. Ὁ Ἅγιος τότε σήκωσε τὸ τηλέφωνο καὶ τοῦ μίλησε, ἀλλὰ στὸ τέλος τοῦ εἶπε νὰ μὴν ξανατηλεφωνήσει, …διότι εἶχε ἀποθάνει![11]
* * *
Ὁ ἅγιος Πορφύριος ἦταν βαθύτατα ταπεινός, γι’ αὐτὸ ὁ Θεὸς τοῦ ἐμπιστεύθηκε τὰ χαρίσματά Του.
«Τὸ χάρισμα μοῦ τὸ ἔδωσε ὁ Θεός, γιὰ νὰ γίνω καλός, ἔλεγε… Πιστεύω γιὰ τὸν ἑαυτό μου, ὅτι εἶμαι μία παλιοσωλήνα σκουριασμένη, ποὺ ὅμως διοχετεύει τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν τὸ πεντακάθαρο… Ὁ κόσμος ἔρχεται σὲ μένα… Δὲν ἔχει τίποτε νὰ πάρει ἀπὸ μένα… ὁ Χριστὸς μόνο ἔχει τὸ πᾶν…».
Πόθος του μοναδικὸς δὲν ἦταν ἄλλος ἀπὸ τὸ νὰ βρεθοῦν ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ σὲ κοινωνία ἀγάπης μὲ τὸν Χριστό. «Νὰ αἰσθανθεῖ ὁ κόσμος τὸ ἀγκάλιασμα, ποὺ κάνει ὁ Χριστὸς σὲ ὅλους…».
*****
[1] Γέρ. Πορφυρίου Καυσοκαλυβ., Βίος καί Λόγοι, Ἐκδ. Ἱ. Μ. Χρυσοπηγῆς, Χανιά, 2003, σ. 492.
[2] Γέρ. Πορφυρίου Ἱερομον., Ἀνθολόγιο Συμβουλῶν, Ἐκδ. Ἡ Μεταμόρφ. τοῦ
Σωτῆρος, Μήλεσι Ἀττ., σ. 182.
[3] Ἀγαπίου Μοναχοῦ, Ἡ θεϊκή φλόγα πού ἄναψε στήν καρδιά μου, ὁ Γέρων
Πορφύριος, Ἐκδ. Ἡ Μεταμόρφ. τοῦ Σωτῆρος, Ἀθῆναι 1999, σ. 71.
[4] Πορφυρίας Μοναχῆς, Μαθητεία στόν Γέροντα Πορφύριο, Ἔκδ. Ἡ Μεταμόρφ. τοῦ Σωτῆρος, Μήλεσι 2012, σ. 83.
[5] Ἀνθολόγιο Συμβουλῶν, σ. 307.
[6] Μαθητεία στόν Γέροντα Πορφύριο, σ. 46-48.
[7] Χίπις: Νεανικό κίνημα τῆς δεκαετίας 1960-70, πού ἀπέρριπτε τήν ὑπάρχουσα κουλτούρα καί κάθε μορφή ἠθικῆς καί χρησιμοποιοῦσε ναρκωτικά.
[8] Ἀνθολόγιο Συμβουλῶν, σ. 322-323.
[9] Ἀνθολόγιο Συμβουλῶν, σ. 178-180.
[10] Ἀνθολόγιο Συμβουλῶν, σ. 119.
[11] Ἀνθολόγιο Συμβουλῶν, σ. 204.