Ἡ μνήμη του τιμᾶται στίς 16 Ὀκτωβρίου
Τὴ μέρα ποὺ σταυρώσανε τὸν Κύριο, ἀνάμεσα στοὺς στρατιῶτες ποὺ κυκλώνανε τὸ σταυρό, ἔτυχε νάναι κι ὁ Ἑκατόνταρχος Λογγίνος.
Ὡς τὴν ὥρα ἐκείνη, ὁ ἄνθρωπος αὐτός, οὔτε εἶχε γνωρίσει, οὔτε εἶχε καταλάβει τὸν Κύριο. Ὅμως ξαφνικὰ ἡ ψυχή του σκίρτησε καὶ τὰ μάτια του εἶδαν. Γιατί τὸν ἀγαθὸ καὶ πρᾶο Διδάσκαλο οἱ κακοὶ τὸν δικάσανε καὶ τὸν στεφανώσανε μὲ ἀγκάθια, καὶ τὸν βάλανε μὲ καταφρόνια νὰ κουβαλήσει τὸ ξύλο τοῦ σταυροῦ, καὶ τοῦ καρφώσανε τὶς παλάμες καὶ τὰ πόδια μὲ σιδερένια καρφιὰ καὶ τὸν σήκωσαν ἀνάμεσα στοὺς κακούργους. Τὴν ὥρα ποὺ ἡ δίψα τὸν ἔκαιγε, τοῦ δώσανε ξύδι πικρό, καὶ ὁ Λογγίνος ὁ ἴδιος, σύμφωνα μὲ τὸ πρόσταγμα ποὺ εἶχε, τοῦ χτύπησε τὸ πλευρὸ μὲ τὸ κοντάρι. Καὶ σὰν ἦρθε ἡ ὥρα, ὁ Κύριος ἔγειρε τὸ μέτωπο καὶ ξεψύχησε. Κι ἔγινε στὴν ἀρχὴ σὰ μιὰ φανερὴ σιωπὴ στὴν πλάση. Ἔπειτα ξαφνικὰ τρικύμισε ἡ γῆ κι ὁ ἥλιος σκοτείνιασε, καὶ μὲ τὸ σεισμό, ράγισαν οἱ πέτρες καὶ ἀνοιχτήκαν οἱ τάφοι τῶν πεθαμένων. Κι ἡ ψυχὴ τῶν πολεμιστῶν τρόμαξε, κι ὁ Ἑκατόνταρχος Λογγίνος ψιθύρισε μὲ φόβο: «Ἀληθινὰ ὁ γιὸς τοῦ Θεοῦ ἦταν αὐτός». Κι ἀφοῦ θάψανε τὸ σῶμα τοῦ ζωοδότη Χριστοῦ, ὁ Λογγίνος ἔλαβε καὶ πάλι διαταγὴ ἀπὸ τὸν Πιλάτο, νὰ φρουρήσει μὲ τοὺς στρατιῶτες του τόν ἐνταφιασμένο. Κι ὅταν φάνηκε τὸ φῶς τῆς δόξας καὶ ὁ Ἄγγελος τοῦ Κυρίου σήκωσε τὴ πέτρα ἀπὸ τὸν τάφο, οἱ στρατιῶτες τυφλωθήκαν καὶ πέσανε μὲ τὸ μέτωπο στὴ γῆ καί, νιώθοντας τὴ καρδιά του νὰ ἀναρριγεῖ ἀπὸ νέο σεισμό, ὁ Ἑκατόνταρχος πίστεψε στὸ Κύριο. Μαζὶ πιστέψανε καὶ δὺο στρατιῶτες του καὶ ἀμέσως ὁμολόγησαν τὴν ἀλήθεια καὶ γίνανε κήρυκες τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Τὸ μάθανε οἱ Ἀρχιερεῖς, τοὺς φωνάξανε καὶ τοὺς ἐξέτασαν, κι ὁ Λογγίνος εἶπε:
-Τὰ μάτια μου εἴδανε τὸ θαῦμα καὶ ἡ ψυχὴ μου τὴν ἀλήθεια… Ἀφοῦ κάνανε συμβούλιο οἱ Ἀρχιερεῖς μὲ τὸὺς Γέροντες, γυρίσανε στὸν Ἑκατόνταρχο καὶ τοῦ μίλησαν ἔτσι:
-Αὐτὸ ποὺ λές, πολεμιστή, ἦταν τοῦ νοῦ σου παιχνίδι. Οἱ μαθητές τοῦ Ναζωραίου ἦρθαν τὴ νύχτα καὶ τὸν κλέψανε ἀπὸ τὸ τάφο.
-Καί ‘γω κι οἱ σύντροφοι μου αὐτοί, ἀποκρίθηκε ὁ Λογγίνος, δὲν εἴμαστε τυφλοὶ κι οὔτε μᾶς πῆρε ὁ ὕπνος, γιατί οἱ φρουροὶ τοῦ Καίσαρα δὲν κοιμοῦνται ποτέ. Δὲν μποροῦμε νὰ κρύψουμε αὐτὰ ποὺ εἴδαμε στ’ ἀλήθεια.
Οἱ Ἀρχιερεῖς δοκιμάσανε τότε νὰ δολώσουνε τούς στρατιῶτες μὲ χρήματα.
-Ἡ ἀλήθεια εἶναι πιὸ δυνατὴ ἀπὸ τ’ ἀσήμι σας, ἀπάντησε ὁ Λογγίνος. Μάταιο κόπο κάνετε νὰ σκοτεινιάσετε αὐτὸ ποὺ λάμπει πιότερο κι ἀπὸ τὸν ἥλιο. Ἐγὼ θὰ ἐξακολουθῶ νὰ ὁμολογῶ ,τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ.
Ἀκούγοντας τὰ λόγια αὐτά, τὸ συνέδριο τῶν Φαρισαίων φρύαξε, καὶ μίσησε τὸ Λογγίνο καὶ τούς συντρόφους του, κι ὅλη τὴν ὀργὴ ποὺ εἶχαν πρὶν καταπάνω στὸ Χριστό, οἱ Ἑβραῖοι τὴ στρέψανε τώρα καταπάνω στὸν Ἑκατόνταρχο. Σηκωθήκανε, πήγανε στὸν Πιλάτο, τὸν συκοφαντήσανε μὲ λογῆς-λογῆς ραδιουργίες καὶ παραμονεύανε τὸν κατάλληλο καιρό νὰ τὸν ἀφανίσουν. Ὅμως ὁ Λογγίνος, ξέροντας πὼς εἶναι παλιὸς καὶ γνώριμος στρατιώτης τοῦ Καίσαρα, δὲν τρόμαζε ἀπὸ τὰ λόγια μὴδὲ ἀπὸ τὶς φοβέρες τους. Μὰ κήρυττε, πὼς ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός καὶ πὼς τὴν Ἀνάστασή του τὴ ζωοποιὸ τὴν εἶδε μὲ τὰ μάτια του.
Ὕστερα ἀπὸ καιρό, νιώθοντας νὰ πληθαίνει γύρω του τὸ μῖσος καὶ τὸ φαρμάκι, ἀποφάσισε ν’ ἀφήσει τὴν ὑπηρεσία του καὶ νὰ φύγει μακριὰ ἀπὸ τὸν τόπο τῶν ἐχθρῶν του.
Παρατῶντας τὴν αὐτοκρατορικὴ στὸλὴ καὶ τὸ ζωστῆρα τοῦ στρατιώτη, πῆρε μαζὶ τοὺς δὺο φίλους του, ποὺ εἴχανε ὅπως κι αὐτὸς τὴν ἴδια ἀφοσίωση στὸ Χριστό, καὶ ξεκόψανε ἀπὸ τὸ πλῆθος τῆς πολιτείας. Ἀρχίζοντας καινούργια ζωή, καταγίνονταν μὲ τὴ πίστη στὸ Χριστό. Γνωρίσανε τούς ἀποστόλους καὶ πῆραν ἀπὸ αὐτοὺς τὸ βάπτισμα καὶ ὕστερα ἀπὸ λίγο καιρό παρατήσανε τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ τραβήξανε στὴν Καππαδοκία. Ἐκεῖ, ὁ Ἑκατόνταρχος Λογγίνος, μὲ τὴ βοήθεια τῶν συντρόφων του, στάθηκε κήρυκας καὶ ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ, καὶ πολλοὺς ἔβγαλε ἀπὸ τὴ νύχτα τῆς πλάνης καὶ τούς γύρισε στὸ Θεό. Ἀφήνοντας ἔπειτα καὶ τὴ Καππαδοκία, τράβηξε κατὰ τὴ γῆ τῶν γονιῶν του, στὸ χωριὸ ὅπου εἶχε γεννηθεῖ. Καὶ κεῖ ζοῦσε ἥσυχα, μὲ νηστεία καὶ προσευχή, παρηγορῶντας ὅσους ὑποφέρανε καὶ ἔχοντας στὴ καρδιά του τὸ σταυρό.
Κι ἔγινε μεγάλη ταραχὴ στὸ συνέδριο τῶν Φαρισαίων στὰ Ἱεροσόλυμα, πὼς ὁ Ἑκατόνταρχος γέμισε ὅλη τὴ Καππαδοκία μὲ τὴ διδασκαλία καὶ τὴ μαρτυρία του γιὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Γιὰ τοῦτο, οἱ Γέροντες καὶ οἱ Ἀρχιερεῖς, γεμᾶτοι νέα χολή, πήγανε στὸν Πιλάτο μὲ δῶρα πολλά καὶ τὸν παρακάλεσαν νὰ στείλει μήνυμα τοῦ Καίσαρα στὴ Ρώμη καὶ νὰ καταδώσει τὸ Λογγίνο, πὼς παράτησε τὸ στρατιωτικό του ἀξίωμα κι ἔφυγε, καὶ πὼς ξέκοψε ἀπὸ τὴ ρωμαϊκὴ ἐξουσία, καὶ ταράζει τὸ λὰὸ στὴ Καππαδοκία, κηρύττοντας ἄλλο βασιλιᾶ. Κι ὁ Πιλάτος δέχτηκε τὰ δῶρα κι ἄκουσε τὴ παράκληση. Καὶ ἔστειλε στὸ Καίσαρα Τιβέριο γράμμα γεμᾶτο συκοφαντία γιὰ τὸ Λογγίνο. Καὶ μὰζὶ μὲ τὸ γράμμα του Πιλάτου, στείλανε οἱ Ἰουδαῖοι πολὺ χρυσάφι στὸ Καίσαρα, ἐξαγοράζοντας ἔτσι τὸ θάνατο τοῦ Ἐκατόνταρχου.
Δὲν πέρασε πολὺς καιρὸς καὶ φτάνει ἀπὸ τὴ Ρώμη ἡ ἀπάντηση μὲ τὸ πρόσταγμα τοῦ βασιλιᾶ. Νὰ τιμωρηθεῖ μὲ θάνατο ὁ Λογγίνος, ὡς ἐχθρὸς τῆς Αὐτοκρατορίας, Μιὰ καὶ δυὸ σηκώνεται ὁ Πιλάτος καὶ ὁρίζει τούς στρατιῶτες ποὺ θὰ πᾶνε στὴ Καππαδοκία νὰ ἐκπληρώσουν τὴ διαταγὴ καὶ νὰ φέρουν στὴν Ἱερουσαλὴμ τὴ κεφαλή του Ἐκατόνταρχου. Καὶ μὰζὶ μὲ τὸν Ἑκατόνταρχο, πρόσταξε ὁ Πιλάτος νὰ ἀφανιστοῦν κι οἱ δύο σύντροφοι, ποὺ εἶχαν παρατήσει μαζὶ μὲ τὸ Λογγίνο τὸ στρατιωτικὸ ἀξίωμα καὶ κήρυτταν ἐκεῖ, ὅπως κι αὐτός, τὸ Χριστό.
Κινήσανε οἱ ἀποσταλμένοι τῆς ἐξουσίας καὶ ἐξετάζανε τὰ μέρη, γυρεύοντας νὰ βροῦν τὸ Λογγίνο καὶ ρωτῶντας ποῦ ζεῖ. Καὶ μαθαίνοντας πὼς τραβήχτηκε στὸ πατρικὸ χωριό του, πήρανε βιαστικὰ τὸ δρόμο τοῦ χωριοῦ ἐκείνου. Καὶ πορεύονταν μυστικά, ἀναζητῶντας τὸ Λογγίνο καὶ ρωτῶντας γι’ αὐτὸν σὰ νὰ τοῦ φέρνανε μήνυμα χαρμόσυνο καὶ τιμές. Ἔτσι, τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἦταν, ν’ ἀνταμώσουν οἱ στρατιῶτες τοῦ Πιλάτου τὸ Λογγίνο στὴν ἄκρη τοῦ χωριοῦ. Καὶ κεῖνος, καθὼς ἤτανε γεμᾶτος ἀπὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τούς γνώρισε καὶ κατάλαβε τί θέλανε. Σηκώθηκε νὰ τούς καλωσορίσει, τούς μίλησε μὲ ἀγάπη λόγια ἐγκάρδια καὶ προσφέρθηκε νὰ τούς ὑπηρετήσει, ρωτῶντας τους τί ζητᾶνε. Κι οἱ ἄνθρωποι τοῦ Πιλάτου μιλήσανε.
-Μπορεῖς νὰ μᾶς πεῖς, καλέ μας ἄνθρωπε, μήπως ζεῖ ἐδῶ κάποιος Λογγίνος, ποὺ ἦταν Ἑκατόνταρχος τοῦ βασιλιᾶ;
-Ἐδῶ ζεῖ, τούς ἀποκρίνεται ὁ Λογγίνος, μὰ τί δουλειὰ ἔχετε μὲ αὐτόν;
Ἀποκριθήκαν οἱ στρατιῶτες:
-Ἔχουμε ἀκουστὰ πὼς εἶναι ἀγαθὸς ἄνθρωπος καὶ ἐπιθυμοῦμε νὰ τὸν γνωρίσουμε, γιατί εἴμαστε στρατιῶτες καὶ αὐτὸς ἦταν Ἑκατόνταρχος.
-Παρακαλῶ σας, ἀφέντες μου, τούς εἶπε ὁ Λογγίνος, περᾶστε ἀπὸ τὸ κονάκι μου καὶ ξαποστάστε λίγο ἀπὸ τὸ δρόμο. Ξέρω ποὺ ζεῖ ὁ ἄνθρωπος ποὺ ζητᾶτε, θὰ τοῦ μηνύσω κι αὐτὸς μονάχος θάρθει γιατί δὲν εἶναι μακριὰ ἀπὸ δῶ.
Οἱ στρατιῶτες πρόθυμα δεχθήκανε τὴ φιλοξενία του Ἐκατόνταρχου κι ὁ Λογγίνος τούς ὁδήγησε στὸ σπίτι του, τούς κάλεσε νὰ μποῦνε καὶ νὰ καθίσουν καὶ τούς ἔκανε τραπέζι πλούσιο. Ἔτσι μείνανε ἐκεῖ οἱ στρατιῶτες καὶ φάγανε κι ἤπιανε, ὥσπου βράδιασε. Τότε, πάνω στὴν εὐθυμία, λυθήκανε οἱ γλῶσσες τους καὶ ἀποφασίσανε νὰ ἐμπιστευτοῦν στὸ Λογγίνο τὸ μυστικό τους, σὰν σ’ ἕνα φίλο. Ἀλλὰ πρὶν ἀπ’ ὅλα τὸν βάλανε νὰ πάρει ὅρκο, πὼς δὲ θάλεγε σὲ κανένα τίποτε ἀπ’ ὅσα θὰ τοῦ φανερώνανε, γιατί τὰ μυστικὰ ἦταν θάνατος ἄνθρωπου.
-Μᾶς στείλανε ἐδῶ, μίλησε ἕνας ἀπ’ αὐτούς, γιὰ νὰ πάρουμε τὴ κεφαλή του Λογγίνου καὶ τῶν δὺο συντρόφων του. Ἔτσι ἀποφάσισε ὁ Καίσαρας τῆς Ρώμης, κι ὁ Πιλάτος ἔστειλε ἐμᾶς, νὰ ἐκτελέσουμε τὸ πρόσταγμα. Κοίταξε μὴ τὸ μάθει, γιὰ νὰ μὴ μᾶς φύγει, καὶ γλυτώσει.
-Ἔννοια σας, καλοί μου ἄνθρωποι, τὸὺς εἶπε ὁ Ἑκατόνταρχος. Ὁ Λογγίνος θὰ παρουσιασθεῖ ἀπὸ μοναχός του, καὶ μαζί του θὰ βρεθοῦνε καὶ οἱ δὺο σύντροφοί του.
Πέσανε οἱ στρατιῶτες νὰ κοιμηθοῦνε κι ὁ Λογγίνος ἔστειλε γρήγορα μήνυμα στοὺς φίλους του νὰ ἔρθουν στὸ σπίτι. Ἔπειτα γονάτισε καὶ προσευχήθηκε. Ἑτοιμαζότανε νὰ μαρτυρήσει θάνατο καθάριο κι ἦταν ἤρεμος. Μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἀναμονὴ τῆς ὥρας τοῦ λυτρωμοῦ, πέρασε ἡ νύχτα σιωπηλὰ καὶ φάνηκε στὴν ἀνατολὴ ἡ τελευταία γιὰ αὐτὸν γήινη χαραυγή.
Σηκωθήκαν οἱ στρατιῶτες καὶ καθὼς ἑτοιμάζονταν νὰ φύγουνε, παρακαλοῦνε τὸν Λογγίνο νὰ τούς συνοδέψει καὶ νὰ τούς δείξει τὸν ἄνθρωπο ποὺ ζητοῦσαν σύμφωνα μὲ τὴν ὑπόσχεσή του,
-Κάνετε λίγη ὑπομονή, καλοί μου, ἀποκρίθηκε ὁ Λογγίνος, ἔστειλα καὶ τὸν κάλεσα, καὶ δὲν θ’ ἀργήσει νάρθει,
Καὶ καθὼς περιμένανε, εἰδοποιοῦνε τὸν Ἑκατόνταρχο οἱ δικοί του πὼς οἱ σύντροφοι, φανήκανε νὰ ἔρχονται, καὶ βγαίνοντας ἀπὸ τὸ σπίτι, τούς καλωσόρισε καὶ τοὺς ἀσπάστηκε μ’ ἀγάπη, λέγοντας:
-Χαρεῖτε, δοῦλοι τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἀδελφοί μου. Χαρεῖτε μαζί μου, γιατί πλησιάζει ἡ ὥρα ποὺ θὰ λευτερωθοῦμε ἀπὸ τὰ γήινα δεσμά μας. Σὲ λίγο θὰ βρεθοῦμε μπρὸστὰ στὸ Κύριο, ποὺ
εἴδαμε νὰ τὸν σταυρώνουν καὶ ν’ ἀνασταίνεται στὴ δόξα του!
Ἔτσι μιλῶντας ὁ Λύγινος, τούς ἱστόρησε τὰ καθέκαστα γιὰ τὸ συνέδριο τῶν Ἰοὐδαίων, καὶ τὸ πρόσταγμα τοῦ Καίσαρα, καὶ τὸν ἐρχομὸ τῶν στρατιωτῶν.
-Αὐτοὶ ποὺ ἤρθανε νὰ μᾶς πάρουνε τὸ κεφάλι εἶναι ἔδώ, εἶπε. Ἐλᾶτε νὰ μποῦμε. Ἀκούγοντας οἱ φίλοι του τὰ λόγια αὐτά, χαρήκανε ποὺ καὶ γι’ αὐτοὺς ἐρχότανε ἡ ὥρα τοῦ μαρτυρικοῦ στεφανίου. Καὶ μπήκανε μὲ τὸν Ἑκατόνταρχο στὸ σπίτι. Καὶ μίλησε ἔτσι ὁ Λογγίνος:
-Ἀφεντάδες, μπροστά σας βρίσκεται αὐτὸς ποὺ ζητᾶτε μὲ τὸὺς δὺο συντρόφους του.
-Ποῦ εἶναι ὁ Λογγίνος; ρώτησε παραξενεμένος ὁ ἀρχηγὸς τῶν στρατιωτῶν. Καὶ ποιοί εἶναι οἱ φίλοι του;
-Ἐγὼ εἶμαι ὁ Λογγίνος, ἀποκρίθηκε ὁ Ἑκατόνταρχος, καὶ αὐτοὶ ἐδῶ εἶναι οἱ σύντροφοί μου.
-Τοῦτο τὸ ἀστεῖο καλέ μου ἄνθρωπε, φώναξε ὁ στρατιώτης γελῶντας, δὲ θέλουμε νὰ τὸ πιστέψουμε. Ὁδήγησέ μας στὸν καταδικασμένο γιατί πρέπει νὰ κάνουμε κατὰ πῶς μᾶς προστάξανε.
-Ἐμεῖς εἴμαστε αὐτοὶ ποὺ ζητᾶτε, μίλησε ἤρεμα καὶ σταθερὰ ὁ Ἑκατόνταρχος. Κάνετε ὅπως σᾶς προστάξανε αὐτοὶ ποὺ σᾶς στείλανε!
Τούς κοιτάζανε οἱ στρατιῶτες μὲ μεγάλη ἀπορία καὶ δὲν μπορούσανε νὰ πιστέψουνε καὶ ἔνιωθαν ντροπή, καὶ διστάζανε ἂν ἔπρεπε νὰ θανατώσουνε αὐτὸν ποὺ τούς εἶχε φιλοξενήσει σὰν ἀδέρφια.
-Ἀγαπημένοι μου, τούς παρακίνησε ὁ Λογγίνος, μὴ στεκόσαστε γιατί μονάχα ἔτσι μπορεῖτε νὰ μοῦ πληρώσετε τὴν ἀγάπη ποὺ σᾶς ἔδειξα. Ἐκτελέστε γρήγορα τὸ πρόσταγμα, γιατί πάει καὶρὸς ποὺ θέλω ν’ ἀντικρύσω τὸ Κύριό μου!
Λέγοντας αὐτά, πῆγε καὶ ντύθηκε μὲ ἄσπρα ροῦχα τῆς ταφῆς, ἔπειτα φώναξε γύρω του τούς σπιτικούς του, ἔδειξε μὲ τὸ χέρι ἕνα πράσινο βουναλάκι ποὺ τὸ ἰσκιώνανε φοινικιές, καὶ εἶπε:
-Ἐκεῖ, ἀγαπημένοι μου, νὰ θάψετε τὸ σῶμα μου, πλάϊ στοὺς ἐν Χριστῷ συντρόφους μου. Σᾶς ἀφήνω γειά, πιστεύετε στὴν ὀρθὴ διδασκαλία καὶ ἐλᾶτε νὰ μοῦ δῶστε τὸ στὲρνὸ ἀσπασμό.
Κι ἀφοῦ ἀγκάλιασε ὅλους, γονάτισε πλάϊ στοὺς φίλους του καὶ ἔσκυψε τὸ κεφάλι κάτω ἀπὸ τὸ σπαθί.
Μὲ βουρκωμένη τὴ ψὺχὴ οἱ στρατιῶτες ξεπληρώσανε τὸ πρόσταγμα καὶ τὸν βαρέσανε. Ἔπειτα πήρανε μαζί τους τὴν κεφαλὴ τοῦ Ἁγίου Λογγίνου καὶ τὴ φέρανε στὴν Ἱερουσαλήμ. Κι οἱ σπιτικοί, κλαίοντας, θάψανε τὰ λείψανα τῶν μαρτύρων μὲ τὶμὴ στὸ καταπράσινο βουνό, κάτω ἀπὸ τὰ φοινικόδεντρα,
Τὴν τίμια κεφαλὴ τοῦ Ἐκατόνταρχου οἱ στρατιῶτες τὴν πήγανε στὸν Πιλάτο, μαρτυρία τοῦ θανάτου. Κι οἱ Ἰουδαῖοι βγάλανε ἀπόφαση καὶ τὴν πετάξανε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη στὰ σκουπίδια. Κι ἔμεινε ἡ κεφαλὴ πεταμένη πέρα ἀπὸ τὰ τείχη, ὥσπου τὴ σκεπάσανε ὁλότελα τὰ χώματα καὶ τὰ σκουπίδια τῆς πόλεως.
Κι ἔτυχε κεῖνο τὸν καιρό, κάποιας γυναίκας χήρας ἀπὸ τὴ Καππαδοκία μὲ τὸ ὄνομα Ἄννα, νὰ πάθουνε τὰ μάτια καὶ νὰ τυφλωθεῖ. Καιρὸ πολὺ γύριζε στοὺς γιατρούς, στὴν Καισαρεία καὶ σ’ ἄλλες πολιτεῖες, χὼρὶς νὰ δεῖ κανένα ὄφελος. Τότε σκέφτηκε νὰ πάει στὰ Ἱεροσόλυμα, νὰ προσκυνήσει τὰ ἅγια μέρη καὶ τὸν τάφο ἐκεῖνο, ποὺ γι’ αὐτὸν ὁ γλυκόλογος ἄνθρωπος, ποὺ λεγότανε Λογγίνος, εἶχε μιλήσει κάποτε στὰ πλήθη της Καππαδοκίας, σπέρνοντας στὴν ψυχή τους τὴν ἀλήθεια. Ἐκεῖ νὰ ζητήσει τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὰ τυφλωμένα μάτια της. Πῆρε λοιπὸν τὸ μοναχογιό της καὶ κίνησε κατεβαίνοντας ἀπὸ τὰ βουνὰ κατὰ τοὺς κάμπους καὶ τὴν πῆγε τὸ παιδί, κρατῶντας την ἀπὸ τὸ χέρι, ὡς τὰ Ἱεροσόλυμα. Καὶ φτάνοντας στὰ ἅγια χώματα, ὁ γιὸς τῆς χήρας ἔπεσε ἄρρωστος καὶ σὲ λίγες μέρες πέθανε. Ἔκλαιγε ἡ τὺφλὴ γυναῖκα κι ἔχυνε δάκρυα, συντριμμένη ἀπὸ τὴ θλίψη. «Γιατί, ἔλεγε, τώρα ἔχασα γιὰ δεύτερη φορὰ τὸ φῶς των ὀμματίων μου;» Κι ἤτανε ἀπαρηγόρητη καὶ θρηνοῦσε ὁλομόναχη ἀνάμεσα στὰ τείχη τῆς Ἱερουσαλήμ, σὰν σὲ ἔρημο.
Καί, νά, στὴ νύχτα τῆς δυστυχίας της, ξαφνικά τῆς φανερώνεται ὁ Ἅγιος Λογγίνος καὶ τὴν παρηγορεῖ:
-Χαροκαμένη μητέρα, μὴν κλαῖς, τῆς εἶπε μὲ καλοσύνη, θὰ σοῦ δείξω ποῦ βρίσκεται ὁ μοναχογιός σου, στὴ δόξα τοῦ Κυρίου, καὶ θὰ ξαναβρεῖς τὸ φῶς των ὀμματίων σου. Θυμήσου ὅσα μίλησα κάποτε γιὰ τὸ Χριστὸ τὸ Σωτῆρα μας, γιὰ τὰ Πάθη καὶ τὴν Ἀνάστασή του, ποὺ εἶδα μὲ τὰ μάτια μου. Καὶ μάθε, πὼς ὁ γιός σου βρίσκεται κοντὰ στὸν Ἰησοῦ. Καὶ μάθε ἀκόμα, πὼς οἱ ἐχθροὶ τῆς ἀλήθειας μὲ κυνηγήσανε καὶ μὲ ἀφανίσανε μαζὶ μὲ τους δὺο συντρόφους μου, καὶ ἡ κεφαλή μου εἶναι πεταμένη στὰ σκουπίδια, ἔξω ἀπὸ τὰ τείχη. Πήγαινε νὰ τὴ βρεῖς. Κι ἀφοῦ τὴ βρεῖς, θὰ φέξει πάλι ἡ μέρα γιὰ σένα καὶ τὰ μάτια σου θὰ δοῦν.
Ἔπεσε τὸ σκοτάδι καὶ τὸ ὅραμα χάθηκε. Ἡ γυναῖκα σηκώθηκε ἀπὸ κεῖ ποὺ καθόταν, καὶ ταραγμένη, κίνησε γεμάτη ἐλπίδα κατὰ ποῦ βασιλεύει ὁ ἥλιος κι ἔρχονταν ὁ θαλασσινὸς ἀέρας μὲ τὴ μυρουδιὰ τῶν σκουπιδιῶν. Καὶ παρακάλαγε τοὺς περαστικοὺς νὰ τὴ βοηθήσουνε καὶ νὰ τὴν πᾶνε στὸ μέρος ὅπου ἡ πολιτεία ἀφήνει τὶς ἀκαθαρσίες της. «Ὁδηγεῖστε με ὅπου εἶναι τὰ πὸλλὰ σκουπίδια, ἔλεγε, κι ἐξηγοῦσε στὸὺς ἀνθρώπους τὸ μέρος ὅπου τῆς φανερώθηκε τὸ δρᾶμα.
Φτάνοντας ἐκεῖ, ψηλάφησε τὸ μέρος καὶ τὸ ἀναγνώρισε, κι ἄρχισε νὰ ἀνασκαλεύει μὲ τὰ χέρια. Κι ὅταν ἔνιωσε κάτω ἀπὸ τὰ δάχτυλα τῆς ἐκεῖνο ποὺ ζήταγε, μεμιὰς σκόρπισε ἡ καταχνιά, καὶ στοῦ ἥλιου τὸ φὼς εἶδε τὴν κεφαλὴ τοῦ γλυκόλογου ἀπόστολου τῆς Καππαδοκίας.
Μὲ δάκρυα χαρᾶς δόξασε τότε τὸ Θὲὸ καὶ παίρνοντας στὰ χέρια τὴν κεφαλή τοῦ Ἐκατόνταρχου, τὴν ἀσπάστηκε καὶ τὴν ἔφερε στὸ σπίτι της. Ἐκεῖ τὴν ἔπλυνε, τὴν ἄλειψε μὲ μύρο, κι ἔνιωθε μέσα της οὐράνια χαρά.
Τὴν ἄλλη μέρα, ἡ χήρα εἶδε πάλι τὸν Ἅγιο Λογγίνο λουσμένο στὸ φῶς, μὲ ἱμάτια λαμπερὰ καὶ κρατῶντας ἀπὸ τὸ χέρι τὸ μοναχογιό της, ντυμένο μὲ γιορτερὰ τοῦ γάμου κι ὁ Ἅγιος τὸν ἀγκάλιασε καὶ τὸ παιδὶ χαμογέλασε εὐτυχισμένο. «Βλέπεις, γυναῖκα, εἶπε τὸ ὅραμα, ποῦ βρίσκεται ὁ γιός σου ; Χαῖρε, γιατί ἐδῶ εἶναι ἡ αἰώνια βασιλεία. Σήκω. Βάλε τὴν κεφαλὴ καὶ τὸ λείψανο τοῦ γιοῦ σοῦ στὴν ἴδια κάσα καὶ πήγαινε τὰ στὸ τόπο ὅπου κήρυξα τὸ λόγο τοῦ Κυρίου».
Βιαστικὰ σηκώθηκε ἡ γυναῖκα κι ἔκανε ὅπως τῆς εἶπε ὁ Ἅγιος. Καὶ παίρνοντας σὲ μὶα κάσα τὸ ἄψυχο κορμὶ τοῦ παιδιοῦ της καὶ τὴν κεφαλή τοῦ Ἐκατόνταρχου, πορεύτηκε στὴν πατρίδα της, πέρα ἀπὸ τὰ βουνά, καὶ κεῖ ἔθαψε τὰ λείψανα σὲ τόπο γαλήνης κι ἀνάπαυσης, κὸντὰ στὸ φτωχικό της.
(Μιχαὴλ Σαντοβεάνου, τῆς Ρουμανικῆς Ἀκαδημίας
Μεταφρ. Ἀντώνη Μυστακίδη)