«Ζωὴ καὶ κοίμηση τῶν ἀθανάτων»
Στὸ Ὄρος γνώρισα καὶ τὴν ζωντάνια τῶν μοναχῶν μετὰ θάνατον. Ἔζησα τὰ σημάδια τῆς ζωῆς τους, τότε ποὺ ἡ ἀνθρώπινη αἴσθηση, ἀντίληψη καὶ ἐπιστήμη ἐπιβεβαιώνουν τὸ ἀμετάκλητο τοῦ τέλους της.
Μόλις ὑποχωρήσει ἡ παχύτητα τῆς βιολογικῆς ζωῆς, τότε ζωντανεύει ἡ σφριγηλότητα καὶ ζωντάνια τῆς ἀθάνατης καὶ αἰώνιας παρουσίας τους.
Σ’ ἕνα ἀπόμακρο κελλάκι τῆς ἀθωνικῆς ἐρήμου, ὡς ἱερομόναχος πλέον, εἶχα μία θαυμάσια ἐμπειρία κοιμήσεως ἑνὸς γνωστοῦ στὸν Θεό, ἀλλὰ ἀγνώστου καὶ σ’ ἐμένα καὶ στοὺς περισσότερους ἀσκητοῦ.
Θυμᾶμαι, πρὶν ἀπὸ χρόνια, ὅταν βρισκόμουν σὲ μιὰ καλύβη στὰ Καυσοκαλύβια, ἐπισκεπτόμενος δύο φίλους μου μοναχούς, αὐτὸς ὁ γέροντας, ποὺ ἔμενε σ’ ἕνα κοντινὸ ἐρημητήριο, μᾶς εἰδοποίησε νὰ πᾶμε νὰ μᾶς ἀναγγείλει κάτι πολὺ σημαντικό.
Τὸ σημαντικὸ ἦταν, ὅτι ἔφευγε ἐκείνη τὴν ὥρα ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο καὶ τὸ προαισθάνθηκε. Μᾶς παρακάλεσε λοιπὸν ὅλους μαζὶ νὰ τραβήξουμε, ὅπως λέμε στὴν καλογερικὴ γλῶσσα, ἕνα κομποσχοίνι γιὰ νὰ διευκολυνθεῖ ἡ ἀναχώρηση τῆς ψυχῆς του.
Εἶχε τέτοια λαχτάρα, τέτοια δίψα νὰ φύγει ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο, ποὺ ἐμεῖς δὲν τὴν καταλαβαίναμε, ἀλλὰ ὑπακούσαμε στὴν ἐπιμονή του καὶ ἀρχίσαμε νὰ εὐχόμαστε: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἀνάπαυσον τὸν δοῦλόν Σου… μοναχόν», παρεμβάλλοντας τὸ ὄνομά του.
Ἄρχισε ἐκεῖνος νὰ σταυροκοπιέται καὶ νὰ ἐπαναλαμβάνει: «Χριστὸς Ἀνέστη». Ἄλλον ἕναν σταυρό, καὶ πάλι «Χριστὸς Ἀνέστη». Ἐμεῖς «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἀνάπαυσον τὸν δοῦλόν Σου».
Καθὼς περνοῦσε ἡ ὥρα, σταδιακὰ ἡ φωνή του ἀποκτοῦσε περισσότερη εἰρήνη ἀλλὰ χαμηλότερη ἔνταση· κέρδιζε σὲ οὐράνια ἔκφραση ἀλλὰ ἔχανε σὲ χρόνο.
Σὲ λίγα λεπτὰ μάζεψε ὅλες τὶς δυνάμεις του καὶ δοξολογικὰ ἐπανέλαβε: «Χριστὸς Ἀνέστη! Ἀληθῶς Ἀνέστη!» καὶ ἔγειρε τὸ κεφάλι του ἀφήνοντας τὴν μισὴ πνοή του· τὴν μισὴ ἀπὸ τὴν ὁλόκληρη ποὺ τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, ὅπως ἔχει δώσει σὲ ὅλους μας· τὴν μισὴ ποὺ εἶναι ἀναγκαία γιὰ νὰ λειτουργεῖ τὸ σῶμα.
Καὶ κράτησε τὴν ὑπόλοιπη μισή· αὐτὴν ποὺ εἶναι ἀπαραίτητη, γιὰ νὰ ζεῖ αἰώνια ἡ ψυχή.
Αὐτὴν τὴν πνοὴ ποὺ ἀποτελεῖ τὴν πολυτιμότερη περιουσία κάθε ἀνθρώπου ἀπ’ αὐτὴν τὴν ζωή.
Αὐτὴν ποὺ λειτουργεῖ ὡς καύσιμο τῆς ἄλλης. Ἀμέσως εὐωδίασε ὁ τόπος…
Δὲν ξέρω ἂν αὐτὸ συνέβη ἀπὸ τὴν πνοὴ ποὺ ἔβγαλε ἢ ἀπὸ τὴν πνοὴ ποὺ κράτησε. Ἡ πρώτη ἦταν ἡ ἐπιβεβαίωση μιᾶς ἁγίας ζωῆς· ἡ δεύτερη, ἡ ἐπαγγελία μιᾶς αἰώνιας προοπτικῆς.
Τὸ σῶμα του διατηροῦσε ὑπερβατικὰ τὴν εὐκαμψία καὶ τὴν θερμότητά του καὶ ἀνέδιδε παρηγορητικὰ τὸ ἄρωμα τῆς ἁγιότητός του. Τὰ μάτια μας γέμισαν δάκρυα. Δὲν πενθούσαμε αὐτὸν ποὺ ἔφευγε· λυπόμασταν αὐτοὺς ποὺ ἔμεναν.
Ἀνάλογο περιστατικὸ μοῦ διηγήθηκε κατασυγκινημένος ἕνας ἁγιορείτης ἡγούμενος. Στὸ μοναστήρι ὑπῆρχε κάποιος μοναχὸς ἀρκετὰ ἀμελής.
Σπάνια πήγαινε στὶς ἀκολουθίες. Ἔμπαινε μέσα, προσκυνοῦσε τὶς εἰκόνες καὶ ἐξαφανιζόταν. Σὰν νὰ μὴν τὸν χωροῦσε ὁ τόπος. Κανεὶς δὲν ἤξερε, ποῦ πήγαινε. Κανεὶς δὲν γνώριζε, τί ἔκανε.
Εἶχε κι ἕνα ἀκόμη ἐλάττωμα. Ἔπινε. Μονίμως εὐωδίαζε… κρασί. Κανέναν δὲν ἐνοχλοῦσε. Κακὸ λόγο ποτὲ δὲν ἔβγαζε. Σὲ τίποτε ὅμως δὲν θύμιζε ἡ ζωή του μοναχό.
Πέρασε καιρὸς καὶ ὁ μοναχὸς ἐκοιμήθη. Ἡ ἀδελφότητα βυθίστηκε σὲ ἀγωνία. Ἀγωνία γιὰ τὴν ψυχή του, γιὰ τὴν σωτηρία του.
Ἔφυγε ἀπροετοίμαστος, ἀκοινώνητος γιὰ χρόνια, τουλάχιστον ἀπ’ ὅ,τι οἱ πατέρες ἔβλεπαν. Τὸν ξενύχτησαν μὲ δάκρυα στὰ μάτια, μὲ ἀναστεναγμοὺς θερμῆς προσευχῆς.
Ἔφθασε ἡ στιγμὴ τῆς ταφῆς.
Οἱ πατέρες γύρω ἀπὸ τὸ σκήνωμά του δὲν θρηνοῦν τὸν χωρισμὸ, ὅσο πάσχουν γιὰ τὸν θάνατο· τὸν ἀληθινὸ θάνατο τοῦ κοιμηθέντος ἀδελφοῦ.
Τὴν στιγμὴ ποὺ τὸν κατέβαζαν στὸν τάφο, ἀντὶ νὰ ἀντικρύσουν τὸν μοναχὸ γιὰ τελευταία φορά, διασταύρωσαν ὅλοι μὲ ἀπορία τὰ βλέμματά τους γιὰ πρώτη φορά.
Ὁ πιὸ ἁπλὸς ἀπὸ τοὺς πατέρες σπάει τὴν ἀμηχανία:
– Γέροντα, εὐωδιάζει, λέει ἐκφράζοντας ὅ,τι ὅλοι αἰσθάνονταν καὶ κανεὶς δὲν τολμοῦσε νὰ ὁμολογήσει.
Πράγματι, εὐωδίασε ὁ τόπος. Ὁ τάφος του γιὰ μέρες πιστοποιοῦσε κάποιο κρυμμένο μεγαλεῖο καὶ ἐπιβεβαίωνε τὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο μύριζε κρασί, αἰώνια ἀναδύει τὸ ἄρωμα τῆς θεϊκῆς χάριτος καὶ εὐαρέσκειας.
Πίσω ἀπὸ τὰ φαινόμενα τῶν ἀδυναμιῶν του, κρυβόταν ὁ θησαυρὸς μιᾶς ἁγίας ζωῆς καὶ μιᾶς μοναχικῆς ψυχῆς ποὺ σήμερα μὲν ἀναπαύει τοὺς ἀδελφούς της, γιὰ πάντα ὅμως ἀνέπαυε τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ.
Πόσο διαφορετικὸς εἶναι ὁ Θεὸς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους! Πόσο τὸ κριτήριό Του διαφέρει ἀπὸ τὶς κρίσεις μας!
Τὸ Ἅγιον Ὄρος ἀποτελεῖται ἀπὸ δύο λέξεις. Τὴν μία τὴν περπατᾶς μὲ τὰ πόδια· τὸ Ὄρος. Τὴν ἄλλη τὴν ἀνεβαίνεις μὲ τὴν προσευχή· τὴν ἁγιότητά σου.
Στὴν πρώτη, ἀνακαλύπτεις κορυφές.
Στὴν δεύτερη, σοῦ ἀποκαλύπτονται σπήλαια.
Τὰ σπήλαια τοῦ Ὄρους φανερώνουν πολὺ πιὸ πολλὰ, ἀπ’ ὅσα δείχνουν οἱ κορυφές του. Γιατὶ αὐτὰ κρύβονται, ἐνῶ αὐτὲς φαίνονται…