Κεφάλαιον ΚΣΤ´
Ποιά ἰατρεία πρέπει νὰ μεταχειριζώμαστε γιὰ νὰ μὴν ἐνοχλούμαστε στὰ σφάλματα καὶ τὶς ἀδυναμίες μας
Ἂν κάποτε πέσῃς σὲ κάποιο σφάλμα συγγνωστὸ ἢ στὰ λόγια ἢ στὰ ἔργα, δηλαδὴ νὰ συγχισθῇς μὲ κάποιο γεγονὸς ποὺ θὰ σοῦ συμβῇ, ἢ κατακρίνῃς ἢ ἀκούσῃς νὰ κατακρίνουν ἄλλοι, ἢ φιλονικήσῃς μὲ κάποιον ἢ δείξῃς ἀνυπομονησία ἢ περιέργεια ἢ ὑποψία ἄλλων ἢ πέσῃς σὲ ἀμέλεια, δὲν πρέπει πλέον νὰ συγχίζεσαι οὔτε νὰ ἀπελπίζεσαι καὶ νὰ λυπᾶσαι συλλογιζόμενος ἐκεῖνο ποὺ ἔκανες, ἄλλοτε νομίζοντας ὅτι δὲν πρόκειται νὰ γλυτώσῃς ἀπὸ τέτοιες ἀδυναμίες, ἄλλοτε ὅτι οἱ ἀτέλειές σου εἶναι αἰτία αὐτῶν καὶ ἡ ἀδύνατη προαίρεσίς σου, καὶ ἄλλοτε βάζοντας στὸ νοῦ σου ὅτι δὲν βαδίζεις πραγματικὰ στὴν ὁδὸ τοῦ Πνεύματος καὶ στὴν ὁδὸ τοῦ Κυρίου, καὶ φορτώνεις μὲ χίλιους φόβους τὴν ψυχή σου σὲ κάθε τι ποὺ συμβαίνει, ἀπὸ λύπη καὶ μικροψυχία σου.
Ἔτσι τί ἀκολουθεῖ; Τὸ νὰ ντρέπεσαι νὰ σταθῇς μπροστὰ στὸν Θεό, τὸ νὰ μὴν ἔχῃς θάρρος σ᾿ αὐτόν, σὰν νὰ μὴν τοῦ φύλαξες τὴν πίστι ποὺ ἔπρεπε καὶ τὸ νὰ πέφτῃς καὶ νὰ χάνῃς τὸν καιρὸ σκεπτόμενος τὰ πράγματα αὐτά, ψάχνοντας πόσο παρέμεινες στὸ κάθε πταῖσμα καὶ ἂν συγκατατέθηκες, ἂν θέλησες αὐτὰ ἢ ὄχι, ἂν ἀπέβαλες τὸν λογισμὸ ἐκεῖνον καὶ τὰ παρόμοια. Καὶ ὅσο περισσότερο λυπᾶσαι τόσο περισσότερο αὐξάνει ἡ ἀνορεξία καὶ ἐνόχλησις καὶ ἀνησυχία γιὰ νὰ ἐξομολογηθῇς. Ἀλλὰ καὶ ὅταν πηγαίνῃς στὴν ἐξομολόγησι, ἐξομολογεῖσαι μὲ ἕναν φόβο ἐνοχλητικό, καὶ ἀφοῦ πάλι πολὺ ξοδέψης καιρὸ στὴν ἐξομολόγησι, πάλι δὲν μπορεῖς νὰ ἔχῃς ἀναπαυμένο τὸ πνεῦμα σου, γιατὶ νομίζεις ὅτι δὲν τὰ εἶπες ὅλα. Καὶ ἔτσι περνᾷς μιὰ ζωὴ πικρὴ καὶ ἀνήσυχη μὲ μικρὸ καρπὸ χάνοντας τὸν καιρό σου. Καὶ αὐτὸ ὅλο γίνεται γιὰ νὰ σκεπτώμαστε καλύτερα τὴν φυσική μας χαυνότητα καὶ γιὰ νὰ μὴν ξέρουμε τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖον ἡ ψυχή μας πρέπει νὰ ἀσχολῆται (πραγματεύομαι) μὲ τὸν Θεό: δηλαδὴ καλύτερα νὰ μεταχειρίζεται ταπεινὴ μετάνοια καὶ ἐπιστροφὴ πρὸς τὸν Θεό, ὅταν πέσῃ σὲ κάποιο ἀπὸ τὰ συγγνωστὰ καὶ μὴ θανάσιμα ἁμαρτήματα, παρὰ νὰ λυπᾶται γι᾿ αὐτὰ καὶ νὰ στενοχωρῆται τόσο πολὺ καὶ νὰ ταράσσεται.
Εἶπα συγγνωστὰ ἁμαρτήματα γιατὶ μόνο σ᾿αὐτὰ εἶναι συνηθισμένη νὰ πέφτῃ ἡ ψυχὴ ἐκείνη ποὺ ζεῖ σύμφωνα μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἐδῶ ὑποθέσαμε, μιλώντας μόνο γιὰ ἐκείνους ποὺ ζοῦν Πνευματικὴ ζωὴ καὶ ζητοῦν νὰ προοδεύσουν πνευματικὰ καὶ βρίσκονται χωρὶς θανάσιμα ἁμαρτήματα. Γιατὶ γιὰ ἐκείνους ποὺ ζοῦν ἁπλῶς καὶ ὡς ἔτυχε καὶ μὲ θανάσια ἁμαρτήματα λυπώντας κάθε τόσο τὸν Θεό, χρειάζεται ἄλλου εἴδους συμβουλὴ καὶ παραγγελία καὶ δὲν εἶναι γι᾿ αὐτοὺς τὸ φάρμακο αὐτὸ ποὺ εἴπαμε· οἱ παρόμοιοι πρέπει νὰ ἐνοχλοῦνται καὶ νὰ κλαῖνε μὲ πόνο καὶ νὰ ἔχουν μεγάλο συλλογισμὸ ἐξετάζοντας πάντοτε τὴν συνείδησί τους καὶ νὰ ἐξομολογοῦνται γιὰ νὰ μὴ λείψουν ἐξ αἰτίας τῆς ἀδιαφορίας τους ἀπὸ τὴν ἀναγκαία ἰατρεία καὶ σωτηρία τους.
Λοιπὸν θέλοντας νὰ ποῦμε γιὰ τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ἡσυχία ποὺ πρέπει νὰ ἔχῃ ἐκεῖνος ποὺ δουλεύει καὶ ὑπηρετεῖ τὸν Θεό, λέμε ὅτι αὐτὴ ἡ ἐπιστροφὴ καὶ μετάνοια γιὰ νὰ εἶναι ὅλη ἀποθεμένη στὴν ἐλπίδα πρὸς τὸν Θεό, πρέπει νὰ ἐννοῆται ὄχι μόνο γιὰ τὰ ἐλαφριὰ καὶ καθημερινὰ πταίσματα, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ γιὰ τὰ μεγαλύτερα καὶ βαρύτερα καὶ συνηθισμένα, στὰ ὁποῖα καμμιὰ φορὰ πέφτει ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ ὄχι μόνο ἀπὸ ἀδυναμία καὶ χαυνότητα, ἀλλὰ μερικὲς φορὲς καὶ ἀπὸ κακία καὶ προαίρεσι (119). Διότι ἡ συντριβὴ ποὺ κάνει τὴν διάνοια τοῦ πνευματικοῦ ἀνθρώπου νὰ ταράσσεται καὶ νὰ ἀπορῇ, δὲν θὰ ὁδηγήσῃ ποτὲ τὴν ψυχὴ σὲ τέλεια στασιμότητα, ἂν δὲν ἑνωθῇ μὲ τὴν ἐμπιστοσύνη καὶ τὴν ἀγαπητὴ ἐλπίδα τῆς εὐσπαγχνίας καὶ ἀγαθότητος τοῦ Θεοῦ. Καὶ αὐτὸ κατὰ πρῶτον εἶναι ἀπαραίτητο καὶ ἀναγκαῖο γιὰ ἐκείνους ποὺ ἐπιθυμοῦν ὄχι μόνον νὰ βγοῦν ἀπὸ τὶς ταλαιπωρίες τους, ἀλλὰ καὶ νὰ ἀποκτήσουν μεγάλο βαθμὸ ἀρετῶν καὶ μεγάλη ἀγάπη καὶ ἕνωσι μὲ τὸν Θεό· πρᾶγμα τὸ ὁποῖο μὴ θέλοντας νὰ ἐννοήσουν πολλοὶ πνευματικοὶ ἄνδρες, παραμένουν πάντοτε μὲ μία καρδιὰ καὶ μὲ ἕνα νοῦ σχεδὸν ἀπελπισμένοι, ποὺ τοὺς κρατεῖ καὶ δὲν τοὺς ἀφήνει νὰ προχωρήσουν ἐμπρὸς ἢ νὰ γίνουν δεκτικοὶ τῶν μεγαλυτέρων χαρισμάτων, τὰ ὁποῖα ἔχει ἑτοιμάσει γι᾿ αὐτοὺς ὁ Θεὸς καὶ μέρα μὲ τὴν μέρα ζοῦν πολλὲς φορὲς μία ζωὴ ἄθλια καὶ ἀνώφελη καὶ ἄξια γιὰ νὰ τοὺς κλαίῃ κανείς. Διότι δὲν θέλουν παρὰ νὰ ἀκολουθοῦν τὴν δική τους φαντασία, μὴ δεχόμενοι τὴν ἀληθινὴ καὶ σωτήρια διδασκαλία ποὺ τοὺς κατευθύνει διὰ μέσου τῆς βασιλικῆς ὁδοῦ στὶς ὑψηλὲς καὶ σταθερὲς χριστιανικὲς ἀρετὲς καὶ στὴν εἰρήνη ἐκείνη ποὺ ἄφησε ὁ Χριστὸς στὴ γῆ λέγοντας: «Σᾶς ἀφήνω εἰρήνη· τὴν δική μου εἰρήνη σᾶς ἀφήνω» (Ἰω. 14,27).
Ἀκόμη ὀφείλουν οἱ παρόμοιοι κάθε φορὰ ποὺ θὰ βρεθοῦν σὲ κάποια ἐνόχλησι γιὰ κάποια ἀμφιβολία, νὰ δέχωνται τὴ συμβουλὴ τοῦ Πνευματικοῦ τους πατρὸς ἢ ἀπὸ κάποιον ἄλλον ποὺ τὸν θεωροῦν ἱκανὸ νὰ τοὺς δίνη παρόμοιες συμβουλὲς καὶ νὰ ἀφιερώνωνται σὲ αὐτὸ καὶ νὰ ἀναπαύωνται πλήρως. Καὶ ἐν συντομίᾳ, γιὰ νὰ τελειώσουμε τὸν λόγο, ὅσο γιὰ τὴν ἐνόχλησι ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὶς ἐλλείψεις, ἀκολουθεῖ τὸ ἑπόμενο κεφάλαιο.
Κεφάλαιον ΚΖ´
Ἡ ψυχὴ πρέπει νὰ εἰρηνεύῃ καὶ νὰ προοδεύῃ χωρὶς νὰ χάνῃ καιρὸ
Κάνε ἐκεῖνα ποὺ σοῦ εἶπα στὸ κστ´ κεφάλαιο τοῦ πρώτου μέρους, δηλαδὴ ὅλες τὶς φορὲς ποὺ θὰ δῇς τὸν ἑαυτό σου νὰ πέφτῃ σὲ κάποιο ἐλάττωμα ἀπὸ τὰ συγγνωστά, μικρότερο ἢ μεγαλύτερο, καὶ χίλιες φορὲς τὴν ἡμέρα νὰ τὸ κάνῃς αὐτὸ καὶ πάντοτε μὲ τὴν θέλησί σου καὶ ἐν γνώσει σου, μὴ συγχισθῇς μὲ ἐνοχλητικὴ λύπη καὶ μὴ ταραχθῇς, οὔτε νὰ χάνῃς πολὺ καιρὸ ἐξετάζοντάς το, ἀλλὰ ἀμέσως γνωρίζοντας ἐκεῖνο ποὺ ἔκανες, ταπεινώσου, καὶ βλέποντας τὴν ἀδυναμία σου, νὰ στραφῆς μὲ ἀγάπη στὸν Θεό σου καὶ μὲ τὸ στόμα ἢ καὶ μὲ τὸν νοῦ, νὰ πῇς πρὸς αὐτόν: «Κύριέ μου, ἐγὼ ἔκανα σὰν αὐτὸς ποὺ εἶμαι. Καὶ ἀπὸ ἐμένα δὲν μποροῦσε κανεὶς νὰ περιμένῃ τίποτε ἄλλο, παρὰ αὐτὰ τὰ ἐλαττώματα καὶ ἄλλα ἀκόμη. Καὶ δὲν θὰ παρέμενα μόνο σ᾿ αὐτά, ἂν δὲν ἦταν ἡ ἀγαθότητά σου νὰ μὲ βοηθῇ καὶ νὰ μὴ μὲ ἐγκαταλείπῃ. Σ᾿ εὐχαριστῶ γι᾿ αὐτό, γιατὶ μὲ ἐλευθέρωσες, καὶ πονῶ γιὰ ἐκεῖνο ποὺ ἔκανα, μὴ ἀνταποκρινόμενος στὴν χάρι σου. Συγχώρεσέ με καὶ δός μου τὴν χάρι ὥστε νὰ μὴ σὲ λυπήσω πλέον, καὶ νὰ μὴ μὲ χωρίσῃ κανένα πρᾶγμα ἀπὸ σένα, τὸν ὁποῖον πάντοτε θέλω νὰ ὑπηρετῶ καὶ νὰ ὑπακούω». Καὶ ἀφοῦ κάνῃς αὐτό, μὴ χάνῃς τὸν καιρὸ νὰ σκέπτεσαι ἢ νὰ νομίζῃς ὅτι ὁ Θεὸς δὲν σὲ συγχώρεσε. Ἀλλὰ μὲ πίστι καὶ ἀνάπαυσι προχῶρα μπροστά, ἀκολουθώντας πάντοτε τὰ συνηθισμένα σου γυμνάσματα, σὰν νὰ μὴν ἔπεσες σὲ κανένα σφάλμα.
Αὐτὸ πρέπει νὰ τὸ κάνῃς ὄχι μία φορά, ἀλλὰ ἂν εἶναι ἀνάγκη καὶ ἑκατὸ φορές, καὶ σὲ κάθε στιγμὴ καὶ μὲ τόσο θάρρος καὶ ἀνάπαυσι τὴν τελευταία φορά, ὅπως καὶ τὴν πρώτη. Γιατὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν τιμᾷς πολὺ τὴν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, τὸν ὁποῖο πάντοτε ὀφείλεις νὰ ἐννοῇς ὅτι εἶναι ὅλος ἀγαθὸς καὶ ἀπείρως σπλαγχνικὸς καὶ περισσότερο ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ μπορεῖς ἐσὺ νὰ σκεφθῇς. Καὶ ἔτσι δὲν θὰ ἐμποδισθῇ ποτὲ ἡ πρόοδός σου καὶ ἡ ὑπομονή σου καὶ ἡ πορεία σου πρὸς τὰ ἐμπρός. Γι᾿ αὐτὸ μὴ χάνῃς τὸν καιρό σου ἄδικα καὶ τὸν καρπό.
Μπορεῖς ἀκόμη νὰ μένῃς εἰρηνικός, ὅταν πέφτῃς σὲ κάποιο ἀπὸ τὰ ἀνωτέρω ἐλαττώματα, ἐνεργώντας μὲ τὸν ἑξῆς τρόπο: Μὲ τὸ νὰ παρακινῆσαι μὲ κάποια ἐσωτερική σου ἐνέργεια στὸ νὰ ἀναγνωρίζῃς τὴν ἀθλιότητά σου καὶ νὰ ταπεινώνεσαι μπροστὰ στὸν Θεό. Καὶ μὲ μία ἄλλη ἐνέργεια· μὲ τὸ νὰ ἀναγνωρίζῃς τὴν ἐλεημοσύνη τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔκανε σὲ σένα καὶ νὰ τὸν ἀγαπᾷς καὶ νὰ τὸν ἐξυψώνῃς περισσότερο, μὲ τὴν βοήθεια ποὺ θὰ σοῦ δώσῃ ὁ Θεός. Σὲ αὐτὸ ποὺ εἴπαμε πρέπει νὰ προσέχουν ἐκεῖνοι ποὺ ἐνοχλοῦνται καὶ ἀποροῦν καὶ διστάζουν, ὅταν τύχη νὰ σφάλλουν, νὰ ἰδοῦν πόσο μεγάλη εἶναι ἡ τύφλωσί τους, ἐπειδὴ προχωρώντας μὲ τόση ζημιά τους, χάνουν τὸν καιρό. Γι᾿ αὐτό, καὶ ἀναφέρουμε σ᾿ αὐτοὺς αὐτὴ τὴν εἴδησι, ποὺ εἶναι ἕνα κλειδί, μὲ τὸ ὁποῖο μπορεῖ ἡ ψυχὴ νὰ ἀνοίγῃ μεγάλους θησαυροὺς πνευματικοὺς καὶ σὲ λίγο καιρὸ νὰ πλουτήσῃ μὲ τὴν χάρι τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸν Ὁποῖον πρέπει κάθε δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνησις μαζὶ μὲ τὸν Ἄναρχο Πατέρα του καὶ τὸ Πανάγιο Αὐτοῦ Πνεῦμα τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς ἀτέλειωτους αἰῶνες. Ἀμήν.