Ἔπειτα ἀπὸ τὸ πάρσιμο τῶν Σαλώνων ἀπὸ τὸν Πανουργιά, τῆς Λειβαδιὰς ἀπὸ τὸν Θανάση Διάκο καὶ τῆς Θήβας ἀπὸ τὸ πρωτοπαλίκαρό του, τὸν Βασίλη Μποῦσγο, ἕνας ἄλλος ξακουστὸς καπετάνιος τῆς Ρούμελης, ὁ Γιάννης Δυοβουνιώτης μπλοκάρησε τοὺς Τούρκους στὸ δυνατὸ καὶ σ’ ἀπόκρημνα μέρη κάστρο τῆς Μπουδουνίτσας. Ὁ Δυοβουνιώτης εἶχε γεννηθεῖ στὸ χωριὸ Δυὸ Βουνά, ἀπ’ ὅπου καὶ πῆρε τ’ ὄνομά του. Δὲν ἦταν πιὰ νέος μέτραγε πενῆντα ὀχτὼ χρόνια ζωῆς, ποὺ τὰ πιότερα ἀπ’ αὐτὰ τὰ ἔζησε ἀρματολὸς καὶ κλέφτης. Μὲ μουστάκες ὡς τ’ αὐτιά, μὲ τὰ γκρίζα μαλλιά του ποὺ πέφτανε πλούσια στοὺς ὤμους του, μὲ τὴ φωνάρα του καὶ τὸ δασύτριχο στῆθος του στάθηκε ἕνας ἀπὸ τοὺς γραφικοὺς τύπους τοῦ Εἰκοσιένα.
Μπροστὰ στὴν Μπουδουνίτσα ἔσμιξε τὸν Δυοβουνιώτη ὁ Διάκος. Μὰ ὅπως τὸ κάστρο μποροῦσε νὰ παρθεῖ μονάχα ἀπὸ πεῖνα, ἄφησαν μιὰ δύναμη νὰ τὸ πολιορκεῖ κι αὐτοὶ τράβηξαν νὰ πιάσουν τὰ περάσματα στὸν Σπερχειό.
Καὶ εἴχανε δίκιο. Γιατί ἀπὸ τὴ μιὰ οἱ Τοῦρκοι τῆς Μπουδουνίτσας, καθὼς δὲν τοὺς ἀπόμεινε πιὰ τίποτα νὰ φᾶνε, ἔπειτα ἀπὸ λίγες μέρες παραδόθηκαν καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη, δυνατὸ τούρκικο ἀσκέρι ἑτοιμαζόταν νὰ περάσει ἀπὸ τὸ Ζητούνι, ὅπως λέγανε τότε τη Λαμίᾳ, καὶ νὰ ροβολήσει κατὰ κάτω.
Ὅταν ὁ Χουρσὶτ πασᾶς, ὁ σερασκέρης της ἐκστρατείας ἐνάντια στὸν Ἀλήπασα, ἔμαθε πὼς ἡ φωτιὰ τῆς ἀποστασίας ἁπλώθηκε στὴν ἀνατολικὴ Ρούμελη, κατάλαβε πὼς βρισκόταν μπροστὰ σὲ μιὰ γενικὴ ἐξέγερση τῶν ἄπιστων Γιουνάνηδων καὶ πὼς οἱ δυνάμεις τοῦ Γιουσοὺφ πασᾶ καὶ τοῦ κεχαγιά του Μουσταφάμπεη δὲν ἦταν, παρ’ ὅλα τὰ κατορθώματά τους, ἀρκετὲς νὰ ξεπαστρέψουν τοὺς ζορμπάδες.
Ἀποφάσισε λοιπὸν νὰ οἰκονομήσει ὅσο πιότερο στρατὸ μποροῦσε γιὰ νὰ πνίξει στὰ γεννοφάσκια της τὴν Ἐπανάστασή μας. Διάλεξε δυὸ στρατηγοὺς νὰ φέρουν σὲ τέλος το σκοπό του. ὁ ἕνας ἦταν ὁ ἀδελφικός του φίλος Κιοσὲ Μεχμὲτ πασᾶς κι ὁ ἄλλος ὁ Ἀρβανίτης Ὀμὲρ Βρυώνης, ποὺ εἶχε διοριστεῖ πρὶν ἀπὸ λίγο καιρὸ πασᾶς στὸ Μπεράτι. Ἀπὸ τοὺς δυὸ καλύτερος ὁ δεύτερος. Εἶχε ὄνομα τρανοῦ πολεμάρχη καὶ λέγανε πὼς καταγόταν ἀπὸ παλιὰ χριστιανικὴ φαμελιά. Ἡ ἀρχιστρατηγία ὅμως δόθηκε στὸν Κιοσὲ Μεχμὲτ ὅπως, ἐξ αἰτίας τοῦ Ἀλήπασα, δὲν ἐμπιστεύονταν τότε τόσο τοὺς Τουρκαρβανίτες.
Τ’ ἀσκέρι τους μέτραγε ὀχτὼ χιλιάδες πεζούρα καὶ χίλιους καβαλαραίους, δύναμη ποὺ φαινόταν πὼς ἔφτανε καὶ παραέφτανε νὰ ξεπαστρέψει τίς μικρὲς καὶ σκόρπιες δυνάμεις τῶν ξεσηκωμένων. Ἡ διαταγὴ ποὺ εἴχανε ἦταν, ἀφοῦ πρὶν ξεκαθαρίσουν τὰ ἐπαναστατικὰ σώματα τῆς Ρούμελης, νὰ περάσουν στὸ Μοριᾶ, γιὰ νὰ δώσουν, μαζὶ μὲ τοὺς πολιορκημένους στὰ κάστρα, τὸ χτύπημα τοῦ θανάτου στοὺς ξεσηκωμένους. Καὶ τόση στεκόταν ἡ πεποίθηση τοῦ Χουρσὶτ πὼς ὅλα θὰ πᾶνε ὅπως τὰ λογάριαζε, ποὺ ὀνόμασε τὸν Κιοσὲ Μεχμὲτ πασᾶ προσωρινὸ στὴ θέση του βαλῇ του Μόρια.
Μὲ τὸν Διάκο καὶ τὸν Δυοβουνιώτη ἔσμιξε κι ὁ ἥρωας τῶν Σάλωνων, ὁ Πανουργιάς. Χτύπησαν τοὺς Τούρκους τοῦ Πατρατσικιοῦ, τῆς σημερινῆς Ὑπάτης, δίχως ὅμως νὰ μπορέσουν νὰ τοὺς ἐξοντώσουν. Ὅταν μάθανε πὼς ἔρχονται οἱ δυὸ πασᾶδες τοὺς παρατάνε κι ἀποτραβιοῦνται στοὺς Κομποτάδες. Κάνουνε, στὶς 20 τοῦ Ἀπρίλη, συμβούλιο κάτω ἀπὸ τὸ αἰωνόβιο πλατάνι τοῦ χωριοῦ κι ἀποφασίζουν ν’ ἀντιβγοῦνε στὰ στενὰ στὸν ἐχθρὸ ὅσος κι ἂν εἶναι.
Ὁ Πανουργιὰς εἶχε ἴσαμε ἐξακόσιους Σαλωνίτες, ὁ Διάκος πεντακόσιους Λειβαδίτες κι ὡς τετρακόσιους ἀπὸ τὰ γύρῳ μέρη ὁ Δυοβουνιώτης. Αὐτοὶ οἱ χίλιοι πεντακόσιοι θ’ ἀντιβγοὺν σ’ ἐννιὰ χιλιάδες Τούρκους.
Ὁ Πανουργιάς, ποὺ τὸν ἀκολουθοῦσε ὁ ἐπίσκοπος τῶν Σαλώνων Ἠσαΐας, ἔπιασε τὸ Μουσταφάμπεη καὶ τὴ Χαλκωμάτα, ὁ Δυοβουνιώτης τὸ γεφύρι του Γοργοπόταμου κι ὁ Θανάσης Διάκος τῆς Ἀλαμάνας. Μόλις πρόφτασαν νὰ στήσουν καραούλια, 23 του Ἀπρίλη, καὶ φάνηκε τὸ τούρκικο ἀσκέρι.
Ὁ Ὀμὲρ Βρυώνης, ποὺ ἦταν ἡ προφυλακή, τραβᾷ στὸ Λιανοκλάδι νὰ χτυπήσει τὸν Δυοβουνιώτη καὶ τὸν Πανουργιά. Ὁ Κιοσὲ Μεχμὲτ ξεχύνεται ἀπὸ τὸ Ζητούνι νὰ διαβεῖ ἀπὸ τὸ γεφύρι της Ἀλαμάνας.
Πρῶτος πισωδρομάει ὁ Δυοβουνιώτης. Παρατᾷ τὸ Γοργοπόταμο κι ἀποτραβιέται στὰ Δυὸ Βουνὰ ν’ ἀσφαλιστεῖ.
Ἀντιβγαίνει στὸν Ὀμὲρ Βρυώνη ὁ Πανουργιάς, μὰ μπροστὰ στὸ πλῆθος καὶ τὴν ὁρμὴ τῶν Τούρκων δειλιάζουν τὰ παλικάρια του καὶ σκορπᾶνε.
Μαζί τους κι ὁ ἥρωας δεσπότης Ἠσαΐας. Χοντρὸς καὶ ἡλικιωμένος καθὼς ἦταν, λαχανιάζει νὰ προφτάσει ὅσους φεύγανε, μὰ δὲν τὰ καταφέρνει. Τὸν παίρνει στὶς πλάτες του ἕνα θηρίο, ὁ Μαρκόπουλος. Τὸν πάει κάμποσο διάστημα, μὰ τὸ βάρος τοῦ δεσπότη τὸν τσακίζει.
— Παιδί μου, τοῦ λέει ὁ Ἠσαΐας, παράτησέ μὲ γιατί ἄδικα κι ἐσὺ θὰ χαθεῖς, ποὺ εἶσαι πιὸ χρήσιμος ἀπὸ μένα στὸν πόλεμο.
Σιμώνουν οἱ Τοῦρκοι τὸν δεσπότη. Γονατίζει, σηκώνει τὸ κεφάλι του, κοιτάζει τὸν οὐρανὸ καὶ λέει:
— Παναγιά μου, σῶσε τὴν πατρίδα μας! Τὴν ἴδια στιγμὴ πέφτει στὴ γῆ κομμένο ἀπὸ γιαταγάνι τὸ κεφάλι του.
Ὁ Διάκος στὴν Ἀλαμάνα ἔπρεπε τώρα ν’ ἀντιβγεὶ στ’ ἀσκέρια τῶν δυὸ πασάδων. Τί τοῦ ἀπόμενε νὰ κάνει; Τί ἄλλο παρὰ νὰ πισωδρομήσει κι αὐτός. Ν’ ἀντισταθεῖ στὸ μπούγιο τοῦ ἐχθροῦ θατανε σίγουρος χαμός. Κι ὅμως τὸν πρόκρινε. Πρὶν ἀπὸ λίγες μέρες μιλῶντας στὸ λαὸ τῆς Λειβαδιὰς εἶχε πεῖ πὼς ἦρθε ὁ καιρὸς νὰ μάθουν οἱ Ἕλληνες νὰ μὴ φεύγουν μπροστὰ στὸν Τοῦρκο. Καὶ τώρα ἔφτασε ἡ ὥρα ν’ ἀρνηθεῖ ἢ νὰ κρατήσει τὰ ὅσα ἔλεγε. Διάλεξε τὸ δεύτερο.
Στέλνει τὰ πρωτοπαλίκαρά τοῦ Μπακογιάννη καὶ Καλύβα νὰ ξεθαρρέψουν ἐκείνους ποὺ κράταγαν τὸ γεφύρι. Καὶ τοῦτοι οἱ ἀθάνατοι ἄντρες ἀποφασίζουν νὰ δώσουν πρῶτοι τὸ παράδειγμα τῆς θυσίας. Μαζὶ μ’ ἄλλους δυὸ ἥρωες, ποὺ ἡ παράδοση δὲ μᾶς ἔσωσε τὰ ὀνόματά τους, περνᾶνε τὸ γιοφύρι καὶ πιάνουν ἕνα παλιοχάνι. Τέσσερα καριοφίλια θ’ ἀντιβγαίνανε σὲ χιλιάδες τούρκικα ντουφέκια!
Ὁ Διάκος κράταγε τὰ Ποριά. Ξεχύνονται σὲ γιουρούσι οἱ Τοῦρκοι. Ὁ Βασίλης Μποῦσγος λέει στὸν καπετάνιο πὼς ἄλλο τίποτα δὲν ἀπόμενε παρὰ νὰ παρατήσουν τὸν ἄνισο κι ἄσκοπο πιὰ ἀγῶνα καὶ νὰ βροῦνε σωτηρία στὰ βουνά. Ἀρνιέται. Ὁ σεΐζης τοῦ φέρνει τὴ φοράδα του, τὴν Ἀστέρω.
— Καπετάνιε, ἄδικα θὰ χαθοῦμε!
— Ὁ Διάκος δὲν παρατᾷ τοὺς συντρόφους του! τοὺς ἀποκρίνεται δείχνοντας ἐκείνους ποὺ κράταγαν τὸ παλιοχάνι.
Ἀπόμειναν πενῆντα γύρῳ, γύρω του. Οἱ ἄλλοι σκόρπισαν. Καὶ νά, σκοτώνεται δίπλα του ὁ ἀδερφός του, ὁ Γ. Μασαβέτας. Μὰ ἡ καρδιὰ τοῦ Διάκου δὲ λυγᾷ, ὅπως δὲ λύγισε, στὸ ἴδιο κεῖνο μέρος, ἡ καρδιὰ τοῦ Λεωνίδα.
Παράδοξη σύμπτωση; Ἴσως. Ἄς μὴν ξεχνάμε ὅμως πὼς οἱ Ἕλληνες τοῦ Εἰκοσιένα εἴχανε, καθὼς εἴπαμε, παράδειγμα στὸν ἀγῶνα τους γιὰ λευτεριὰ τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες. Καὶ τ’ ὄνομα τοῦ Λεωνίδα βρισκόταν ἀδιάκοπα στὰ χείλια ὅλων. Ἡ φανταστικὴ μορφή του ἔσκιζε τίς θάλασσες σὲ τόσα ἀκρόπρωρα καραβιῶν μας… Τῇ χρυσῇ ἐκείνῃ ὥρᾳ τῆς ἄνοιξης ξαναζοῦσε στὶς Θερμοπύλες, ἔπειτα ἀπὸ δυὸ χιλιάδες τρακόσια χρόνια, ἡ ἄσκοπη φαινομενικὰ θυσία — ἡ θυσία ποὺ γίνεται σύμβολο, ποὺ γίνεται δύναμη, ποὺ γίνεται θρίαμβος, ποὺ γίνεται ἀθανασία μέσα ἀπό το θάνατο. Ἡ θυσία τῆς ἀνάστασης. Ὁ μυθικὸς φοίνικας ξαναγεννιόταν ἀπὸ τὴ στάχτη του.
Οἱ λίγοι Ἕλληνες πολεμᾶνε πιὰ στῆθος μὲ στῆθος μὲ τοὺς Τούρκους. Δὲ δουλεύουν τὰ ντουφέκια, παρὰ μονάχα οἱ μπιστόλες, οἱ πάλες, τὰ γιαταγάνια. Μιὰ σφαῖρα χτυπᾷ στὴν ωμοπλάτη τὸν Διάκο. Παράλυσε τὸ δεξί του χέρι. Μὲ τ’ ἀριστερὸ κρατᾷ τὸ σπασμένο κι αὐτὸ σπαθί του. Ἕνας ἀπομένει ἀκόμα ζωντανὸς δίπλα του, ὁ Μποῦσγος. Χυμᾷ — γίγαντα τὸν κάνει ἡ ἀπελπισία—σκίζει τοὺς Τούρκους καὶ γλιτώνει. Τὸν Διάκο τὸν πιάνουν ζωντανό. Δένουν πισθάγκωνα τὰ χέρια του καὶ τοῦ πεδουκλώνουν μ’ ἁλυσίδες τὰ ποδάρια του. Τὸν φορτώνουν σὲ μουλάρι. Καθὼς τὸν πάγαιναν καὶ πέρναγε μπροστὰ στὸ χάνι ὅπου ἀκόμα πολεμοῦσαν οἱ τέσσερεις ἀθάνατοι Ἕλληνες, φωνάζει:
— Μπακογιάννη, Καλύβα, δέκα χιλιάδες μὲ κρατᾶνε!
Καὶ τότε ἐκεῖνοι οἱ τέσσερεις ἀνοίγουν τὴν πόρτα καὶ χύνονται πάνω στὶς χιλιάδες τῶν Τούρκων νὰ τὸν λευτερώσουν! Μὰ δὲν πρόλαβαν βέβαια νὰ σιμώσουν. Τὰ κουφάρια τους, ποὺ τὰ σκύλευσαν οἱ ἐχθροί, δόξασαν γιὰ πάντα τη γῆ ποὺ βγάλανε τὴν ὕστερη πνοή τους.
Πῆγαν τὸν Διάκο στοὺς πασᾶδες.
— Πῶς σ’ ἔπιασαν, ωρὲ Διάκο, ζωντανό; τὸν ρωτᾷ ὁ Ὀμὲρ Βρυώνης.
— Ἄν ἤξερα πὼς δὲ θὰ σκοτωνόμουνα, τοῦ ἀποκρίνεται, θὰ κράταγα μιὰ ριξιὰ στὴ μπιστόλα μου γιὰ μένα.
Ὁ Κιοσὲ Μεχμὲτ πασᾶς τὸν ρωτᾷ:
— Γιατί κάνατε ζορμπαλίκι; Τί γυρεύετε;
— Πήραμε τ’ ἅρματα γιὰ νὰ ξεσκλαβωθοῦμε.
— Ἄν θὲς νὰ μᾶς δουλέψεις σοῦ χαρίζω τὴ ζωή.
— Δὲ σᾶς δουλεύω, πασᾶ.
— Θὰ σὲ ξεκάνω, ωρὲ Διάκο.
— Σκότωσέ με. Νὰ ξέρεις ὅμως πὼς ἡ πατρίδα μου ἔχει πολλοὺς ὡσὰν ἐμένα.
Ἀποφάσισαν παράδειγμα τρόμου νὰ γίνει τὸ τέλος του. Θὰ τὸν σούβλιζαν.
Τὴν ἄλλη μέρα τὸν πήρανε νὰ τὸν πᾶνε στὸ Ζητούνι, νὰ μαρτυρήσει μπροστὰ σ’ ὅλη τὴν Τουρκιά. Τοῦ δίνουνε νὰ κρατᾷ τὴ σούβλα. Τὴν πετᾷ φωνάζοντας:
— Ωρὲ Ἀρβανῖτες, δὲν εἶναι κανένας ἀπὸ σᾶς παλικάρι νὰ μὲ ξεκάνει μὲ τὴν μπιστόλα του, παρὰ ἀφήνετε τοὺς χαλδούπηδες νὰ μὲ τυραννᾶνε; Δὲν εἶμαι κακοῦργος. Γιὰ τὸ μιλέτι μου πολέμησα.
Ἡ Τουρκιὰ — γυναῖκες, γέροι, ἄντρες, παιδιὰ — δὲ συγκινιέται ἀπὸ τὸ μαρτύριο τοῦ ἥρωα. Τὸν βρίζουνε, τὸν φτύνουνε, λυσσομανάνε.
Ἤτανε ἡ πιὸ γλυκιὰ ὥρα τοῦ χρόνου· ἄνοιξη, Κυριακὴ 24 τοῦ Ἀπρίλη. Οἱ μακελάρηδες ἀνάβουν τὴ φωτιά, ὅπου θὰ ψηνόταν, ὡσὰν τ’ ἀρνιὰ τὸ Πάσχα, ὁ ἥρωας. Ἡ παράδοση λέει πὼς τότε ὁ Διάκος, ρίχνοντας μιὰ ματιὰ ὁλόγυρα — στὸν οὐρανό, στὰ βουνά, στοὺς κάμπους τῆς πατρίδας, εἶπε τούτους ἐδῶ τοὺς δυὸ στίχους:
Γιὰ δὲς καιρὸ ποὺ διάλεξε ὁ χάρος νὰ μὲ πάρει,
τώρα π’ ἀνθίζουν τὰ κλαριὰ καὶ βγάζει ἡ γῆς χορτάρι.
Τὸν σούβλισαν κι ἔπειτα τὸν σιγόψησαν ὥσπου νὰ βγεῖ ἡ ψυχή του.
Ἡ Νέα Ἑλλάδα εἶχε ἀποχτήσει ὄχι μονάχα ἕναν ἀκόμα μάρτυρα, παρὰ καὶ τίς Θερμοπύλες της.