Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Τώρα ποὺ θὰ φύγω καὶ θὰ πάω στὰ ξένα
    καὶ θὰ ζοῦμε μῆνες, χρόνους χωρισμένοι,
    ἄφησε νὰ πάρω κάτι κι ἀπὸ σένα,
    γαλανὴ πατρίδα πολυαγαπημένη,
    ἄφησε μαζί μου φυλαχτὸ νὰ πάρω
    γιὰ τὴν κάθε λύπη κάθε τι κακό,
    φυλαχτὸ ἀπὸ ἀρρώστια, φυλαχτὸ ἀπὸ Χάρο,
    μόνο λίγο χῶμα, χῶμα ἑλληνικό.

  • !

    Θὲ νὰ σὲ κρεμάσω φυλαχτὸ στὰ στήθια,
    κι ὅταν ἡ καρδιά μου φυλαχτὸ σὲ βάλει
    ἀπὸ σὲ θὰ παίρνει δύναμη βοήθεια,
    μὴν τὴν ξεπλανέψουν ἄλλα, ξένα κάλλη.

  • !

    Ἔτσι κι ἂν σὲ ξένα χώματα πεθάνω,
    καὶ τὸ ξένο μνῆμα θἆναι πιὸ γλυκὸ
    σὰ θαφτεῖς μαζί μου στὴν καρδιά μου ἐπάνω,
    χῶμα ἀγαπημένο, χῶμα ἑλληνικό.

Χῶμα ἑλληνικό

 

Δροσίνης γράφει (Ἡμερολόγιο Γ. Δροσίνη σ.σ. 5-6):

“Τὸ “Χῶμα ἑλληνικὸ” γράφτηκε στὴ Λειψία, τὸ Φθινόπωρο τοῦ 1885, μία μέρα βροχερὴ καὶ τόσο σκοτεινιασμένη, ποὺ ἄναψα τὴν κρεμαστὴ λάμπα τοῦ γκαζιοῦ στὴν κάμαρά μου… πρωτόφταστος ἐκεῖ, ξένος ἀκόμη στὴ στοργικὴ πόλη ποὺ μὲ τὸν καιρὸ τόσο ἀγάπησα, ἔνιωσα μιὰ νοσταλγία γιὰ τὴν Ἑλλάδα ποὺ μοῦ’ φερνε τὰ δάκρυα στὰ μάτια καὶ τὴν ἀπελπισία στὴν ψυχὴ καὶ στὸ ξεχείλισμά της κάθισα κάτω ἀπὸ τὸ φῶς καὶ ἔγραψα χωρὶς διακοπή, σὰν κάποιος νά μου τὸ ὑπαγόρευε σὲ αὐτὰ κι ὁδηγοῦσε τὸ χέρι μου”.

 

Τώρα ποὺ θὰ φύγω καὶ θὰ πάω στὰ ξένα

καὶ θὰ ζοῦμε μῆνες, χρόνους χωρισμένοι,

ἄφησε νὰ πάρω κάτι κι ἀπὸ σένα,

γαλανὴ πατρίδα πολυαγαπημένη,

ἄφησε μαζί μου φυλαχτὸ νὰ πάρω

γιὰ τὴν κάθε λύπη κάθε τι κακό,

φυλαχτὸ ἀπὸ ἀρρώστια, φυλαχτὸ ἀπὸ Χάρο,

μόνο λίγο χῶμα, χῶμα ἑλληνικό.

 

Χῶμα δροσισμένο μὲ νυχτιᾶς ἀγέρι,

χῶμα βαφτισμένο μὲ βροχὴ τοῦ Μάη,

χῶμα μυρισμένο ἀπ ̓ τὸ καλοκαίρι,

χῶμα εὐλογημένο, χῶμα ποὺ γεννάει

μόνο μὲ τῆς Πούλιας τὴν οὐράνια χάρη,

μόνο μὲ τοῦ ἥλιου τὰ θερμὰ φιλιά,

τὸ μοσχάτο κλῆμα τὸ ξανθὸ σιτάρι,

τὴ χλωρὴ τὴ δάφνη, τὴν πικρὴν ἐλιά.

 

Χῶμα τιμημένο, ποὔχουν ἀνασκάψει

γιὰ νὰ θεμελιώσουν ἕναν Παρθενώνα,

χῶμα δοξασμένο, ποὔχουν ροδοβάψει

αἵματα στὸ Σούλι καὶ στὸ Μαραθώνα,

χῶμα πὄχει θάψει λείψαν ̓ ἁγιασμένα

ἀπ ̓ τὸ Μεσολόγγι κι ἀπὸ τὰ Ψαρὰ

χῶμα ποὺ θὰ φέρνει στὸν μικρὸν ἐμένα

θάρρος, περηφάνια, δόξα καὶ χαρά.

 

Θὲ νὰ σὲ κρεμάσω φυλαχτὸ στὰ στήθια,

κι ὅταν ἡ καρδιά μου φυλαχτὸ σὲ βάλει

ἀπὸ σὲ θὰ παίρνει δύναμη βοήθεια,

μὴν τὴν ξεπλανέψουν ἄλλα, ξένα κάλλη.

Ἡ δική σου ἡ χάρη θὰ μὲ δυναμώνει,

κι ὅπου κι ἂν γυρίσω, κι ὅπου κι ἂν σταθῶ

σὺ θὲ νὰ μοῦ δίνεις μιὰ λαχτάρα μόνη,

πότε στὴν Ἑλλάδα πίσω θὲ νὰ ̔ρθῶ.

 

Κι ἂν τὸ ριζικό μου-ἔρημο καὶ μαῦρο-

μοὔγραψε νὰ φύγω καὶ νὰ μὴ γυρίσω,

τὸ στερνὸ συχώριο εἰς ἐσένα θἄβρω,

τὸ στερνὸ φιλί μου θὲ νὰ σοῦ χαρίσω.

Ἔτσι κι ἂν σὲ ξένα χώματα πεθάνω,

καὶ τὸ ξένο μνῆμα θἆναι πιὸ γλυκὸ

σὰ θαφτεῖς μαζί μου στὴν καρδιά μου ἐπάνω,

χῶμα ἀγαπημένο, χῶμα ἑλληνικό.