Ὅσιος Γεώργιος (Καρσλίδης) τῆς Δράμας (1901-1959)
Ὅταν ἐρχόμασταν στὸν Γέροντα, δὲν κοινωνούσαμε πάντοτε.
Κάθε φορᾶ ποὺ ἐρχόμουν, τὸν ρωτοῦσα:
-Πάτερ, θὰ κοινωνήσω;
-Ὁ Θεὸς ξέρει, τὸ πρωὶ θὰ σοῦ πῶ ἂν θὰ κοινωνήσεις ἢ ὄχι, ἀπὸ τώρα δὲν τὸ ξέρω, ἀπαντοῦσε.
Ὁ Γέροντας ὅταν κοινωνοῦσε δὲν μιλοῦσε, ὅμως ὅποιον θὰ τὸν κοινωνοῦσε τὸν ἔχριε.
Κάποια φορᾶ, ἔμενα μ’ ἔχρισε καὶ πῆγα στὴ σειρὰ γιὰ νὰ κοινωνήσω. Ἀπὸ πίσω μου ἦταν μία γυναίκα, ποὺ ὁ Γέροντας δὲν τὴν ἔχρισε, μόνο τῆς εἶπε: «Πρῶτα νὰ πᾶς νὰ ἐξομολογηθεῖς».
Ὅμως ἐκείνη δὲν τὸν ἄκουσε καὶ ἦρθε μπροστὰ στὴ θεία κοινωνία.
Τότε ὁ Γέροντας κοίταξε μία τὸ ἅγιο Ποτήριο καὶ μία τὴ γυναῖκα. Ἐκείνη δὲν ἔφευγε ἀπὸ ἐκεῖ καὶ ὁ κόσμος τὴν πῆρε στὴν ἄκρη.
Μετά, ἀφοῦ ἄφησε τὸ ἅγιο Ποτήριο, τῆς εἶπε:
-Τί ἤθελες νὰ πάρεις ἐσύ; Τὸ ἅγιο Ποτήριο φωτιὰ ἔβγαζε, φωτιὰ ἤθελες νὰ πάρεις; Νὰ πᾶς νὰ μιλήσεις μὲ τ’ ἀδέλφια σου, νὰ ταιριάσεις τὰ κληρονομικά σου, νὰ ἐξομολογηθεῖς καὶ μετὰ νὰ κοινωνήσεις. Ἔχεις δίκαιο ἀλλὰ πρέπει νὰ ὑποκύψεις.
Ἡ γυναίκα ἐκείνη ἔμεινε ἄφωνη μὲ αὐτὰ ποὺ ἄκουγε.
Ὁ Γέροντας ἔλεγε:
-Ἂν εἶσαι μαλωμένος, δὲν ἔχεις δικαίωμα νὰ πᾶς στὴ Θεία Κοινωνία, γιατί ἂν θὰ κοινωνήσεις, φωτιὰ θὰ πάρεις. Θὰ πᾶς τρεῖς φορὲς νὰ τὸν βρεῖς καὶ νὰ συμφιλιωθεῖς μαζί του. Ἂν σὲ δεχθεῖ, καλά, ἂν ὄχι, μετὰ ἔχεις δικαίωμα νὰ κοινωνήσεις.