Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Εἶναι ἀλήθεια, ὅτι κάθε ἄνθρωπος πάρα πολὺ συχνὰ γιὰ κάποιον καὶ γιὰ κάτι παραπονεῖται. Τὸ νήπιο κλαίει καὶ παραπονεῖται, νομίζοντας, ὅτι ἡ μητέρα δὲν τὸ προσέχει. Οἱ σύζυγοι παραπονοῦνται ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλον, γιὰ ἔλλειψη ἀλληλοκατανοήσεως καὶ ἀγάπης. Οἱ γονεῖς ἔχουν συνεχῶς παράπονα γιὰ τὰ παιδιά τους, «δὲν μᾶς ἀκοῦνε, δὲν μᾶς σέβονται». Τὰ παιδιὰ παραπονοῦνται, ὅτι οἱ γονεῖς δὲν τὰ καταλαβαίνουν. Οἱ μαθητὲς παραπονοῦνται γιὰ τοὺς δασκάλους των. Τὸ ἴδιο καὶ οἱ δάσκαλοι γιὰ τοὺς μαθητές. Οἱ προϊστάμενοι γιὰ τοὺς ὑπαλλήλους καὶ τὸ ἀντίθετο.
    Ἄλλοι παραπονοῦνται κατὰ τοῦ κράτους, ἄλλοι κατὰ τῆς κοινωνίας, ἄλλοι κατὰ τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἄλλοι -ἀλλοίμονο- καὶ κατὰ τοῦ Θεοῦ! Ὅλος ὁ κόσμος ἔχει μεταβληθεῖ σὲ ἕνα πελώριο, «κυτίο παραπόνων», ὅπου ὅλοι ρίπτουν τὰ παράπονά τους ἐναντίον ὅλων!… Κανεὶς δὲν φαίνεται νὰ εἶναι εὐχαριστημένος μὲ ὅ,τι εἶναι, μὲ ὅ,τι ἔχει μὲ ὅ,τι ἀπολαμβάνει στὴ ζωή, μὲ τὸν τρόπο ποὺ τὸν ἀντιμετωπίζουν καὶ τοῦ συμπεριφέρονται ὅλοι οἱ ἄλλοι.
    «ἐγὼ εἶμαι πατέρας, εἶμαι μητέρα, ἔτσι ἔπρεπε νὰ μοῦ φερθεῖ τὸ παιδί μου;» ἢ κάποιος ἄλλος: «ἐγὼ εἶμαι μεγαλύτερος, γιατί δὲν μὲ σέβεται;» ἢ «εἶμαι ἀσθενής, γιατί δὲν μὲ περιποιεῖται;», «εἶμαι πτωχός, γιατί δὲν μὲ βοηθᾶ;» καὶ ὁ ἐργαζόμενος: «ἐγώ τοῦ δουλεύω, γιατί ἐκεῖνος μὲ ἀδικεῖ;». Ἄλλος: «Ἐγὼ τὸν ἔχω εὐεργετήσει, γιατί ἐκεῖνος φέρεται μὲ ἀχαριστία;». Ὅπως βλέπουμε αὐτὴ ἢ ἡ ἄλλη θέση δημιουργεῖ στὸν ἄνθρωπο τὸ δικαίωμα καὶ τὸ δικαίωμα, ὅταν δὲν ἱκανοποιεῖται, ὁδηγεῖ -ὅπως θὰ ποῦμε καὶ πάρα κάτω- στὸ παράπονο.

  • !

    Ἡ διάκριση τοῦ παραπόνου σὲ ἄδικο καὶ δίκαιο, νομίζουμε, σύμφωνα καὶ μὲ τὴ διδασκαλία τῶν Ἀγ. Πατέρων, δὲν πρέπει νὰ ἀνταποκρίνεται στὴν ἀληθινὴ φύση καὶ προέλευσή του, δεδομένου ὅτι τὸ παράπονο εἶναι πάντα ἄδικο, ὅπως θὰ ἀποδειχθεῖ πιὸ κάτω. Ἡ φαινομενικὴ «δικαιότης» του δημιουργεῖται ἀπὸ τὶς διάφορες κοινωνικὲς καὶ κοινωνιολογικὲς ἀντιλήψεις καὶ νομοθετήσεις, περὶ δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου, ἢ ἀκόμη -ὅπως ἐλέχθη καὶ θὰ ἀναλυθεῖ ἐκτενέστερα πιὸ κάτω- ἀπὸ παραφυσικὲς καὶ ψυχοπαθολογικὲς καταστάσεις τοῦ ἀνθρώπου.
    τὸ παράπονο, εἴτε ἐνδιάθετο εἴτε ἐκδηλωμένο, δὲν συνιστᾶ μιὰ ὑγιῆ κατάσταση τῆς ψυχῆς, ἀλλὰ παρὰ φύση καὶ ἄρρωστη.
    Τὸ παράπονο μπορεῖ νὰ ξεκινᾶ ἀπὸ ἕναν ἁπλὸ λογισμὸ ἀλλὰ μπορεῖ σταδιακὰ νὰ καταλήξει, ἐφ’ ὅσον τὸ ἀποδεχόμεθα, σὲ ψυχρότητα, κατάκριση, φθόνο καὶ ἀντιδικία πρὸς τοὺς ἀδελφούς μας.
    Ὁ ἐγωισμὸς τροφοδοτεῖ τὸ «ἴδιον θέλημα», γιὰ τὴν «ἐκκοπὴν» τοῦ ὁποίου τόσα πολλὰ μᾶς λέγουν οἱ Θεῖοι Πατέρες. Ὅταν δὲ τὸ ἐγωκεντρικὸ αὐτὸ καὶ ἐμπαθὲς θέλημα ἑνωθεῖ μὲ τὸ «δικαίωμα», τότε ἔχουμε τὸ παράπονο στὴν πιὸ ἐκρηκτική του μορφή.
    Ἀπὸ μικρὰ παιδιὰ, μαθαίνουμε νὰ διεκδικοῦμε τὰ δικαιώματα μας. Ἡ δὲ ἐποχή μας, ὡς γνωστόν, ὑπερτονίζει καὶ μάχεται γιὰ τὰ «ἀνθρώπινα δικαιώματα» σὲ ἐπίπεδο παιδιοῦ, γυναίκας, ἐργαζομένων κ.λπ. Τὰ ἀνικανοποίητα ποικιλόμορφα δικαιώματα τῶν ἀνθρώπων, ὄχι μόνον τὰ παράπονα δημιουργοῦν ἀλλὰ καὶ ἄλλες ἔντονες ἐκδηλώσεις, μέχρι καὶ τῶν κοινωνικῶν ἐπαναστάσεων καὶ συγκρούσεων.

  • !

    τὸ παράπονο, εἴτε ἐνδιάθετο εἴτε ἐκδηλωμένο, δὲν συνιστᾶ μιὰ ὑγιῆ κατάσταση τῆς ψυχῆς, ἀλλὰ παρὰ φύση καὶ ἄρρωστη.
    Τὸ παράπονο μπορεῖ νὰ ξεκινᾶ ἀπὸ ἕναν ἁπλὸ λογισμὸ ἀλλὰ μπορεῖ σταδιακὰ νὰ καταλήξει, ἐφ’ ὅσον τὸ ἀποδεχόμεθα, σὲ ψυχρότητα, κατάκριση, φθόνο καὶ ἀντιδικία πρὸς τοὺς ἀδελφούς μας.
    Ὁ ἐγωισμὸς τροφοδοτεῖ τὸ «ἴδιον θέλημα», γιὰ τὴν «ἐκκοπὴν» τοῦ ὁποίου τόσα πολλὰ μᾶς λέγουν οἱ Θεῖοι Πατέρες. Ὅταν δὲ τὸ ἐγωκεντρικὸ αὐτὸ καὶ ἐμπαθὲς θέλημα ἑνωθεῖ μὲ τὸ «δικαίωμα», τότε ἔχουμε τὸ παράπονο στὴν πιὸ ἐκρηκτική του μορφή.
    Ἀπὸ μικρὰ παιδιὰ, μαθαίνουμε νὰ διεκδικοῦμε τὰ δικαιώματα μας. Ἡ δὲ ἐποχή μας, ὡς γνωστόν, ὑπερτονίζει καὶ μάχεται γιὰ τὰ «ἀνθρώπινα δικαιώματα» σὲ ἐπίπεδο παιδιοῦ, γυναίκας, ἐργαζομένων κ.λπ. Τὰ ἀνικανοποίητα ποικιλόμορφα δικαιώματα τῶν ἀνθρώπων, ὄχι μόνον τὰ παράπονα δημιουργοῦν ἀλλὰ καὶ ἄλλες ἔντονες ἐκδηλώσεις, μέχρι καὶ τῶν κοινωνικῶν ἐπαναστάσεων καὶ συγκρούσεων.

  • !

    Τὸ Εὐαγγέλιο καὶ ἡ ὀρθόδοξη ἀνθρωπολογία ζητεῖ νὰ ἀνορθώσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν πτώση, νὰ τὸν ἐπαναφέρει στὸν κατὰ φύση τρόπο ζωῆς, στὴν «ἐν χάριτι» κατάσταση, ὅπου ὄχι τὰ δικαιώματά ΜΟΥ εἶναι ὁ ἄξονας τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ τὰ δικαιώματα τοῦ ζῶντος Θεοῦ, τὰ ὁποῖα πρέπει νὰ ζητᾶ ὁ ἄνθρωπος «νὰ διδαχθεῖ», κατὰ τὸ «δίδαξόν με τὰ δικαιώματά ΣΟΥ καὶ ὄχι ΜΟΥ»!…
    Οἱ Πατέρες πιστεύουν καὶ διδάσκουν ἐκ προσωπικῆς πείρας, ὅτι, ἐὰν ὁ Χριστιανὸς δὲν ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὰ «δικαιώματά του», ὄχι μόνον δὲν κάνει τίποτε περισσότερο ἀπὸ τοὺς κοσμικούς, οἱ ὁποῖοι «τὸ αὐτὸ ποιοῦσιν», ἀλλὰ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ σημειώσει μεγάλη πρόοδο καὶ ἄνοδο πνευματική.
    Ποῦ εἶναι οἱ Πατέρες ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι οὔτε τὸ λίγο παξιμαδάκι ποὺ ἔτρωγαν οὔτε τὸ λίγο νεράκι ποὺ ἔπιναν, γιὰ τὴν στοιχειώδη συντήρησί τους, ἐθεωροῦσαν ὅτι τὸ ἐδικαιοῦντο; Πίστευαν, ὅτι αὐτὰ εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων, ὅτι εἶναι δῶρα τῆς ἀγάπης των πρὸς αὐτοὺς καὶ ὄχι ὅτι τὰ ἐδικαιοῦντο…
    Ἂς ἔχουμε ὑπ’ ὄψιν μας, ὅτι δὲν ἀνήκουμε στὸν ἑαυτό μας ἀλλὰ μόνον στὸν Θεό. Τὸ μοναδικὸ δικαίωμά μας εἶναι νὰ ἐπιθυμοῦμε νὰ ἀνήκουμε σ’ Αὐτόν. Πόσους ὁ διάβολος δὲν ὁδήγησε στὴν καταστροφή, ἐπειδὴ τοὺς εἶχε δεσμεύσει μὲ τὸ πάθος αὐτό;…

  • !

    Γιά μᾶς, ποὺ κολυμπᾶμε μέσα στὴν ἀφθονία τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν καὶ τῶν «κυριαρχικῶν δικαιωμάτων» μας, καὶ γι’ αὐτὸ καὶ τῶν ἄπειρων παραπόνων μας, θὰ ἀρκοῦσε ἴσως ἕνας καθημερινὸς ἀγῶνας γιὰ κάποια μικρὴ στέρηση, ἂν ὄχι τοῦ ἀναγκαίου ἂλλ’ ἔστω τοῦ περιττοῦ… Ἐν τούτοις, οὔτε καὶ τὶς περιττὲς ἀπολαύσεις μας δὲν θέλουμε πολλὲς φορὲς νὰ περικόψουμε!
    Εἶναι πάντως ἐντυπωσιακὴ ἡ παντελὴς ἀπουσία τοῦ παραπόνου ἀπὸ τὴν ζωὴ τῶν ἁγίων μας. Ἡ κεκαθαρμένη καὶ ἐλεύθερη καρδιά τους ἐπαναπαυόταν σὲ ὁποιαδήποτε συνθήκη τοῦ βίου, καθὼς καὶ τὴν πιὸ σκληρὴ συμπεριφορὰ τῶν ἀνθρώπων ἀπέναντί τους. Ἦσαν εὐχαριστημένοι μὲ ὅλους καὶ μὲ ὅλα. Καὶ πρὸ παντὸς μὲ τὸν Θεό. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀδιαλείπτως τὸν δοξολογοῦσαν ἐν εὐχαριστίᾳ καὶ εὐγνωμοσύνῃ πολλῇ.

  • !

    Πρέπει νὰ ὁμολογήσουμε λοιπὸν, ὅτι, ἂν ὑπάρχει ἕνας ποὺ δικαιοῦται νὰ παραπονεῖται, αὐτὸς εἶναι μόνον ὁ Θεός. Αὐτὸς μόνον ἔχει «δικαιώματα», ὡς Κύριος καὶ δημιουργὸς τοῦ παντός. Καὶ ἑπομένως, μόνον τὰ δικὰ Του παράπονα εἶναι κατ’ οὐσίαν δίκαια. Πράγματι – πόσο ἀπόλυτο δίκαιο ἔχει ὁ Θεός, ὅταν ἐκφράζει τὸ συγκλονιστικὸ Του παράπονο, γιὰ τὰ ἀποστατημένα παιδιὰ Του μὲ μάρτυρες τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ: «Ἄκουσον οὐρανὲ καὶ ἐνωτίζου γῆ, ὅτι Κύριος ἐλάλησεν υἱοὺς ἐγένησσα καὶ ὕψωσα, αὐτοὶ δὲ μὲ ἠθέτησαν. Ἔγνω βοῦς τόν κτησάμενον καὶ ὄνος τὴν φάτνην τοῦ Κυρίου αὐτοῦ Ἰσραὴλ δὲ μὲ οὐκ ἔγνω καὶ ὁ λαὸς μὲ οὐ συνῆκεν» (Ἤσαΐου 1,2).

  • !

    Συμπερασματικὰ, λέμε, ὅτι τὸ παράπονο γενικὰ δὲν θὰ πρέπει νὰ βρίσκει ἔδαφος στὴν καρδιὰ καὶ στὸν λογισμὸ τοῦ ἀληθινοῦ Χριστιανοῦ, ὁ ὁποῖος, κατὰ τὴ Γραφή, θεωρεῖται «πάροικος καὶ παρεπίδημος» στὸν παρόντα κόσμο. Γνωρίζουμε ὅτι αὐτὸ δὲν εἶναι κάτι εὔκολο, γιατί τὸ παράπονο, ὅπως εἴδαμε, καταντᾶ νὰ εἶναι μέσα στὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου. Χρειάζεται σκληρὸς ἀγῶνας γιὰ νὰ τὸ ἐπιτύχει κανείς. Ὅμως μὲ τὴν αὐταπάρνηση, τὴν ὀλιγάρκεια καὶ πρὸ παντὸς τὴν ταπείνωση, ποὺ φθάνει σὲ τέτοιο ὑψοποιὸ βάθος, ὥστε νὰ λέει, μαζὶ μὲ τὸν Οὐρανοφάντορα Βασίλειο, ὅτι «ἀνάξιος εἰμὶ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς καὶ αὐτῆς τῆς προσκαίρου ζωῆς, ὅλον ἐμαυτὸν ὑποτάξας τῇ ἁμαρτίᾳ…» κάθε παράπονο καὶ κάθε δικαίωμα σιγά-σιγά ἐξαφανίζεται.

  • !

    Ὅμως, πρὶν κλείσουμε τὸ θέμα αὐτό, θὰ πρέπει, νὰ σημειώσουμε, ἂν θέλουμε νὰ εἴμεθα ἀντικειμενικοὶ καὶ δίκαιοι, ὅτι σημαντικὴ εὐθύνη στὴ δημιουργία τῶν παραπόνων ἔχουν καὶ ὅσοι μὲ τὴ στάση τους τυχὸν τὰ προκαλοῦν. Ἡ ἔλλειψη ἀγάπης, δικαιοσύνης καὶ διακρίσεως στὶς διαπροσωπικές μας σχέσεις, ἑπόμενο καὶ φυσικὸ εἶναι νὰ δημιουργεῖ τὸ παράπονο. Ὁ μὴ σεβασμὸς τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἄλλου, ἀσχέτως ἐὰν αὐτὸς τὰ διεκδικεῖ ἢ ὄχι, μᾶς καθιστᾶ ἐνόχους, ὄχι μόνον ἀπέναντί του ἀλλὰ καὶ ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ. («Μὴ γινώμεθα κενόδοξοι ἀλλήλους προκαλούμενοι κ.λπ.»). (Γάλ. 5,26).
    Τελικὰ, τὴ λύση σὲ ὅλα τὴ δίνει ὁ πρωτάκουστος λόγος τοῦ Παύλου: «μηδενὶ μηδὲν ὀφείλετε, εἰ μὴ τὸ ἀγαπᾶν ἀλλήλους». Ρώμ. 13,8).

Τὸ Παράπονο

Το παράπονο του πατέρα.... - Askitikon

Εἶναι ἀλήθεια, ὅτι κάθε ἄνθρωπος πάρα πολὺ συχνὰ γιὰ κάποιον καὶ γιὰ κάτι παραπονεῖται. Τὸ νήπιο κλαίει καὶ παραπονεῖται, νομίζοντας, ὅτι ἡ μητέρα δὲν τὸ προσέχει. Οἱ σύζυγοι παραπονοῦνται ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλον, γιὰ ἔλλειψη ἀλληλοκατανοήσεως καὶ ἀγάπης. Οἱ γονεῖς ἔχουν συνεχῶς παράπονα γιὰ τὰ παιδιά τους, «δὲν μᾶς ἀκοῦνε, δὲν μᾶς σέβονται». Τὰ παιδιὰ παραπονοῦνται, ὅτι οἱ γονεῖς δὲν τὰ καταλαβαίνουν. Οἱ μαθητὲς παραπονοῦνται γιὰ τοὺς δασκάλους των. Τὸ ἴδιο καὶ οἱ δάσκαλοι γιὰ τοὺς μαθητές. Οἱ προϊστάμενοι γιὰ τοὺς ὑπαλλήλους καὶ τὸ ἀντίθετο.

Ἄλλοι παραπονοῦνται κατὰ τοῦ κράτους, ἄλλοι κατὰ τῆς κοινωνίας, ἄλλοι κατὰ τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἄλλοι -ἀλλοίμονο- καὶ κατὰ τοῦ Θεοῦ! Ὅλος ὁ κόσμος ἔχει μεταβληθεῖ σὲ ἕνα πελώριο, «κυτίο παραπόνων», ὅπου ὅλοι ρίπτουν τὰ παράπονά τους ἐναντίον ὅλων!… Κανεὶς δὲν φαίνεται νὰ εἶναι εὐχαριστημένος μὲ ὅ,τι εἶναι, μὲ ὅ,τι ἔχει μὲ ὅ,τι ἀπολαμβάνει στὴ ζωή, μὲ τὸν τρόπο ποὺ τὸν ἀντιμετωπίζουν καὶ τοῦ συμπεριφέρονται ὅλοι οἱ ἄλλοι.

Καὶ γεννῶνται τὰ ἐρωτήματα: Τί εἴδους φαινόμενο εἶναι τὸ παράπονο; Ἀπὸ ποῦ ἄραγε πηγάζει; Σὲ ποιὲς συνέπειες ὁδηγεῖ; Τελικὰ, πῶς πρέπει ὁ Χριστιανὸς νὰ τοποθετηθεῖ ἀπέναντί του;

Ψυχολογικῶς ἐξεταζόμενο τὸ παράπονο εἶναι ἕνα αἴσθημα πικρίας, ποὺ αἰσθάνεται ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ἡ στάση καὶ ἡ συμπεριφορὰ τῶν ἄλλων ἀπέναντί του δὲν εἶναι αὐτές ποὺ, θὰ ἔπρεπε κατὰ τὴ γνώμη του, νὰ εἶναι. Ἡ πικρία αὐτὴ σιγά-σιγά μπορεῖ νὰ ἐξελιχθεῖ σὲ ἔντονη δυσαρέσκεια, γιὰ νὰ φτάσει τελικὰ στὴν ἀγανάκτηση καὶ τὸ γογγυσμό.

Καὶ ἄλλοτε μὲν οἱ ψυχολογικὲς αὐτὲς καταστάσεις κρατοῦνται μυστικές, δηλαδή πνίγονται στὸ βάθος τῆς ψυχῆς τοῦ ἄνθρωπου, μέσα ἐκεῖ ὅμως τοῦ δημιουργοῦν θλίψη καὶ μελαγχολία, κάποτε δὲ καὶ ἀπελπισία. Δημιουργοῦν ἕνα κρυφὸ ψυχικὸ δρᾶμα. Ἄλλοτε ὅμως ἐξωτερικεύονται, ξεσπῶντας σὲ λόγια, κλάματα, φωνές, διαμαρτυρίες καὶ ποικίλες ἄλλες ἐκδηλώσεις.

Ἂν πᾶμε στὴν κοινωνιολογικὴ διάσταση τοῦ παραπόνου, θὰ παρατηρήσουμε, ὅτι πολλὲς φορὲς αὐτὸ δημιουργεῖται ἢ ἐπιτείνεται, ἀνάλογα μὲ τὴ θέση, στὴν ὁποία εὑρίσκεται μέσα στὴ ζωή τὸ ὑποκείμενο ποὺ παραπονεῖται. Π.χ.: «ἐγὼ εἶμαι πατέρας, εἶμαι μητέρα, ἔτσι ἔπρεπε νὰ μοῦ φερθεῖ τὸ παιδί μου;» ἢ κάποιος ἄλλος: «ἐγὼ εἶμαι μεγαλύτερος, γιατί δὲν μὲ σέβεται;» ἢ «εἶμαι ἀσθενής, γιατί δὲν μὲ περιποιεῖται;», «εἶμαι πτωχός, γιατί δὲν μὲ βοηθᾶ;» καὶ ὁ ἐργαζόμενος: «ἐγώ τοῦ δουλεύω, γιατί ἐκεῖνος μὲ ἀδικεῖ;». Ἄλλος: «ἐγὼ τὸν ἔχω εὐεργετήσει, γιατί ἐκεῖνος φέρεται μὲ ἀχαριστία;». Ὅπως βλέπουμε αὐτὴ ἢ ἡ ἄλλη θέση δημιουργεῖ στὸν ἄνθρωπο τὸ δικαίωμα καὶ τὸ δικαίωμα, ὅταν δὲν ἱκανοποιεῖται, ὁδηγεῖ -ὅπως θὰ ποῦμε καὶ πάρα κάτω- στὸ παράπονο.

Ἡ διάκριση τοῦ παραπόνου σὲ ἄδικο καὶ δίκαιο, νομίζουμε, σύμφωνα καὶ μὲ τὴ διδασκαλία τῶν Ἀγ. Πατέρων, δὲν πρέπει νὰ ἀνταποκρίνεται στὴν ἀληθινὴ φύση καὶ προέλευσή του, δεδομένου ὅτι τὸ παράπονο εἶναι πάντα ἄδικο, ὅπως θὰ ἀποδειχθεῖ πιὸ κάτω. Ἡ φαινομενικὴ «δικαιότης» του δημιουργεῖται ἀπὸ τὶς διάφορες κοινωνικὲς καὶ κοινωνιολογικὲς ἀντιλήψεις καὶ νομοθετήσεις, περὶ δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου, ἢ ἀκόμη -ὅπως ἐλέχθη καὶ θὰ ἀναλυθεῖ ἐκτενέστερα πιὸ κάτω- ἀπὸ παραφυσικὲς καὶ ψυχοπαθολογικὲς καταστάσεις τοῦ ἀνθρώπου.

Ἀναλύοντας τώρα ψυχοπαθολογικὰ καὶ πνευματικὰ τὸ λεπτοφυὲς θέμα τοῦ παραπόνου, στηριζόμενοι στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, παρατηροῦμε, ὅτι τὸ παράπονο, εἴτε ἐνδιάθετο εἴτε ἐκδηλωμένο, δὲν συνιστᾶ μιὰ ὑγιῆ κατάσταση τῆς ψυχῆς, ἀλλὰ παρὰ φύση καὶ ἄρρωστη.

Ὁ Ἅγιος Μάρκος ὁ ἀσκητὴς διδάσκει ὅτι, «ὅταν ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται στὸ κατὰ φῦσιν, βρίσκει τὸν ἑαυτόν του αἴτιο τῶν πονηρῶν λογισμῶν καὶ ἐξομολογεῖται στὸν Θεὸν τὶς ἁμαρτίες του, ἀναγνωρίζοντας τὶς αἰτίες τῶν παθῶν. Ὅταν ἔλθη στὸ παρὰ φῦσιν, λησμονεῖ τὴν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ καὶ φιλονικεῖ μὲ τοὺς ἀνθρώπους, ὅτι τάχα τὸν ἀδικοῦν». Τὸ παράπονο μπορεῖ νὰ ξεκινᾶ ἀπὸ ἕναν ἁπλὸ λογισμὸ ἀλλὰ μπορεῖ σταδιακὰ νὰ καταλήξει, ἐφ’ ὅσον τὸ ἀποδεχόμεθα, σὲ ψυχρότητα, κατάκριση, φθόνο καὶ ἀντιδικία πρὸς τοὺς ἀδελφούς μας.

Οἱ ἅγιοι Πατέρες μας, ὡς μεγάλοι ἀνατόμοι τῆς νοσούσης ψυχῆς, φθάνοντας τὸ «νυστέρι» τῆς ἁγιοπνευματικῆς διοράσεως μέχρι «μυελοῦ ὀστέων» τοῦ πνευματικοῦ ὀργανισμοῦ, ἀποκαλύπτουν, ὅτι τελικὰ ἡ ἀπώτερη πηγὴ τοῦ παραπόνου εἶναι ἡ ἀνικανοποίητη φιλαυτία, ἡ φιλοδοξία καὶ ἡ ἀνθρωπαρέσκειά μας, δηλ. ὁ ἐγωισμός. Ὅταν δὲ ὁ ἐγωισμὸς συζευχθεῖ τὴν μειονεκτικότητα ἐντὸς τῆς καρδίας, γεννῶνται ὡς τέκνα ἡ κατάπικρη ζήλεια καὶ ὁ ἰοβόλος φθόνος. Ἐδῶ πρόκειται περὶ προχωρημένης νοσηρῆς καταστάσεως καὶ δημιουργίας τοῦ τύπου τοῦ «γκρινιάρη», ὁ ὁποῖος παντοῦ βλέπει ἀφορμὲς γιά… παράπονα.

Ὁ ἐγωισμὸς τροφοδοτεῖ τὸ «ἴδιον θέλημα», γιὰ τὴν «ἐκκοπὴν» τοῦ ὁποίου τόσα πολλὰ μᾶς λέγουν οἱ Θεῖοι Πατέρες. Ὅταν δὲ τὸ ἐγωκεντρικὸ αὐτὸ καὶ ἐμπαθὲς θέλημα ἑνωθεῖ μὲ τὸ «δικαίωμα», τότε ἔχουμε τὸ παράπονο στὴν πιὸ ἐκρηκτική του μορφή. Οἱ Πατέρες κάνουν αὐτὴ τὴν λεπτὴ ἀλλὰ πολὺ σημαντικὴ ἐπισήμανση καὶ τονίζουν, ὅτι, «ὅταν συνταιριασθῆ τὸ δικαίωμα μὲ τὸ θέλημα, δὲν μπορεῖ νὰ προχώρηση σωστὰ ὁ ἄνθρωπος» (Ἀββᾶς Δωρόθεος) διότι «ἡ ὑπερηφάνεια καὶ τὸ δικαίωμα σκοτίζουν τὸν νοῦν» (Ἅγ. Νικόδ.).

Βεβαίως, τὸ δικαίωμα ἔχει συνυφανθεῖ μὲ τὴν ἐνδοκόσμια ἀτομικὴ οἰκογενειακὴ καὶ κοινωνικὴ ζωή μας. Ἀπὸ μικρὰ παιδιὰ, μαθαίνουμε νὰ διεκδικοῦμε τὰ δικαιώματα μας. Ἡ δὲ ἐποχή μας, ὡς γνωστόν, ὑπερτονίζει καὶ μάχεται γιὰ τὰ «ἀνθρώπινα δικαιώματα» σὲ ἐπίπεδο παιδιοῦ, γυναίκας, ἐργαζομένων κ.λπ. Τὰ ἀνικανοποίητα ποικιλόμορφα δικαιώματα τῶν ἀνθρώπων, ὄχι μόνον τὰ παράπονα δημιουργοῦν ἀλλὰ καὶ ἄλλες ἔντονες ἐκδηλώσεις, μέχρι καὶ τῶν κοινωνικῶν ἐπαναστάσεων καὶ συγκρούσεων.

Πρέπει, βέβαια, νὰ τονίσουμε ἐδῶ, ὅτι δὲν εἴμεθα κατὰ τῆς ἱκανοποιήσεως τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου, οὔτε τασσόμεθα ὑπὲρ ἐκείνων, ποὺ θέλησαν ἢ θέλουν νὰ τὰ καταπατοῦν. Κάθε ἄλλο. Ἀλλὰ θέλουμε νὰ ὑπογραμμίσουμε, ὅτι ὅλες αὐτὲς οἱ προσπάθειες καὶ οἱ ἀγῶνες γιὰ τὰ δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου, σὲ ἀτομικὸ ἢ κοινωνικὸ ἐπίπεδο, δὲν παύουν νὰ εἶναι ἐπιφαινόμενα τῆς πτωτικῆς καταστάσεως, στὴν ὁποία βρέθηκε ὁ ἄνθρωπος μετὰ τὴν πτώση. Τὸ Εὐαγγέλιο καὶ ἡ ὀρθόδοξη ἀνθρωπολογία ζητεῖ νὰ ἀνορθώσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν πτώση, νὰ τὸν ἐπαναφέρει στὸν κατὰ φύση τρόπο ζωῆς, στὴν «ἐν χάριτι» κατάσταση, ὅπου ὄχι τὰ δικαιώματά ΜΟΥ εἶναι ὁ ἄξονας τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ τὰ δικαιώματα τοῦ ζῶντος Θεοῦ, τὰ ὁποῖα πρέπει νὰ ζητᾶ ὁ ἄνθρωπος «νὰ διδαχθεῖ», κατὰ τὸ «δίδαξόν με τὰ δικαιώματά ΣΟΥ καὶ ὄχι ΜΟΥ»!…

Γι’ αὐτὸ, οἱ Ἅγ. Πατέρες μὲ αὐστηρὴ γλῶσσα καταδικάζουν τὸ δικαίωμα, τὸ ὁποῖο μάλιστα θεωροῦν δολιοφθορὰ τοῦ Διαβόλου καὶ μᾶς ἀποτρέπουν ἀπὸ τὸ νὰ προσκολλώμεθα σ’ αὐτό. Ὁ Ἀββάς Δωρόθεος λέγει: «Ὁ Διάβολος μᾶς βρίσκει νὰ ἔχουμε ἕνα θέλημα ἢ ἕνα δικαίωμα καὶ χρησιμοποιῶντας το, μὲ τρόπο ποὺ φαίνεται φυσικός, μᾶς πειράζει» (Ἔργα ἀσκητικὰ ΙΗ’). Στὴν δὲ Βίβλο Βαρσανουφίου καὶ Ἰωάννου (Ἅγ. Νικοδ. σέλ. 147) διαβάζουμε: «τοῦτο ἐστὶ τὸ δεινὸν δικαίωμα τὸ καταφέρον εἰς Ἅδην τὸν ἄνθρωπον… Τὰ τρία ταῦτα κόψον, θέλημα – δικαίωμα – ἀνθρωπαρέσκειαν, καὶ ἔρχεται σοὶ κατάνυξις μετὰ ἀληθείας». Οἱ Πατέρες πιστεύουν καὶ διδάσκουν ἐκ προσωπικῆς πείρας, ὅτι, ἐὰν ὁ Χριστιανὸς δὲν ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὰ «δικαιώματά του», ὄχι μόνον δὲν κάνει τίποτε περισσότερο ἀπὸ τοὺς κοσμικούς, οἱ ὁποῖοι «τὸ αὐτὸ ποιοῦσιν», ἀλλὰ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ σημειώσει μεγάλη πρόοδο καὶ ἄνοδο πνευματική. Ὁ Ἀββάς Ἰσαὰκ προτρέπει: «ἔθιζε τὴν ψυχὴν σου μὴ ζητεῖν τὸ δικαίωμα». Καὶ ὁ Ἀββάς Δωρόθεος πάλι εἶναι κατηγορηματικός: «Ὅποιος δὲν καταφρονήσει κάθε ὑλικὸ πρᾶγμα καὶ δόξα καὶ σωματικὴ ἀνάπαυσι, ἀκόμη καὶ τὰ δικαιώματά του (αὐτό μᾶς θυμίζει το: «ἔτι δὲ καὶ τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν» τοῦ Κυρίου), δὲν μπορεῖ νὰ κόψη τὰ θελήματά του οὔτε νὰ ἀπαλλαγῆ ἀπὸ τὴν ὀργὴ καὶ τὴν λύπη οὔτε νὰ ἀνάπαυση τὸν πλησίον».

Οἱ Πατέρες, καὶ οἱ ἅγιοι γενικότερα, ἔζησαν καὶ ζοῦν μέσα σ’ αὐτὴ τὴν ἐσωτερικὴ ἐλευθερία, ποὺ ἀπολαμβάνει ἡ ἀνθρώπινη ψυχή ὅταν δὲν δεσμεύεται ἀπὸ τίποτε τὸ ὑλικὸ καὶ θεωρεῖ, ὅλα ὅσα ἀπολαμβάνει, ὡς δῶρα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὰ ὁποῖα μάλιστα αἰσθάνεται τὸν ἑαυτό της ἀνάξιο.

Οἱ ἅγιοι, ὅπως διαβάζουμε στοὺς χαριτωμένους βίους των, ἐμφορούμενοι ἀπὸ αὐτὸ τὸ πνεῦμα, ἐφάρμοζαν τὰ λόγια τοῦ Κυρίου «τῷ θέλοντί σοι κριθῆναι καὶ τὸν χιτῶνα σου λαβεῖν, ἄφες αὐτῷ καὶ τὸ ἱμάτιον» (Μάτθ. 5,40). Παραιτοῦντο ἀπὸ κάθε δικαίωμα, προτοῦ κἂν νὰ τοὺς ζητηθεῖ αὐτό, πολὺ περισσότερο δὲ ὅταν τοὺς τὸ ζητοῦσαν. Ὁ Ἀπ. Παῦλος ἐπιγραμματικότατα ἐκφράζει τὸ πνεῦμα αὐτό, δηλ. «τοῦ μὴ ζητεῖν τὸ δικαίωμα», μὲ τὴν ρήση: «οὐδὲν εἰσηνέγκαμεν εἰς τὸν κόσμον, δῆλον ὅτι οὐδὲ ἐξενεγκεῖν τί δυνάμεθα» (Α’ Τίμ. 6, 6-7).

Ὁ Ἁγ. Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης δὲν βλέπει ἄλλη συντομοτέρα ὁδὸ πρὸς τὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀπὸ τὴν κατανίκηση τῶν πέντε παθῶν, δηλ., «παρακοῆς καὶ ἀντιλογίας, αὐταρέσκειας τὲ καὶ δικαιώματος καὶ τῆς ὀλεθρίου οἰήσεως, αὗται γὰρ εἰσὶ τὰ μέλη καὶ τὰ μέρη τοῦ ἀφηνιαστικοῦ δαίμονος, τοῦ καταπίνοντος τοὺς νόθους τῶν ὑπηκόων καὶ παραπέμποντος τῇ ἀβύσσῳ, τῷ δράκοντι… Τὸ δὲ δικαίωμα ὁ θώραξ αὐτοῦ..».

Στὰ ἁγιασμένα Καυσοκαλύβια τοῦ Ἁγ. Ὅρους δύο ἁγιορεῖται πατέρες συζητοῦν:

Τί εἶναι αὐτὸ ποὺ συναντῶ στὶς μελέτες μου καὶ ποὺ οἱ πατέρες ὀνομάζουν δικαίωμα; Ἐρωτᾶ ὁ ἕνας.

Ἀδελφέ μου, τοῦ εἶπε, ὁ ἄλλος μὲ βουρκωμένα μάτια, ὁ Θεὸς σὲ φώτισε νὰ θίξεις αὐτὸ τὸ θέμα;

Ἐγὼ εἶμαι ἡ προσωποποίησις αὐτοῦ, ποὺ ὀνομάζουν οἱ Πατέρες δικαίωμα. Ἂν εἶχα κατορθώσει νὰ ἀποβάλω ἀπὸ τὴν ψυχή μου αὐτὸ τὸ τρομερὸ ἐμπόδιο… θὰ ἤμουν καὶ ἐγὼ ἕνας ἐπιτυχημένος μοναχός. Δυστυχῶς ὅμως, εἶμαι ἕνα μάτσο ἀπὸ δικαιώματα. Καὶ συνέχισε:

Ποῦ εἶναι οἱ Πατέρες ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι οὔτε τὸ λίγο παξιμαδάκι ποὺ ἔτρωγαν οὔτε τὸ λίγο νεράκι ποὺ ἔπιναν, γιὰ τὴν στοιχειώδη συντήρησί τους, ἐθεωροῦσαν ὅτι τὸ ἐδικαιοῦντο; Πίστευαν, ὅτι αὐτὰ εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων, ὅτι εἶναι δῶρα τῆς ἀγάπης των πρὸς αὐτοὺς καὶ ὄχι ὅτι τὰ ἐδικαιοῦντο…

Καὶ κατέληξε;

Ἂς ἔχουμε ὑπ’ ὄψιν μας, ὅτι δὲν ἀνήκουμε στὸν ἑαυτό μας ἀλλὰ μόνον στὸν Θεό. Τὸ μοναδικὸ δικαίωμά μας εἶναι νὰ ἐπιθυμοῦμε νὰ ἀνήκουμε σ’ Αὐτόν. Πόσους ὁ διάβολος δὲν ὁδήγησε στὴν καταστροφή, ἐπειδὴ τοὺς εἶχε δεσμεύσει μὲ τὸ πάθος αὐτό;…

Τὰ πάρα πάνω βέβαια ἀποτελοῦν μέτρα ἀπίθανου πνευματικοῦ ὕψους καὶ ἀπίστευτης ἀπονεκρώσεως τοῦ δικαιώματος, ποὺ ὅμως πάντοτε ὑπάρχουν ψυχὲς ποὺ τὰ φθάνουν. Γιά μᾶς, ποὺ κολυμπᾶμε μέσα στὴν ἀφθονία τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν καὶ τῶν «κυριαρχικῶν δικαιωμάτων» μας, καὶ γι’ αὐτὸ καὶ τῶν ἄπειρων παραπόνων μας, θὰ ἀρκοῦσε ἴσως ἕνας καθημερινὸς ἀγῶνας γιὰ κάποια μικρὴ στέρηση, ἂν ὄχι τοῦ ἀναγκαίου ἂλλ’ ἔστω τοῦ περιττοῦ… Ἐν τούτοις, οὔτε καὶ τὶς περιττὲς ἀπολαύσεις μας δὲν θέλουμε πολλὲς φορὲς νὰ περικόψουμε!

Εἶναι πάντως ἐντυπωσιακὴ ἡ παντελὴς ἀπουσία τοῦ παραπόνου ἀπὸ τὴν ζωὴ τῶν ἁγίων μας. Ἡ κεκαθαρμένη καὶ ἐλεύθερη καρδιά τους ἐπαναπαυόταν σὲ ὁποιαδήποτε συνθήκη τοῦ βίου, καθὼς καὶ τὴν πιὸ σκληρὴ συμπεριφορὰ τῶν ἀνθρώπων ἀπέναντί τους. Ἦσαν εὐχαριστημένοι μὲ ὅλους καὶ μὲ ὅλα. Καὶ πρὸ παντὸς μὲ τὸν Θεό. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀδιαλείπτως τὸν δοξολογοῦσαν ἐν εὐχαριστίᾳ καὶ εὐγνωμοσύνῃ πολλῇ.

Φύγε ἀπ’ ἐδῶ ἀσχημάνθρωπε, τοῦ κόσμου περιγέλασμα, διότι δὲν εἶσαι ἄξιος νὰ σταθῇς εἰς τὸ μέσον μας, εἶπε σὲ κάποια σύναξη στὸν Ὅσιο Μωϋσὴ τὸν Αἰθίοπα καὶ πρώην ληστή ὁ Ἡγούμενος τῆς Μονῆς. Κι αὐτὸς πραότατα, χωρὶς καθόλου νὰ παραπονεθεῖ, εἶπε στὸν ἑαυτό του:

Δὲν σοῦ τὸ ἔλεγα, μελανὲ καὶ ἀσχημοδέρματε, ὅτι δὲν εἶσαι ἄξιος νὰ συνομιλεῖς πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, ἀπάνθρωπε; Καλὰ σοῦ ἔκαναν καὶ δικαίως σὲ ὕβρισαν!… (Μέγ. Συναξάρ. τόμ. Ἡ’. σέλ. 480).

Καὶ ὁ ὑπέροχος ἁγιορείτης γέρων Λάζαρος Διονυσιάτης, γεμᾶτος δάκρυα εὐγνωμοσύνης πρὸς τὸ Θεό, ἔδειχνε τὸ παμπάλαιο σκοτεινό του κελλάκι, χαρακτηρίζοντάς το μάλιστα ὡς παλάτι (!), γιὰ τὸ ὁποῖο θεωροῦσε τὸν ἑαυτό του ἀνάξιο!

Τὴν ἠθικὴ βαρύτητα τοῦ παραπόνου καταδεικνύουν καὶ οἱ τιμωρητικὲς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ πρὸς ἄτομα ἢ καὶ ὁλόκληρο τὸν λαὸ τοῦ Ἰσραήλ, καθὼς μᾶς πληροφοροῦν οἱ Ἅγιες Γραφές. Στὴν πρὸς Ἑβραίους Ἐπιστολὴ (3,16 ἐξ.) ὁ Ἀπ. Παῦλος ἐρωτᾶ: «Τίνες γὰρ ἀκούσαντες παραπίκραναν; ἀλλ’ οὐ πάντες οἱ ἐξελθόντες ἐξ Αἰγύπτου διὰ Μωϋσέως; Τίσι δὲ προσώχθισε τεσσαράκοντα ἔτη; Οὐχὶ τοῖς ἁμαρτήσασι, ὧν τὰ κῶλα ἔπεσεν ἐν τῇ ἐρήμῳ;» Τὰ παράπονα καὶ οἱ γογγυσμοὶ τοῦ Ἰσραὴλ ἐστρέφοντο κατὰ τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ καὶ κατὰ τοῦ Μωϋσέως. Τὸ παράπονο ἔχει καὶ αὐτὴ τὴν κατωτερότητα, νὰ πληγώνει πολλὲς φορὲς καὶ αὐτὸν τὸν εὐεργέτη. Ἔτσι, παίρνει καὶ τὴ μορφὴ τῆς ἀχαριστίας καὶ ἀγνωμοσύνης, πρὸς τὴν ὁποία ὁ Θεὸς αἰσθάνεται βδελυγμία… «Ἐδίψησε δὲ ἐκεῖ ὁ λαὸς ὕδατι καὶ διεγόγγυζεν ἐκεῖ ὁ λαὸς πρὸς Μωϋσὴν λέγοντες• ἵνα τί τοῦτο; ἀνεβίβασας ἡμᾶς ἐξ Αἰγύπτου ἀποκτεῖναι ἡμᾶς καὶ τὰ τέκνα ἡμῶν καὶ τὰ κτήνη τῷ δίψει; Ἐβόησε δὲ Μωϋσὴς πρὸς Κύριον λέγων, τί ποιήσω τῷ λαῷ τούτῳ; Ἔτι μικρὸν καὶ καταλιθοβολήσουσί με…»! Πῶς νὰ μὴ τιμωρήσει ὁ Θεὸς ἕναν τέτοιο βαρὺ γογγυσμὸ καὶ μιὰ τέτοια ἀχαρακτήριστη ἀχαριστία τοῦ λαοῦ; Ἀλλὰ καὶ τὴν διαμαρτυρία τῆς Μαριάμ, κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ της Μωϋσέως: «μὴ Μωϋσῇ μόνῳ λελάληκκεν ὁ Θεός;» πῶς τὴν ἀντιμετώπισε ὁ Κύριος; «Καὶ ἡ νεφέλη ἀπέστη ἀπὸ τῆς σκηνῆς καὶ ἰδοὺ Μαριὰμ λεπρῶσα ὠσεὶ χιών»! (Ἀριθμ. 12, 2.10).

Πρέπει νὰ ὁμολογήσουμε λοιπὸν, ὅτι, ἂν ὑπάρχει ἕνας ποὺ δικαιοῦται νὰ παραπονεῖται, αὐτὸς εἶναι μόνον ὁ Θεός. Αὐτὸς μόνον ἔχει «δικαιώματα», ὡς Κύριος καὶ δημιουργὸς τοῦ παντός. Καὶ ἑπομένως, μόνον τὰ δικὰ Του παράπονα εἶναι κατ’ οὐσίαν δίκαια. Πράγματι – πόσο ἀπόλυτο δίκαιο ἔχει ὁ Θεός, ὅταν ἐκφράζει τὸ συγκλονιστικὸ Του παράπονο, γιὰ τὰ ἀποστατημένα παιδιὰ Του μὲ μάρτυρες τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ: «Ἄκουσον οὐρανὲ καὶ ἐνωτίζου γῆ, ὅτι Κύριος ἐλάλησεν υἱοὺς ἐγένησσα καὶ ὕψωσα, αὐτοὶ δὲ μὲ ἠθέτησαν. Ἔγνω βοῦς τόν κτησάμενον καὶ ὄνος τὴν φάτνην τοῦ Κυρίου αὐτοῦ Ἰσραὴλ δὲ μὲ οὐκ ἔγνω καὶ ὁ λαὸς μὲ οὐ συνῆκεν» (Ἤσαΐου 1,2).

Ἢ πῶς δὲν ἐδικαιοῦτο ὁ Κύριος Ἰησοῦς νὰ ἀπευθύνει πρὸς τὴ Θεοκτόνο πόλη Ἱερουσαλὴμ τὰ λόγια αὐτά, ποὺ ἀποστάζουν πίκρα καὶ ἕνα θεῖο παράπονο; «Ἱερουσαλήμ, Ἱερουσαλήμ, ἡ ἀποκτέννουσα τοὺς προφήτας καὶ λιθοβολοῦσα τοὺς ἀπεσταλμένους πρὸς αὐτήν! Ποσάκις ἠθέλησα ἐπισυναγαγεῖν τὰ τέκνα σου ὅν τρόπον ἐπισυνάγει ὄρνις τα νοσσία ἑαυτῆς ὑπὸ τὰς πτέρυγας καὶ οὐκ ἠθελήσατε•» καὶ μετὰ ἡ τρομερὴ συνέπεια: «ἰδοὺ ἀφίεται ὁ οἶκος ὑμῶν ἔρημος»! (Μάτθ. 23,37).

Συμπερασματικὰ, λέμε, ὅτι τὸ παράπονο γενικὰ δὲν θὰ πρέπει νὰ βρίσκει ἔδαφος στὴν καρδιὰ καὶ στὸν λογισμὸ τοῦ ἀληθινοῦ Χριστιανοῦ, ὁ ὁποῖος, κατὰ τὴ Γραφή, θεωρεῖται «πάροικος καὶ παρεπίδημος» στὸν παρόντα κόσμο. Γνωρίζουμε ὅτι αὐτὸ δὲν εἶναι κάτι εὔκολο, γιατί τὸ παράπονο, ὅπως εἴδαμε, καταντᾶ νὰ εἶναι μέσα στὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου. Χρειάζεται σκληρὸς ἀγῶνας γιὰ νὰ τὸ ἐπιτύχει κανείς. Ὅμως μὲ τὴν αὐταπάρνηση, τὴν ὀλιγάρκεια καὶ πρὸ παντὸς τὴν ταπείνωση, ποὺ φθάνει σὲ τέτοιο ὑψοποιὸ βάθος, ὥστε νὰ λέει, μαζὶ μὲ τὸν Οὐρανοφάντορα Βασίλειο, ὅτι «ἀνάξιος εἰμὶ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς καὶ αὐτῆς τῆς προσκαίρου ζωῆς, ὅλον ἐμαυτὸν ὑποτάξας τῇ ἁμαρτίᾳ…» κάθε παράπονο καὶ κάθε δικαίωμα σιγά-σιγά ἐξαφανίζεται.

Ὅμως, πρὶν κλείσουμε τὸ θέμα αὐτό, θὰ πρέπει, νὰ σημειώσουμε, ἂν θέλουμε νὰ εἴμεθα ἀντικειμενικοὶ καὶ δίκαιοι, ὅτι σημαντικὴ εὐθύνη στὴ δημιουργία τῶν παραπόνων ἔχουν καὶ ὅσοι μὲ τὴ στάση τους τυχὸν τὰ προκαλοῦν. Ἡ ἔλλειψη ἀγάπης, δικαιοσύνης καὶ διακρίσεως στὶς διαπροσωπικές μας σχέσεις, ἑπόμενο καὶ φυσικὸ εἶναι νὰ δημιουργεῖ τὸ παράπονο. Ὁ μὴ σεβασμὸς τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἄλλου, ἀσχέτως ἐὰν αὐτὸς τὰ διεκδικεῖ ἢ ὄχι, μᾶς καθιστᾶ ἐνόχους, ὄχι μόνον ἀπέναντί του ἀλλὰ καὶ ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ. («Μὴ γινώμεθα κενόδοξοι ἀλλήλους προκαλούμενοι κ.λπ.»). (Γάλ. 5,26).

Τελικὰ, τὴ λύση σὲ ὅλα τὴ δίνει ὁ πρωτάκουστος λόγος τοῦ Παύλου: «μηδενὶ μηδὲν ὀφείλετε, εἰ μὴ τὸ ἀγαπᾶν ἀλλήλους». Ρώμ. 13,8).