Ἡ κυρία Τσακάλωφ τὸ εἶχε συνήθεια, σὰν ὅλες τὶς μάνες τοῦ κόσμου, νὰ ρίχνει τὰ βράδια μία ματιὰ στὴ μοναχοκόρη της, νὰ τὴν σταυρώνει καὶ νὰ τὴν φιλᾶ, μὰ καμιά φορᾶ, ἀκόμα καὶ μὲς στὴ νύχτα, πήγαινε στὴν κάμαρά της νὰ δεῖ, μήπως τὸ κοριτσάκι εἶχε ξεσκεπαστεῖ. Ἡ Μαρούσκα τὸ ἤξερε κι εἶχε πάντα τὰ μάτια τῆς τέσσερα. Γιὰ καλὸ καὶ γιὰ κακό, ἄφηνε ἀνοιχτὴ τὴν πορτοῦλα μὲ τὰ σκαλάκια, κι ἂν ἡ μητέρα της τὴν ἔβρισκε στὸ δωματιάκι, θὰ μποροῦσε πάντα νὰ τῆς πεῖ, πὼς πῆγε νὰ πάρει κάποιο βιβλίο. Ἂν ὅμως ἔβρισκε καὶ τὸν Παντελῆ ἐκεῖ, τὰ πράματα θὰ μπερδεύανε…
Ἐκείνη τὴν Πέμπτη ὅμως, ἡ κυρία Τσακάλωφ ἀρρώστησε βαριά. Πόνοι στὸ στομάχι, ζάλες, ἀνακάτωμα… τὸ μεσημέρι, μάλιστα, ἦρθε κι ὁ γιατρός.
—Κάτι ἔφαγε καὶ τὴν πείραξε! εἶπε. Ἡσυχία, πολὺ ἐλαφρὴ τροφή καὶ νὰ μὴ σηκωθεῖ καθόλου ἀπὸ τὸ κρεβάτι, γιατί θὰ χειροτερέψει! Ἡ Φρόσω μπαινόβγαινε νὰ τὴν περιποιηθεῖ καὶ ἡ Μαρούσκα ἔτρεξε στὸν Παντελῆ.
—Απόψε! τοῦ ‘πε. Ἀπόψε θὰ ‘ρθεις στὴν κάμαρά μου!
—Βρέ Μαρούσκα! Ἂν μὲ πιάσουν;
—Ὄχι, σοῦ λέω! Δὲν εἶναι κανένας φόβος.
Τὸ ἀγόρι δὲν ἔβλεπε τὴν ὧρα νὰ βραδιάσει καὶ, σὰν οἱ ἐταιριστὲς μαζευτήκανε καὶ πῆγε νὰ τοὺς κεράσει, κοίταξε μὲ περιέργεια τὸν ψηλόν, ὄμορφον ἄντρα, ποὺ φαινόντανε καινουριοφερμένος. Μετά, περίμενε νὰ κοιμηθεῖ ἡ μαγείρισσα καὶ, σὰν ἡ ἡσυχία ξαπλώθηκε στὸ σπίτι, αὐτός, μία μικρούλα τρομαγμένη σκιά, γλίστρησε στὴν κάμαρα τῆς Μαρούσκας. Ἂν τὸν τσακώνανε… Μὰ ἡ μικρὴ τὸν περίμενε.
—Ἔλα! Ἔλα γρήγορα. Καὶ τὸν ἀνέβασε στὸ καμαράκι. Σοῦ ἑτοίμασα καὶ κρυψῶνα! εἶπε καὶ τοῦ ‘δειξε μία μεγάλη κάσα μὲ βιβλία, ποὺ τὴν εἶχε τραβήξει λίγο ἀπὸ τὸν τοῖχο. Ἂν φανεῖ κανείς, θὰ χωθεῖς ἀπὸ πίσω!
—Ποιός εἶναι ὁ καινούριος; μουρμούρισε ὁ Παντελής.
—Τὸν ἔφερε ὁ Σκουφᾶς. Αὐτὸς τὸν κατήχησε, μὰ τὸν ξέρει κι ὁ Ξάνθος. Τὸν λένε Νικόλα Γαλάτη, εἶναι Ζακυνθινός, κι ἔχει ἀδερφὸ Ἀρχιμανδρίτη. Εἶπε, πὼς εἶναι ἐξάδερφος τοῦ Καποδίστρια.
—Σςςς! Τοῦ κυρίου Εὐεργετικοῦ νὰ λές.
—Καλά ντέ! ἔκανε ἡ Μαρούσκα νευριασμένη. Τὸ παρακάναμε πιὰ μὲ τὰ παρατσούκλια! Ὕστερα, τὰ δυὸ παιδιὰ κουρνιάσανε στὸ πεζούλι τοῦ φεγγίτη.
Ὁ Γαλάτης μιλοῦσε ὡραῖα, μὲ πλατειὲς χειρονομίες, μὲ βαθιὰ κι εὐχάριστη φωνὴ, καὶ οἱ ἄλλοι τὸν ἀκούγανε μὲ προσοχὴ μεγάλη.
—Θὰ κατηχήσουμε τοὺς καλύτερους… ξακουστὰ ὀνόματα, ποὺ ν’ ἀκούγονται μέσα κι ὄξω ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα. Τὸν Πατριάρχη… τὸν Μεγάλο Δραγουμάνο τῆς Πύλης… Ξαφνικὰ ρώτησε. Οἱ Καποδίστρια; Ὁ Ἰωάννης καὶ ὁ ἀδερφὸς του ὁ Βιάρος… εἶναι στὸ μυστήριο; Οἱ ἄλλοι τρεῖς κοιτάχτηκαν.
—Ὄχι, ὄχι ἀκόμα…
—Μὰ θὰ πρέπει… μᾶς εἶναι ἀπαραίτητοι. Ὁ Ἰωάννης… Ὑπουργὸς τῶν Ἐξωτερικῶν τοῦ Τσάρου…, ὁ μόνος ἄνθρωπος ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς ἐξασφαλίσει χρήματα καὶ τὴ Ρωσικὴ βοήθεια! Ἀπορῶ, πῶς δὲν τὸ σκεφθήκατε!
—Κάπως δύσκολο νὰ τὸν πλησιάσουμε! εἶπε δισταχτικὰ ὁ Σκουφᾶς.
—Ὄχι δά! Αὐτὸ ἀφῆστε το σὲ μένα, θὰ τὸ κανονίσω! Ἕνα ταξιδάκι ὡς τὴν Πετρούπολη καὶ ὅλα θὰ πᾶνε καλά! Μόνο τὰ ἔξοδα, ἄν μοῦ δώσει ἡ Ἑταιρεία…
Ὁ Σκουφᾶς ἐνθουσιάστηκε:
—Φυσικά Νικόλα! Αὐτὸ θὰ τ’ ἀναλάβουμε ‘μεῖς. Μὰ τώρα, νὰ ὁρκιστεῖς.
—Ἡ κατήχησή του τελείωσε… Γύρισε κατὰ τοὺς φίλους του.
Τὰ παιδιὰ σπρώξανε τὸ ἕνα τὸ ἄλλο καὶ κοιτάχτηκαν. Πρώτη φορᾶ τοὺς τύχαινε κάτι τέτοιο! Κάτω στὴν τραπεζαρία, ὅλοι σηκωθήκανε. Ὁ Γαλάτης φαινόντανε συγκινημένος. Ἀκούμπησε τὸ χέρι του στὸ Εὐαγγέλιο, κι ὁ Σκουφᾶς, μὲ βαθιὰ κι ἐπίσημη φωνὴ ἄρχισε νὰ λέει τὸν ὅρκο, τὸν φοβερὸ ὅρκο τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας. Ὁ Γαλάτης τὸν ξανάλεγε καὶ τὰ παιδιά, μὲ χαρτὶ καὶ μολύβι, γράφανε σὰ τρελά, μὴ χάσουν λέξη. «Ἐνώπιον τοῦ ἀοράτου καὶ ἀληθινοῦ Θεοῦ… ὁρκίζομαι, ὅτι θὰ εἶμαι πιστὸς εἰς τὴν Ἑταιρείαν τῶν Φιλικῶν… δὲν θὰ φανερώσω τὰ σημεῖα εἰς κανέναν ἄνθρωπον… θὰ εἶμαι τίμιος καὶ ἐνάρετος… θὰ βοηθῶ τὸν δυστυχῆ καὶ ἀδύνατον, θὰ ἀγαπῶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς τὴν πατρίδα μου, θὰ καταφρονῶ τὴ ζωή μου γιὰ νὰ κάνω τὸ καλό, θ’ ἀποκριθῶ τὴν ἀλήθεια στὸν κατηχητή μου… θὰ μισήσω τοὺς τυράννους…» Ὁ ὅρκος τελείωσε.
—Θάνατος γιὰ τοὺς ἐπίορκους!
Προειδοποίησε μὲ τὴ σοβαρὴ φωνὴ του ὁ Σκουφᾶς, κι ὁ Γαλάτης μ’ ἕνα χαμόγελο τράβηξε τὸ χέρι ἀπὸ τὸ Ἱερὸ Βιβλίο κι ὑπόγραψε τὸ Ἀφιερωτικό του γράμμα.
—Καὶ ποιὰ εἶναι ἡ Ἀρχή; ρώτησε.
Τὰ παιδιὰ κοιτάχτηκαν. Τώρα; Τί θὰ τοῦ λέγανε; Ὁ Σκουφᾶς, ὅμως, συμβουλεύτηκε μὲ τὰ μάτια τοὺς ἄλλους δυό. Τοῦ γνέψανε.
—Αρχηγό ἀκόμα δὲν ἔχουμε· εἶπε δισταχτικά. Μὰ …
—Μά, φίλοι μου, γίνεται αὐτὴ ἡ δουλειὰ χωρὶς ἀρχηγό; Ἐδῶ χρειάζεται τρανὸ ὄνομα, ποὺ νὰ κάνει ἐντύπωση καὶ σὲ δικούς μας καὶ σὲ ξένους. Ἀπορῶ, πῶς ξεκινήσατε χωρὶς Ἀρχή. Τί λέτε στὸν κόσμο;
—Γιά τὴν ὧρα, δὲ λέμε τίποτα! εἶπε ὁ Τσακάλωφ μουδιασμένος. Μὰ κάτι ἔχουμε ὑπόψη μας…
—Δηλαδή;
—Να! ἔβαλε τὴν κουβέντα του ὁ Ξάνθος, ἀφοῦ μὲ τὰ μάτια συμβουλεύτηκε τοὺς ἄλλους δυό. Λέγαμε νὰ προτείνουμε στὸν Καποδίστρια, μὰ ὅπως σοῦ ἐξηγήσαμε, στέκεται πολὺ ψηλά… εἶναι δύσκολο νὰ τὸν πλησιάσουμε…
—Καί γι’ αὐτὸ σκᾶτε; Ἀναλαβαίνω ἐγώ!
—Θά δεχθεῖ ὅμως;
—Ἀσφαλώς καὶ θὰ δεχθεῖ. Συγγενής μου καθὼς εἶναι, μπορῶ νὰ τοῦ μιλήσω ἐλεύθερα· καμάρωσε ὁ Γαλάτης.
Ὁ Παντελὴς ξίνισε τὰ μοῦτρα του. Πρώτη φορᾶ ἄκουγε ἄνθρωπο νὰ καυχιέται μὲ τέτοιον τρόπο. Ἔσπρωξε τὸν ἀγκώνα τῆς Μαρούσκας καὶ γύρισε νὰ τὴν κοιτάξει, τὰ ματάκια ὅμως τῆς μικρῆς ἤτανε δακρυσμένα.
—Γιά φαντάσου! Ὁ Εὐεργετικὸς … Ἀρχηγός μας… ψιθύρισε.
Ἀπὸ κάτω, ἡ φωνὴ τοῦ Γαλάτη ξανάφτασε στ’ αὐτιά τους.
—Και τώρα; ρωτοῦσε ἀνυπόμονος. Θὰ μοῦ δώσετε τὰ σημεῖα;
—Ναι! εἶπε ὁ Ξάνθος. Θὰ εἶσαι τὸ ΑΘ. Μ’ αὐτὸ θὰ ἀλληλογραφεῖς.
—Γιατί; Ἡ φωνὴ τοῦ Γαλάτη ἤτανε ξερὴ κι ἀπότομη. Γιατί τόσο μακριὰ ἀπὸ τὴν ἀρχή;
—Τ’ ἄλλα γράμματα τὰ ἔχουν οἱ παλιότεροι· ἐξήγησε ὁ Τσακάλωφ.
—Δηλαδή ποιοί;
Οἱ τρεῖς φίλοι κοιταχτήκανε. Σὰν πολλὰ δὲ ρωτοῦσε; Ὁ Ξάνθος ὅμως, μὲ ὑπομονή, γιὰ νὰ μὴ δυσαρεστήσει τὸν ἄνθρωπο ποὺ θὰ τοὺς ἔφερνε τὸν Καποδίστρια, ἀποκρίθηκε ὅτι τὰ πρῶτα γράμματα τὰ ἔχουν οἱ ἱδρυτές καὶ, κατόπιν, ὁ Κομιζόπουλος, ὁ Ἄνθιμος Γαζῆς, ὁ Σέκερης…
—Και σύ; ξαναρώτησε ὁ Γαλάτης.
—Εγώ … ἐγὼ εἶμαι τὸ ΑΔ.
—Ωραία! Θὰ μοῦ δώσεις ἐμένα καὶ σὺ θὰ πᾶς παρακάτω!
Τὸ χέρι τοῦ Παντελῆ ἔτρεμε ἀπὸ θυμό, καθὼς ἅρπαξε τὸ χεράκι τῆς Μαρούσκας. Τί σόι ἄνθρωπος ἤτανε τοῦτος; Μὰ κι οἱ Ἑταῖροι κοιταχτήκανε σαστισμένοι. Τόσο θράσος! Τώρα, ποὺ τοῦ εἴχανε πιὰ φανερώσει τὰ μυστικὰ καὶ τὸν εἴχανε ὁρκίσει, τί μποροῦσαν νὰ κάνουν; Ὁ Ξάνθος, ἄσπρος σὰν πανί, κόμπιασε. Ὁ Σκουφᾶς ὅμως, μ’ αὐστηρὴ φωνή, ἔβαλε τὰ πράματα στὴ θέση τους.
—Ὄχι Νικόλα! Στὴ δουλειά μας, κανεὶς δὲ πρέπει νὰ παραμερίζει τὸν ἄλλον οὔτε νὰ τοῦ παίρνει τὴν πρωτιᾶ. Ἂν δὲν σεβόμαστε οἱ ἴδιοι τὶς ἀρχές μας, πῶς περιμένουμε νὰ τὶς σεβαστοῦν οἱ ἄλλοι; Θὰ πάρεις τὰ ψηφία, πού σοῦ δίνει ἡ σειρά σου!
Ὁ Γαλάτης σώπαινε, ὁ Παντελὴς ἔβραζε ἀπὸ θυμό, ἡ συντροφιὰ ὅμως κάτω ἔμοιαζε σὰ νὰ περεχύθηκε κρύο νερό. Γιὰ μία στιγμὴ οἱ κουβέντες λιγόστεψαν, ὡστόσο ὁ Γαλάτης, ξαναπαίρνοντας ἀέρα, ἄρχισε νὰ μιλᾶ καὶ νὰ τάζει λαγοὺς μὲ πετραχήλια. Οἱ ἄλλοι τὸν ἄκουγαν ψυχρά. Ἡ βεγγέρα φάνηκε νὰ διαλύεται… Τὸ ἀγόρι ἔτρεξε στὴν ἐξώπορτα, κι ὅταν πιὰ ὁ Τσακάλωφ, λίγο χλωμὸς καὶ ταραγμένος ἀκόμα, μπῆκε στὴν κάμαρά του, αὐτὸς ξαναπῆγε στῆς Μαρούσκας. Ἡ μικρὴ τὸν περίμενε.
—Βρέ Παντελῆ! Τί ἦταν τοῦτος;
—Μῆ καὶ ξέρω παιδάκι μου; Αὐτὸ λέω και ‘γῶ, μὰ γιὰ νὰ τὸν δεχτοῦνε κάτι θὰ ξέρουνε.
—Ὁ πατέρας θύμωσε πολύ. Ἦταν ἕτοιμος νὰ σηκώσει τὸ χέρι του…
—Τὸν εἶδα, μὰ ἴσως, ἐπειδὴ εἶναι συγγενὴς τοῦ Εὐεργετικοῦ, δὲν θέλει νὰ τὸν ἔχουνε παραγνωρισμένο…
—Παντελή! Ὁ ὅρκος; Τὸν γράψαμε σωστά;
—Ἔλα νὰ δοῦμε!
Τὰ παιδιὰ στὸ φῶς τοῦ κεριοῦ διαβάσανε τὰ χαρτάκια τους, συμπλήρωσαν τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο καὶ μετὰ ὁ Παντελὴς εἶπε σοβαρά:
—Μαρούσκα! Πρέπει νὰ ὁρκιστοῦμε!
—Ἐμεῖς; Ἡ μικρὴ γούρλωσε τὰ μάτια.
—Ἐμεῖς! Γιατί ὄχι; Μήπως δὲν ξέρουμε ὅσα κι οἱ ἄλλοι… μπορεῖ καὶ περισσότερα;
—Δέν ἔχω Εὐαγγέλιο!
—Δέν πειράζει! Φέρε τὴν Παναγιά!
Ἡ Μαρούσκα κατέβηκε στὴν κάμαρά της καὶ γύρισε μὲ τὸ χρυσωμένο Ρούσικο εἰκόνισμα, καὶ ἐκεῖ, στὴ μικρὴ σοφίτα, στὸ φῶς τοῦ κεριοῦ ποὺ τρεμόσβηνε, τὰ δυὸ παιδιὰ γονατισμένα πλάι-πλάι, μὲ τὸ δεξὶ χέρι στὴν εἰκόνα καὶ μὲ ἀβέβαιη φωνή, ἄρχισαν νὰ διαβάζουν: «Ἐνώπιον τοῦ ἀοράτου καὶ ἀληθινοῦ Θεοῦ… ὁρκίζομαι…». Μετά, κάψανε τὰ χαρτάκια τους στὴ φλόγα. Τώρα ἤτανε ἀληθινοὶ Φιλικοί, ἑνωμένοι μὲ τὴν Ἑταιρεία σὲ ζωὴ καὶ σὲ θάνατο!