Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Ἡ γονυκλισία κατ’ ἀρχὴν εἶναι ἀρχαία εὐλαβὴς συνήθεια, μὲ τὴν ὁποίαν οἱ προσευχόμενοι ἄνθρωποι ἐξεδήλωναν τὴν πίστιν των. Ἡ γονυκλισία διακρίνεται σὲ δύο εἴδη. Πρῶτον ὅταν ὁ προσευχόμενος ἄνθρωπος κάμπτει τὰ γόνατά του καὶ κρατεῖ ὄρθιο καὶ πρὸς τὰ ἐμπρὸς τὸ σῶμα του. Συνήθως ἡ στάση αὐτὴ συνοδεύεται καὶ ἀπὸ ταυτόχρονο σταυροκόπημα. Τὴ στάση αὐτὴ τηροῦμε κατὰ τὸν Ἑσπερινό της γονυκλισίας δήλ. τῆς Πεντηκοστῆς. (Πρβλ. καὶ τὸν ὑπαινιγμὸ τῆς πρώτης εὐχῆς τοῦ Ἑσπερινοῦ της γονυκλισίας “δεήσεις προσφέρειν ἐν αὐχένος καὶ γονάτων κλίσεσιν”). Δεύτερον, ὅταν ὁ πιστός, μὲ τὰ γόνατά του στηρίζεται στὸ ἔδαφος, ἀκουμπᾶ τὰ χέρια του σ’ αὐτὸ καὶ τὸ μέτωπόν του κατὰ γῆς ἡ ὅταν ἐνῶ εἶναι ὄρθιος, γονατίζει μὲ τὰ δυὸ γόνατα καὶ σκύβει μέχρις ὅτου τὸ μέτωπό του ἀκουμπήσει τὸ δάπεδο καὶ πάλιν ἀμέσως ἀνίσταται. Τοῦτο ἐπαναλαμβάνεται πλειστάκις. Τὸ πρῶτον εἶδος τῆς γονυκλισίας καλεῖται καὶ μικρὴ μετάνοια, τὸ δεύτερον μεγάλη μετάνοια ἤ πρόπτωσις ἤ ὑπόπτωσις ἤ ἐδαφιαία προσκύνησις.

  • !

    Μπορεί κάποιος νὰ διερωτηθῆ διατὶ οἱ Κανόνες ἀσχολοῦνται μὲ τέτοια πράγματα καὶ δὲν ἀφήνουν ἐλεύθερο τὸν κόσμο νὰ κάνει ὅ, τι τοῦ ἀρέσει καὶ ὅ, τι θέλει. Εὔλογος φαίνεται ἡ ἀπορία. Ὅμως σὲ ὅλα τὰ θέματα δὲν πρέπει νὰ ἀκολουθοῦμε τὸ ἀρέσκον, ἀλλὰ τὸ ὀρθόν. Ἀλλοιῶς δὲν θὰ ὑπάρχει τάξη στὴν Ἐκκλησία καὶ δὲν θὰ τηροῦνται οἱ συμβολισμοί, ποὺ οὐσιαστικὰ ἔχουν δογματικὸ περιεχόμενο.

  • !

    Καὶ στὴ συνέχεια ἐξηγεῖ καὶ τοὺς λόγους ἕνεκα τῶν ὁποίων δὲν πρέπει νὰ γονατίζουμε τὴν Κυριακὴ καὶ τὴν περίοδο τοῦ Πεντηκοσταρίου. Οἱ λόγοι δὲ εἶναι κατὰ βάσιν τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Κυριακὴ εἶναι ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου μας καὶ ἑπομένως καὶ ἐμεῖς ὀφείλουμε νὰ παραμένουμε ὄρθιοι σὲ θέση ἀνορθώσεως – ἀναστάσεως. Ἐπίσης ἡ κάθε Κυριακὴ εἶναι σύμβολον τῆς ὀγδόης ἡμέρας δήλ. τοῦ μέλλοντος αἰῶνος καὶ γι’ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία παιδαγωγεῖ καὶ διδάσκει τοὺς πιστοὺς νὰ θυμοῦνται τὸν μέλλοντα αἰώνα καὶ νὰ προετοιμάζωνται νὰ τὸν ὑποδεχθοῦν σὲ στάση ὀρθία ποὺ δείχνει τὴν ἑτοιμότητα.

  • !

    Ἀποφαίνεται σχετικὰ ὁ π. Ἐπιφάνιος ὄτι “αὐτὸς ὁ τρόπος -(τοῦ συγκερασμοῦ τῆς ὀρθίας στάσεως καὶ τῆς λατρευτικῆς προσκυνήσεως ) καὶ τοὺς θεσμοὺς τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἀθετεῖ καὶ μίαν βαθείαν ψυχικὴν ἀνάγκην ἱκανοποιεῖ. Τὴν ἀνάγκην δηλαδὴ τῆς λατρευτικῆς προσκυνήσεως τοῦ ἐνώπιόν μας ἤδη εὐρισκομένου, ὑπὸ τὰ εἴδη τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου, Βασιλέως καὶ Σωτῆρος μας”. Και φαίνεται ὅτι στὸ σημεῖο αὐτὸ κρύβεται καὶ ἡ λύση τοῦ ὅλου προβλήματος.

  • !

    Στὸ ζήτημα τῆς γονυκλισίας ἐπρότεινε. ” Ἡ γονυκλισία ἐν Κυριακῇ κατὰ τὸν “καθαγιασμὸν” δὲν ἀπαιτεῖται, οὐδὲ ἐπιβάλλεται. Θεωρεῖται ἁπλῶς ἀνεκτή”. Ἡ ἄποψη αὐτὴ στηρίχθηκε στὸν συνδυασμὸ τῶν δύο ἀντιθέτων κατὰ τὰ ἄνω ἀντιλήψεων, ἐπειδὴ ἐκρίθη ὅτι οὔτε οἱ ὑπερτονίζοντες τὸν ἀπόλυτο χαρακτήρα τῆς ἀπαγορεύσεως τῆς γονυκλισίας κατὰ τὶς Κυριακὲς ἔχουν δίκαιο, ἀλλ’ οὔτε καὶ οἱ κλίνοντες τὰ γόνατα κατὰ τὴν φρικτὴν ὥραν τοῦ καθαγιασμοῦ ἁγνοούν “τί τὸ Πνεύμα (τῶν ἱερῶν Κανόνων) λέγει ταῖς Ἐκκλησίαις”. Δήλ. ἡ ΙΣΙ κατέληξε στὴν ἄποψη ὅτι κανὼν εἶναι νὰ μὴ γονατίζουν οἱ χριστιανοὶ κατὰ τὴν ὥραν τοὺ “Τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν . . .” τὶς Κυριακές, ἐπειδὴ αὐτὸ συνιστοῦν οἱ ἱ. Κανόνες ἀποβλέποντες στὸν ἀναστάσιμο χαρακτήρα τῆς ἡμέρας. Ὅμως κατ’ οἰκονομίαν μπορεῖ νὰ γίνεται ἀνεκτὴ καὶ ἡ γονυκλισία, ἐπειδὴ δὲν προδίδει ἀσέβειαν, ἀλλ’ ἀντιθέτως προδίδει μέγαν σεβασμὸν καὶ συνειδητὴν ἀναγνώρισιν τῆς φρικώδους θυσίας ἡ ὁποία συντελεῖται ἐπὶ τῆς Ἁγ. Τραπέζης τῇ ἐπικλήσει καὶ χάριτι τοῦ Παναγίου Πνεύματος”.

  • !

    Δήλ. φρονοῦμεν ὅτι ναὶ μὲν ἡ κατὰ κυριολεξίαν γονυκλισίαν, ἡ ἐπαφὴ τῶν γονάτων μὲ τὸ ἔδαφος πρέπει νὰ ἀποφεύγεται κατὰ τὶς Κυριακές, ἐπειδὴ οἱ ἱ. Κανόνες εἶναι σαφῶς ἀπαγορευτικοί, οἱ λειτουργοὶ δὲ καὶ οἱ πιστοὶ κατὰ τὸν καθαγιασμὸν νὰ κύπτουν τὸ σῶμα των βαθέως σὲ ἐκδήλωση προσκυνηματικῆς καὶ λατρευτικῆς στάσεως ἐνώπιον τοῦ μυστηρίου. Μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν οὔτε οἱ ἱ. Κανόνες παραβιάζονται, ἀλλ’ οὔτε καὶ ἡ εὐλαβὴς διάθεσις τῶν πιστῶν παραθεωρεῖται καὶ κατακρίνεται.

  • !

    Βεβαίως γνωρίζομεν ὅτι ἡ λύσις αὐτὴ θὰ προκαλέσει τὴν ἀντίδραση ἐκείνων ποὺ συνηθίζουν νὰ γονατίζουν τὶς Κυριακές. Εἶναι ὅμως θέμα ποιμαντικῆς καὶ λειτουργικῆς ἀγωγῆς νὰ διδαχθοῦν ὀρθὰ πὼς καὶ γιατί οἱ ἱ. Κανόνες ἀπαγορεύουν τὶς γονυκλισίες τὴν Κυριακή. Τοῦτο εἶναι χρέος τῶν κληρικῶν μας, οἱ ὁποῖοι ὀφείλουν νὰ ἀναλάβουν ἀγώνα γιὰ νὰ διδάξουν σωστά τους πιστοὺς καὶ γιὰ νὰ χρησιμοποιήσουν τὸ λειτουργικὸ κήρυγμα πρὸς ἐπιμόρφωση τῶν ἐνοριτῶν τους. Δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ παρεισάγωνται στὴ θεία λατρεία προσωπικὰ συναισθηματικὰ στοιχεῖα ποὺ ἀλλοιώνουν τὸν χαρακτήρα της. Καὶ δὲν χρειάζεται ἐπίσης νὰ ἀναζητοῦνται κάθε φορᾶ σχήματα ἤ καὶ προσχήματα γιὰ νὰ δικαιολογηθοῦν ἀποκλίσεις, ποὺ δὲν φέρουν τὴν ἔγκριση τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ θ. λατρεία δὲν εἶναι ὑπόθεση προσωπική. Ἡ Ἐκκλησία καθορίζει καὶ αὐτὴ καθώρισε τὸν ἀναστάσιμο χαρακτήρα τῆς θείας λειτουργίας, ἡ ὁποία ἀπὸ τὴν ἀρχὴ συνδέθηκε μὲ τὴν Κυριακή.

Τὸ ζήτημα τῆς γονυκλισίας

 

Τὸ ζήτημα τῆς κατὰ τὶς Κυριακὲς γονυκλισίας ἐξακολουθεῖ νὰ ἀπασχολεῖ τοὺς κληρικοὺς καὶ τοὺς πιστούς, ἐπειδὴ γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ ἔχουν διατυπωθεῖ ἐκ διαμέτρου ἀντίθετες ἀπόψεις. Ὑπάρχουν δήλ. ἐκεῖνοι ποὺ ἰσχυρίζονται ὅτι ἀπαγορεύεται ἀπὸ τοὺς Ἱ. Κανόνες, καὶ εἰδικὰ ἀπὸ τὸν 20όν τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς, οἱ γονυκλισίες κατὰ τὶς Κυριακὲς καὶ κατὰ τὴν περίοδο τοῦ Πεντηκοσταρίου, διότι δὲν συνάδουν πρὸς τὸν χαρμόσυνο καὶ ἀναστάσιμο χαρακτήρα τῶν ἡμερῶν αὐτῶν, μιᾶ καὶ οἱ γονυκλισίες εἶναι ἐκδηλώσεις μετανοίας καὶ τοῦ κατὰ Θεὸν πένθους. Καὶ ὑπάρχουν καὶ ἄλλοι ποὺ ἰσχυρίζονται τὰ ἀντίθετα, ὅτι δήλ. τὸ γονάτισμα κατὰ τὴν ὥρα τῆς εὐλογίας τοῦ Ἄρτου καὶ τοῦ Οἴνου, στὸ “Τὰ σᾶ ἐκ τῶν σῶν . . .” δεν εἶναι γονάτισμα πένθους, ἀλλὰ λατρείας πρὸ τοῦ θαύματος ποὺ ἡ προσκυνητὴ θεότης ἐπιτελεῖ κατ’ ἐκείνην τὴν ἱερὴ στιγμή. Καὶ ὑπάρχει καὶ μία τρίτη κατηγορία θεολόγων ποὺ ἰσχυρίζεται ὅτι ἡ γονυκλισία κατὰ τὶς Κυριακὲς οὔτε συνιστᾶται, οὔτε ἀπαγορεύεται. Ἁπλῶς γίνεται ἀνεκτὴ ὅπου ἰσχύει καὶ τηρεῖται.

Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι ὅσοι χριστιανοὶ μας γονατίζουν τὶς Κυριακές, δὲν τὸ κάνουν ἀπὸ ἀσέβεια, ἀλλὰ ἀπὸ μεγάλη εὐλάβεια, ἐπειδὴ ἔχουν διδαχθῆ ὅτι κατὰ τὴν ὥραν τοῦ “Τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν . . .” συμβαίνουν φρικτὰ μυστήρια, ἐφ’ ὅσον τὸ ψωμὶ καὶ τὸ κρασί, μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ Ἁγ. Πνεύματος μεταβάλλεται σὲ Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ. Καὶ εἶναι ἐπίσης βέβαιο ὅτι οἱ πιστοί μας αὐτοὶ δὲν ἔχουν ἐντρυφήσει στοὺς Ἱ. Κανόνες, δὲν ἔχουν μελετήσει τοὺς Ἁγ. Πατέρες καὶ συμπεριφέρονται ὅπως τοὺς ἐπιβάλλει ἡ χριστιανική τους συνείδηση, ἔστω κι ἂν ἡ συμπεριφορὰ τους αὐτὴ παραβιάζει τὴν τάξη τῆς Ἐκκλησίας. Στὴ συνέχεια ἐπιχειροῦμε μία ἀναλυτικὴ καὶ ἀντικειμενικὴ παρουσίαση τῶν διαφόρων πτυχῶν τοῦ θέματος στὴν προσπάθειάν μας νὰ ὁρίσωμε τὸ ὀρθόν, ποὺ πρέπει οἱ πιστοί μας νὰ ἀκολουθήσουν.

Α – ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ Η ΛΕΞΗ ΓΟΝΥΚΛΙΣΙΑ

Πρὶν προχωρήσουμε στὰ ἑπόμενα βήματα εἶναι χρήσιμο νὰ δοῦμε τί ἐννοοῦν οἱ Ἱ. Κανόνες μὲ τὴν λέξη γονυκλισία. Ἡ γονυκλισία κατ’ ἀρχὴν εἶναι ἀρχαία εὐλαβὴς συνήθεια, μὲ τὴν ὁποίαν οἱ προσευχόμενοι ἄνθρωποι ἐξεδήλωναν τὴν πίστιν των. Ἡ γονυκλισία διακρίνεται σὲ δύο εἴδη. Πρῶτον ὅταν ὁ προσευχόμενος ἄνθρωπος κάμπτει τὰ γόνατά του καὶ κρατεῖ ὄρθιο καὶ πρὸς τὰ ἐμπρὸς τὸ σῶμα του. Συνήθως ἡ στάση αὐτὴ συνοδεύεται καὶ ἀπὸ ταυτόχρονο σταυροκόπημα. Τὴ στάση αὐτὴ τηροῦμε κατὰ τὸν Ἑσπερινό της γονυκλισίας δήλ. τῆς Πεντηκοστῆς. (Πρβλ. καὶ τὸν ὑπαινιγμὸ τῆς πρώτης εὐχῆς τοῦ Ἑσπερινοῦ της γονυκλισίας “δεήσεις προσφέρειν ἐν αὐχένος καὶ γονάτων κλίσεσιν”). Δεύτερον, ὅταν ὁ πιστός, μὲ τὰ γόνατά του στηρίζεται στὸ ἔδαφος, ἀκουμπᾶ τὰ χέρια του σ’ αὐτὸ καὶ τὸ μέτωπόν του κατὰ γῆς ἡ ὅταν ἐνῶ εἶναι ὄρθιος, γονατίζει μὲ τὰ δυὸ γόνατα καὶ σκύβει μέχρις ὅτου τὸ μέτωπό του ἀκουμπήσει τὸ δάπεδο καὶ πάλιν ἀμέσως ἀνίσταται. Τοῦτο ἐπαναλαμβάνεται πλειστάκις. Τὸ πρῶτον εἶδος τῆς γονυκλισίας καλεῖται καὶ μικρὴ μετάνοια, τὸ δεύτερον μεγάλη μετάνοια ἤ πρόπτωσις ἤ ὑπόπτωσις ἤ ἐδαφιαία προσκύνησις. Τέτοιες μετάνοιες κάνουμε κατὰ τὴν Θ. Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων, ὅταν διέρχονται τὰ Ἅγια ἀπὸ ἐμπρός μας. Μεγάλη χρήση μεγάλων μετανοιῶν γίνεται ἀπὸ τοὺς μοναχούς, ἐνῶ καὶ οἱ Πνευματικοὶ ἐπιβάλλουν ἐνίοτε τὶς μεγάλες μετάνοιες ὡς ἐπιτίμιο σὲ ἁμαρτήσαντες χριστιανοὺς ποὺ μετανοοῦν γιὰ τὶς ἁμαρτίες τῶν. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Νηστευτὴς εἰσήγαγε αὐτὴν τὴν συνήθειαν τῶν ἐπιτιμίων, τὶς δὲ μεγάλες αὐτὲς μετάνοιες ὀνομάζει ἁπλῶς γονυκλισίες. Ο Μ. Βασίλειος ταυτίζει τὴ μετάνοια μὲ τὴν ὑπόπτωση.

Διαφοροποίηση ὡς πρὸς τὴν ἔννοια τῶν μικρῶν καὶ τῶν μεγάλων μετανοιῶν παρατηρεῖται στὸ κολλυβαδικό Τυπικό τοῦ λογίου οἰκονόμου π. Γεωργίου Ρήγα ἀπὸ τὴν Σκιάθο, ὅπου ἀναγράφονται τὰ ἑξῆς : “Αἱ μετάνοιαι εἶναι δύο εἰδῶν, μικραὶ καὶ μεγάλαι. Καὶ αἱ μὲν μικραὶ εἰσὶ τὰ προσκυνήματα διὰ τοῦ σημείου τοῦ σταυροῦ καὶ τῆς κλίσεως μόνον τῆς κεφαλῆς γινόμενα χωρὶς κλίση γονάτων. Αἱ μικραὶ μετανοιαι γίνονται καθ’ ἑκάστην ἐν πάσῃ ἡμέρᾳ καὶ οὐδέποτε ἀργοῦσι. Μεγάλαι δὲ εἰσιν αἱ διὰ τῆς κλίσεως τῶν γονάτων… Αἱ μεγάλαι μετάνοιαι οὐδέποτε ἐπιτρέπεται νὰ γίνονται ἐν Σαββάτῳ ἤ Κυριακῇ (παρεκτὸς τῆς ἑορτῆς τοῦ Τιμίου Σταυροῦ) γίνονται δὲ μόνον ἐν τῇ Μεγάλῃ Τεσσαρακοστῇ καθ’ ἑκάστην πλὴν Σαββάτου καὶ Κυριακὴ” ( Τυπικόν, Θεσσαλονίκη, 1994, σ. 42).

Ἐκ τῶν ὀλίγων αὐτῶν στοιχείων συνάγεται πάντως ὅτι ἡ προσευχὴ ποὺ γίνεται μὲ γονυκλισίες ἔχει τὴν ἔννοιαν τῆς μετανοίας δήλ. τῆς ἐπιστροφῆς τοῦ ἁμαρτωλοῦ. Εἶναι δὲ γνωστὸν ὅτι στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία οἱ μετανοοῦντες διεκρίνοντο σὲ 4 τάξεις, Πρῶτα – πρῶτα ἦσαν οἱ προσκλαίοντες, ποὺ παρέμειναν ἔξω ἀπὸ τὸ ναὸ καὶ παρακαλοῦσαν τοὺς ἄλλους πιστοὺς νὰ προσευχηθοῦν γι’ αὐτούς. Ἔπειτα ἤρχοντο οἱ ἀκροώμενοι. Αὐτοὶ εἰσήρχοντο στὸ νάρθηκα μόνο, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἄκουγαν τὴν ἀνάγνωση τῶν Γραφῶν. Μετὰ ἤρχοντο οἱ γόνυ κλίνοντες ἤ ὑποπίπτοντες, ποὺ παρέμειναν γονατιστοὶ σὲ ἔνδειξη μετανοίας καὶ τέλος οἱ συνιστάμενοι. Οἱ μετάνοιες, κατὰ ταῦτα ἦσαν δεῖγμα ταπεινώσεως καὶ ἐκζητήσεως τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ, καὶ εἶχαν τὸν συμβολισμὸ τῆς πτώσεως κατὰ γῆς καὶ τῆς ἀνορθώσεως. Μὲ τὴν πτῶσι ἐσημαίνετο καὶ τὸ πένθος καὶ ἡ κατάνυξη. Μὲ τὴν ἀνόρθωση ἡ σωτηρία. “Καὶ καθ’ ἑκάστην δὲ γονυκλισίαν – γράφει ὁ Μ. Βασίλειος – καὶ διανάστασιν ἔργῳ δείκνυμεν ὅτι διὰ τῆς ἁμαρτίας εἰς γῆν κατερρύημεν καὶ διὰ τῆς φιλανθρωπίας τοῦ κτίσαντος ἠμᾶς εἰς οὐρανὸν ἀνεκλήθημεν” ( Συνταγμα . . . Ράλλη – Ποτλὴ Δ, σέλ. 286 ).

Β – ΤΙ ΛΕΓΟΥΝ ΟΙ ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΕΡΜΗΝΕΥΤΕΣ ΤΩΝ

Ἡ Κυριακὴ διεκρίνετο ἀνέκαθεν ὡς ἡμέρα – χαρᾶς καὶ πανηγύρεως, λόγω τῆς Ἀναστάσεως. Γι’ αὐτὸ καὶ τὴν Κυριακὴ δὲν νηστεύουμε, καὶ ὅταν διανύουμε περίοδον νηστείας, ποὺ δὲν καταλύομεν λάδι, τὸ Σάββατο καὶ τὴν Κυριακὴν γίνεται κατάλυσις. Ὁ 66ος Κανών τῶν Ἁγ. Ἁποστόλων οριζει. “Εἰ τὶς κληρικὸς εὑρεθῆ τὴν Κυριακὴν ἡμέραν νηστεύων ἤ τὸ Σάββατον πλὴν τοῦ ἑνὸς μόνου (τοῦ Μ. Σαββάτου) καθαιρείσθω. Εἰ δὲ λαϊκὸς ἀφοριζέσθω”. Ὁ 18ος τῆς ἐν Γάγγρᾳ ὁριζει. “Εἰ τὶς διὰ νομιζομένην ἄσκησιν ἐν τῇ Κυριακῇ νηστεύει, ἀνάθεμα ἔστω”. Μπορεί κάποιος νὰ διερωτηθῆ διατὶ οἱ Κανόνες ἀσχολοῦνται μὲ τέτοια πράγματα καὶ δὲν ἀφήνουν ἐλεύθερο τὸν κόσμο νὰ κάνει ὅ, τι τοῦ ἀρέσει καὶ ὅ, τι θέλει. Εὔλογος φαίνεται ἡ ἀπορία. Ὅμως σὲ ὅλα τὰ θέματα δὲν πρέπει νὰ ἀκολουθοῦμε τὸ ἀρέσκον, ἀλλὰ τὸ ὀρθόν. Ἀλλοιῶς δὲν θὰ ὑπάρχει τάξη στὴν Ἐκκλησία καὶ δὲν θὰ τηροῦνται οἱ συμβολισμοί, ποὺ οὐσιαστικὰ ἔχουν δογματικὸ περιεχόμενο. Ὁ καθηγητὴς κ.Ι. Φουντούλης παρατηρεῖ. “Ἡ στάση κατὰ τὴ θεία λατρεία δὲν καθορίζεται ἀπὸ τὴ δική μας προσωπικὴ εὐλάβεια καὶ διάθεση, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, βάσει τοῦ νοήματος, ποὺ δίδει σὲ κάθε λειτουργικὴ στάση καὶ σὲ κάθε λατρευτικὴ στιγμὴ” ( Ἰω. Φουντούλη. Λειτουργικά σ. 237).

Μαζὶ μὲ τὴ νηστεία οἱ ἰ. Κανόνες ἀπαγορεύουν καὶ τὴ γονυκλισία τὶς Κυριακές. Ὁ Ἅγιος Εἰρηναῖος γράφει, “Τὸ δὲ ἐν Κυριακῇ μὴ κλίνειν γόνυ σύμβολόν ἐστι τῆς Ἀναστάσεως, δὶ’ ἧς τῇ τοῦ Χριστοῦ χάριτι τῶν τὲ ἁμαρτημάτων καὶ τοῦ ὑπ’ αὐτοῦ τεθανατωμένου θανάτου ἠλευθερώθημεν”. Συναφής εἶναι καὶ ἡ μαρτυρία τοῦ ψευδὸ -Ἰουστίνου στην ΡΙΕ’ ἀπάντηση τοῦ περὶ ἀπαγορεύσεως τῆς γονυκλισίας κατὰ τὶς Κυριακές. “Ἐκ τῶν Ἀποστολικῶν δὲ χρόνων ἡ τοιαύτη συνήθεια ἔλαβε τὴν ἀρχήν, καθὼς φησὶν ὁ μακάριος Εἰρηναῖος, ὁ μάρτυς καὶ ἐπίσκοπος Λουγδούνου” (ΒΕΠΕΣ 4, 1955 σ. 128 ) . Βασικὴ σημασία γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ ἔχει ὁ 20ός ἱερός Κανών της Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁ ὁποῖος ὁρίζει. “Ἐπειδὴ τινὲς εἰσὶν ἐν τῇ Κυριακῇ γόνυ κλίνοντες καὶ ἐν ταῖς Πεντηκοστῆς ἡμέραις, ὑπὲρ τὰ πάντα ἐν πάσῃ παροικίᾳ φυλάττεσθαι, ἐστώτας ἔδοξε τῇ Ἁγία Συνόδῳ τὰς εὐχᾶς ἀποδιδόναι τῷ Θεῷ”. Δηλ. ἡ ἁγία Σύνοδος ὁρίζει τὶς Κυριακὲς καὶ τὴν περίοδο τοῦ Πεντηκοσταρίου ὄρθιοι νὰ προσεύχωνται οἱ χριστιανοί. Πιὸ σαφὴς εἶναι ὁ 90ός ἰ. Κανών τῆς Στ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.’Ἰδοὺ τί ὁρίζει. “Ταῖς Κυριακαῖς μὴ κλίνειν ἐκ τῶν θεοφόρων ἠμῶν Πατέρων κανονικῶς παρελάβομεν, τὴν τοῦ Χριστοῦ τιμῶντες ἀνάστασιν. Ὡς ἂν οὖν μὴ ἁγνοῶμεν τὸ σαφές τῆς τούτου παρατηρήσεως δῆλον τοῖς πιστοῖς καθιστῶμεν, ὥστε μετὰ τὴν ἐν Σαββάτῳ ἑσπερινὴν τῶν ἱερωμένων πρὸς τὸ θυσιαστήριον εἴσοδον, κατὰ τὸ κρατοῦν ἔθος, μηδένα γόνυ κλίνειν μέχρι τῆς ἐφεξῆς κατὰ τὴν Κυριακὴν ἑσπέρας, καθ’ ἥν μετὰ τὴν ἐν τῷ λυχνικῷ εἴσοδον αὖθις τὰ γόνατα κάμπτοντες, οὕτω τὰς εὐχᾶς τῷ Κυρίῳ προσάγομεν”. Δηλ. ἀπὸ τὸ βράδυ τοῦ Σαββάτου, μετὰ τὸν Ἑσπερινό, μέχρι τὸν Ἑσπερινό της Κυριακῆς ὀφείλουμε νὰ μὴ γονατίζουμε ὅταν προσευχώμεθα. Ἰδοὺ πῶς σχολιάζει τὸν Κανόνα αὐτὸν ὁ Βαλσαμῶν. “Καὶ ἡ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ κατὰ τὴν ἑσπέραν τοῦ Σαββάτου τουτέστι πρὸς τῆς ἡμέρας τῆς Κυριακῆς γέγονεν, ἴνα ἀπὸ τοῦ σκότους τὰ τῆς ἑορτῆς καταλήξωσι πρὸς φῶς καὶ ἡ πανήγυρις τῆς Ἀναστάσεως γίνηται διὰ ὁλοκλήρου νυχθημέρου”. Άλλωστε εἶναι γνωστὸν ὅτι Θ. Λειτουργία δὲν τελεῖται κατὰ τὶς ἡμέρες τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς , παρὰ μόνον Σάββατον καὶ Κυριακήν. Καὶ τοῦτο διότι ἡ Θ. Λειτουργία εἶναι προτύπωσις τῆς Ἀναστάσεως καὶ τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

Ἂς δοῦμε τώρα τί λέγουν οἱ Πατέρες σχετικά. Ὁ Ἀλεξανδρείας Πέτρος στον 15ον Κανόνα του γράφει. “Τὴν δὲ Κυριακὴν χαρμοσύνης ἡμέρας ἄγομεν διὰ τὸν Ἀναστάντα ἐν αὐτῇ, ἐν ᾗ οὐδὲ γόνυ κλίνειν παρειλήφαμεν”. Ο Ἅγιος Νικηφόρος ὁ ὁμολογητὴς στόν 10ον Κανόνα του ὁρίζει. “Χρὴ χάριν ἀσπασμοῦ κλίνειν γόνυ ἐν Κυριακῇ καὶ ἐν ὅλῃ τῇ Πεντηκοστῇ οὐ μὴν τὰς ἐξ ἔθους γονυκλισίας ποιεῖν”. Ο Μ. Βασίλειος. “Καὶ ὀρθοὶ μὲν ποιοῦμεν τὰς εὐχᾶς ἐν τῇ μίᾳ τοῦ Σαββάτου” (91ος Κανών). Καὶ στὴ συνέχεια ἐξηγεῖ καὶ τοὺς λόγους ἕνεκα τῶν ὁποίων δὲν πρέπει νὰ γονατίζουμε τὴν Κυριακὴ καὶ τὴν περίοδο τοῦ Πεντηκοσταρίου. Οἱ λόγοι δὲ εἶναι κατὰ βάσιν τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Κυριακὴ εἶναι ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου μας καὶ ἑπομένως καὶ ἐμεῖς ὀφείλουμε νὰ παραμένουμε ὄρθιοι σὲ θέση ἀνορθώσεως – ἀναστάσεως. Ἐπίσης ἡ κάθε Κυριακὴ εἶναι σύμβολον τῆς ὀγδόης ἡμέρας δήλ. τοῦ μέλλοντος αἰῶνος καὶ γι’ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία παιδαγωγεῖ καὶ διδάσκει τοὺς πιστοὺς νὰ θυμοῦνται τὸν μέλλοντα αἰώνα καὶ νὰ προετοιμάζωνται νὰ τὸν ὑποδεχθοῦν σὲ στάση ὀρθία ποὺ δείχνει τὴν ἑτοιμότητα. ” Ἐν ᾗ (Κυριακὴ) τὸ ὄρθιον σχῆμα τῆς προσευχῆς προτιμᾶν οἱ θεσμοὶ τῆς Ἐκκλησίας ἠμᾶς ἐξεπαίδευσαν ἐκ τῆς ἐνεργοῦ ὑπομνήσεως οἰονεῖ μετοικίζοντες ἠμῶν τὸν νοῦν ἀπὸ τῶν παρόντων ἐπὶ τὰ μέλλοντα “. ( P. G. 27,66).

Ἐκ τῶν νεωτέρων Πατέρων ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης διευκρινίζει ὅτι ἡ ἀπαγόρευση δὲν περιλαμβάνει τὶς λεγόμενες μικρὲς μετάνοιες ποὺ κάνουμε ὅταν προσκυνοῦμε τὶς ἅγιες εἰκόνες. Ἡ Ἐκκλησία δὲν ἀπαγορεύει τὶς Κυριακὲς τὴ λατρευτικὴ προσκύνησι. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀκούεται τὸ “Δεῦτε προσκυνήσωμεν καὶ προσπέσωμεν Χριστῷ . . . “. Αὐτὲς οἱ προσκυνήσεις γίνονται χάριν ἀσπασμοῦ καὶ δὲν ἀπαγορεύονται. Οἱ γονυκλισίες ὅμως εἶναι οἱ λεγόμενες “στρωτὲς μετάνοιες” δήλ. μὲ τὸ μέτωπο νὰ ἀκουμπᾶ στὸ ἔδαφος. Αὐτὲς ἀπαγορεύονται, διότι ἀντιβαίνουν στὸν ἀναστάσιμο καὶ ἐσχατολογικὸ χαρακτήρα τῆς Κυριακῆς, δηλ. τὸν χαρμόσυνο καὶ πανηγυρικό, πού, ὡς ἐκ τούτου, εἶναι ἀσυμβίβαστος μὲ κάθε ἔννοια πένθους, ποὺ οἱ μεγάλες μετάνοιες ὑποδηλώνουν. Διά τοῦτο ψάλλει ἡ Ἐκκλησία. “Αὔτη ἡ ἡμέρα ἥν ἐποίησεν ὁ Κύριος, ἀγαλλιασόμεθα καὶ εὐφρανθῶμεν ἐν αὐτῇ “.

Γ – ΑΛΛΕΣ ΑΠΟΨΕΙΣ

Ἐκ τῶν θεολόγων δὲν συμφωνοῦν ὅλοι μὲ ὅσα ἐγράψαμεν ἀνωτέρω. Ἰδοὺ τὰ κυριώτερα ἐπιχειρήματα των.

Ὅταν οἱ Μυροφόρες συνάντησαν τὸν ἀναστάντα Κύριον ἔπεσαν στὰ πόδια Του καὶ τὸν προσκύνησαν. Καὶ ἦταν ἡμέρα Κυριακὴ ὅταν ἔγινε αὐτό. Στὸ ὅρος τῆς Γαλιλαίας οἱ ἕνδεκα Μαθητὲς προσκύνησαν τὸν Κύριο μετὰ τὴν Ἀνάστασίν Του. Ὁ Ἁπ. Παῦλος γράφων πρὸς τοὺς Κορινθίους περιγράφει τὴν λατρευτικὴ σύναξιν ὅπου ὁ κάθε πιστός “πεσῶν ἐπὶ πρόσωπον προσκυνήσει τῷ Θεῷ”. (Α΄ Κόρ. 14, 25). Ἐδῶ βέβαια δὲν διευκρινίζεται ἂν ὁ Ἁπόστολος ἀναφέρεται σὲ λατρευτικὴ σύναξη ποὺ γίνεται ἡμέρα Κυριακή. Σοβαρὰ ἐπιχειρήματα ὑπὲρ τοῦ γονατίσματος κατὰ τὶς Κυριακὲς προσάγει, βιβλικά, ἱστορικά, καὶ κανονικὰ ὁ καθηγητὴς Π. Τρεμπέλας στὸ βιβλίο του ” Ἡ γονυκλισία ἐν ταῖς Κυριακαῖς “. Στὸ βιβλίο αὐτὸ ὁ σοφὸς καθηγητὴς ἐπικαλεῖται τὴν μαρτυρία τῶν κωδίκων 865 καὶ 2055 τῆς Ἐθνικῆς Βιβλιοθήκης τῆς Ἑλλάδος περὶ τοῦ Ἀρχιερέως ὁ ὁποῖος ” βάλλει τρεῖς μετανοίας “. Ὅμως ἡ λεπτομέρεια αὐτὴ δὲν εἶναι τόσο σοβαρὴ ὥστε νὰ δικαιολογήσει τὴ γονυκλισία κατὰ τὴν Κυριακή. Ἡ ἴδια παρατήρηση ἰσχύει καὶ γιὰ το Τυπικό του 12ου – 13ου αἰώνα τὸ ὁποῖο δημοσιεύει ὁ Δημητριέφσκυ (τόμος Ἰ σ. 812 ) καὶ στὸ ὁποῖο μαρτυρείται “τριπλῆ γονυκλισία τοῦ ἱερέως”. Ὅμως περὶ αὐτῶν ἰσχύει ἡ παρατήρηση τοῦ Βλαστάρεως στο Πηδάλιο, ὄτι “τὰ γινόμενα παρὰ τῶν κτιτόρων ἐν τοῖς μοναστηρίοις, τυπικὰ στέργειν ὀφείλουσιν, εἰ μὴ ποὺ τοῖς κανόσιν ἐναντιοῦνται”. Ὁ ἴδιος καθηγητὴς προσπαθεῖ, ἐπικαλούμενος τὸν κανόνα 91ον τοῦ Μέγ. Βασιλείου, νὰ σχετικοποιήσει τὴν περὶ ὀρθίας στάσεως κατὰ τὶς Κυριακὲς προσευχὴ γράφων ὅτι ἡ γνώμη τοῦ ἱεροῦ Πατρὸς προέρχεται “ἐκ τῆς ἀγράφου παραδόσεως”, ἐνῶ εἶχε προηγηθῆ ὁ 20ός Κανών τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Παράλληλα ὁ ἀείμνηστος καθηγητὴς ἐπικαλεῖται τὴν μαρτυρία τοῦ Τυπικοῦ τοῦ Ἄγ. Σάββα λεγων ὅτι αὐτὸ προβλέπει γιὰ τὶς Κυριακές “καὶ ἡμῶν γόνυ κλινόντων καὶ ἐπὶ γὴς κεκυφότων”. (Ἐκκλησία” 25 – 26 σ. 198 ). Ὅμως στὴν ἔκδοση τοῦ Τυπικοῦ αὐτοῦ τοῦ ἔτους 1771 στὴ Βενετία ἀπὸ τὸν ἱεροδιάκονο Σπυρίδωνα Παπαδόπουλο, τὸ ἀκριβὲς κείμενο ἔχει ὡς ἑξῆς. “Καὶ ἡμῶν κλινόντων καὶ ἐπὶ γῆς κεκυφότων” ( σ. 5 ). Ἄλλωστε εἶναι γνωστὸν ὅτι ἐναντίον τῶν ἐπιχειρημάτων τοῦ Π. Τρεμπέλα ὑπὲρ τῆς γονυκλισίας ἀντέταξεν ἄλλα ἀντίθετα σὲ εἰδικὴ μελέτη του ὁ Θεσσαλιώτιδος Ἰεζεκιὴλ στὸ περιοδικὸ ” Ἐκκλησία” 33-34 (1948). Τέλος τὸ ἐπιχείρημα ὅτι κατὰ τὶς χειροτονίες ποὺ συνήθως τελοῦνται τὶς Κυριακὲς γονατίζομε, πρέπει νὰ προσεχθῆ, διότι οἱ σημαντικότεροι ἀρχαῖοι κώδικες δὲν ἀναφέρονται σὲ γονυκλισία οὔτε τοῦ χειροτονουμένου, οὔτε τοῦ λαοῦ. Ἡ μεταγενέστερη λειτουργικὴ πράξη ἀναφέρει γονυκλισία μόνον τοῦ ὑποψηφίου καὶ ὄχι τοῦ λαοῦ.

Ἀλλὰ καὶ ὁ ἀείμνηστος Ἀρχιμ. Ἐπιφ. Θεοδωρόπουλος στὸ βιβλίο τοὺ “Περίοδος Πεντηκοσταρίου”, ἐπιμένει στὴ διάκριση τῶν διαφόρων μορφῶν γονυκλισίας. Ἀποφαίνεται σχετικὰ ὁ π. Ἐπιφάνιος ὄτι “αὐτὸς ὁ τρόπος -(τοῦ συγκερασμοῦ τῆς ὀρθίας στάσεως καὶ τῆς λατρευτικῆς προσκυνήσεως ) καὶ τοὺς θεσμοὺς τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἀθετεῖ καὶ μίαν βαθείαν ψυχικὴν ἀνάγκην ἱκανοποιεῖ. Τὴν ἀνάγκην δηλαδὴ τῆς λατρευτικῆς προσκυνήσεως τοῦ ἐνώπιόν μας ἤδη εὐρισκομένου, ὑπὸ τὰ εἴδη τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου, Βασιλέως καὶ Σωτῆρος μας”. Και φαίνεται ὅτι στὸ σημεῖο αὐτὸ κρύβεται καὶ ἡ λύση τοῦ ὅλου προβλήματος.

Ὁ Καθηγητὴς τῆς Θεολ. Σχολῆς τῆς Χάλκης κ. Β. Ἀναγνωστόπουλος στὴ μονογραφία του ” Ἡ γονυκλυσία κατὰ τὸν καθαγιασμὸν τῶν ἀχράντων του Κυρίου μυστηρίων κατὰ τὰς Κυριακᾶς. Ἡ παράδοσις τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Χάλκης” καταθέτει τὶς ζωντανές του ἀναμνήσεις ἐκ τῆς Σχολῆς, ὅπου ὅλοι οἱ Πατριάρχες καὶ οἱ Σχολάρχες τῶν τελευταίων δεκαετιῶν, ὡς λ.χ. οἱ Πατριάρχες Μάξιμος καὶ Ἀθηναγόρας, ὁ Χαλκηδόνος Μελίτων, ὁ Θυατείρων Γερμανός, ὁ Ἡλιουπόλεως Γεννάδιος, ὁ Ἀμερικῆς Μιχαήλ καθὼς καὶ οἱ δύο Σχολάρχες κατὰ τοὺς χρόνους τῆς μαθητείας του, καὶ οἱ δύο κατὰ τὴν περίοδο τῆς καθηγεσίας του, ἐγονάτιζαν τὶς Κυριακές. Ὅμως ὁ Θεσσαλιώτιδος Ἰεζεκιὴλ παραθέτει τὴ μαρτυρία τοῦ Τρίκκης καὶ Σταγῶν Πολυκάρπου (ὡς διακόνου τοῦ Πατριάρχου Ἀνθίμου Ζ) σύμφωνα μὲ τὴν ὁποίαν στὸ Πατριαρχεῖο “οὐδεὶς ποτὲ ἔκλινε γόνυ ἐν ἡμέρᾳ Κυριακῇ, ἐθεώρουν δὲ τὴν συνήθειαν ὡς ἀλλοτρίαν καὶ ξένην πρὸς τὴν Ἑλληνικὴν Ὀρθοδοξίαν” (” Ἐκκλησία” 33-34, 1948, σ. 280). Καὶ ὁ Ἀρχιμ. Εὐσέβιος Ματθόπουλος, ἱδρυτὴς τῆς Ἀδελφότητος Θεολόγων ” Ἡ Ζωή”, ἐτίμα τὸ ἔθος τῆς γονυκλισίας, ἔχοντας τὸ παραλάβει ἀπὸ τὸν Γέροντά του π. Ἰγνάτιο Λαμπρόπουλο. Σοβαρὸ ἐπιχείρημα ὑπὲρ τῆς μὴ ἀπολύτου ἀπαγορεύσεως τῆς γονυκλισίας κατὰ τὶς Κυριακὲς προσάγεται ἐκ τῆς πράξεως τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία μὲ τὴν ἐξουσιαστικὴ ἁρμοδιότητά της μετεκίνησε τὸν Ἑσπερινό της Κυριακῆς της Πεντηκοστῆς, κατὰ τὸν ὁποῖον γονατίζουν οἱ πιστοί, ἀπὸ τὶς ἑσπερινὲς ὧρες τῆς Κυριακῆς – ὅπου δὲν ὑπάρχει ἀπαγόρευση γονυκλισίας σύμφωνα μὲ τὸν 90όν Κανόνα τῆς Στ Οἰκουμενικῆς – στὴν πρωΐα τῆς Κυριακῆς τῆς Πεντηκοστῆς, ἀσφαλῶς γιὰ λόγους ποιμαντικούς. Ἑπομένως, κατὰ τὴν ἄποψιν αὐτὴν ἡ ἀπαγόρευσις τῆς γονυκλισίας κατὰ τὶς Κυριακὲς δὲν ἔχει ἀπόλυτο χαρακτήρα, ἀλλὰ δύναται νὰ παρορᾶται χάριν ἄλλου πνευματικοῦ – ποιμαντικοῦ συμφέροντος. Ἡ θέση τοῦ Τρεμπέλα εἶναι ὄντως ὄτι “ἐφ’ ὅσον ἐπετράπη ἡ μετάθεσις τοῦ Ἑσπερινοῦ εἰς τὴν πρωΐαν, ἡ ἀπαγόρευσις τῆς γονυκλισίας εἶναι σχετικὴ καὶ ἐπιδέχεται ἐξαιρέσεις καὶ ἐλαστικότητα”. Καὶ ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης γράφει ὅτι οἱ εὐχὲς τῆς γονυκλισίας δὲν πρέπει νὰ ἀναπέμπονται τὴν πρωΐαν διότι τοιουτοτρόπως καταστρατηγεῖται ἡ ἀπαγόρευσις τῆς γονυκλισίας. (“Διό οἱ τὰς εὐχᾶς ταύτας ἀναγινώσκοντες τὸ πρωΐ, κακῶς καὶ ἠμαρτημένως καὶ παρὰ τοὺς ἰ. Κανόνας ποιοῦσιν”) (Πηδάλιον, σ. 151). Ἐπὶ πλέον εἶναι γνωστὸν ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἀποδεχθῆ τὶς προσκυνηματικὲς μετάνοιες κατὰ τὶς Κυριακές. Στὸ σημεῖο αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ παρατηρήσωμε ὅτι θεωροῦμε ἀξιοσημείωτη τὴν παρατήρηση τοῦ καθηγ. Τρεμπέλα ὅτι οἱ ἱεροὶ Κανόνες ποὺ ἀπαγορεύουν τὴν γονυκλισία κατὰ τὶς Κυριακὲς δὲν ἐπιβάλλουν κυρώσεις γιὰ τυχὸν παραβίαση τῆς συγκεκριμένης διατάξεως.

Ὁ καθηγητὴς κ. Ι. Φουντούλης ἀποδίδει τὴν εἰσαγωγὴν τοῦ ἐθίμου τῆς γονυκλισίας σὲ ρωσικὴ ἐπιρροή, ἡ ὁποία ἀσκήθηκε στὰ καθ’ ἠμᾶς, πιθανότατα ἀπὸ τὴν βασίλισσα Ὄλγα μὲ τὴν πρακτικὴ ποὺ ἐπεκράτησε στὸ παρεκκλήσιο τῶν Ἀνακτόρων καὶ ἀπὸ ἐκεῖ διεδόθη στὶς ἐνορίες. Στὴν Ρωσία τὸ ἔθιμο αὐτὸ εἰσήχθη ἐπὶ Μέγ. Πέτρου ἀπὸ εὐρωπαϊκὴ ἐπίδραση. Ὁ ἴδιος ψέγων τὴν ὑποστήριξη τοῦ ἐθίμου αὐτοῦ γράφει. “Τὸ τραγικότερο στὴν περίπτωση αὐτὴ εἶναι ὄχι ὅτι κλίνουν τὰ γόνατα μερικοὶ πιστοί, ἀκόμη καὶ λειτουργοί, κατὰ τὸν καθαγιασμὸ τῶν Τιμίων Δώρων, ἀλλὰ ὅτι αὐτὸ διδάσκεται καὶ ἐνθαρρύνεται ἀπὸ διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας παρὰ τοὺς ἱεροὺς Κανόνες καὶ τὴ μακραίωνη ἐκκλησιαστικὴ παράδοση καὶ πράξη. Ἡ εὐλάβειά μας κατὰ τὴ λατρεία δεσμεύεται ἀπὸ τὴ λειτουργικὴ τάξη καὶ συνίσταται στὸ νὰ συντονιζόμαστε στὸ ρυθμὸ καὶ στὸν τρόπο τῆς κοινῆς προσευχῆς. Ἄλλως προξενοῦμε ἀταξία καὶ αὐθαιρετοῦμε μὴ ὑπακούοντας στοὺς ἐκκλησιαστικοὺς θεσμοὺς καὶ μὴ προσπαθώντας νὰ κατανοήσουμε τὸ πνεῦμα τους, ἀλλὰ εἰσάγοντες προσωπικές μας εὐσεβεῖς καὶ εὐσεβοφανεῖς ξένες πρὸς τὴν ἐκκλησιαστική μας παράδοση πρακτικὲς” (Ἰω. Φουντούλη. Λειτουργικά, σ. 239-240).

Δ – Η ΑΠΟΨΗ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ

Η Ι. Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας μας κατὰ τὴν σύναξή της τοῦ Ὀκτωβρίου 1999 συμπεριέλαβε μεταξὺ τῶν θεμάτων της καὶ τὸ ὑπὸ τὸν τίτλον “Λειτουργικὴ ἀκρίβεια, εὐταξία καὶ ἑνότης καὶ ψήφισις Κανονισμοῦ συστάσεως Εἰδικῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς Λειτουργικῆς Ἀναγεννήσεως” μὲ εἰσηγητὴ τὸν Σέβ. Μητροπολίτην Πατρὼν κ. κ. Νικόδημον ἐγκρατῆ γνώστην τῶν τελετουργικῶν ζητημάτων. Ὁ Σέβ. εἰσηγητὴς μετέφερε στὸ ἱερὸ Σῶμα τὰ πορίσματα στὰ ὁποῖα κατέληξεν εἰδικὴ 10μελής ὑπὸ τὴν προεδρίαν τοῦ Ἐπιτροπὴ ποὺ ἐρεύνησε τὸ θέμα. Στὸ ζήτημα τῆς γονυκλισίας ἐπρότεινε. ” Ἡ γονυκλισία ἐν Κυριακῇ κατὰ τὸν “καθαγιασμὸν” δὲν ἀπαιτεῖται, οὐδὲ ἐπιβάλλεται. Θεωρεῖται ἁπλῶς ἀνεκτή”.

Ἡ ἄποψη αὐτὴ στηρίχθηκε στὸν συνδυασμὸ τῶν δύο ἀντιθέτων κατὰ τὰ ἄνω ἀντιλήψεων, ἐπειδὴ ἐκρίθη ὅτι οὔτε οἱ ὑπερτονίζοντες τὸν ἀπόλυτο χαρακτήρα τῆς ἀπαγορεύσεως τῆς γονυκλισίας κατὰ τὶς Κυριακὲς ἔχουν δίκαιο, ἀλλ’ οὔτε καὶ οἱ κλίνοντες τὰ γόνατα κατὰ τὴν φρικτὴν ὥραν τοῦ καθαγιασμοῦ ἁγνοούν “τί τὸ Πνεύμα (τῶν ἱερῶν Κανόνων) λέγει ταῖς Ἐκκλησίαις”. Δήλ. ἡ ΙΣΙ κατέληξε στὴν ἄποψη ὅτι κανὼν εἶναι νὰ μὴ γονατίζουν οἱ χριστιανοὶ κατὰ τὴν ὥραν τοὺ “Τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν . . .” τὶς Κυριακές, ἐπειδὴ αὐτὸ συνιστοῦν οἱ ἱ. Κανόνες ἀποβλέποντες στὸν ἀναστάσιμο χαρακτήρα τῆς ἡμέρας. Ὅμως κατ’ οἰκονομίαν μπορεῖ νὰ γίνεται ἀνεκτὴ καὶ ἡ γονυκλισία, ἐπειδὴ δὲν προδίδει ἀσέβειαν, ἀλλ’ ἀντιθέτως προδίδει μέγαν σεβασμὸν καὶ συνειδητὴν ἀναγνώρισιν τῆς φρικώδους θυσίας ἡ ὁποία συντελεῖται ἐπὶ τῆς Ἁγ. Τραπέζης τῇ ἐπικλήσει καὶ χάριτι τοῦ Παναγίου Πνεύματος”.

Ἡμεῖς προτιμῶμεν νὰ βασίσωμε τὴν ἄποψή μας ὄχι τόσον ἐπὶ τῆς ἀσκήσεως οἰκονομίας ὑπὲρ τῶν γόνυ κλινόντων, ἤ ὀλιγώτερον ἐπὶ τῆς ἀπολύτου ἰσχύος τῆς ἀπαγορεύσεως, ἀλλὰ κυρίως ἐπὶ τοῦ διαχωρισμοῦ τῆς ἐννοίας τῶν “γονυκλισιῶν” ὅπως αὐτὴ ἀνεπτύχθη ἀνωτέρω, καὶ ὅπως ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἔχει ἑρμηνεύσει τὸν Κανόνα. Ἰδοὺ τί γράφει στὴν ἑρμηνεία τοῦ 20ού Κανόνος τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς. “Σημειώνει δὲ ὅτι ὁ παρὼν Κανὼν δὲν λέγει διὰ τὰς γονυκλισίας τὰς παρ’ ἠμῶν κοινότερον ὀνομαζομένας μεγάλας μετανοίας, αἴτινες καὶ προσπτώσεις κυρίως ὀνομάζονται, τὰς ὁποίας ὅταν χάριν ἀσπασμοῦ γίνονται ἁγίων εἰκόνων θετέον καὶ μάλιστα τῶν φρικτῶν μυστηρίων δὲν ἐμποδίζει τόσον ὁ 10ος Κανὼν τοῦ Ἁγίου Νικηφόρου, οὔτε ἐν Κυριακῇ, οὔτε ἐν ὅλῃ τῇ Πεντηκοστῇ, ὅσον καὶ τὰ ἱερὰ ἄσματα λέγοντα ποτὲ μεν “Σοὶ προσπίπτομεν τῷ ἀναστάντι ἐκ τάφου” ποτὲ δὲ ” Δεῦτε προσκυνήσωμεν καὶ προσπέσωμεν Χριστῷ τῷ ἀναστάντι “καὶ ἄλλα τοιαῦτα πολλὰ . . .” Καὶ συνεχίζει. “Δὲν λέγει, λέγω ὁ κανὼν διὰ τὰς τοιαύτας γονυκλισίας, ἀλλὰ διὰ τὴν γονυκλισίαν, καθ’ ἥν ἐπάνω εἰς τὰ γόνατα κείμενοι, προσευχόμεθα, ὅ, τι λογὴς δήλ. κάμνομεν κατὰ τὸ ἑσπέρας τῆς ἁγίας Πεντηκοστῆς”.

Δήλ. φρονοῦμεν ὅτι ναὶ μὲν ἡ κατὰ κυριολεξίαν γονυκλισίαν, ἡ ἐπαφὴ τῶν γονάτων μὲ τὸ ἔδαφος πρέπει νὰ ἀποφεύγεται κατὰ τὶς Κυριακές, ἐπειδὴ οἱ ἱ. Κανόνες εἶναι σαφῶς ἀπαγορευτικοί, οἱ λειτουργοὶ δὲ καὶ οἱ πιστοὶ κατὰ τὸν καθαγιασμὸν νὰ κύπτουν τὸ σῶμα των βαθέως σὲ ἐκδήλωση προσκυνηματικῆς καὶ λατρευτικῆς στάσεως ἐνώπιον τοῦ μυστηρίου. Μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν οὔτε οἱ ἱ. Κανόνες παραβιάζονται, ἀλλ’ οὔτε καὶ ἡ εὐλαβὴς διάθεσις τῶν πιστῶν παραθεωρεῖται καὶ κατακρίνεται.

Βεβαίως γνωρίζομεν ὅτι ἡ λύσις αὐτὴ θὰ προκαλέσει τὴν ἀντίδραση ἐκείνων ποὺ συνηθίζουν νὰ γονατίζουν τὶς Κυριακές. Εἶναι ὅμως θέμα ποιμαντικῆς καὶ λειτουργικῆς ἀγωγῆς νὰ διδαχθοῦν ὀρθὰ πὼς καὶ γιατί οἱ ἱ. Κανόνες ἀπαγορεύουν τὶς γονυκλισίες τὴν Κυριακή. Τοῦτο εἶναι χρέος τῶν κληρικῶν μας, οἱ ὁποῖοι ὀφείλουν νὰ ἀναλάβουν ἀγώνα γιὰ νὰ διδάξουν σωστά τους πιστοὺς καὶ γιὰ νὰ χρησιμοποιήσουν τὸ λειτουργικὸ κήρυγμα πρὸς ἐπιμόρφωση τῶν ἐνοριτῶν τους. Δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ παρεισάγωνται στὴ θεία λατρεία προσωπικὰ συναισθηματικὰ στοιχεῖα ποὺ ἀλλοιώνουν τὸν χαρακτήρα της. Καὶ δὲν χρειάζεται ἐπίσης νὰ ἀναζητοῦνται κάθε φορᾶ σχήματα ἤ καὶ προσχήματα γιὰ νὰ δικαιολογηθοῦν ἀποκλίσεις, ποὺ δὲν φέρουν τὴν ἔγκριση τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ θ. λατρεία δὲν εἶναι ὑπόθεση προσωπική. Ἡ Ἐκκλησία καθορίζει καὶ αὐτὴ καθώρισε τὸν ἀναστάσιμο χαρακτήρα τῆς θείας λειτουργίας, ἡ ὁποία ἀπὸ τὴν ἀρχὴ συνδέθηκε μὲ τὴν Κυριακή. Τὸ ὅτι ἡ θ. λειτουργία ἔχει ἀναστάσιμο καὶ ἐσχατολογικὸ χαρακτήρα δὲν χρειάζεται νὰ τὸ ἀποδείξουμε. Ἄλλωστε ἡ Ἐκκλησία ἀπηγόρευσε τὴν τέλεση θείας Εὐχαριστίας σὲ ἡμέρες νηστείας, καὶ βέβαια σήμερα αὐτὸ ἔχει περιορισθῆ στὴν περίοδο τῆς Μέγ. Τεσσαρακοστῆς, ἀλλὰ τὸ νόημα παραμένει, ὅτι ἡ Εὐχαριστία εἶναι γεγονὸς ἐσχατολογικὸ καὶ δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι πανηγυρική, χαρμόσυνη καὶ λαμπρὴ (Βλ. σχετικὸ ἄρθρο τοῦ Σέβ. Μητροπολίτου Περγάμου κ. Ἰωάννου (Ζηζιούλα) μὲ τὸν τίτλο “Εὐχαριστία καὶ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ” στὴ ” Σύναξη ” 51, 1994 σ. 88-89).