Ἄγγελοι συλλειτουργοί. Ὁ Ἅγιος Νήφων ἐπίσκοπος Κωνσταντιανὴς, 4ος αἰῶνας, ἀξιώθηκε νὰ δεῖ πολλὰ θεϊκὰ ὁράματα, μὲ τὰ φωτισμένα ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μάτια τῆς ψυχῆς του.
Κάποτε σὲ μία Θεία Λειτουργία, μόλις ὁ Λειτουργὸς ἐκφώνησε: «Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία» ὁ Ἅγιος εἶδε φωτιὰ νὰ κατεβαίνει ἀπὸ τὸν οὐρανό, καὶ νὰ καλύπτει τὸ Ἅγιο Θυσιαστήριο καὶ τὸν ἱερέα, χωρὶς ἐκεῖνος νὰ καταλάβει τίποτα.
Ἀργότερα ὅταν ἄρχισε νὰ ψάλλεται ὁ Τρισάγιος Ὕμνος ἀπὸ τὸ λαό, τέσσερις Ἄγγελοι κατέβηκαν καὶ ἔψαλαν μαζί τους.
Στὸν Ἀπόστολο φανερώθηκε ὁ Μακάριος Παῦλος νὰ καθοδηγεῖ τὸν ἀναγνώστη, στὸ Ἀλληλούια μετὰ τὸν Ἀπόστολο, οἱ φωνὲς τοῦ λαοῦ ἀνέβαιναν ἑνωμένες στὸν οὐρανό, σὰν ἕνα πύρινο σφιχτοπλεγμένο σχοινί.
Καὶ στὸ Εὐαγγέλιο κάθε λέξη ἔβγαινε σὰν φλόγα ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ ἱερέα καὶ ὑψωνόταν στὰ ἐπουράνια.
Λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν εἴσοδο τῶν Τιμίων Δώρων, βλέπει ξαφνικὰ ὁ Ὅσιος νὰ ἀνοίγει ὁ οὐρανὸς καὶ νὰ ξεχύνεται μία ἄρρητη καὶ ὑπερκόσμια εὐωδία.
Ἄγγελοι κατέβαιναν ἀπὸ ψηλὰ ψάλλοντας ὕμνους καὶ δοξολογίες στὸν Ἀμνό, τὸν Χριστὸ καὶ Υἱὸ τοῦ Θεοῦ.
Καὶ νά, παρουσιάστηκε τότε ἕνα κατακάθαρο καὶ τρισχαριτωμένο βρέφος, τὸ κρατοῦσαν στὰ χέρια τους οἱ Ἄγγελοι, ποὺ τὸ ἔφεραν καὶ τὸ ἀπέθεσαν στὸ Ἅγιο Δισκάριο, ὅπου βρισκόταν τὰ Τίμια Δῶρα.
Γύρω του μαζεύτηκαν πλῆθος ὁλόλαμπροι καὶ λευκοφόροι νέοι, ποὺ ἀτένιζαν μὲ θαυμασμὸ καὶ δέος τὴν Θεϊκὴ Του ὀμορφιά.
Ἦρθε ἡ στιγμὴ τῆς Μεγάλης Εἰσόδου, ὁ Λειτουργὸς πλησίασε γιὰ νὰ πάρει στὰ χέρια του τὸ Ἅγιο Δισκάριο καὶ τὸ Ἅγιο Ποτήριο. Τὰ ὕψωσε καὶ τὰ ἔβαλε πάνω στὸ κεφάλι του, σηκώνοντας μαζί τους καὶ τὸ Βρέφος.
Ὅταν βγῆκαν τὰ Ἅγια καὶ ἐνῷ ὁ λαὸς ἔψαλε κατανυκτικά, εἶδε Ὅσιους Ἀγγέλους νὰ φτερουγίζουν κυκλικά, πάνω ἀπὸ τὸν Λειτουργό.
Δύο Χερουβεὶμ καὶ δύο Σεραφεὶμ προχωροῦσαν μπροστά του καὶ πλῆθος ἄλλων Ἀγγέλων τὸν συνόδευαν ψάλλοντας μὲ ἀγαλλίαση ἄρρητους ὕμνους.
Ὅταν ὁ Ἱερέας ἔφτασε στὴν Ἁγία Τράπεζα, καὶ ἀκούμπησε τὰ Τίμια Δῶρα οἱ Ἄγγελοι τὴ σκέπαζαν μὲ τὶς φτεροῦγες τους,
Τὰ δύο Χερουβεὶμ στάθηκαν στὰ δεξιὰ τοῦ Λειτουργοῦ καὶ τὰ δύο Σεραφεὶμ στ’ ἀριστερά του, χωρὶς ὅμως ἐκεῖνος νὰ τὰ βλέπει.
Ἡ Θεία Μυσταγωγία συνεχίστηκε, εἶπαν τὸ Πιστεύω καὶ ἔφτασαν στὸν Καθαγιασμὸ τῶν Τιμίων Δώρων.
Ὁ Λειτουργὸς τὰ εὐλόγησε καὶ εἶπε τὸ «μεταβαλλὼν τὸ πνεύματι Σου τῷ Ἁγίῳ. Ἀμήν, Ἀμήν, Ἀμήν.»
Τότε βλέπει πάλι ὁ Δίκαιος ἕναν Ἄγγελο νὰ παίρνει μαχαίρι καὶ νὰ σφάζει τὸ Βρέφος. Τὸ αἷμα Του τὸ ἔχυσε στὸ Ἅγιο Ποτήριο, ἐνῷ τὸ Σῶμα Του τὸ τεμάχισε καὶ τὸ τοποθέτησε στὸ Δισκάριο.
Ὕστερα ἀποτραβήχτηκε πάλι στὴ θέση του καὶ στάθηκε σεμνὰ καὶ εὐλαβικά.
Ὅταν ὁ Λειτουργὸς ὕψωσε τὸν Ἅγιο Ἄρτο ἐκφωνῶντας «τὰ Ἅγια τοῖς Ἁγίοις», ἐνῷ ὁ λαὸς ἔψαλε «εἷς Ἅγιος, εἷς Κύριος», κάποιος ἀπὸ τὴν ἐκκλησία στράφηκε στὸν Ἅγιο καὶ τὸν ρώτησε σιγανά: «γιατί πάτερ ὁ ἱερέας λέει «τὰ Ἅγια τοῖς Ἁγίοις;»
-Γιὰ μᾶς ὅλους τὸ λέει παιδί μου, καὶ σημαίνει στὰ Ἅγια Μέλη τοῦ Χριστοῦ νὰ προσέλθει ὅποιος εἶναι Ἅγιος.
-Καὶ τί εἶναι ἡ ἁγιοσύνη πάτερ; Ξαναρώτησε ὁ ἄλλος ποὺ ἦταν ἁπλοικός.
-Νά, ἂν εἶσαι ἀκόλαστος, μὴν τολμήσεις νὰ γίνεις μέτοχος σὲ τόσο μεγάλο Μυστήριο.
Ἂν ἔχεις ἔχθρα μὲ κάποιον, μὴν πλησιάσεις.
Ἂν περιγελᾶς ἢ βρίζεις, ἢ κατακρίνεις τὸν συνάνθρωπό σου, στάσου μακριὰ ἀπὸ τὴν Θεία Κοινωνία.
Πρῶτα ἐξέτασε τὸν ἑαυτό σου, καὶ ἂν εἶσαι ἐνάρετος πλησίασε, ἂν ὅμως δὲν εἶσαι, φύγε.
Στὸ μεταξὺ ὁ Λειτουργὸς ἐκφώνησε «μετὰ φόβου Θεοῦ Πίστεως καὶ Ἀγάπης προσέλθετε». Ὁ Ἅγιος παρατηροῦσε τώρα ὅσους κοινωνοῦσαν.
Ἄλλων τὰ πρόσωπα μαύριζαν μόλις ἔπαιρναν τὰ Θεῖα Μυστήρια, ἐνῷ ἄλλων, ἔλαμπαν σὰν τὸν ἥλιο.
Οἱ Ἄγγελοι στέκονταν ἐκεῖ κοντά, καὶ παρακολουθοῦσαν μὲ σεβασμὸ τὴν Μετάληψη.
Ὅταν κοινωνοῦσε κάποιος εὐσεβὴς τοῦ ἔβαζαν στὸ κεφάλι ἕνα στεφάνι. Ὅταν ἀντίθετα πλησίαζε κάποιος ἁμαρτωλός, γύριζαν ἀλλοῦ τὸ πρόσωπό τους μὲ φανερὴ ἀποστροφή.
Τότε τὰ Ἄχραντα Μυστήρια, σὰν νὰ ἐξαφανίζονταν ἀπὸ τὴν Ἅγια Λαβίδα, ἔτσι ποὺ ὁ ἁμαρτωλὸς φαινόταν νὰ μὴν παίρνει μέσα του τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ἔφευγε κατάμαυρος σὰν ἀράπης, μὲ τὴν ἀποδοκιμασία τοῦ Κυρίου διάχυτη στὴν ὄψη του.
Ὅταν τελείωσε ἡ Λειτουργία καὶ ὁ ἱερέας ἔκανε τὴν Κατάλυση, παρουσιάστηκε καὶ πάλι τὸ Βρέφος σῶο πάνω στὰ χέρια τῶν ἁγίων Ἀγγέλων.
Ξαφνικὰ ἡ στέγη τοῦ Ναοῦ σὰν νὰ σχίστηκε στὰ δύο, ἀπὸ κεῖ οἱ Ἄγγελοι ἀνέβασαν τὸ παιδὶ στοὺς οὐρανούς, μὲ ὕμνους καὶ δοξολογίες, ὅπως τὸ εἶχαν κατεβάσει. Ἐνῷ μιὰ ὑπέροχη εὐωδία ξεχύθηκε καὶ πάλι ὁλόγυρα.
Πέτρου Ἱερομονάχου