Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    «Ἀκούσομαι τί λαλήσει ἐν ἐμοὶ ὁ Κύριος». Θὰ ἀφουγκρασθῶ, τί θὰ μοῦ πῆ ὁ Κύριος στὰ βάθη τῆς καρδίας μου. Μὲ βάση, λοιπὸν, ἀπὸ ὅ,τι εἶπες καὶ διαχρονικὰ μένει μέχρι σήμερα ἀναλλοίωτο, προσπαθῶ νὰ κάνω μία σύνθεση αὐτῶν, ποὺ θὰ μοῦ ἔλεγες ἀκριβῶς σήμερα, γιατί δὲν ἔπαψες νὰ εἶσαι παρὼν πάντα στὴν Ἐκκλησία Σου καὶ ἰδιαίτερα πάντα παρὼν «ὅπου εἰσὶ δυὸ ἢ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τὸ ὄνομά Σου».

  • !

    Νά, τί ἀκούω νὰ μοῦ λές:
    «Ψυχή, ποὺ λαχταρᾶς νὰ ἀκούσῃς τὸν λόγο μου, δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ ξέρῃς πολλὰ οὔτε νὰ κάνης κάποιες εἰδικὲς σπουδὲς ἢ νὰ πᾶς σὲ κάποια σεμινάρια, γιὰ νὰ εὐαρεστήσῃς ἐνώπιόν μου. Ἀρκεῖ νὰ μὲ ἀγαπᾶς πολὺ καὶ νὰ εἶσαι ἕτοιμη νὰ κάνῃς τὸ θέλημά μου, γιατί αὐτὸ εἶναι γιὰ σένα σωτήριο. Δὲν σοῦ τὸ ἔχω ἤδη δηλώσει: «Ὁ τηρῶν τὰς ἐντολὰς μου, ἐκεῖνος ἐστὶν ὁ ἀγαπῶν με»;

  • !

    -Ναί, Κύριέ μου Ἰησοῦ. Ἔτσι εἶναι. Κι ἐγὼ αὐτὸ προσπαθῶ νὰ κάνω, ὅσο κι ἂν πέφτω. Ὅμως, φροντίζω νὰ σηκώνομαι μὲ τὴ χάρη Σου. Λοιπὸν Σὲ ἀκούω, Κύριε. «Μίλα μου, ψυχὴ ἀγαπημένη, ποὺ λὲς πὼς μὲ ἀγαπᾶς, ὅπως θὰ μιλοῦσες στὴ γλυκεία μανοῦλα Σου, ὅταν σὲ εἶχε στὴ θερμή της ἀγκαλιά ἢ στὰ γόνατα τοῦ ἀγαπημένου σου πατέρα καὶ ἔνιωθες τοὺς χτύπους τῆς καρδιᾶς τους, τῆς γεμάτης ἀγάπη γιὰ σένα».

  • !

    Μίλα μου γιὰ τοὺς φτωχούς, ποὺ θέλεις νὰ ἐλαφρύνῃς τὴν κατάστασή τους· γιὰ τοὺς ἀδικημένους, ποὺ καταπιέζονται· γιὰ τοὺς συκοφαντημένους, ποὺ δὲν μποροῦν νὰ ἀποδείξουν τὴν ἀθωότητά τους· γιὰ τοὺς ἀρρώστους, ποὺ ὑποφέρουν· γιὰ τοὺς κακούς, ποὺ θὰ ἤθελες νὰ μεταστραφοῦν στὸ καλό· γιὰ τοὺς μοναχικούς, ποὺ μαραζώνουν στὴ μοναξιά τους· γιὰ τοὺς ἀπογοητευμένους ἀπὸ τὴ ζωή· γιὰ τοὺς βυθισμένους στὸν βοῦρκο τῆς ἁμαρτίας καὶ περικλεισμένους στὴ φυλακὴ τῶν παθῶν τους.

  • !

    Μὴν ξεχνᾶς, πὼς ἔχω ὑποσχεθῆ νὰ ἀκούω κάθε προσευχή, ποὺ ἀναδύεται ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς καὶ ποὺ μὲ τὰ φτερὰ τῆς ἀγάπης, μὲ ταχύτητα ἀφάνταστα πιὸ μεγάλη ἀπὸ τὸ φῶς, διασχίζει τὰ ἄπειρα ὕψη καὶ φτάνει μπρὸς στὸν οὐράνιο θρόνο μου, ὡς εὐάρεστη καὶ ἱερὴ προσφορά.
    Ὄχι πὼς δὲν τὰ ξέρω ὅλα. Τὰ ξέρω ὅλα, προτοῦ κὰν νὰ τὰ ἔχης συνειδητοποιήσει. Ὅμως θέλω νὰ τὰ ἀκούσω μὲ τὴ δική σου φωνή. Θέλω νὰ μοῦ πῆς ἐλεύθερα καὶ ἀγαπητικὰ, ὅ,τι καὶ ὅπως τὸ νιώθεις, ὅ,τι καὶ ὅπως καὶ ὅσο τὸ λαχταρᾶς.

  • !

    Καὶ πές μου, ψυχὴ ἀγαπημένη, μὲ ὅλη τὴν ἁπλότητα, ὅτι εἶσαι δούλη τῶν αἰσθήσεών σου, σκλάβα τῶν παθῶν σου, δέσμια της ὑπερηφανείας σου, πληγωμένη ἀπὸ τὴν εὐθιξία σου, ἐγωιστικὴ ὅσο δὲν τὸ φαντάζεσαι, χαλαρὴ χωρὶς προηγούμενο, φιλύποπτη χωρὶς λόγο, φίλαυτη χωρὶς ὅρια, ἀδιάφορη καὶ ἀμελής, δυσκίνητη σὰν παράλυτη, δεμένη πολὺ μὲ τὸν κόσμο, ὀλιγόπιστη στὶς δοκιμασίες σου, πάμφτωχη σὲ ἀρετές, μὲ ἀσήμαντη πνευματικὴ πρόοδο καὶ ὅ,τι ἄλλο. Καὶ ζήτα μου, νὰ ἔρθω νὰ σὲ βοηθήσω στὶς προσπάθειες ποὺ καταβάλλεις, στὶς πτώσεις σου, στὶς ἀγωνίες σου, στὶς ἀπογοητεύσεις σου.

  • !

    Μπορῶ ὅλα νὰ σοῦ τὰ δώσω, ἀρκεῖ ὅλα ἢ κάποια ἀπὸ αὐτά νὰ εἶναι, ὄντως, ἀπαραίτητα γιὰ τὸν ἁγιασμὸ καὶ τὴ σωτηρία σου. Πρόσεξε ὅμως: τὰ μέτρα μου δὲν εἶναι γήινα ἀλλὰ οὐράνια. Μετρῶ μὲ μέτρο τὴ μακαριότητα τοῦ οὐρανοῦ, μὲ ἔκταση τὴν αἰωνιότητα… Τί θέλεις, ὅμως, γιὰ σήμερα; Πές μου τό. Καὶ ἂν σὲ συμφέρη ἀληθινά, θὰ τὸ ἔχης. Καὶ ξέρεις, πόσο θέλω τὸ καλό σου!

  • !

    Κατάθεσέ μου τὶς ἀποτυχίες σου καὶ ζήτα μου νὰ σοῦ ὑποδείξω τὶς αἰτίες τους. Δὲν ἔχεις στενοχώριες; Ὦ παιδί μου ἀγαπημένο, πές μου τὶς στενοχώριες σου μὲ κάθε λεπτομέρεια. Τί σὲ κάνει νὰ κουράζεσαι, νὰ ἀπογοητεύεσαι, νὰ δυσκολεύεσαι, νὰ στενοχωριέσαι;
    Καὶ τελειώνοντας τὴν ἀναφορά σου αὐτὴν πρόσθεσέ μου, ὅτι συγχωρεῖς ὅλα καὶ ὅλους, ὅτι τὰ λησμονεῖς ὅλα, ὅτι δὲν θὰ ἐπιτρέψης νὰ σοῦ διώξουν αὐτὰ τὴν εἰρήνη σου καὶ δὲν θὰ μειώσουν τὴν ἀγάπη, ποὺ ὅλα τὰ συγχωρεῖ.
    Ἐμπιστέψου τὸν ἑαυτό σου πλήρως σὲ μένα καὶ τὴν πρόνοιά μου γιὰ σένα. Βρίσκομαι παντοῦ, ἰδιαίτερα ὅμως πολὺ κοντά σου, μέσα σου. Τὰ βλέπω ὅλα, ὅσα σὲ ἀφοροῦν. Τὰ ξέρω ὅλα. Καὶ μπορῶ τὰ πάντα ὡς παντοδύναμος.

  • !

    Δὲν ἔχεις κάποιες χαρὲς νὰ μοῦ ἀνακοινώσῃς; Γιατί, ἀλήθεια, νὰ μὴ μὲ κάνῃς μέτοχον κάθε χαρὰς σου;
    Ὅλα αὐτὰ καὶ τόσα ἄλλα καλά, ἐγὼ τὰ φρόντισα καὶ τὰ φροντίζω γιὰ σένα, ψυχὴ ἀγαπημένη. Πῶς, λοιπὸν, νὰ μή μοῦ δείξῃς τὴ χαρά σου, τὴν εὐγνωμοσύνη σου καὶ νὰ μή μοῦ ἐπαναλαμβάνῃς ἀσταμάτητα τὶς «ἐκ βαθέων» εὐχαριστίες σου;

  • !

    Γιὰ ὅλα αὐτὰ Σὲ εὐχαριστῶ καὶ θὰ Σὲ εὐχαριστῶ πάντα «ἐκ ψυχῆς», Κύριέ μου, Κύριε τῆς ἀγάπης καὶ τοῦ ἐλέους. Καὶ θὰ συμμορφωθῶ μὲ ὅλες τὶς ὑποδείξεις Σου. Εἶναι τόσο ὄμορφες καὶ πηγὴ εὐλογιῶν Σου γιὰ μένα! Ἀμήν!

Τί θὰ μοῦ ἔλεγε ὁ Ἰησοῦς σήμερα;

 

«Ἀκούσομαι τί λαλήσει ἐν ἐμοὶ ὁ Κύριος». Θὰ ἀφουγκρασθῶ, τί θὰ μοῦ πῆ ὁ Κύριος στὰ βάθη τῆς καρδίας μου. Αὐτὸ λέει ὁ ἱερὸς ψαλμωδός. Καὶ, ὄντως, ἄκουγε τὸν ψίθυρο τοῦ Θεοῦ ἡ ἀγαπημένη του ἐκείνη καρδιά. Καὶ ὅ,τι ἄκουγε, μᾶς τὸ ἔλεγε ὁ προφήτης. Καὶ ἐπειδὴ ἦταν λόγος τοῦ Θεοῦ, ἔμεινε στοὺς αἰῶνες διαχρονικὰ, μέχρι σήμερα. Καὶ μᾶς στηρίζει.

Ἡ δική μου, ὅμως, καρδιὰ δὲν εἶναι τέτοια, Κύριέ μου Ἰησοῦ, ὥστε νὰ λαλῇς σὲ αὐτὴν καὶ αὐτὴ νὰ ἀκούῃ τὰ θεία Σου λόγια, ὅπως ὁ ἱερός Σου προφήτης. Ὅμως μίλησες, ὅταν βρισκόσουν στὴ γῆ.

Καὶ τότε εἶπες, ὅ,τι πιὸ σημαντικὸ γιὰ ὅλους καὶ γιὰ μένα. Μὲ βάση, λοιπὸν, ἀπὸ ὅ,τι εἶπες καὶ διαχρονικὰ μένει μέχρι σήμερα ἀναλλοίωτο, προσπαθῶ νὰ κάνω μία σύνθεση αὐτῶν, ποὺ θὰ μοῦ ἔλεγες ἀκριβῶς σήμερα, γιατί δὲν ἔπαψες νὰ εἶσαι παρὼν πάντα στὴν Ἐκκλησία Σου καὶ ἰδιαίτερα πάντα παρὼν «ὅπου εἰσὶ δυὸ ἢ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τὸ ὄνομά Σου». Καὶ εἶναι τὸ ἴδιο, σὰν καὶ τότε. Γιατί ξέρω, Κύριε, ὅτι Ἐσὺ δὲν φλυαρεῖς καὶ δὲν μοῦ λὲς περιττὰ πράγματα ἢ δὲν λὲς καὶ ξαναλές, ὅ,τι ἤδη μοῦ εἶπες μέσω τοῦ ἱεροῦ Σου Εὐαγγελίου καὶ τῶν θείων Ἀποστόλων Σου. Ὅ,τι λές, τὸ λὲς μία γιὰ πάντα. Καὶ ἔχει ἀξία γιὰ ὅλους καὶ γιὰ ὅλα. Πάντοτε. Καὶ σήμερα, ἐτούτη τὴ στιγμή. Καὶ, ἑπομένως, θὰ μοῦ εἶναι ἐπίκαιρο. Γι’ αὐτὸ καὶ τολμῶ τὴ σύνθεση αὐτῶν, ποὺ θὰ μοῦ ἔλεγες καὶ σήμερα. «Τείνω λοιπὸν τὸ οὕς μου», τεντώνω τὸ αὐτὶ τῆς καρδίας μου καὶ ἀκούω, τί θὰ εἶχες νὰ μοῦ πῆς, μὲ ὅλο μου τὸν σεβασμὸ καὶ ὅλη τὴν ἀγάπη τῆς καρδιᾶς μου καὶ ὅλη μου τὴν ἀφοσίωση, πού Σοῦ ἀξίζει. Νά, τί ἀκούω νὰ μοῦ λές:

«Ψυχή, ποὺ λαχταρᾶς νὰ ἀκούσῃς τὸν λόγο μου, δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ ξέρῃς πολλὰ οὔτε νὰ κάνης κάποιες εἰδικὲς σπουδὲς ἢ νὰ πᾶς σὲ κάποια σεμινάρια, γιὰ νὰ εὐαρεστήσῃς ἐνώπιόν μου. Ἀρκεῖ νὰ μὲ ἀγαπᾶς πολὺ καὶ νὰ εἶσαι ἕτοιμη νὰ κάνῃς τὸ θέλημά μου, γιατί αὐτὸ εἶναι γιὰ σένα σωτήριο. Δὲν σοῦ τὸ ἔχω ἤδη δηλώσει: «Ὁ τηρῶν τὰς ἐντολὰς μου, ἐκεῖνος ἐστὶν ὁ ἀγαπῶν με»;

-Ναί, Κύριέ μου Ἰησοῦ. Ἔτσι εἶναι. Κι ἐγὼ αὐτὸ προσπαθῶ νὰ κάνω, ὅσο κι ἂν πέφτω. Ὅμως, φροντίζω νὰ σηκώνομαι μὲ τὴ χάρη Σου. Λοιπὸν Σὲ ἀκούω, Κύριε. «Μίλα μου, ψυχὴ ἀγαπημένη, ποὺ λὲς πὼς μὲ ἀγαπᾶς, ὅπως θὰ μιλοῦσες στὴ γλυκεία μανοῦλα Σου, ὅταν σὲ εἶχε στὴ θερμή της ἀγκαλιά ἢ στὰ γόνατα τοῦ ἀγαπημένου σου πατέρα καὶ ἔνιωθες τοὺς χτύπους τῆς καρδιᾶς τους, τῆς γεμάτης ἀγάπη γιὰ σένα». Καὶ σὲ ρωτῶ: Δὲν ἔχεις κάποιες παραγγελίες νὰ μοῦ κάνῃς; Πές μου τὰ ὀνόματα τῶν γονιῶν σου, τῶν συγγενῶν σου, τῶν φιλικῶν σου προσώπων, τῶν προσώπων ποὺ ἔτσι ἢ ἀλλιῶς βρίσκονται στὸ περιβάλλον σου, στὴ δουλειά σου, στὶς κοινωνικές σου σχέσεις. Καὶ μετὰ τὰ ὀνόματα, ἀνάφερέ μου, τί θέλεις νὰ κάνω γιὰ τὸν καθένα. Δὲν ἔκανε τὸ ἴδιο ὁ Ἰάειρος; «Τὸ θυγάτριόν μου, εἶπε, ἐσχάτως ἔχει, (παρακαλῶ σε) ἵνα ἐλθῶν ἐπιθῇς αὐτῇ τὰς χεῖρας σου, ὅπως σωθῇ καὶ ζήσεται» (Μάρ. ε΄ 22). Δὲν ἔκανε τὸ ἴδιο ἕνας πονεμένος πατέρας γιὰ τὸν δαιμονισμένο γιό του; Δὲν μοῦ ἀνέφερε δακρυσμένη ἡ Χαναναία μάνα γιὰ τὴν κόρη της; Δὲν ἔκραξαν σὲ μένα οἱ δυὸ τυφλοὶ, ζητώντας νὰ τοὺς χαρίσω τὸ φῶς τους; Τὸ ἴδιο καὶ τόσοι ἄλλοι, τόσοι ἄλλοι; Πές μου, λοιπὸν, τί θέλεις γι’ αὐτοὺς καὶ ζῆτα το μὲ θέρμη πολλὴ καὶ πίστη, ταπεινὰ καὶ ἐπίμονα. Ἀγαπῶ πολὺ τὶς εὐγενικὲς καρδιές, ποὺ λησμονοῦν τὸν ἑαυτὸ τους χάριν τῶν ἄλλων.

Μίλα μου γιὰ τοὺς φτωχούς, ποὺ θέλεις νὰ ἐλαφρύνῃς τὴν κατάστασή τους· γιὰ τοὺς ἀδικημένους, ποὺ καταπιέζονται· γιὰ τοὺς συκοφαντημένους, ποὺ δὲν μποροῦν νὰ ἀποδείξουν τὴν ἀθωότητά τους· γιὰ τοὺς ἀρρώστους, ποὺ ὑποφέρουν· γιὰ τοὺς κακούς, ποὺ θὰ ἤθελες νὰ μεταστραφοῦν στὸ καλό· γιὰ τοὺς μοναχικούς, ποὺ μαραζώνουν στὴ μοναξιά τους· γιὰ τοὺς ἀπογοητευμένους ἀπὸ τὴ ζωή· γιὰ τοὺς βυθισμένους στὸν βοῦρκο τῆς ἁμαρτίας καὶ περικλεισμένους στὴ φυλακὴ τῶν παθῶν τους· γιὰ τοὺς ποικίλως ψυχικὰ ἀρρώστους· γιὰ τὰ πρόσωπα, ποὺ κάποτε σὲ ἀγαποῦσαν ἀλλὰ τώρα ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ σένα, ἀλλὰ τόσο πολὺ θὰ ἤθελες νὰ ξανάρθουν πάλι κοντά σου· γιὰ ὅλους, γιὰ ὅλους καὶ ὅλα, ποὺ νιώθεις τὴν ἀνάγκη νὰ πῆς θερμὸν ἕναν λόγο, ἕνα αἴτημα ἱερό, μία ἱκεσία ὁλοκάρδια. Μὴν ξεχνᾶς, πὼς ἔχω ὑποσχεθῆ νὰ ἀκούω κάθε προσευχή, ποὺ ἀναδύεται ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς καὶ ποὺ μὲ τὰ φτερὰ τῆς ἀγάπης, μὲ ταχύτητα ἀφάνταστα πιὸ μεγάλη ἀπὸ τὸ φῶς, διασχίζει τὰ ἄπειρα ὕψη καὶ φτάνει μπρὸς στὸν οὐράνιο θρόνο μου, ὡς εὐάρεστη καὶ ἱερὴ προσφορά. Αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὶς προσευχὲς δὲν περιμένω πάντα ἀνυπόμονα; Δὲν ἔχεις νὰ μοῦ ζήτησῃς κάποιες χάρες; Γράψε, ἂν ἔτσι τὸ θέλης, ἕναν κατάλογο, ὅσο μακρὺς κι ἂν εἶναι, ὅλων ὅσα λαχταρᾶς, ὅλων τῶν ἀναγκῶν σου καὶ ἀνάφερέ τες στὴν ἀγάπη μου. Ὄχι πὼς δὲν τὰ ξέρω ὅλα. Τὰ ξέρω ὅλα, προτοῦ κὰν νὰ τὰ ἔχης συνειδητοποιήσει. Ὅμως θέλω νὰ τὰ ἀκούσω μὲ τὴ δική σου φωνή. Θέλω νὰ μοῦ πῆς ἐλεύθερα καὶ ἀγαπητικὰ, ὅ,τι καὶ ὅπως τὸ νιώθεις, ὅ,τι καὶ ὅπως καὶ ὅσο τὸ λαχταρᾶς.

Καὶ πές μου, ψυχὴ ἀγαπημένη, μὲ ὅλη τὴν ἁπλότητα, ὅτι εἶσαι δούλη τῶν αἰσθήσεών σου, σκλάβα τῶν παθῶν σου, δέσμια της ὑπερηφανείας σου, πληγωμένη ἀπὸ τὴν εὐθιξία σου, ἐγωιστικὴ ὅσο δὲν τὸ φαντάζεσαι, χαλαρὴ χωρὶς προηγούμενο, φιλύποπτη χωρὶς λόγο, φίλαυτη χωρὶς ὅρια, ἀδιάφορη καὶ ἀμελής, δυσκίνητη σὰν παράλυτη, δεμένη πολὺ μὲ τὸν κόσμο, ὀλιγόπιστη στὶς δοκιμασίες σου, πάμφτωχη σὲ ἀρετές, μὲ ἀσήμαντη πνευματικὴ πρόοδο καὶ ὅ,τι ἄλλο. Καὶ ζήτα μου, νὰ ἔρθω νὰ σὲ βοηθήσω στὶς προσπάθειες ποὺ καταβάλλεις, στὶς πτώσεις σου, στὶς ἀγωνίες σου, στὶς ἀπογοητεύσεις σου. Φτωχό μου παιδί, μὴν κοκκινίζεις ἀπὸ ντροπή! Ξέρω τὴν κατάστασή σου πιὸ καλὰ ἀπὸ σένα, ἀλλὰ πρέπει ἐσὺ νὰ ἐκθέσῃς τὸν ἑαυτό σου. Διστάζεις; Μὰ γιατί; Λησμονεῖς πὼς πολλοὶ ἅγιοί μου, ποὺ τώρα ζοῦν ἔνδοξοι στὸν οὐρανὸ μαζί μου, εἶχαν τὰ ἴδια ἢ καὶ χειρότερα πάθη καὶ ἴδιες καὶ σημαντικώτερες πτώσεις καὶ ἁμαρτίες;

Μὴ ξεχνᾶς κάποια Μαρία Αἰγυπτία, κάποια Ταϊσία, κάποια Πελαγία, κάποιους Ζακχαίους καὶ ἄσωτους, κάποιους μεγάλους ἁμαρτωλούς… Ὅλοι αὐτοὶ σιγὰ σιγὰ διορθώθηκαν, ἁγιάσθηκαν, σώθηκαν, δοξάσθηκαν. Μὴ διστάσῃς ἀκόμη νὰ μοῦ ζήτησης ὅ,τι καλὸ καὶ γιὰ τὸ σῶμα σου, τὸ μυαλό σου, ὁλόκληρο τὸ εἶναι σου, δηλαδὴ ὑγεία, εὐεξία, σωστὴ λειτουργία τοῦ λογικοῦ σου, ἐσωτερικὴ ἰσορροπία, αἰσιοδοξία, δυναμισμό, ἐπιτυχία στὶς τίμιες προσπάθειές σου καὶ ὅ,τι ἄλλο νιώθεις ὡς πιεστικὴ ἀνάγκη. Μπορῶ ὅλα νὰ σοῦ τὰ δώσω, ἀρκεῖ ὅλα ἢ κάποια ἀπὸ αὐτά νὰ εἶναι, ὄντως, ἀπαραίτητα γιὰ τὸν ἁγιασμὸ καὶ τὴ σωτηρία σου. Πρόσεξε ὅμως: τὰ μέτρα μου δὲν εἶναι γήινα ἀλλὰ οὐράνια. Μετρῶ μὲ μέτρο τὴ μακαριότητα τοῦ οὐρανοῦ, μὲ ἔκταση τὴν αἰωνιότητα… Τί θέλεις, ὅμως, γιὰ σήμερα; Πές μου τό. Καὶ ἂν σὲ συμφέρη ἀληθινά, θὰ τὸ ἔχης. Καὶ ξέρεις, πόσο θέλω τὸ καλό σου! Δὲν ἔχεις κάποια σχέδια καὶ προοπτικές; Ἀνάφερέ μου τὰ ὅλα. Ἀφοροῦν τὸ τώρα, τὸ μέλλον σου, τὴ δουλειά σου, τὴν τακτοποίησή σου στὴ ζωή, θέλεις νὰ προσφέρῃς κάποια χαρὰ στοὺς γονεῖς σου, στὰ μέλη τῆς οἰκογένειάς σου, σὲ ψυχές ποὺ συνδέονται μαζί σου, σὲ κάποιους ποὺ δοκιμάζονται πολύ; Σὲ ὅ,τι, τέλος πάντων; Κάνε το, χωρὶς δισταγμό. Ὡς πρὸς ἐμένα δέ, ψυχή μου ἀγαπημένη, δὲν ἔχεις κάποιο ἐνδιαφέρον ἰδιαίτερο γιὰ τὴν μαζί μου σχέση τους; Δὲν θέλεις νὰ κάνῃς κάτι πολὺ καλὸ γιὰ τὰ φιλικά σου πρόσωπα, γιὰ ὅσους ἀγαπᾶς πολύ ἀλλὰ μὲ ἔχουν ξεχάσει; Πές μου, ποιὰ εἶναι τὰ ἐνδιαφέροντά σου καὶ τὰ κίνητρα ποὺ σὲ ὠθοῦν καὶ ποιὰ μέσα θὰ ἤθελες νὰ χρησιμοποιήσῃς γιὰ τὸ καλό τους… Κατάθεσέ μου τὶς ἀποτυχίες σου καὶ ζήτα μου νὰ σοῦ ὑποδείξω τὶς αἰτίες τους. Τί σὲ ἐνδιαφέρει γιὰ τὸ ἔργο σου; Εἶμαι, παιδί μου, Κύριος τῶν καρδιῶν καὶ μπορῶ νὰ τὶς ὁδηγήσω ὅπου θέλεις, σύμφωνα βέβαια πάντα μὲ τὶς ἀρχές, ποὺ κατέγραψα μὲ τὸ αἷμα μου πάνω στὸν σταυρό. Καὶ θὰ τοὺς φέρω σιγὰ σιγὰ κοντά σου, συνοδοιπόρους σου, ἀρκεῖ νὰ μὴν προβάλλουν πεισματικὰ ἐμπόδια, γιατί ποτὲ δὲν καταπατῶ τὸ δῶρο τῆς ἐλευθερίας ποὺ τοὺς χάρισα. Δὲν ἔχεις στενοχώριες; Ὦ παιδί μου ἀγαπημένο, πές μου τὶς στενοχώριες σου μὲ κάθε λεπτομέρεια. Τί σὲ κάνει νὰ κουράζεσαι, νὰ ἀπογοητεύεσαι, νὰ δυσκολεύεσαι, νὰ στενοχωριέσαι; Τί ἢ ποιὸς τσαλακώνει τὴν καρδιά σου; Ποιὸς ἔχει συντρίψει τὴ φιλαυτία σου; Ποιὸς σὲ ὑποτίμησε ἢ σὲ περιφρόνησε; Πές μου τὰ ὅλα, ὅλα χωρὶς δισταγμό. Θὰ σὲ ἀνακουφίση αὐτό. Καὶ τελειώνοντας τὴν ἀναφορά σου αὐτὴν πρόσθεσέ μου, ὅτι συγχωρεῖς ὅλα καὶ ὅλους, ὅτι τὰ λησμονεῖς ὅλα, ὅτι δὲν θὰ ἐπιτρέψης νὰ σοῦ διώξουν αὐτὰ τὴν εἰρήνη σου καὶ δὲν θὰ μειώσουν τὴν ἀγάπη, ποὺ ὅλα τὰ συγχωρεῖ. Καὶ ἐγὼ θὰ σὲ εὐλογῶ. Μήπως σὲ φοβίζουν κάποια κουραστικὰ ζητήματα; Ὑπάρχουν στὴν ψυχή, εἶναι ἀλήθεια, κάποιοι ἀκαθόριστοι φόβοι, ποὺ ἐνῶ εἶναι ἀδικαιολόγητοι, ὅμως σὲ κάνουν νὰ τρομάζεις; Ἐμπιστέψου τὸν ἑαυτό σου πλήρως σὲ μένα καὶ τὴν πρόνοιά μου γιὰ σένα. Βρίσκομαι παντοῦ, ἰδιαίτερα ὅμως πολὺ κοντά σου, μέσα σου. Τὰ βλέπω ὅλα, ὅσα σὲ ἀφοροῦν. Τὰ ξέρω ὅλα. Καὶ μπορῶ τὰ πάντα ὡς παντοδύναμος. Μὴ φοβᾶσαι ἑπομένως. Δὲν θὰ σὲ ἀφήσω. Μήπως ὑπάρχουν γύρω σου καρδιές, πού σοῦ φαίνονται λιγώτερο καλὲς ἀπὸ ἄλλοτε καὶ ποὺ ἡ ἀδιαφορία τους ἢ τὸ ὅτι ἴσως σὲ λησμόνησαν, τὶς ἔκαναν νὰ ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ κοντά σου, ἂν καὶ ἐσὺ δὲν ἔκανες τίποτε γι’ αὐτὴ τους τὴν ἀπομάκρυνση; Παρακάλεσέ με θερμὰ καὶ ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐγὼ θὰ τὶς ξαναφέρω κοντά σου, ἀρκεῖ νὰ σοῦ εἶναι χρήσιμες καὶ ἀναγκαία ἡ παρουσία τους γιὰ τὸν ἁγιασμό σου. Ἀλλιῶς, λησμόνησέ τες καλύτερα κι ἐσύ, ὅσο κι ἂν αὐτό σοῦ κοστίζει. Τέλος. Δὲν ἔχεις κάποιες χαρὲς νὰ μοῦ ἀνακοινώσῃς; Γιατί, ἀλήθεια, νὰ μὴ μὲ κάνῃς μέτοχον κάθε χαρὰς σου; Πές μου π.χ. ποιὸς ἀπὸ χτὲς ἢ προχτὲς ἢ τέλος πάντων τελευταῖα ἦρθε νὰ σὲ παρηγορήσῃ, νὰ σὲ ἐνθαρρύνῃ, νὰ σὲ βοηθήσῃ σὲ κάποια δυσκολία σου, νὰ σοῦ χαρίσῃ ἕνα χαμόγελο, προκαλώντας ἔτσι καὶ ἕνα δικό σου; Ποιὸς καὶ πῶς σὲ ἔκανε νὰ χαρῇς; Μπορεῖ νὰ εἶναι κάποια ἐπίσκεψη ἀπρόσμενη, κάποιο γράμμα ἐνθαρρυντικό, μία ἀγγελία ποὺ σὲ ἔκανε εὐτυχισμένη, ἕνας φόβος ποὺ ξαφνικὰ ἐξαφανίσθηκε, μία ἐπιτυχία ποὺ ἀμφέβαλλες ὅτι θὰ πραγματοποιηθῆ, ἕνα δεῖγμα ἀγάπης δυνατό, ἕνα ἐνθύμιο ἢ δῶρο ἀκριβὸ ἀγάπης καὶ φιλίας, μία δοκιμασία ποὺ σὲ δυνάμωσε τελικά. Ὅλα αὐτὰ καὶ τόσα ἄλλα καλά, ἐγὼ τὰ φρόντισα καὶ τὰ φροντίζω γιὰ σένα, ψυχὴ ἀγαπημένη. Πῶς, λοιπὸν, νὰ μή μοῦ δείξῃς τὴ χαρά σου, τὴν εὐγνωμοσύνη σου καὶ νὰ μή μοῦ ἐπαναλαμβάνῃς ἀσταμάτητα τὶς «ἐκ βαθέων» εὐχαριστίες σου;

Μὴν ξεχνᾶς, ψυχὴ ἀγαπημένη, ὅτι ἡ εὐγνωμοσύνη τραβάει τὴν εὐεργεσία κοντά της. Μὴ λησμονεῖς, ὅτι ἡ εὐγνωμοσύνη συγκινεῖ τὸν εὐεργέτη.

Μή σοῦ ξεφεύγει, πὼς ἡ εὐγνωμοσύνη ἐξευγενίζει καὶ ὀμορφαίνει ἀφάνταστα τὴν ψυχή, τὴν κάνει ἰδιαίτερα χαριτωμένη καὶ πάρα πολὺ ἄξια περισσότερων χαρίτων καὶ ἐλέους!».

Αὐτὰ δὲν θὰ μοῦ ἔλεγες σήμερα, Ἰησοῦ γλυκύτατε; Τὰ ἄκουσα μὲ ἀφάνταστη χαρά. Γιὰ ὅλα αὐτὰ Σὲ εὐχαριστῶ καὶ θὰ Σὲ εὐχαριστῶ πάντα «ἐκ ψυχῆς», Κύριέ μου, Κύριε τῆς ἀγάπης καὶ τοῦ ἐλέους. Καὶ θὰ συμμορφωθῶ μὲ ὅλες τὶς ὑποδείξεις Σου. Εἶναι τόσο ὄμορφες καὶ πηγὴ εὐλογιῶν Σου γιὰ μένα! Ἀμήν!