Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Θὰ ἀποπειραθοῦμε ἐδώ ἕναν προβληματισμὸ γύρω ἀπὸ τὴν ἔννοια τῆς πνευματικότητας, ἡ ὁποία ἀκούγεται ἀρκετά, τόσο ἐντὸς ὅσο καὶ ἐκτὸς Ἐκκλησίας. Ἡ ἀλλαγὴ αἰῶνα καὶ χιλιετίας εἶναι μιὰ καλὴ ἀφορμὴ γιὰ νὰ ἀναλογιστοῦμε, τί εἶναι αὐτὸ ποὺ ὀνομάζουμε «πνευματικότητα», «πνευματικὸς ἄνθρωπος» καὶ «πνευματικὴ ζωή».

  • !

    Ἠθικολογικὴ πνευματικότητα
    Ἡ πιὸ παλιὰ ἐκδοχὴ τῆς πνευματικότητας, αὐτὴ ποὺ ἔρχεται ἀπὸ τὸ παρελθὸν καὶ εἶναι ἀκόμα καὶ σήμερα ἐνεργὴ (ἂν καὶ λιγότερο ἀπ’ ὅ,τι στὸ παρελθόν), εἶναι μιὰ ἔννοια ποὺ ὁρίζει τὴν πνευματικότητα κυρίως ὡς αὐτοσυγκράτηση. Δηλαδή, «πνευματικότητα» εἶναι το νὰ μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ συγκρατεῖ τὶς ὁρμές του, τὰ συναισθήματά του, τὶς ἐπιθυμίες του. Ἔτσι λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν θυμώνει δικαιοῦται νὰ ὀνομαστεῖ, σύμφωνα μὲ τὴν ἐκδοχὴ αὐτή, «πνευματικὸς ἄνθρωπος»· ἢ ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἔχει ἔντονες σαρκικὲς ἐπιθυμίες ἢ τὶς ἔχει δαμάσει λέγεται «πνευματικὸς ἄνθρωπος».
    Καὶ πολλὲς φορὲς τεκμηριώνουμε αὐτὴ τὴν ἄποψή μας σὲ ἀνάλογα χωρία· γιὰ παράδειγμα: ἐφ’ ὅσον ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει, ὅτι καρπὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι καὶ ἡ πραότητα, τότε ὅποιος δὲν θυμώνει συμπεραίνουμε, πὼς εἶναι ἄνθρωπος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καὶ δὲν εἶναι δύσκολο νὰ φανταστεῖ κανεὶς πόσες αὐταπάτες χωρᾶνε ἐδῶ. Γιατί, ἂν αὐτὴ ἡ νοοτροπία συνεχιστεῖ καὶ ἕνας ἄνθρωπος περάσει ὅλη του τὴ ζωὴ νομίζοντας, πὼς εἶναι «πνευματικὸς» ἐπειδὴ δὲν θυμώνει καὶ ἄρα ἔχει πραότητα, τότε μποροῦμε νὰ μιλᾶμε γιὰ πραγματικὴ τραγωδία – ἐνδέχεται νὰ χάσει τὴ ζωή του ὁλόκληρη μέσα στὸ ψέμα.

  • !

    Μιὰ ἐνδιαφέρουσα παρατήρηση ἔχουμε καὶ στὴν «Κλίμακα» τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτη, ὁ ὁποῖος λέει: «Μερικοὶ ἄνθρωποι, δὲν ξέρω γιατί, ἔχουν ἔμφυτες κάποιες ἀρετές· τοὺς εἶναι εὔκολη ἡ πραότητα, τοὺς εἶναι εὔκολη ἡ ἐγκράτεια, τοὺς εἶναι εὔκολη ἡ ὑπομονή. Ἀντίθετα, ἄλλοι δυσκολεύονται πάρα πολὺ νὰ τὰ ἀποκτήσουν αὐτά. Ἐγὼ ὅμως παραδέχομαι», συνεχίζει ὁ ἅγιος Ἰωάννης, «αυτούς ποὺ δὲν ταιριάζει ὁ χαρακτῆρας τους μὲ αὐτὸ καὶ ἀγωνίζονται, αὐτοὺς δηλαδὴ ποὺ ἀγωνίζονται ἐνάντια στὸν χαρακτῆρα τους· διότι οἱ ἄλλοι δὲν κουράστηκαν καθόλου γι’ αὐτό, ἐνῶ ἐκεῖνοι ποὺ ἀγωνίζονται ἐνάντια στὴν φύση τους, πραγματοποιοῦν τὴν φράση τοῦ Χριστοῦ, ὅτι ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται καὶ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτὴν (Μάτθ. 11:12)». Δὲν ἀρκεῖ λοιπὸν ἡ ἐξωτερικὴ ἐμφάνιση κάποιας ἀρετῆς, γιὰ νὰ ὀνομαστεῖ κάποιος «πνευματικὸς ἄνθρωπος».

  • !

    Τὸ εἶδος αὐτὸ θέτει προτεραιότητα στὴν ψυχολογικὴ ἐμπειρία, στὸ τί αἰσθάνεται καὶ νιώθει ὁ ἄνθρωπος ψυχολογικὰ, ἐὰν δηλαδὴ αὐτὸ ποὺ αἰσθάνεται εἶναι ὡραῖο, τότε πνευματικὰ εἶναι σὲ καλὸ δρόμο, εἶναι κοντὰ στὸν Θεὸ· ἂν πάλι νιώθει ἄσχημα, εἶναι μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό.
    Ἕνα παράδειγμα τέτοιου ψυχολογικοῦ βιώματος ἀντικατοπτρίζεται σὲ αὐτὸ, ποὺ ἀκοῦμε συχνὰ νὰ λένε κάποιοι νέοι: «πηγαίνω στὴν ἐκκλησία καμιὰ φορὰ γιὰ νὰ ἠρεμήσω». Αὐτὴ ἡ ἠρεμία εἶναι αἴσθημα ψυχολογικῆς ὑφῆς. «Μὰ εἶναι κακὸ αὐτό;». Θὰ ἀντιτείνει κάποιος. Ὄχι, δὲν εἶναι. Ἀντίθετα, εἶναι εὐλογία. Ὡστόσο, ἀποτελεῖ μόνο τὸν προθάλαμο, τὸ πρῶτο σκαλοπάτι, πάνω στὸ ὁποῖο πρέπει ἀργότερα νὰ χτιστεῖ ἡ ἀληθινὴ πνευματικότητα. Εἶναι, θὰ λέγαμε, ἕνα προστάδιο μὲ τὸ ὁποῖο ὁ Θεὸς μᾶς γλυκαίνει γιὰ νὰ προχωρήσουμε στὴν ἀληθινὴ πνευματικότητα. Δυστυχῶς ὅμως, πολλοὶ ἀπὸ ἐμᾶς παραμένουμε ἐγκλωβισμένοι σ’ αὐτὸ τὸ προστάδιο. Κι ἔτσι, συναντᾶμε συχνὰ γονεῖς ποὺ εὐφραίνονται κατὰ τὴν ὥρα τῆς λατρείας, ἠρεμοῦν, ἀλλὰ ὅταν ἐπιστρέφουν στὸ σπίτι τσακώνονται μὲ τὰ παιδιά τους ἢ μὲ τόν/τὴν σύζυγό τους. Κι ἂν τοὺς ρωτήσεις, γιατί συμβαίνει αὐτό, παίρνεις τὴν ἑξῆς στερεότυπη ἀπάντηση: «Ἔ, μὰ μὲ ἔχουν κολάσει! Πάω στὴν ἐκκλησία, ἠρεμῶ, καὶ ἔρχομαι στὸ σπίτι καὶ ὑποφέρω μαζί τους!». Ἐνδέχεται λοιπὸν νὰ αἰσθάνεται κανεὶς κατάνυξη κατὰ τὴ διάρκεια τῆς λατρείας ἀλλὰ, ὅταν γυρίζει στὸ σπίτι του, νὰ μὴν ἀντέχει νὰ βλέπει κάποιο μέλος τῆς ἴδιας του τῆς οἰκογένειας. Αὐτὴ εἶναι μιὰ πνευματικότητα ἀνώριμη, νηπιακή. Κι ἀκόμα, εἶναι μιὰ πνευματικότητα ποὺ ὑστερεῖ σὲ ἀγάπη, δίνει ἔμφαση, στὸ πῶς νιώθει τὸ ἄτομο κι ὄχι στὸ πῶς τοποθετεῖται ἀπέναντι στὸν διπλανό του. Εἶναι μιὰ πνευματικότητα, ποὺ δὲν θὰ διστάζαμε νὰ τὴν ὀνομάσουμε «ἐγωκεντρική».

  • !

    Ἡ ὀρθόδοξη συλλογιστικὴ εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἀντίθετη: «Ποιός εἶναι ὁ ἀπώτερος στόχος τοῦ χριστιανοῦ; Νὰ εἰσέλθει πραγματικὰ στὴν Ἐκκλησία, νὰ ἐκκλησιοποιηθεῖ, δηλαδὴ νὰ κοινωνήσει μὲ τοὺς ἄλλους τὴν ἀγάπη. Πῶς θὰ τὸ πετύχει αὐτό; Διὰ τῆς ἀσκήσεως!».
    Ἂν εἰσέλθει κανεὶς στὴν Ἐκκλησία ἀποζητῶντας τοὺς ἀδελφούς, θὰ θεραπευτεῖ. Ἂν εἰσέλθει ἀποζητῶντας τὴν θεραπεία, θὰ χρησιμοποιήσει τοὺς ἄλλους ὡς μέσα γιὰ μιὰ θεραπεία ἀμφίβολη. Συνεπῶς, αὐτὸ ποὺ πρωτεύει μέσα στὴν Ἐκκλησία εἶναι ἡ σχέση μας μὲ τὰ ἀδέλφια μας.
    Ἡ πνευματικότητα τοῦ δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ ἦταν ἐπὶ αἰῶνες -ἀπὸ τὸν μεσαίωνα μέχρι τώρα- πνευματικότητα τοῦ πρώτου τύπου, «ἠθικολογική-πουριτανικὴ»· ἔδινε δηλαδὴ βάση στὰ ἐξωτερικὰ στοιχεῖα, στὸν τρόπο τῆς συμπεριφορᾶς. Ὁπότε, ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος ποὺ ἐλευθερώθηκε, τὶς τελευταῖες οὐσιαστικὰ δεκαετίες, ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ, ἔδωσε ἔμφαση σ’ αὐτὸ ποὺ νωρίτερα εἶχε παραμεληθεῖ, στὸ ψυχολογικὸ μέρος. Πάνω λοιπὸν στὰ συναισθήματα καὶ στὶς ἐπιθυμίες οἰκοδόμησε τὴν δεύτερη «πνευματικότητα», ὡς ἀντίδραση στὴν πρώτη. Ὡστόσο, καὶ οἱ δύο βρίσκονται σὲ λάθος κατεύθυνση. Μπορεῖ ἡ μία νὰ ἀντιμάχεται τὴν ἄλλη ἀλλὰ καὶ οἱ δύο βρίσκονται κατ’ οὐσίαν στὴν ἴδια τροχιά.

  • !

    Ποιά εἶναι ἡ ὀρθόδοξη πνευματικότητα;
    Ἡ πνευματικότητα, μέσα ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη προοπτική, ἔχει χαρακτῆρα ὀντολογικό. Τί σημαίνει αὐτό; Σημαίνει ὅτι ἀγκαλιάζει ὁλόκληρο τὸν ἄνθρωπο στὴν ἀκεραιότητά του, νὰ μὴ μένει τίποτα ἔξω ἀπὸ τὴν πορεία του πρὸς τὸν Θεό – οὔτε τὰ συναισθήματα οὔτε οἱ ἐπιθυμίες του οὔτε τὸ σῶμα του. Κι ὅλα τὰ ἀγκαλιάζει μὲ ἀγάπη καὶ στοργὴ καὶ βλέπει μέσα τους τὴν σφραγῖδα τῆς ἀγάπης καὶ τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ. Ξεχωρίζει κάθε ἀνθρώπινη λειτουργία ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ ἀναγνωρίζει στὴν φύση τοῦ ἀνθρώπου τὴν εὐλογία τῆς δημιουργικῆς πρόνοιας τοῦ Θεοῦ.
    Ὁ νεαρὸς, ποὺ ζεῖ μιὰ πολὺ ἐλευθεριάζουσα ζωὴ, ἐγκλωβίζεται σὲ ἕνα στοιχεῖο, στὸ σῶμα. Ὁ γονέας ποὺ βιώνει τὴν πνευματικότητα ψυχολογικὰ μόνο, ἐγκλωβίζεται κι αὐτὸς σὲ ἕνα στοιχεῖο, στὰ συναισθήματά του. Τέλος, αὐτὸς ποὺ θέλει νὰ ἀποκτήσει χαρίσματα γιὰ νὰ εἶναι δυνατὸς (ἐν Θεῷ δῆθεν, μὰ στὴν πραγματικότητα ἐγωκεντρικά), ἐγκλωβίζεται στὶς ἐπιθυμίες του. Ὁ κίνδυνος τοῦ ἐγκλωβισμοῦ ὑπάρχει παντοῦ, ὅταν ἀπουσιάζει ἀπὸ τὴν πνευματικότητά μας αὐτὸ τὸ ὀντολογικὸ στοιχεῖο τῆς ὀρθόδοξης ὀπτικῆς.
    Ἕνα ἄλλο χαρακτηριστικὸ τῆς ὀρθόδοξης πνευματικότητας εἶναι, ὅτι πραγματοποιείται ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Αὐτὸ σημαίνει, πὼς ὁ ἄνθρωπος ἀγωνίζεται μὲν τὸν «πρακτικὸ ἀγῶνα τῶν ἀρετῶν», ὅπως λένε οἱ ἅγιοι, ἀλλὰ ξέρει πὼς αὐτὸ δὲν εἶναι τὸ τέρμα τοῦ δρόμου· κι ἔτσι, ἂν δῆθεν ἀποκτήσει κάποια ἀρετὴ, δὲν μπορεῖ νὰ ὑπερηφανευτεῖ.
    Τὸ ὅτι δηλαδὴ ἡ χάρις πέμπεται ἄνωθεν σ’ ὅποιον καὶ ὅποτε Ἐκεῖνος κρίνει, τὸ ξεχνᾶμε συχνὰ καὶ συναντᾶμε ἔτσι πολλὰ παράξενα φαινόμενα: ἄνθρωποι ποὺ ἀγωνίζονται καθημερινὰ τὸν σκληρὸ ἀγῶνα τῶν ἀρετῶν, αἰσθάνονται ἄσχημα, ἐπειδὴ δὲν ἔχουν πνευματικὴ καρποφορία καὶ οὐσιαστικὴ σχέση μὲ τὸ Θεὸ· καὶ ἐνίοτε πέφτουν σὲ ζήλεια καὶ φθόνο, ὅταν βλέπουν κάποιον διπλανό τους νὰ ἀξιώνεται τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, ἂν καὶ ἔχει καταβάλει λιγότερο κόπο ἀπ’ ὅσο οἱ ἴδιοι. Καὶ οἱ χριστιανοὶ ἔχουμε τὴν τάση (εἰδικὰ ὅσοι εἴμαστε κοντὰ στὴν Ἐκκλησία ἀπὸ μικροὶ) νὰ μιμούμαστε τὸν μεγάλο ἀδερφὸ τῆς παραβολῆς τοῦ ἀσώτου καὶ νὰ σκεφτόμαστε ὡς ἑξῆς: «Γιατί ὁ Θεὸς νὰ εὐαρεστεῖται περισσότερο ἀπὸ τὸν διπλανό μας, ποὺ τόσα χρόνια δὲν ἦταν κοντά Του καὶ ποὺ ἔχει κάνει σαφῶς λιγότερο ἀγῶνα ἀπὸ ἐμᾶς;». Ἡ εὔκολη ἀπάντηση σ’ αὐτὴ τὴν ἐρώτηση εἶναι «δὲν ξέρω, μᾶλλον διότι ἔτσι ἔκρινε ὁ Θεὸς ποὺ βλέπει τὸ βάθος τῆς ψυχῆς τοῦ κάθε ἀνθρώπου». Ὑπάρχει ὅμως καὶ μιὰ ἄλλη ἀπάντηση, ποὺ ἀποτελεῖ καὶ τὸ τρίτο χαρακτηριστικὸ τῆς ὀρθόδοξης πνευματικότητας: ἡ ἀγάπη.

  • !

    Ἔλεγε ἕνας Ἁγιορείτης γέροντας τῆς ἐποχῆς μας στοὺς ἀδελφοὺς μιᾶς μονῆς: «Μὴ μοῦ λέτε πόσες μετάνοιες ἢ πόσο αὐστηρὲς νηστεῖες κάνετε. Πέστε μου, πόσο μπορεῖτε νὰ καταλάβετε τὸν πόνο τοῦ ἀνθρώπου ποὺ σᾶς ἐπισκέπτεται· πόσο μπορεῖτε νὰ τὸν ἀλαφρώσετε καὶ νὰ τοῦ δείξετε τὸν δρόμο γιὰ τὸν Θεό». Τὸ κριτήριο γιὰ τὸν γέροντα αὐτὸν ἦταν ἡ ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη, λένε οἱ πατέρες, εἶναι ἡ μόνη ἀρετὴ ποὺ θὰ ἐπιβιώσει στὰ Ἔσχατα, στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὅταν δηλαδὴ θὰ βλέπουμε τὸν Θεὸ πρόσωπο πρὸς πρόσωπο καὶ καμία ἄλλη ἀρετὴ δὲν θὰ χρειάζεται – οὔτε πίστη οὔτε ὑπομονή οὔτε ἐγκράτεια… «Ἡ ἀγάπη οὐδέποτε ἐκπίπτει» (Α’ Κόρ. 13:8), εἶναι αἰώνια. Κι αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ αἰωνιότητά της ὀφείλεται στὸ γεγονὸς, πὼς ἡ ἀγάπη ἀποτελεῖ τὴν ἴδια τήν οὐσία τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

  • !

    Ἡ ἄσκηση ὑπάρχει προκειμένου νὰ καταστοῦμε ἱκανοὶ νὰ ἀγαπήσουμε. Καὶ ἡ πιὸ δύσκολη ἄσκηση εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ διπλανοῦ μας. Εἴμαστε ὅμως τόσο ναρκισσιστὲς κι ἐγωιστὲς, ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ ἀγαπήσουμε τὸ πρόσωπο τοῦ ἄλλου ποὺ ἔχουμε ἀπέναντι μας, κι ἔτσι χρειάζεται νὰ ξεκινήσουμε τὴν ἄσκησή μας ἀπὸ τὰ μικρότερα καὶ καθημερινὰ (π.χ. τὴ νηστεία τῶν τροφῶν). Τὸ τέρμα καὶ ὁ στόχος ὅμως εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ διπλανοῦ, ἡ ἀγάπη τοῦ πραγματικοῦ του προσώπου, ὄχι τοῦ προσώπου ποὺ θὰ ἐπιθυμούσαμε νὰ ἔχει. Τὸ νὰ ἀγαπήσεις τὸν διπλανό σου καὶ νὰ τὸν κάνεις νὰ αἰσθανθεῖ ὅτι ἔχει ἀξία ὡς ἄνθρωπος, ἀποτελεῖ τὴν οὐσία τῆς ἀγάπης καὶ τὴν δυσκολότερη μορφὴ ἄσκησης. Σ’ ἕνα μυθιστόρημα, κάποια συγγραφέας περιγράφει τὴν ἡρωίδα της πολὺ ὀργισμένη ἀπέναντι στὸ φίλο της, «ὄχι ἐπειδὴ δὲν τὴν ἀγάπησε, ἀλλὰ ἐπειδὴ δὲν τὴν εἶχε κάνει νὰ ἀγαπήσει τὸν ἑαυτό της».
    Τὸ νὰ συναντήσεις τὸ πραγματικὸ πρόσωπο τοῦ ἄλλου, δὲν μπορεῖ νὰ γίνει χωρὶς τὶς μικρὲς ἀσκήσεις τῆς καθημερινότητας ποὺ μᾶς βάζει ἡ Ἐκκλησία. Κι αὐτό, διότι συνήθως ἐμεῖς δὲν σχετιζόμαστε πραγματικὰ μ’ αὐτὸν ποὺ ἔχουμε ἀπέναντί μας, ἀλλὰ μὲ αὐτὸν ποὺ θὰ θέλαμε νὰ ἔχουμε. Ζοῦμε δηλαδὴ σὲ μιὰ αὐταπάτη ψυχολογικῆς πνευματικότητας. Κι ὅταν ὁ ἀπέναντί μας ἄνθρωπος μᾶς βγάζει ἀπ’ αὐτήν, θυμώνουμε, γιατί μᾶς ἔβγαλε ἀπὸ τὸ ὄνειρο, μᾶς ξύπνησε. Ὅμως, ἡ πραγματικὴ ζωὴ εἶναι ἐδῶ, ὄχι σὲ αὐτὸ ποὺ ἐμεῖς φανταζόμαστε…

  • !

    Γιὰ τὴν ὀρθόδοξη πνευματικότητα συνεπῶς , τὸ κριτήριο δὲν εἶναι ἡ κατάνυξη οὔτε ἡ ἐξαΰλωση οὔτε ἡ ἀπομόνωση οὔτε τὰ δάκρυα καθ’ ἑαυτά. Τὸ κριτήριο εἶναι ἡ ἀγάπη, κι ὅλα τὰ ἄλλα ὑπάρχουν γιὰ νὰ ὑπηρετοῦν τὴν ἀγάπη.
    Πῶς μπορεῖ κάποιος νὰ ἀγαπήσει τὸν διπλανό του, ἂν δὲν συνειδητοποιήσει τὴ δική του προσωπικὴ ἀθλιότητα, ἂν δὲν ἐξέλθει ἀπὸ τὴν αὐταπάτη, πὼς αὐτὸς ὁ ἴδιος εἶναι ὁ πιὸ σπουδαῖος στὶς σχέσεις του; Νὰ λοιπὸν τί χρειάζεται ἡ κατάνυξη: νὰ μᾶς βοηθήσει νὰ φτάσουμε στὴν ἀγάπη.
    Ἂς σταματήσουμε ἐδῶ, ἐπισημαίνοντας ἐν κατακλεῖδι καὶ μὲ ἔμφαση, πὼς ἡ μόνη ἀληθινὴ πνευματικότητα, αὐτὴ ποὺ θὰ βάλει τὸν ἄνθρωπο στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, αὐτὴ ποὺ θὰ ἀναδείξει τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τὸν 21ο αἰῶνα, εἶναι ἡ πνευματικότητα τῆς ἀγάπης.

«Πνευματικότητα » στὶς ἀρχὲς τοῦ 21ου αἰῶνα

 

Θὰ ἀποπειραθοῦμε ἐδώ ἕναν προβληματισμὸ γύρω ἀπὸ τὴν ἔννοια τῆς πνευματικότητας, ἡ ὁποία ἀκούγεται ἀρκετά, τόσο ἐντὸς ὅσο καὶ ἐκτὸς Ἐκκλησίας. Ἡ ἀλλαγὴ αἰῶνα καὶ χιλιετίας εἶναι μιὰ καλὴ ἀφορμὴ γιὰ νὰ ἀναλογιστοῦμε, τί εἶναι αὐτὸ ποὺ ὀνομάζουμε «πνευματικότητα», «πνευματικὸς ἄνθρωπος» καὶ «πνευματικὴ ζωή».

Νομίζω, ὅτι θὰ ἔχουμε τὴν εὐκαιρία νὰ διακρίνουμε παρεξηγήσεις καὶ παρανοήσεις, ἀλλὰ καὶ νὰ γνωρίσουμε καλύτερα τὴν ἔννοια τῆς ὀρθόδοξης πνευματικότητας. Θὰ διευκρινίσω ἐξ ἀρχῆς, ὅτι ἐξαιροῦμε καὶ δὲν ἀσχολούμαστε καθόλου μὲ τὴν ὁρολογία ποὺ ἐπικρατεῖ δημοσιογραφικὰ καὶ ποὺ ὀνομάζει «πνευματικὸ ἄνθρωπο» τὸν ἄνθρωπο τῶν γραμμάτων καὶ τῶν τεχνῶν. Δὲν μᾶς ἐνδιαφέρει αὐτὴ ἡ ὀνομασία, γιατί εἶναι μιὰ ὀνομασία καταχρηστική. Θὰ μιλήσουμε γιὰ τὴν πνευματικότητα δίνοντάς της θρησκευτικὸ καὶ θεολογικὸ νόημα.

Ἠθικολογικὴ πνευματικότητα

Ἡ πιὸ παλιὰ ἐκδοχὴ τῆς πνευματικότητας, αὐτὴ ποὺ ἔρχεται ἀπὸ τὸ παρελθὸν καὶ εἶναι ἀκόμα καὶ σήμερα ἐνεργὴ (ἂν καὶ λιγότερο ἀπ’ ὅ,τι στὸ παρελθόν), εἶναι μιὰ ἔννοια ποὺ ὁρίζει τὴν πνευματικότητα κυρίως ὡς αὐτοσυγκράτηση. Δηλαδή, «πνευματικότητα» εἶναι το νὰ μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ συγκρατεῖ τὶς ὁρμές του, τὰ συναισθήματά του, τὶς ἐπιθυμίες του. Ἔτσι λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν θυμώνει δικαιοῦται νὰ ὀνομαστεῖ, σύμφωνα μὲ τὴν ἐκδοχὴ αὐτή, «πνευματικὸς ἄνθρωπος»· ἢ ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἔχει ἔντονες σαρκικὲς ἐπιθυμίες ἢ τὶς ἔχει δαμάσει λέγεται «πνευματικὸς ἄνθρωπος».

Θὰ ὀνομάζαμε αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὴν πνευματικότητα «ἠθικολογική». Κι αὐτό, διότι τὸ ἐνδιαφέρον ὅλο βρίσκεται στὴν ἠθική, ὅπως αὐτὴ νοεῖται μὲ βάση ἐξωτερικὰ κριτήρια. Μὲ ἄλλα λόγια, ἂν ὁ ἄνθρωπος συμπεριφέρεται μὲ αὐτὸ ποὺ ἐπιβάλλει ἡ ἠθική -βέβαια ἐδῶ ὑπάρχει παρανόηση καὶ τῆς ἴδιας τῆς ἔννοιας τῆς ἠθικῆς, τότε τὸν ὀνομάζουμε «πνευματικὸ ἄνθρωπο», λέμε ὅτι ἔχει «πνευματικὴ ζωή». Καὶ πολλὲς φορὲς τεκμηριώνουμε αὐτὴ τὴν ἄποψή μας σὲ ἀνάλογα χωρία· γιὰ παράδειγμα: ἐφ’ ὅσον ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει, ὅτι καρπὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι καὶ ἡ πραότητα, τότε ὅποιος δὲν θυμώνει συμπεραίνουμε, πὼς εἶναι ἄνθρωπος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καὶ δὲν εἶναι δύσκολο νὰ φανταστεῖ κανεὶς πόσες αὐταπάτες χωρᾶνε ἐδῶ. Γιατί, ἂν αὐτὴ ἡ νοοτροπία συνεχιστεῖ καὶ ἕνας ἄνθρωπος περάσει ὅλη του τὴ ζωὴ νομίζοντας, πὼς εἶναι «πνευματικὸς» ἐπειδὴ δὲν θυμώνει καὶ ἄρα ἔχει πραότητα, τότε μποροῦμε νὰ μιλᾶμε γιὰ πραγματικὴ τραγωδία – ἐνδέχεται νὰ χάσει τὴ ζωή του ὁλόκληρη μέσα στὸ ψέμα.

Δὲν ἀρκεῖ ἡ ἐξωτερικὴ ἐμφάνιση κάποιας ἀρετῆς γιὰ νὰ ὀνομαστεῖ κάποιος «πνευματικὸς ἄνθρωπος», για νὰ ποῦμε δηλαδὴ, ὅτι ἡ ἀρετὴ αὐτὴ εἶναι καρπὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Διότι ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς μᾶς ζήτησε: «Μὴ κρίνετε κατ’ ὄψιν» (Ἰωάν. 7:24)… Ἀλλὰ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐντολὴ αὐτὴ τοῦ Χριστοῦ, μιὰ ἐνδιαφέρουσα παρατήρηση ἔχουμε καὶ στὴν «Κλίμακα» τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτη, ὁ ὁποῖος λέει: «Μερικοὶ ἄνθρωποι, δὲν ξέρω γιατί, ἔχουν ἔμφυτες κάποιες ἀρετές· τοὺς εἶναι εὔκολη ἡ πραότητα, τοὺς εἶναι εὔκολη ἡ ἐγκράτεια, τοὺς εἶναι εὔκολη ἡ ὑπομονή. Ἀντίθετα, ἄλλοι δυσκολεύονται πάρα πολὺ νὰ τὰ ἀποκτήσουν αὐτά. Ἐγὼ ὅμως παραδέχομαι», συνεχίζει ὁ ἅγιος Ἰωάννης, «αυτούς ποὺ δὲν ταιριάζει ὁ χαρακτῆρας τους μὲ αὐτὸ καὶ ἀγωνίζονται, αὐτοὺς δηλαδὴ ποὺ ἀγωνίζονται ἐνάντια στὸν χαρακτῆρα τους· διότι οἱ ἄλλοι δὲν κουράστηκαν καθόλου γι’ αὐτό, ἐνῶ ἐκεῖνοι ποὺ ἀγωνίζονται ἐνάντια στὴν φύση τους, πραγματοποιοῦν τὴν φράση τοῦ Χριστοῦ, ὅτι ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται καὶ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτὴν (Μάτθ. 11:12)». Δὲν ἀρκεῖ λοιπὸν ἡ ἐξωτερικὴ ἐμφάνιση κάποιας ἀρετῆς, γιὰ νὰ ὀνομαστεῖ κάποιος «πνευματικὸς ἄνθρωπος».

Ἡ παραπάνω ἐκδοχὴ τῆς πνευματικότητας, εἴπαμε, πὼς ὀνομάζεται «ἠθικολογική». Θὰ μπορούσαμε νὰ τὴν ὀνομάσουμε καὶ «πουριτανική». Ἡ λέξη «πουριτανὸς» βγαίνει ἀπὸ τὴ λατινικὴ λέξη purus ποὺ σημαίνει «καθαρὸς» (κάποτε μάλιστα ὑπῆρχε καὶ συγκεκριμένη αἵρεση, ἡ αἵρεση τῶν «καθαρῶν»). Αὐτὴ ἡ λέξη μᾶς ὁδηγεῖ σὲ μιὰ ἄλλη πλευρὰ αὐτῆς τῆς πρώτης ἐκδοχῆς περὶ πνευματικότητας: στὴν στάση ζωῆς ποὺ ἀντιμάχεται τὸ σῶμα. Ἡ στάση αὐτὴ σκανδαλίζεται ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο σῶμα ποὺ ἔχει ὁρμὲς καὶ ἐπιθυμίες· ἀδυνατεῖ νὰ θεωρήσει, ὅτι τὸ σῶμα εἶναι δυνατὸν νὰ συμμετέχει στὴν πνευματικότητα. Κορυφαῖος ἐκπρόσωπος αὐτῆς τῆς τάσης, τῆς πουριτανικῆς- ἠθικολογικῆς πνευματικότητας, ὑπῆρξε ὁ γνωστὸς αἱρετικὸς τοῦ 14ου αἰῶνα, Βαρλαάμ. Ὁ Βαρλαάμ, μεγαλωμένος στὴν Ἰταλία μὲ ὀρθολογιστικὸ καὶ πουριτανικὸ πνεῦμα, τρόμαξε ὅταν ἦρθε στὴν Ἑλλάδα καὶ ἄκουσε, πὼς οἱ μοναχοὶ στὸ Ἅγιον Ὅρος δέχονται σημεῖα τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ καὶ στὸ σῶμα τους, ὅτι βλέπουν δηλαδὴ μὲ τὰ μάτια τους τὸ ἄκτιστο φῶς. Κι ἔγραψε πύρινους λόγους γιὰ νὰ πεῖ, πὼς ὁτιδήποτε μὴ λογικὸ στὸν ἄνθρωπο -τὸ σῶμα, τὰ συναισθήματα, οἱ ἐπιθυμίες- δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ συνοδεύει τὸν ἄνθρωπο στὴν πορεία του πρὸς τὴν πνευματικότητα, δηλαδὴ πρὸς τὸν Θεό. Γιατί; Διότι εἶναι βρώμικο.

Ὁ Βαρλαὰμ πῆρε τὶς δέουσες ἀπαντήσεις ἀπὸ ἕναν κορυφαῖο θεολόγο καὶ θεόπτη τῆς Ἐκκλησίας μας, τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος τόνισε, πὼς δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει ἀληθινὴ ὀρθόδοξη πνευματικότητα, ἐὰν κάποιο στοιχεῖο τῆς ἀνθρώπινης φύσης μείνει ἔξω ἀπ’ αὐτὴν καὶ πάνω στοὺς λόγους τοῦ «Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων» θεμελίωσε αὐτὸ πού, ὅπως θὰ δοῦμε παρακάτω, ἀποτελεῖ τὴν πραγματικὴ ὀρθόδοξη πνευματικότητα.

Δὲν θὰ μακρύνω περισσότερο τὸν λόγο σχετικὰ μ’ αὐτὸ τὸ πρῶτο εἶδος τῆς «ἠθικολογικῆς-πουριτανικῆς» πνευματικότητας, μιᾶς καὶ στὴν οὐσία δὲν ἀποτελεῖ ἀληθινὴ πνευματικότητα, ἔστω κι ἂν πολλὰ παιδιὰ καὶ νέοι, ἀκόμα καὶ σήμερα (ποὺ τὸ φαινόμενο ὑφίσταται ὕφεση), ἀνατρέφονται μὲ βάση τὰ πρότυπά του.

Ψυχολογικὴ πνευματικότητα

Ἂς προχωρήσουμε σὲ ἕνα ἄλλο εἶδος, ποὺ ἐπιβάλλει περισσότερη διαπραγμάτευση. Πρόκειται γι’ αὐτὸ ποὺ θὰ ὀνομάζαμε «ψυχολογικὴ πνευματικότητα». Τὸ εἶδος αὐτὸ θέτει προτεραιότητα στὴν ψυχολογικὴ ἐμπειρία, στὸ τί αἰσθάνεται καὶ νιώθει ὁ ἄνθρωπος ψυχολογικὰ, ἐὰν δηλαδὴ αὐτὸ ποὺ αἰσθάνεται εἶναι ὡραῖο, τότε πνευματικὰ εἶναι σὲ καλὸ δρόμο, εἶναι κοντὰ στὸν Θεὸ· ἂν πάλι νιώθει ἄσχημα, εἶναι μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό.

Αὐτὴ ἡ νοοτροπία θεμελιώνεται συχνὰ σὲ συγκεκριμένα χωρία τῆς Καινῆς Διαθήκης, ὅπου ὁ Χριστὸς παρουσιάζει τὴν χαρὰ ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ὑγιοῦς σχέσης τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό. Καὶ πράγματι, κοντὰ στὸν Θεὸ ὑπάρχει χαρὰ. Οἱ ἅγιοι, ποὺ εἶναι τὰ πραγματικὰ κατοικητήρια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἔδειχναν τὴν χαρά τους, ἐνῶ, ἀντίθετα, μακριὰ ἀπ’ τὸ Θεὸ ὑπάρχει δυστυχία. Ὅμως δὲν ὑπάρχει μονάχα ἡ ἀληθινὴ χαρά ἀλλὰ ὑπάρχει καὶ ἡ «ψυχολογικὴ» χαρά, ἡ χαρὰ ὡς ψευδαίσθηση, ὡς αὐταπάτη. Καὶ ἀντίθετα, ὑπάρχει δυσφορία-δυστυχία, ποὺ ὀφείλεται στὸ ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό, ἀλλὰ ὑπάρχει καὶ δυσφορία-δυστυχία, ἐνῶ ὁ Θεὸς εἶναι πολὺ κοντά, εἶναι δίπλα στὸν ἄνθρωπο. Ὅσον ἀφορᾶ αὐτὸ τὸ τελευταῖο, ἀξίζει νὰ θυμηθοῦμε τὴν ἱστορία τοῦ Γεροντικοῦ, ὅπου ὁ κατάκοπος ἀπὸ τὸν πνευματικὸ πόλεμο μοναχὸς ρωτᾶ ὅλο λαχτάρα τὸν Χριστὸ: «Ποῦ ἤσουν Κύριε, γιατί μὲ ἐγκατέλειψες;», γιὰ νὰ πάρει τὴν ἀπάντηση ἀπὸ Ἐκεῖνον: «ἤμουν δίπλα σου καὶ σὲ ἐνίσχυα στὸν ἀγῶνα σου…». Ὁ Χριστὸς ἦταν δίπλα στὸν μοναχό ἀλλὰ ἐκεῖνος δὲν Τὸν καταλάβαινε, δὲν Τὸν ἔνιωθε. Μὲ ἄλλα λόγια, ὁ Θεὸς μέσα στὴ σοφία του ἐπιτρέπει μερικὲς φορές, γιὰ λόγους ποὺ δὲν γνωρίζουμε, νὰ νιώθουμε ἄσχημα ψυχολογικά, ἐνῶ εἴμαστε κοντά Του. Αὐτὸ εἶναι ἕνα μυστήριο, ποὺ δὲν μποροῦμε εὔκολα νὰ προσεγγίσουμε, γι’ αὐτὸ ἂς σταθοῦμε σὲ ἐκεῖνα τὰ στοιχεῖα αὐτῆς τῆς δεύτερης κατηγορίας τῆς πνευματικότητας (τῆς «ψυχολογικῆς», ὅπως τὴν ὀνομάσαμε, πνευματικότητας), ποὺ ξεκινοῦν ἀπὸ δικά μας λάθη καὶ προβλήματα.

Πρέπει νὰ τονιστεῖ, πὼς αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ πνευματικότητα ἀπαντᾶται ἐξίσου μέσα στὶς ἐνορίες καὶ τὰ μοναστήρια μας ἀλλὰ καὶ μέσα στὴν Ἀμερική, τὴν Βαβὲλ τῶν προτεσταντῶν. Μπορεῖ νὰ ἀκούγεται παράξενο κάτι τέτοιο, ὅμως ἡ πνευματικότητα ποὺ ζοῦμε στὶς ἐνορίες καὶ τὰ μοναστήρια μας ἔχει κάτι κοινὸ μὲ τὴν «πνευματικότητα» τῶν διαφόρων θρησκευτικῶν ὁμάδων καὶ αἱρέσεων τῆς σύγχρονης ἀμερικανικῆς Βαβυλωνίας: δίνουν καὶ οἱ δύο προτεραιότητα στὸ ψυχολογικὸ βίωμα.

Ἕνα παράδειγμα τέτοιου ψυχολογικοῦ βιώματος ἀντικατοπτρίζεται σὲ αὐτὸ, ποὺ ἀκοῦμε συχνὰ νὰ λένε κάποιοι νέοι: «πηγαίνω στὴν ἐκκλησία καμιὰ φορὰ γιὰ νὰ ἠρεμήσω». Αὐτὴ ἡ ἠρεμία εἶναι αἴσθημα ψυχολογικῆς ὑφῆς. «Μὰ εἶναι κακὸ αὐτό;». Θὰ ἀντιτείνει κάποιος. Ὄχι, δὲν εἶναι. Ἀντίθετα, εἶναι εὐλογία. Ὡστόσο, ἀποτελεῖ μόνο τὸν προθάλαμο, τὸ πρῶτο σκαλοπάτι, πάνω στὸ ὁποῖο πρέπει ἀργότερα νὰ χτιστεῖ ἡ ἀληθινὴ πνευματικότητα. Εἶναι, θὰ λέγαμε, ἕνα προστάδιο μὲ τὸ ὁποῖο ὁ Θεὸς μᾶς γλυκαίνει γιὰ νὰ προχωρήσουμε στὴν ἀληθινὴ πνευματικότητα. Δυστυχῶς ὅμως, πολλοὶ ἀπὸ ἐμᾶς παραμένουμε ἐγκλωβισμένοι σ’ αὐτὸ τὸ προστάδιο. Κι ἔτσι, συναντᾶμε συχνὰ γονεῖς ποὺ εὐφραίνονται κατὰ τὴν ὥρα τῆς λατρείας, ἠρεμοῦν, ἀλλὰ ὅταν ἐπιστρέφουν στὸ σπίτι τσακώνονται μὲ τὰ παιδιά τους ἢ μὲ τόν/τὴν σύζυγό τους. Κι ἂν τοὺς ρωτήσεις, γιατί συμβαίνει αὐτό, παίρνεις τὴν ἑξῆς στερεότυπη ἀπάντηση: «Ἔ, μὰ μὲ ἔχουν κολάσει! Πάω στὴν ἐκκλησία, ἠρεμῶ, καὶ ἔρχομαι στὸ σπίτι καὶ ὑποφέρω μαζί τους!». Ἐνδέχεται λοιπὸν νὰ αἰσθάνεται κανεὶς κατάνυξη κατὰ τὴ διάρκεια τῆς λατρείας ἀλλὰ, ὅταν γυρίζει στὸ σπίτι του, νὰ μὴν ἀντέχει νὰ βλέπει κάποιο μέλος τῆς ἴδιας του τῆς οἰκογένειας. Αὐτὴ εἶναι μιὰ πνευματικότητα ἀνώριμη, νηπιακή. Κι ἀκόμα, εἶναι μιὰ πνευματικότητα ποὺ ὑστερεῖ σὲ ἀγάπη, δίνει ἔμφαση, στὸ πῶς νιώθει τὸ ἄτομο κι ὄχι στὸ πῶς τοποθετεῖται ἀπέναντι στὸν διπλανό του. Εἶναι μιὰ πνευματικότητα, ποὺ δὲν θὰ διστάζαμε νὰ τὴν ὀνομάσουμε «ἐγωκεντρική».

Αὐτὴ ἡ πνευματικότητα ἐνδέχεται νὰ εὐδοκιμεῖ παντοῦ – ὄχι μόνο σὲ μιὰ ἐνορία ἀλλὰ καὶ σὲ ἕνα μοναστήρι. Συχνὰ ἀκοῦμε στὰ μοναστήρια μας τὴν φράση «αὐτὸ μὲ ἀναπαύει». Εἶναι εὐλογημένη λέξη καὶ πολλὲς φορὲς ἔχει πραγματικὸ νόημα, ὅμως κάποιες ἄλλες φορὲς διευρύνεται πολὺ, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ χωρέσει τὶς περιπτώσεις ἐκεῖνες ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρει μόνο νὰ ἀναπαυόμαστε.

Καὶ πέρα ἀπὸ τὸν χῶρο τῆς δικῆς μας Ἐκκλησίας, ἐνδέχεται αὐτὴ ἡ πνευματικότητα νὰ εὐδοκιμεῖ, μὲ συγκεκριμένες ἐκφάνσεις καὶ χαρακτηριστικά, καὶ στοὺς χώρους ἄλλων αἱρέσεων καὶ παραθρησκευτικῶν ὁμάδων. Τέτοιο παράδειγμα εἶναι οἱ πεντηκοστιανοὶ ἢ οἱ μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ: Μὲ τὸν τρόπο τους ἀγκαλιάζουν ὅλους, ὅσοι τοὺς πλησιάζουν, τοὺς καλωσορίζουν, τοὺς προσφέρουν κάτι μετὰ τὴν λατρεία καὶ τοὺς δίνουν τὴ δυνατότητα νὰ ψάλλουν ὅλοι μαζί ἢ νὰ παρακολουθήσουν ἕνα συναισθηματικὸ κήρυγμα ποὺ ξεσηκώνει τὶς ψυχές. Ὅλα αὐτὰ συνιστοῦν μιὰ ψυχολογικὴ πνευματικότητα ποὺ ξεκουράζει, γοητεύει καὶ ἐμπνέει (ἀκόμα καὶ τὸν ὀρθόδοξο πιστὸ ποὺ συχνὰ παρασύρεται ἀπὸ τέτοιες ἀμάδες), κι ἔτσι ὁ ἄνθρωπος, μετὰ ἀπ’ ὅλα αὐτὰ, πηγαίνει σπίτι του μὲ τὴν ψευδαίσθηση ὅτι, ἐπειδὴ ἔνιωσε καλὰ σὲ ὅλη αὐτὴ τὴν διαδικασία καὶ ἠρέμησε, ἔγινε κατοικητήριο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτὴ εἶναι ἡ ψυχολογικὴ πνευματικότητα! Εἶναι ἡ πνευματικότητα ποὺ βασίζεται, στὸ πῶς αἰσθάνεται κανείς.

Κι ἀκόμα παραπέρα, αὐτὴ ἡ πνευματικότητα ἀπαντᾶ καὶ στὸν χῶρο μιᾶς «κοσμικῆς» ἀντίληψης περὶ πνεύματος. Ἂς γίνουμε πιὸ συγκεκριμένοι: Τὰ τελευταῖα χρόνια, βλέπει κανεὶς στὰ ἀμερικανικὰ βιβλιοπωλεῖα ἕναν ἰδιαίτερο τομέα ποὺ ὀνομάζεται «Πνευματικότητα» (Spirituality). Αὐτὸς ὁ τομέας ὁρίζεται μὲ κριτήρια καθαρά ψυχολογικὰ καὶ διακρίνεται ἀπὸ τὸν τομέα «Θρησκεία» (Religion), ὅπου κανεὶς συναντᾶ βιβλία πιὸ θεολογικά. Ἡ πνευματικότητα, ποὺ ὑπονοεῖ ὁ τομέας «Πνευματικότητα», περιγράφεται μὲ ὅρους ψυχολογικοὺς κι ὄχι θρησκευτικούς. Γι’ αὐτὸ καὶ στὸν δυτικὸ κόσμο, το νὰ πηγαίνει κανεὶς στὴν ἐκκλησία, νὰ κάνει τὶς καθιερωμένες προσευχές του, νὰ μελετᾶ τὴν Ἁγία Γραφὴ μαζὶ μὲ ἄλλους καὶ νὰ νηστεύει (ἂν προβλέπει κάτι τέτοιο ἡ Ὁμολογία του), ἀποτελεῖ ἔκφανση θρησκευτικότητας κι ὄχι πνευματικότητας. Πνευματικότητα, κατὰ τὴν ἀντίληψη αὐτὴ τῶν ἀμερικανικῶν βιβλιοπωλείων, θεωρεῖται το νὰ στοχάζεται κανεὶς γιὰ τὸ θεῖο καὶ νὰ συγκινεῖται ἀπὸ αὐτὰ ποὺ σκέφτεται, νὰ νιώθει ὅτι ἀγαπάει τὸν διπλανό του καὶ νὰ προσφέρεται σ’ αὐτόν, ὅπως ὁ καθένας το καταλαβαίνει, κάτι τέτοιο. Ἔτσι, ἡ πνευματικότητα αὐτὴ ἀποστασιοποιεῖται ἀπὸ τὴν θεσμοποιημένη θρησκευτικότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀποκτᾶ χαρακτῆρα ἀτομικῆς ψυχολογικῆς ἐμπειρίας. Δὲν ἔχει σχέση μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἀλλὰ κάνει χρήση τοῦ ὅρου «πνεῦμα» μὲ τρόπο καταχρηστικό.

Μέσα σ’ αὐτὴ τὴν πνευματικότητα, ὅσο κι ἂν φαίνεται παράξενο, ὁ δυτικὸς κόσμος περιλαμβάνει καὶ αὐτὸ ποὺ ὀνομάζουμε «διεύρυνση τῆς συνειδητότητας». Αὐτὸς ὁ ὅρος περιγράφει τὸν ἄνθρωπο ἐκεῖνο, ποὺ ἀρχίζει νὰ αἰσθάνεται, νὰ βλέπει καὶ νὰ ἀκούει πράγματα, ποὺ συνήθως δὲν βλέπει καὶ δὲν ἀκούει· τὸν ἄνθρωπο ἐκεῖνο ποὺ ἔχει διευρυμένο πεδίο ἐμπειρίας. Συνήθως, αὐτὴ ἡ διεύρυνση ἐπιχειρεῖται μὲ διαλογισμὸ ἢ μὲ τεχνικὲς ποὺ καλλιεργοῦνται σὲ ὁρισμένες ἐπικίνδυνες θρησκευτικὲς ὁμάδες (cults). Ὑπάρχουν συγγραφεῖς ποὺ προβάλλουν αὐτὴ τὴν διεύρυνση ἐνταγμένη στὸ κλίμα τῆς «πνευματικότητας», διότι, ὅπως ὑποστηρίζουν, μέσα ἀπὸ τὴν διεύρυνση αὐτὴ ἔρχεται ὁ ἄνθρωπος σὲ ἐπαφὴ μὲ ὁλόκληρο τὸ σύμπαν, μὲ τὴν ἁρμονία καὶ τὴν ἀλήθεια τοῦ κόσμου.

(Ἂν ἀναφερόμαστε ἐδῶ στὰ λίγο δύσκολα αὐτὰ στοιχεῖα τοῦ φαινομένου αὐτοῦ τῆς Ἀμερικῆς, εἶναι γιατί σὲ δέκα-εἴκοσι χρόνια τὸ φαινόμενο αὐτὸ, ὅπως γίνεται πάντα, θὰ κάνει τὴν ἐμφάνισή του καὶ στὴν χώρα μας. Καὶ τότε, ὅταν πιὰ θὰ δεχόμαστε μιὰ πλημμύρα ὁρολογίας καὶ βιβλίων αὐτῆς τῆς «πνευματικότητας», ἴσως μὲ θλίψη διαπιστώσουμε, πὼς οἱ ἐνορίες καὶ τὰ μοναστήρια μας ἔχουν ἀπὸ καιρὸ προετοιμάσει τὸ ἔδαφος γιὰ τὴν εἴσοδο καὶ ἑδραίωσή της. Ἔχοντας κάνει τοὺς ὀρθόδοξους χριστιανοὺς νὰ σκέφτονται μόνο ψυχολογικά, ἔχοντας εἰσάγει στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας μιὰ κατ’ οὐσίαν κοσμικὴ ψυχολογικὴ πνευματικότητα, οἱ χριστιανοί, ὅταν πιὰ τὸ φαινόμενο θὰ εἶναι παρὸν στὴ χώρα μας, θὰ τὸ ἀναγνωρίσουν ὡς οἰκεῖο, θὰ τὸ ἀγκαλιάσουν καὶ μάλιστα, ὡς ἕνα βαθμό, θὰ ἐγκαταλείψουν γιὰ χάρη του τὴν Ἐκκλησία).

Ἂς κλείσουμε αὐτὴ τὴν κάπως δύσκολη παρένθεση ποὺ ἀνοίξαμε, κι ἂς ἔρθουμε τώρα σὲ ἕνα θέμα βασικὸ γι’ αὐτὸ τὸ δεύτερο εἶδος πνευματικότητας. Τὴν ὀνομάσαμε «ψυχολογικὴ» καὶ «ἐγωκεντρική». Τώρα θὰ προσθέσουμε κάτι ἀκόμα σ’ αὐτὸ τὸν χαρακτηρισμό: εἶναι μιὰ πνευματικότητα ποὺ ἐνδιαφέρεται μόνο γιὰ τὴν ἀτομικὴ δύναμη τοῦ ἀνθρώπου καὶ «δὲν δίνει δεκάρα» γιὰ τὸν διπλανό του. Πέρα κι ἀπὸ τὴν ἐμπειρία (τὸ νὰ νιώσει δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος ὡραῖα), ἡ «πνευματικότητα» αὐτή, στὶς πιὸ δυνατὲς μορφές της, νοιάζεται βασικὰ γιὰ τὴν ἀπὸκτηση ἀτομικῆς δύναμης. Πῶς ἐκφράζεται αὐτό; Μὲ μιὰ συγκεκριμένη νοοτροπία ἐκζήτησης τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἂς τὸ ἐξηγήσουμε αὐτὸ λίγο περισσότερο.

Ὑπάρχει πιὰ πολὺ μεγάλη βιβλιογραφία γύρω ἀπὸ τὴ ζωὴ τῶν ἁγίων μας. Διαβάζουν οἱ πιστοὶ τὰ θαυμαστὰ ἐπιτεύγματα ποὺ περιγράφονται στὰ συναξάρια καὶ ἀρχίζουν -κυρίως οἱ νέοι- νὰ τὰ ζηλεύουν. Σκέφτονται πόσο ὄμορφα θὰ ἦταν νὰ ἔχουν τὶς ἀρετὲς τοῦ τάδε ἁγίου ἢ τὰ χαρίσματα τοῦ δεῖνα. Καὶ λίγο-λίγο, χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνει κανείς, μπαίνουν στὴ λογικὴ τῆς δίψας γιὰ δύναμη. Ἂν μπορούσαμε κάπως νὰ κοιτάξουμε μέσα στὸ ἀσυνείδητο πολλῶν ὀρθόδοξων χριστιανῶν, νὰ δοῦμε δηλαδὴ, τί εἶναι αὐτὸ ποὺ ἐπιθυμοῦν κάποιοι ἀπὸ ἐκείνους ποὺ στὰ χέρια τους λιώνουν τὰ ἀσκητικὰ βιβλία, θὰ βλέπαμε ἕνα ἀντίγραφο τοῦ νιτσεϊκοῦ Ὑπερανθρώπου, ντυμένου ὅμως πλέον μὲ πνευματικὲς κατηγορίες. Ἡ συλλογιστικὴ τους ἐνδόμυχα καὶ ἀνεπίγνωστα εἶναι ἡ ἑξῆς: «Πῶς θὰ καταφέρω νὰ γίνω δυνατὸς, ἀποκτῶντας τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; Ποιός θὰ μοῦ τὰ δώσει, ἀφοῦ δὲν μπορῶ νὰ τὰ ἀποκτήσω μέσα ἀπὸ τὴ ρουτίνα τῆς καθημερινῆς μου ζωῆς; Ἡ Ἐκκλησία! Ἂς μπῶ λοιπὸν στὴν Ἐκκλησία, ὥστε μέσα ἀπὸ τὰ μυστήριά της νὰ ἀποκτήσω τὴν δύναμη τῶν χαρισμάτων». Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ Ἐκκλησία γίνεται μέσο γιὰ τὴν ἀπόκτηση ἑνὸς στόχου. Κι ὁ στόχος αὐτὸς εἶναι ἡ ἀπόκτηση δύναμης διὰ τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ ὅμως συνιστᾶ πλήρη ἀνατροπὴ τῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας…

Ἡ ὀρθόδοξη συλλογιστικὴ εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἀντίθετη: «Ποιός εἶναι ὁ ἀπώτερος στόχος τοῦ χριστιανοῦ; Νὰ εἰσέλθει πραγματικὰ στὴν Ἐκκλησία, νὰ ἐκκλησιοποιηθεῖ, δηλαδὴ νὰ κοινωνήσει μὲ τοὺς ἄλλους τὴν ἀγάπη. Πῶς θὰ τὸ πετύχει αὐτό; Διὰ τῆς ἀσκήσεως!». Ἡ ἄσκηση τώρα γίνεται μέσο γιὰ νὰ φτάσεις στὸν σκοπὸ, ποὺ εἶναι ἡ ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία τῆς ἀγάπης. Ἂν ξεφύγει κανεὶς ἀπὸ αὐτὴ τὴν σειρά, ἀπὸ αὐτὴ τὴν συλλογιστική, συναντᾶ τραγικὰ φαινόμενα. Ἡ Ἐκκλησία πολλὲς φορὲς ταλαιπωρεῖται ἀπὸ ἀνθρώπους, ποὺ τὴν κατέστησαν μέσο γιὰ νὰ πετύχουν τὸν σκοπό τους, νὰ ἐκπληρώσουν προσωπικές τους ἐπιδιώξεις καὶ νὰ ἀποκτήσουν τὴν ψευδαίσθηση τοῦ «πνευματικοῦ ἀνθρώπου».

Σ’ αὐτὴ τὴν δεύτερη κατηγορία πνευματικότητας ἀνήκει καὶ ἡ ἄποψη ποὺ λέει, «πάω στὴν Ἐκκλησία γιὰ νὰ θεραπευτῶ». Εἶναι μιὰ ἄποψη ποὺ ἀκούγεται συχνὰ καὶ ἔχουν γραφτεῖ καὶ βιβλία γύρω ἀπ’ αὐτή. Ὅμως, στὸν πυρῆνα της ὑπάρχει καὶ πάλι ἡ μετατροπὴ τῆς Ἐκκλησίας σὲ μέσο, ἀφοῦ στόχος της εἶναι ἡ θεραπεία καὶ ὄχι ἡ ἐκκλησιοποίηση. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει στὸ νοῦ του αὐτὴ τὴν ἄποψη, εἰσέρχεται στὴν Ἐκκλησία γιὰ νὰ θεραπευτεῖ ἀτομικὰ κι ὄχι γιὰ νὰ ἀποζητήσει «τοὺς ἀδελφούς μου καὶ τὲς ἀδελφές μου», ὅπως ἔλεγε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός. Ἂν εἰσέλθει κανεὶς στὴν Ἐκκλησία ἀποζητῶντας τοὺς ἀδελφούς, θὰ θεραπευτεῖ. Ἂν εἰσέλθει ἀποζητῶντας τὴν θεραπεία, θὰ χρησιμοποιήσει τοὺς ἄλλους ὡς μέσα γιὰ μιὰ θεραπεία ἀμφίβολη. Συνεπῶς, αὐτὸ ποὺ πρωτεύει μέσα στὴν Ἐκκλησία εἶναι ἡ σχέση μας μὲ τὰ ἀδέλφια μας. Καὶ δὲν εἶναι τυχαῖο, πὼς ἕνας νηπτικὸς πατέρας, ὁ ἅγιος Βαρσανούφιος, λέει κάπου: «Κύριε, ἢ βάλε καὶ τὰ πνευματικά μου παιδιὰ στὴν Βασιλεία σου ἢ μὴ βάλεις οὔτε ἔμενα». Μὰ θὰ πεῖ κάποιος: «Τρελὸς εἶναι ὁ ἄνθρωπος; Δὲν τὸν ἀπασχολεῖ μιὰ αἰωνιότητα στὴν κόλαση;». Κι ὅμως, δὲν τὸν ἀπασχολεῖ, γιατί ἔχει πυρετὸ ἀγάπης, θέλει νὰ εἶναι μαζὶ μὲ τοὺς ἀδελφούς του. Αὐτὴ εἶναι ἡ ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία καὶ οἱ νηπτικοὶ πατέρες εἶναι κατὰ βάθος ἐκκλησιολογικοί, δίνουν προτεραιότητα στὴν Ἐκκλησία, ἀντίθετα μὲ μᾶς σήμερα ποὺ ἔχουμε ἀναγάγει σὲ ὕψιστο κριτήριο τὴν αὐτονομημένη ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία νηπτικότητα. Ἡ Ἐκκλησία μᾶς σώζει ὄχι ὡς ἕνα ἀφηρημένο σῶμα ἢ μιὰ ἀτομικὴ προσπάθεια, ἀλλὰ ὡς ὁμάδα ἀδελφῶν ποὺ κοινωνοῦν μεταξύ τους οὐσιαστικά. Καὶ ποιά εἶναι ἡ κοντινότερή μας Ἐκκλησία; Δὲν εἶναι ἡ ἐνορία τοῦ καθενός ἀλλὰ ἡ οἰκογένειά του! Ἐὰν δὲν μπορέσουμε μέσα στὴν οἰκογένειά μας νὰ δοῦμε τὸν ἄλλο ὡς εὐλογία, τότε δὲν θὰ μπορέσουμε νὰ τὸ κάνουμε οὔτε μέσα στὴν ἐνορία…

Κλείνοντας τὴν ἑνότητα αὐτή, θὰ ἤθελα νὰ ἐπισημάνω, πὼς ἡ δεύτερη αὐτὴ ἐκδοχὴ περὶ πνευματικότητας ἀποτελεῖ παιδὶ τῆς πρώτης, δηλαδὴ τῆς «ἠθικολογικῆς-πουριτανικῆς» πνευματικότητας, γεννιέται ὡς ἀντίδρασή της. Κι αὐτὸ ἐξηγεῖται ὡς ἑξῆς: Ἡ πνευματικότητα τοῦ δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ ἦταν ἐπὶ αἰῶνες -ἀπὸ τὸν μεσαίωνα μέχρι τώρα- πνευματικότητα τοῦ πρώτου τύπου, «ἠθικολογική-πουριτανικὴ»· ἔδινε δηλαδὴ βάση στὰ ἐξωτερικὰ στοιχεῖα, στὸν τρόπο τῆς συμπεριφορᾶς. Ὁπότε, ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος ποὺ ἐλευθερώθηκε, τὶς τελευταῖες οὐσιαστικὰ δεκαετίες, ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ, ἔδωσε ἔμφαση σ’ αὐτὸ ποὺ νωρίτερα εἶχε παραμεληθεῖ, στὸ ψυχολογικὸ μέρος. Πάνω λοιπὸν στὰ συναισθήματα καὶ στὶς ἐπιθυμίες οἰκοδόμησε τὴν δεύτερη «πνευματικότητα», ὡς ἀντίδραση στὴν πρώτη. Ὡστόσο, καὶ οἱ δύο βρίσκονται σὲ λάθος κατεύθυνση. Μπορεῖ ἡ μία νὰ ἀντιμάχεται τὴν ἄλλη ἀλλὰ καὶ οἱ δύο βρίσκονται κατ’ οὐσίαν στὴν ἴδια τροχιά.

Ποιά εἶναι ἡ ὀρθόδοξη πνευματικότητα;

Ἂς ἔρθουμε τώρα, στὸ ποῦ θὰ θέλαμε νὰ τοποθετηθοῦμε ἐμεῖς, ποῦ θὰ θέλαμε νὰ ἀνήκουμε, ποιό δρόμο πρέπει νὰ ἀκολουθήσει ἡ Ἐκκλησία μας γιὰ νὰ δώσει μαρτυρία Ὀρθοδοξίας στὸν 21ο αἰῶνα.

Ἡ πνευματικότητα, μέσα ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη προοπτική, ἔχει χαρακτῆρα ὀντολογικό. Τί σημαίνει αὐτό; Σημαίνει ὅτι ἀγκαλιάζει ὁλόκληρο τὸν ἄνθρωπο στὴν ἀκεραιότητά του, νὰ μὴ μένει τίποτα ἔξω ἀπὸ τὴν πορεία του πρὸς τὸν Θεό – οὔτε τὰ συναισθήματα οὔτε οἱ ἐπιθυμίες του οὔτε τὸ σῶμα του. Κι ὅλα τὰ ἀγκαλιάζει μὲ ἀγάπη καὶ στοργὴ καὶ βλέπει μέσα τους τὴν σφραγῖδα τῆς ἀγάπης καὶ τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ. Ξεχωρίζει κάθε ἀνθρώπινη λειτουργία ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ ἀναγνωρίζει στὴν φύση τοῦ ἀνθρώπου τὴν εὐλογία τῆς δημιουργικῆς πρόνοιας τοῦ Θεοῦ.

Ἐμεῖς δυστυχῶς συχνὰ ἐγκλωβιζόμαστε σὲ ἕνα στοιχεῖο τῆς ὕπαρξής μας, γι’ αὐτὸ καὶ δυσκολευόμαστε νὰ ἀνοιχτοῦμε στὴν ὀρθόδοξη πνευματικότητα. Ὁ νεαρὸς, ποὺ ζεῖ μιὰ πολὺ ἐλευθεριάζουσα ζωὴ, ἐγκλωβίζεται σὲ ἕνα στοιχεῖο, στὸ σῶμα. Ὁ γονέας ποὺ βιώνει τὴν πνευματικότητα ψυχολογικὰ μόνο, ἐγκλωβίζεται κι αὐτὸς σὲ ἕνα στοιχεῖο, στὰ συναισθήματά του. Τέλος, αὐτὸς ποὺ θέλει νὰ ἀποκτήσει χαρίσματα γιὰ νὰ εἶναι δυνατὸς (ἐν Θεῷ δῆθεν, μὰ στὴν πραγματικότητα ἐγωκεντρικά), ἐγκλωβίζεται στὶς ἐπιθυμίες του. Ὁ κίνδυνος τοῦ ἐγκλωβισμοῦ ὑπάρχει παντοῦ, ὅταν ἀπουσιάζει ἀπὸ τὴν πνευματικότητά μας αὐτὸ τὸ ὀντολογικὸ στοιχεῖο τῆς ὀρθόδοξης ὀπτικῆς.

Ἕνα ἄλλο χαρακτηριστικὸ τῆς ὀρθόδοξης πνευματικότητας εἶναι, ὅτι πραγματοποιείται ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Αὐτὸ σημαίνει, πὼς ὁ ἄνθρωπος ἀγωνίζεται μὲν τὸν «πρακτικὸ ἀγῶνα τῶν ἀρετῶν», ὅπως λένε οἱ ἅγιοι, ἀλλὰ ξέρει πὼς αὐτὸ δὲν εἶναι τὸ τέρμα τοῦ δρόμου· κι ἔτσι, ἂν δῆθεν ἀποκτήσει κάποια ἀρετὴ, δὲν μπορεῖ νὰ ὑπερηφανευτεῖ. Ὁ χριστιανὸς ποὺ ἐμφορεῖται ἀπὸ μία ὀρθόδοξη πνευματικότητα, θυμᾶται τὰ λόγια τοῦ ἁγίου Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ: «Δὲν εἶναι οἱ ἀρετὲς ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς ἀλλὰ ἡ ἀπόκτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Καὶ τὸ πότε θὰ ἐπισκιάσει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἕναν ἄνθρωπο, ἀνήκει στὴν κρίση τοῦ Θεοῦ, εἶναι δώρημα ποὺ πέμπεται ἄνωθεν.

Αὐτὸ τὸ τελευταῖο, τὸ ὅτι δηλαδὴ ἡ χάρις πέμπεται ἄνωθεν σ’ ὅποιον καὶ ὅποτε Ἐκεῖνος κρίνει, τὸ ξεχνᾶμε συχνὰ καὶ συναντᾶμε ἔτσι πολλὰ παράξενα φαινόμενα: ἄνθρωποι ποὺ ἀγωνίζονται καθημερινὰ τὸν σκληρὸ ἀγῶνα τῶν ἀρετῶν, αἰσθάνονται ἄσχημα, ἐπειδὴ δὲν ἔχουν πνευματικὴ καρποφορία καὶ οὐσιαστικὴ σχέση μὲ τὸ Θεὸ· καὶ ἐνίοτε πέφτουν σὲ ζήλεια καὶ φθόνο, ὅταν βλέπουν κάποιον διπλανό τους νὰ ἀξιώνεται τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, ἂν καὶ ἔχει καταβάλει λιγότερο κόπο ἀπ’ ὅσο οἱ ἴδιοι. Καὶ οἱ χριστιανοὶ ἔχουμε τὴν τάση (εἰδικὰ ὅσοι εἴμαστε κοντὰ στὴν Ἐκκλησία ἀπὸ μικροὶ) νὰ μιμούμαστε τὸν μεγάλο ἀδερφὸ τῆς παραβολῆς τοῦ ἀσώτου καὶ νὰ σκεφτόμαστε ὡς ἑξῆς: «Γιατί ὁ Θεὸς νὰ εὐαρεστεῖται περισσότερο ἀπὸ τὸν διπλανό μας, ποὺ τόσα χρόνια δὲν ἦταν κοντά Του καὶ ποὺ ἔχει κάνει σαφῶς λιγότερο ἀγῶνα ἀπὸ ἐμᾶς;». Ἡ εὔκολη ἀπάντηση σ’ αὐτὴ τὴν ἐρώτηση εἶναι «δὲν ξέρω, μᾶλλον διότι ἔτσι ἔκρινε ὁ Θεὸς ποὺ βλέπει τὸ βάθος τῆς ψυχῆς τοῦ κάθε ἀνθρώπου». Ὑπάρχει ὅμως καὶ μιὰ ἄλλη ἀπάντηση, ποὺ ἀποτελεῖ καὶ τὸ τρίτο χαρακτηριστικὸ τῆς ὀρθόδοξης πνευματικότητας: ἡ ἀγάπη.

Κάποτε, ἀναφέρει τὸ Γεροντικό, ἕνας ἀμελὴς μοναχὸς ἔφτασε στὸ τέλος τῆς ζωῆς του καὶ μαζεύτηκαν οἱ πατέρες τῆς μονῆς στὸ προσκεφάλι του νὰ κάνουν προσευχή. Παραξενεύτηκαν, ὅμως, διότι τὸν εἶδαν εἰρηνικό, κι ἔτσι τὸν ρώτησαν: «Ἀφοῦ ἐσὺ γιὰ μιὰ ζωὴ ἤσουν ἀμελὴς καὶ δὲν ἔκανες τὰ μοναχικὰ καθήκοντα ποὺ κάναμε ἐμεῖς -νηστεῖες, ἀκολουθίες κ.λπ.- γιατί εἶσαι τόσο εἰρηνικός;». «Συγχωρῆστε μὲ πατέρες», ἀπάντησε, «εἶμαι εἰρηνικὸς, ἐπειδὴ δὲν κατέκρινα ποτέ». Ἡ ἀπάντηση λοιπὸν στὸ, γιατί ὁ Θεὸς ἐπισκέπτεται κάποιους ἀνθρώπους, μολονότι ἔχουν νὰ ἐπιδείξουν λιγότερο πνευματικὸ ἀγῶνα ἀπ’ ὅ,τι ἐμεῖς, εἶναι ὅτι διέγνωσε στὸ βάθος τῆς ψυχῆς τους τὴν ἀγάπη.

Ἔλεγε ἕνας Ἁγιορείτης γέροντας τῆς ἐποχῆς μας στοὺς ἀδελφοὺς μιᾶς μονῆς: «Μὴ μοῦ λέτε πόσες μετάνοιες ἢ πόσο αὐστηρὲς νηστεῖες κάνετε. Πέστε μου, πόσο μπορεῖτε νὰ καταλάβετε τὸν πόνο τοῦ ἀνθρώπου ποὺ σᾶς ἐπισκέπτεται· πόσο μπορεῖτε νὰ τὸν ἀλαφρώσετε καὶ νὰ τοῦ δείξετε τὸν δρόμο γιὰ τὸν Θεό». Τὸ κριτήριο γιὰ τὸν γέροντα αὐτὸν ἦταν ἡ ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη, λένε οἱ πατέρες, εἶναι ἡ μόνη ἀρετὴ ποὺ θὰ ἐπιβιώσει στὰ Ἔσχατα, στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὅταν δηλαδὴ θὰ βλέπουμε τὸν Θεὸ πρόσωπο πρὸς πρόσωπο καὶ καμία ἄλλη ἀρετὴ δὲν θὰ χρειάζεται – οὔτε πίστη οὔτε ὑπομονή οὔτε ἐγκράτεια… «Ἡ ἀγάπη οὐδέποτε ἐκπίπτει» (Α’ Κόρ. 13:8), εἶναι αἰώνια. Κι αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ αἰωνιότητά της ὀφείλεται στὸ γεγονὸς, πὼς ἡ ἀγάπη ἀποτελεῖ τὴν ἴδια τήν οὐσία τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

Θὰ ἀναρωτηθεῖ κάποιος: «Μὰ καλά, καὶ ἡ ἄσκηση; Τί γίνεται μὲ τὴν ἄσκηση, γιὰ τὴν ὁποία ἔχουμε διαβάσει σελίδες καὶ σελίδες;». Ἡ ἄσκηση ὑπάρχει προκειμένου νὰ καταστοῦμε ἱκανοὶ νὰ ἀγαπήσουμε. Καὶ ἡ πιὸ δύσκολη ἄσκηση εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ διπλανοῦ μας. Εἴμαστε ὅμως τόσο ναρκισσιστὲς κι ἐγωιστὲς, ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ ἀγαπήσουμε τὸ πρόσωπο τοῦ ἄλλου ποὺ ἔχουμε ἀπέναντι μας, κι ἔτσι χρειάζεται νὰ ξεκινήσουμε τὴν ἄσκησή μας ἀπὸ τὰ μικρότερα καὶ καθημερινὰ (π.χ. τὴ νηστεία τῶν τροφῶν). Τὸ τέρμα καὶ ὁ στόχος ὅμως εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ διπλανοῦ, ἡ ἀγάπη τοῦ πραγματικοῦ του προσώπου, ὄχι τοῦ προσώπου ποὺ θὰ ἐπιθυμούσαμε νὰ ἔχει. Τὸ νὰ ἀγαπήσεις τὸν διπλανό σου καὶ νὰ τὸν κάνεις νὰ αἰσθανθεῖ ὅτι ἔχει ἀξία ὡς ἄνθρωπος, ἀποτελεῖ τὴν οὐσία τῆς ἀγάπης καὶ τὴν δυσκολότερη μορφὴ ἄσκησης. Σ’ ἕνα μυθιστόρημα, κάποια συγγραφέας περιγράφει τὴν ἡρωίδα της πολὺ ὀργισμένη ἀπέναντι στὸ φίλο της, «ὄχι ἐπειδὴ δὲν τὴν ἀγάπησε, ἀλλὰ ἐπειδὴ δὲν τὴν εἶχε κάνει νὰ ἀγαπήσει τὸν ἑαυτό της».

Τὸ νὰ συναντήσεις τὸ πραγματικὸ πρόσωπο τοῦ ἄλλου, δὲν μπορεῖ νὰ γίνει χωρὶς τὶς μικρὲς ἀσκήσεις τῆς καθημερινότητας ποὺ μᾶς βάζει ἡ Ἐκκλησία. Κι αὐτό, διότι συνήθως ἐμεῖς δὲν σχετιζόμαστε πραγματικὰ μ’ αὐτὸν ποὺ ἔχουμε ἀπέναντί μας, ἀλλὰ μὲ αὐτὸν ποὺ θὰ θέλαμε νὰ ἔχουμε. Ζοῦμε δηλαδὴ σὲ μιὰ αὐταπάτη ψυχολογικῆς πνευματικότητας. Κι ὅταν ὁ ἀπέναντί μας ἄνθρωπος μᾶς βγάζει ἀπ’ αὐτήν, θυμώνουμε, γιατί μᾶς ἔβγαλε ἀπὸ τὸ ὄνειρο, μᾶς ξύπνησε. Ὅμως, ἡ πραγματικὴ ζωὴ εἶναι ἐδῶ, ὄχι σὲ αὐτὸ ποὺ ἐμεῖς φανταζόμαστε…

Γιὰ τὴν ὀρθόδοξη πνευματικότητα συνεπῶς , τὸ κριτήριο δὲν εἶναι ἡ κατάνυξη οὔτε ἡ ἐξαΰλωση οὔτε ἡ ἀπομόνωση οὔτε τὰ δάκρυα καθ’ ἑαυτά. Τὸ κριτήριο εἶναι ἡ ἀγάπη, κι ὅλα τὰ ἄλλα ὑπάρχουν γιὰ νὰ ὑπηρετοῦν τὴν ἀγάπη. Ἂς τὸ διευκρινίσουμε αὐτὸ μὲ ἕνα παράδειγμα: Ἐνδέχεται κάποιος μέσα ἀπὸ τὴν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας ἢ μέσα ἀπὸ τὴν βραδινή του προσευχὴ νὰ καταλάβει πόσο ἁμαρτωλὸς εἶναι καὶ νὰ ἔρθει σὲ κατάνυξη. Αὐτὸ εἶναι μιὰ εὐλογία, ἕνα δῶρο τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ αὐτὸ τὸ δῶρο δὲν τοῦ δόθηκε γιὰ νὰ μείνει σ’ αὐτό. Δὲν πρέπει, μὲ τὴν προσδοκία τοῦ νὰ ζεῖ συνεχῶς αὐτὴ τὴν κατάνυξη, ἡ πνευματικότητά του νὰ περιοριστεῖ στὴν προσευχὴ καὶ τὴν λατρεία. Πρέπει νὰ καταλάβει, πὼς αὐτὴ ἡ κατάνυξη εἶναι μέσο γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ διπλανοῦ. Πῶς μπορεῖ κάποιος νὰ ἀγαπήσει τὸν διπλανό του, ἂν δὲν συνειδητοποιήσει τὴ δική του προσωπικὴ ἀθλιότητα, ἂν δὲν ἐξέλθει ἀπὸ τὴν αὐταπάτη, πὼς αὐτὸς ὁ ἴδιος εἶναι ὁ πιὸ σπουδαῖος στὶς σχέσεις του; Νὰ λοιπὸν τί χρειάζεται ἡ κατάνυξη: νὰ μᾶς βοηθήσει νὰ φτάσουμε στὴν ἀγάπη.

Τελικὰ παρατηροῦμε, πὼς οἱ προκλήσεις τῶν ἑκάστοτε ἐποχῶν ἀποβαίνουν εὐεργετικὲς γιὰ τὴν Ἐκκλησία μας, ἀφοῦ τὴν ἀναγκάζουν νὰ διευκρινίσει σημεῖα τῆς Θεολογίας της καὶ νὰ ἀποτινάξει λάθη τοῦ παρελθόντος. Τὴν βοηθοῦν νὰ συνειδητοποιήσει πληρέστερα τὴν δική της ταυτότητα. Γι’ αὐτὸ, ἂς εἴμαστε αἰσιόδοξοι, παρὰ τὶς ὅποιες ἄσχημες ἐξελίξεις ἢ, μᾶλλον, ἐξ αἰτίας τους! Ἂς σταματήσουμε ἐδῶ, ἐπισημαίνοντας ἐν κατακλεῖδι καὶ μὲ ἔμφαση, πὼς ἡ μόνη ἀληθινὴ πνευματικότητα, αὐτὴ ποὺ θὰ βάλει τὸν ἄνθρωπο στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, αὐτὴ ποὺ θὰ ἀναδείξει τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τὸν 21ο αἰῶνα, εἶναι ἡ πνευματικότητα τῆς ἀγάπης.