Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    «Εἶπεν ἄφρων ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ∙ Οὐκ ἔστι Θεός» [5]. Τὸν ἔχει ἐδῶ καὶ καιρὸ ἀντικαταστήσει μὲ τὴν καταναλωτική του δεινότητα, τὰ τεχνολογικὰ καὶ ἐπιστημονικὰ ἐπιτεύγματα, τὸν νέο μεσοεπιθετικὸ τῆς ὁμάδας, τὸν ἄτρωτο ἑαυτό του. Ἐξοστρακίζει, λοιπόν, ὁριστικῶς τὸν Νέο Ἀδὰμ (Χριστό) καὶ τὴν Νέα Εὕα (Ἐκκλησία) ἀπὸ τὴ λογική του. Ἀμφότεροι, ἀποτελοῦν τροχοπέδη στὴν εὐδοκίμηση τοῦ προσωπικοῦ, κοσμικοῦ παραδείσου του. Τὶς νύχτες, ὅμως, τῆς ἀπόγνωσης –ποὺ διαρκῶς πληθαίνουν- τοὺς ἀναθεματίζει γιὰ τὴν τόσο ἀπάνθρωπη καὶ χαιρέκακη ἀπουσία τους.

  • !

    Ὁ συγκαιρινὸς ἄνθρωπος, καὶ δὴ ὁ σύγχρονος δυτικός, ὄντας διαζευγμένος ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, καθὼς κι ἀπ’ τὶς πλάγιες καὶ ὁριζόντιες πηγὲς νοήματος, χαίρεται δίχως χαρά, λυπᾶται δίχως λύπη, αἰσθάνεται δίχως συναίσθημα. «Στερεῖται βαθειᾶς ταυτότητας∙ πάσχει ἀπὸ ἀποπροσανατολισμὸ καὶ ἀνία, εὐμετάβολα καὶ ἀνικανοποίητα αἰσθήματα, ρηχότητα τοῦ εἶναι, ἀνικανοποίηση μὲ τὶς ἴδιες του τὶς προσπάθειες… ἀδυναμίες προκαλούμενες ἀπὸ τὴν ἔλλειψη ὁποιασδήποτε ἐπιτακτικῆς αὐθεντίας στὸν πνευματικὸ βίο »[7].

  • !

    Ἀδυνατεῖ νὰ ἀντιληφθεῖ τὸ ἀνικανοποίητο τῆς ἀνθρώπινης φύσης ὡς κάτι ἄλλο. Ὡς παρότρυνση δημιουργική. Ὡς δύναμη τῆς ψυχῆς ποὺ ἀναφέρεται στὴν ἀλήθεια, ὄχι στὴν ἀπόγνωση. Ὡς μέσο ἀναρρίχησης ἀπὸ τὸ «λίαν καλό» [9] στὸ τέλειο∙ κατὰ βάθος, ἄλλωστε, εἶναι ἤδη τέλειος.

  • !

    Δὲ θέλει νὰ παραδεχτεῖ, πὼς αὐτὸ ποὺ τοῦ λείπει ἢ κάλλιο Αὐτὸς ποὺ τοῦ λείπει, εἶναι ἐκεῖνος ποὺ νωρίτερα ἐξοβέλισε. Δὲν τολμάει τὴν ἐπιστροφή. Δὲν ἐπιχειρεῖ τὸ ἄνοιγμα πρὸς Ἐκεῖνον καὶ στὸ μυστήριο τῆς σοφίας του, τὴν ἀποκεκρυμμένη [10].

Περὶ τοῦ ἀνικανοποίητου τῆς ἀνθρώπινης φύσης

 

Ὁ συγκαιρινὸς ἄνθρωπος, καὶ δὴ ὁ σύγχρονος δυτικός, ἂν καὶ ἔχει ἀπρόσκοπτη πρόσβαση στὸ νερό, στὰ ἀφεψήματα καὶ στὰ λοιπὰ εὐγενὴ ἢ μὴ ἡδύποτα, εἶναι ἀνικανοποίητος. Ἂν καὶ δὲν στερεῖται τῆς τροφῆς καὶ τῶν gourmet γεύσεων, τῶν λιχουδιῶν καὶ τῶν γλυκισμάτων, ἡ αἴσθηση ἱκανοποίησής του χάσκει ἀκόρεστη.

Ἂν καὶ ἐνδύεται ἢ ἁπλὰ καλύπτει στοιχειωδῶς τὴν γύμνια του μὲ τὰ ὀμορφότερα, ποιοτικότερα καὶ πλέον εὐφάνταστα ἐνδύματα, ἐξακολουθεῖ καὶ νοιώθει ἀνικανοποίητος. Ἐπενδύει στὴν καταπραϋντικὴ δράση τῶν life style καὶ shopping therapy. Τοὺς δίνει διάσταση μεταφυσική. Παραμένει, ὅμως, ἀνικανοποίητος.

Ἂν καὶ ἡ πρόσβασή του στὴν ἐκπαίδευση, στὴ διὰ βίου μάθηση καὶ στὴν ἰατροφαρμακευτικὴ περίθαλψη εἶναι ἄπλετη, τίποτα δὲν τὸν ἱκανοποιεῖ. Ἀκουμπάει μὲ ἐλπίδα ἐξωραϊστικὴ στὶς καλὲς τέχνες -στὴν ποίηση, τὴν ὄπερα, τὶς συναυλίες- ἔχοντας ὅμως αὐτὲς ἀποκοπεῖ ἀπὸ τὶς βαθιὲς ὀντολογικὲς ἀλήθειες, καθιστοῦν τὸν κόσμο του ἀνούσιο, μηχανιστικὸ στρέφοντάς τον στὸ καμουφλαρισμένο μὲ ἀνθρωπολογικὸ περίβλημα Μηδέν. Ἀπευθύνεται στὴ μελέτη, μὰ ὅπως λέγει ὁ σπουδαῖος Παπατσώνης «σκληρὴ κι αὐτή, τοῦ φωτίζει τὸ τί ἔχει χάσει» [1].

Ἀποκτάει πλούτη, ἐνίοτε ἀμύθητα, ποὺ καὶ τοῦτα ἀποδεικνύονται ἀνεπαρκὴ νὰ τοῦ ἐξασφαλίσουν τὴν πολυπόθητη, μύχια ἱκανοποίηση. Ἂν καὶ εἶναι κάτοχος ἰδιόκτητης στέγης καὶ ἐξοχικῆς κατοικίας, νὰ ἐξορμάει τὶς ἀργίες καὶ τὶς σχόλες, τὸ ἀνικανοποίητό του νὰ στέκει ἄσκεπο. Ἂν καὶ εἶναι κάτοχος ἑνὸς ἢ καὶ περισσοτέρων αὐτοκινήτων, δικύκλων, σκαφῶν ἀναψυχῆς καὶ ἀεροπλάνων, ἐν τέλει καταλήγει νὰ ψάχνει τὴν ἱκανοποίηση στὸ ποδήλατο ἢ στὶς ὀρεινὲς πεζοπορίες, ἀλλὰ δυστυχῶς οὔτε ἐκεῖ τὴ βρίσκει. Κι ὅταν τοῦ ζητηθεῖ νὰ γίνει οἰκονόμος τῶν φτωχῶν [2], στρέφει ἀλλοῦ τὴν πλάτη. Κι ὅταν τοῦ προταθεῖ νὰ ἀπαρνηθεῖ τὶς ἀνέσεις γιὰ μίαν ἄλλη ζωή, φεύγει περίλυπος [3]. Κι ἂν τυχὸν στερηθεῖ ὅλα αὐτὰ ποὺ τόσο καιρὸ τὸν ἄφηναν ἀνικανοποίητο, θλίβετε μέχρι θανάτου.

Ἐπιδιώκει διακαῶς τὴν ἐξουσία. Ὡρίμασε ὁ καιρὸς νὰ μεταλαμπαδεύσει τὴ γνώση του, νὰ καταστεῖ ἀναμορφωτὴς τῆς κοινωνίας, νὰ γίνει αἰώνιος. Κι ἃς λένε οἱ Γραφὲς «μὴ συσχηματίζεσθαι τῷ αἰώνι τοῦτο» [4]. Αὐτὸς «ξέρει» τὰ πάντα. Προβάλει στὰ κοινὰ τὴν ἀκαταστασία τοῦ∙ σπέρνει ὁλοῦθε τὴ δυστυχία του. Γίνεται ἐξουσιαστής, τύραννος, σατράπης, ἐκμεταλλευτής. Ἱκανοποίηση πουθενά. Ζεῖ σὲ περιβάλλον εἰρήνης, ποὺ δὲ βλασταίνει γαλήνη. Ζεῖ ἐλεύθερος (ἀφελῶς ἔτσι νομίζει) σκλαβωμένος τῆς ἀνικανοποίητης ὁλότητάς του.

«Εἶπεν ἄφρων ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ∙ Οὐκ ἔστι Θεός» [5]. Τὸν ἔχει ἐδῶ καὶ καιρὸ ἀντικαταστήσει μὲ τὴν καταναλωτική του δεινότητα, τὰ τεχνολογικὰ καὶ ἐπιστημονικὰ ἐπιτεύγματα, τὸν νέο μεσοεπιθετικὸ τῆς ὁμάδας, τὸν ἄτρωτο ἑαυτό του. Ἐξοστρακίζει, λοιπόν, ὁριστικῶς τὸν Νέο Ἀδὰμ (Χριστό) καὶ τὴν Νέα Εὕα (Ἐκκλησία) ἀπὸ τὴ λογική του. Ἀμφότεροι, ἀποτελοῦν τροχοπέδη στὴν εὐδοκίμηση τοῦ προσωπικοῦ, κοσμικοῦ παραδείσου του. Τὶς νύχτες, ὅμως, τῆς ἀπόγνωσης –ποὺ διαρκῶς πληθαίνουν- τοὺς ἀναθεματίζει γιὰ τὴν τόσο ἀπάνθρωπη καὶ χαιρέκακη ἀπουσία τους.

Δοκιμάζει κάθε λογὴς διασκεδάσεις. Τὰ πάντα ἐπιτρέπονται…( ; ) [6] Στρέφεται σὲ κάθε εἴδους ἀκρότητες: φυσιολογικὲς ἢ μή. Τίποτα δὲν τὸν ἱκανοποιεῖ. Ἔχει τὴν τεχνολογία νὰ τοῦ κάνει τὴ ζωὴ εὐκολότερη. Νὰ τοῦ ἐξασφαλίζει περίσσευμα χρόνου, προκειμένου νὰ τοῦ τὸν ἀναπληρώνουν τὰ μέσα κοινωνικῆς δικτύωσης, πριχοῦ τὸ βράδυ πλαγιάσει στεγνὸς καὶ κατάμονος. Ἐνῶ ταξιδεύει σὲ ὅλο τὸν κόσμο, κανένας τόπος δὲ τοῦ χαρίζει πληρότητα. Γιομίζει ἀξιοθέατα ἐπικαλυπτικὰ τῶν δικῶν του ἀθέατων. Δοκιμάζει τὴν τύχη του στὰ ἄλλα «ταξίδια», τὰ παραισθησιογόνα. Τὸ χάσμα διευρύνεται. Κι ἡ ἀναθεματισμένη ἱκανοποίηση διαρκῶς ἀπροσέγγιστη.

Προσφεύγει σὲ γιατρούς, ψυχολόγους, γκουρού, σοφιστὲς καὶ ἐπιτήδειους. Τὸ ἀδιέξοδο τοῦ ἀνικανοποίητου ἀναδύεται στὴν ἐπιφάνεια. Τί νὰ τὸ κάνει; Πῶς νὰ τὸ διαχειριστεῖ; Ἀπὸ τὶς ρωγμὲς τοῦ θρυμματισμένου του ἑαυτοῦ ξεπηδοῦν ἡ ἀπόγνωση, ἡ λανθάνουσα ἐπανάσταση, ἡ ὀργὴ πρὸς τοὺς ἄλλους.

Καθιστά τοὺς πάντες ὑπεύθυνους τῶν ἀποτυχιῶν του. Ὑπόλογους σὲ βάρος του συνομωσία. Τὰ παιδιὰ κι ἡ/ὁ σύζυγός του/της τὸν ἀφήνουν ἐξοργιστικὰ ἀνικανοποίητο. Τὸν ἀπογοητεύουν καὶ τὸν καταπιέζουν. Χωρίζει, συνάπτει σχέσεις, ξαναπαντρεύεται, πειραματίζεται σεξουαλικά, ἀλλὰ ἱκανοποίηση δὲν ἀντλεῖ ἀπὸ πουθενά. Ἐξαπατάει, καθυβρίζει, συκοφαντεῖ, κακολογεῖ, χειροδικεῖ, ἀλλὰ τὸ κενὸ βαίνει ἀμείωτο.

Γεμίζει ψυχώσεις καὶ σύνδρομα. Ξεκινάει τὴ λήψη φαρμακευτικῶν ἀγωγῶν, ψυχοφαρμάκων, ἠρεμιστικῶν. Ἡ καταστολὴ στιγμιαία μέν, ἡ ἱκανοποίηση ἄφαντη δέ. Ὅλα φαντάζουν λειψά, ἡ ἀνεπάρκεια πλακώνει τὰ πάντα. Ἡ ζωὴ τοῦ γίνεται ἀνυπόφορη, ἀδιέξοδη, αὐτοκαταστροφική… κόλαση πραγματική∙ δὲ βγάζει νόημα, ἄρα δὲν ἔχει νόημα.

Ὁ συγκαιρινὸς ἄνθρωπος, καὶ δὴ ὁ σύγχρονος δυτικός, ὄντας διαζευγμένος ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, καθὼς κι ἀπ’ τὶς πλάγιες καὶ ὁριζόντιες πηγὲς νοήματος, χαίρεται δίχως χαρά, λυπᾶται δίχως λύπη, αἰσθάνεται δίχως συναίσθημα. «Στερεῖται βαθειᾶς ταυτότητας∙ πάσχει ἀπὸ ἀποπροσανατολισμὸ καὶ ἀνία, εὐμετάβολα καὶ ἀνικανοποίητα αἰσθήματα, ρηχότητα τοῦ εἶναι, ἀνικανοποίηση μὲ τὶς ἴδιες του τὶς προσπάθειες… ἀδυναμίες προκαλούμενες ἀπὸ τὴν ἔλλειψη ὁποιασδήποτε ἐπιτακτικῆς αὐθεντίας στὸν πνευματικὸ βίο »[7].

Κι ὅμως ἀκλόνητος, μὲ τὴν ἀνάσα τῆς κατάρρευσης στὸ σβέρκο, δὲ σκέφτεται ὅτι ἴσως αὐτὸ ποὺ τοῦ λείπει ὑπερβαίνει ὅλες του τὶς σταθερές. Δὲ λέει νὰ παραμερίσει στὴν ἔκπληξη. Νὰ τραβήξει τὸ παραπέτο τῆς ἔσω θολούρας μπᾶς καὶ φωτιστεῖ ἀπὸ κεῖνο ποὺ λάμπει μέσα του κι ἃς τὸ ἀγνοεῖ [8]. Ὑποστηρίζει πεισματικά, μέχρι τέλους, τὶς ἀδιέξοδες ἐπιλογὲς του∙ τὸ ποιητικὸ αἴτιο εἶναι ἀδύνατον νὰ σφάλει ἤ/καὶ ἀδιανόητο νὰ παραδεχθεῖ ὅτι σφάλει. Ἀδυνατεῖ νὰ ἀντιληφθεῖ τὸ ἀνικανοποίητο τῆς ἀνθρώπινης φύσης ὡς κάτι ἄλλο. Ὡς παρότρυνση δημιουργική. Ὡς δύναμη τῆς ψυχῆς ποὺ ἀναφέρεται στὴν ἀλήθεια, ὄχι στὴν ἀπόγνωση. Ὡς μέσο ἀναρρίχησης ἀπὸ τὸ «λίαν καλό» [9] στὸ τέλειο∙ κατὰ βάθος, ἄλλωστε, εἶναι ἤδη τέλειος.

Δὲν καταφάσκει στὸ ἐνδεχόμενο τὸ ἀνικανοποίητο νὰ μὴν εἶναι αὐτὸ ποὺ δημιουργεῖ τὰ ἀδιέξοδα, ἀλλὰ οἱ ἰσχνὲς λύσεις μὲ τὶς ὁποῖες τὸ τροφοδοτεῖ. Ὅτι ὅταν κάτι δὲ βγάζει νόημα, δὲ σημαίνει ἀπαραιτήτως πὼς στερεῖται νοήματος. Δὲ θέλει νὰ παραδεχτεῖ, πὼς αὐτὸ ποὺ τοῦ λείπει ἢ κάλλιο Αὐτὸς ποὺ τοῦ λείπει, εἶναι ἐκεῖνος ποὺ νωρίτερα ἐξοβέλισε. Δὲν τολμάει τὴν ἐπιστροφή. Δὲν ἐπιχειρεῖ τὸ ἄνοιγμα πρὸς Ἐκεῖνον καὶ στὸ μυστήριο τῆς σοφίας του, τὴν ἀποκεκρυμμένη [10].

Καὶ τί κρίμα νὰ μὴν ἔχει βρεθεῖ κάποιος στὸ διάβα του ψιθυριστὴς νὰ τοῦ τὸ μαρτυρήσει, κάποιος ἁπλὸς νὰ τοῦ τὸ ἐμφυσήσει, πὼς «παντὸς ἄλλου ἀγαθοῦ τὸ μετὰ Θεοῦ μόνου διὰ τῆς εἰρήνης εἶναι λυσιτερέστερον »[11]. Ἢ κάποιος ἀγαθὸς μαζὶ νὰ πιάσουν ἀπ’ τ’ αὐτὶ τὴν κραυγὴ ἀπόγνωσης, νὰ τὴν κάνουν μετανοίας.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Πρβλ. «Τὰ εἰς ἐμαυτόν» στὸ Τ. Κ. Παπατσώνη, «Ἐκλογὴ Α΄ & Β΄- Ursa Minor», ἔκδ. ΙΚΑΡΟΣ, 1988.

[2] Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, «Κεφάλαια περὶ Ἀγάπης», ἅ΄ἑκατοντάδα, κέφ. 23 στὸ Τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἠμῶν Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, «Τὰ 400 Κεφάλαια περὶ Ἀγάπης & ἑρμηνεία εἰς τὸ Πάτερ Ἠμῶν», μτφρ – εἴσ. ***** σχόλια Θεοκλήτου Μοναχοῦ Διονυσιάτου, ἔκδ. Σπηλιώτη.

[3] Μάτθ. 19:22.

[4] Ρώμ. 12:2.

[5] Ψάλμ. 52:2.

[6] Πρβλ Ἅ΄ Κόρ. 6:12, «Πάντα μοὶ ἔξεστι, ἀλλ’ οὐ πάντα μοὶ συμφέρει».

[7] Park Honan, «Matthew Arnold: A Life», Νέα Ὑόρκη, McGraw Hill, 1981 στὸ Charles Taylor, «Μία κοσμικὴ ἐποχή», ἔκδ. ΙΝΔΙΚΤΟΣ, Ἀθήνα 2015, σέλ. 572.

[8] «Λάμπει μέσα μου κεῖνο ποὺ ἀγνοῶ. Μὰ ὡστόσο λάμπει» στὸ Ὀδυσσέας Ἐλύτης, «Τὰ ἐλεγεία τῆς Ὀξώπετρας», ἔκδ. ΙΚΑΡΟΣ, Ἀθήνα 2006.

[9] Γένεσις 1ο κεφάλαιο.

[10] Πρβλ. Ἅ΄ Κόρ. 2:7.

[11] Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, «Πρὸς Ἰωάννην Κυζίκου, περὶ διαφόρων ἀποριῶν ΙΖ΄», ΕΠΕ 14Δ, 145. PG 91, 1124 στὸ Βενέδικτος Ἱερομόναχος, «Μαξιμιανὸν Ταμεῖον», ἔκδ. Συνοδία Σπυρίδωνος Ἱερομονάχου, Νέα Σκήτη Ἁγίου Ὅρους, 2016.

*****