Ἡ σιωπὴ εἶναι ἡ πιὸ γόνιμη μήτρα γιὰ τὴ ζωὴ τοῦ πνεύματος.
Τὸ νὰ σιωπᾶς μὲ γνώση σημαίνει, πὼς ἔχεις δουλέψει πολὺ στὸν ἑαυτό σου.
Τὸ νὰ σιωπᾶς ὅταν εἶσαι ἄδειος, εἶναι φρόνηση, τὸ νὰ σιωπᾶς ὅμως ὅταν εἶσαι γεμάτος, εἶναι ἁγιότης.
Ἕνα λεπτὸ σιγῆς τοῦ σοφοῦ, ἀντιρροπεῖ πρὸς χιλιάδες ὦρες μωρολογίας δοκησισόφων.
Ἡ σιωπὴ ποὺ γεμίζει μὲ τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ γεννᾶ τοὺς πιὸ σωστοὺς διαλόγους.
Ἡ σιωπὴ ποὺ εἶναι γεμάτη ἀπὸ ἐμπαθῆ ἀναβρασμὸ τῆς ψυχῆς, γίνεται πρόδρομος σατανικῆς κυριαρχίας.
Ἡ ἀσκητικὴ σιωπὴ – προσπάθεια γεμάτη πόνο καὶ κόπο – μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου μετατρέπεται ἀπὸ ἐπίπονα δεσμὰ σὲ φτεροῦγες ἀνατάσεως καὶ σὲ στρωμνὴ ἀναπαύσεως.
Ἡ σιωπὴ τοῦ μοχθηροῦ ἀρχίζει μὲ εὐγένεια καὶ τελειώνη μὲ δολοφονικὴ ἐνέργεια.
Ἡ σιωπὴ ποὺ ἐπικαλύπτει ἐμπάθεια ὁμοιάζει πρὸς ἁγιόμορφο πόρνη.
Τὸ νὰ σιωπᾶς ἀπὸ ἀμέλεια ἢ τεμπελιὰ δείχνει πὼς ἔχεις συνθηκολογήσει μὲ τὸν διάβολο.
Τὸ νὰ σιωπᾶς ἀπὸ ἀπογοήτευση φανερώνει τὴν αἰχμαλωσία σου σὲ σατανοκίνητες σκέψεις.
Τὸ νὰ σιωπᾶς, ὅταν μπορεῖς νὰ πεῖς πολλὰ, δὲν εἶναι δειλία ἀλλὰ γενναιότητα.
Τὸ νὰ σιωπᾶς, «ὅταν δὲν ἔχεις τί νὰ πεῖς», εἶναι ἀγαθόμορφη δειλία.
Τὸ νὰ σιωπᾶς μπροστὰ στοὺς «Πιλάτους» φανερώνει διάθεση Χριστομιμήτου ζωῆς.
Τὸ νὰ σιωπᾶς, γιατί «εἶσαι νεκρὸς γιὰ τὸν κόσμο», σημαίνει, ὅτι προγεύθηκες τὴ δύναμη τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ.
Τὸ νὰ σιωπᾶς, τέλος, ὅταν ὁ σταυρὸς εἶναι στοὺς ὤμους σου ἢ ὅταν σὺ εἶσαι πάνω στὸν «σταυρό», αὐτὸ σημαίνει, ὅτι ἔχεις ἤδη εἰσέλθει στὴν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν.