Ἡ ἁγία εἰκόνα τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου εἶναι πολυπρόσωπη. Δύο ὅμως πρόσωπα ξεχωρίζουν στὴν ὅλη παράσταση: Ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Παναγία. Ὁ Ἰησοῦς μὲ τὸ ἡγεμονικό του παράστημα, ποὺ κρατεῖ τὴν ψυχὴ τῆς Παναγίας, βρέφος φασκιωμένο, καὶ τὸ λιπόσαρκο σκήνωμα τῆς Παναγίας.
«Στὴν εἰκόνα δεσπόζει τὸ νεκρικὸ κρεβάτι, στολισμένο μὲ πλούσια ποδέα, ὅπου ἀναπαύεται ἡ Παναγία μὲ τὰ χέρια σταυρωμένα. Μπροστὰ στερεωμένο σὲ ἕνα ἁπλὸ κηροπήγιο καίει ἕνα χοντρὸ κερί. Πίσω ἀπὸ τὸ νεκρικὸ κρεβάτι καὶ στὴ μέση ἀκριβῶς, στέκει ὁ Χριστὸς μὲ τὸ σῶμα σὲ περίεργη στροφὴ πρὸς τὰ δεξιά, πρὸς τὴν κεφαλὴ τῆς Μητέρας του. Στὰ χέρια του ἁπλωμένα στὴν ἴδια κατεύθυνση, κρατεῖ τὴν ψυχή της, ποὺ ἔχει τὴ μορφὴ φασκιωμένου μωροῦ μὲ τὰ χέρια σταυρωμένα. Τὸν τριγυρίζει δόξα.
Μέσα σ’ αὐτὴν, εἶναι ζωγραφισμένοι στὴν κορυφὴ ἕνα ἑξαπτέρυγο καὶ σὲ μονοχρωμία τέσσερις ἄγγελοι ποὺ πλαισιώνουν τὸν Χριστὸ μὲ χειρονομίες καὶ ἔκφραση λύπης στὰ πρόσωπά τους… Πάνω ἀκριβῶς ἀπὸ τὸν Χριστὸ, στὴν κορυφὴ τοῦ τόξου τῆς εἰκόνας, ἔχουν ἀνοίξει οἱ πύλες τοῦ οὐρανοῦ καὶ φαίνονται δύο ἄγγελοι, πάλι σὲ μονοχρωμία, νὰ σκύβουν μὲ σκεπασμένα χέρια γιὰ νὰ πάρουν μὲ τὴν σειρά τους τὴν ψυχή. Στὴν κεφαλὴ καὶ στὰ πόδια τοῦ νεκρικοῦ κρεβατιοῦ, εἶναι μαζεμένοι οἱ δώδεκα ἀπόστολοι μὲ ἐκφράσεις, στάσεις καὶ χειρονομίες ποὺ δείχνουν βαθειὰ λύπη. Ὁ Πέτρος θυμιατίζει στὴν κεφαλὴ τῆς Παναγίας καὶ ὁ Παῦλος σκύβει στὰ πόδια της. Πιὸ πίσω, εἶναι τρεῖς ἱεράρχες μὲ ἀνοιχτὰ βιβλία καὶ, στὰ ἀριστερά στὸ βάθος, θρηνοῦν τρεῖς γυναῖκες. Τὴ σύνθεση κλείνουν στὸ βάθος, πίσω ἀπὸ τὶς ὁμάδες τῶν μαθητῶν, δύο συμβατικὰ ἀρχαιόπρεπα κτήρια. Ἀνάμεσα σ’ αὐτὰ διαβάζεται ἡ ἐπιγραφὴ Ἡ κοίμισις τῆς Θ(εο)τόκου» (Α. Καρακατσάνη). Οἱ τέσσερις (εἰκονίζονται οἱ τρεῖς) ἱεράρχες ποὺ παραβρέθηκαν στὴν Κοίμηση ἦταν: ὁ Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος, ὁ Ἰερόθεος, ὁ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης καὶ ὁ Τιμόθεος.
Σ’ ὅλα τὰ πρόσωπα διακρίνεται ἡ θλίψη, ἀνάμικτη ὅμως μὲ τὴν γλυκιὰ ἐλπίδα. Εἶναι ἡ «χαρμολύπην», τὸ «χαροποιὸν πένθος», γνώρισμα τῶν πιστῶν ποὺ ζοῦν μὲ τὴν προσμονὴ τῆς ἀνάστασης. Τοῦτο βλέπουμε καὶ στὰ τροπάρια τῆς ἑορτῆς, ποὺ ἄλλοτε τονίζουν τὸν τρόμο καὶ τὸ δέος τῶν ἀποστόλων, τοὺς ὁποίους παρουσιάζουν νὰ δακρύζουν, καὶ ἄλλοτε τονίζουν τὴ χαρά τους, ποὺ τὴν ἐκδηλώνουν μὲ ψαλμοὺς καὶ ὕμνους. Παραθέτουμε δύο ἀποσπάσματα. «Ὅτε ἡ μετάστασις τοῦ ἀχράντου σου σκήνους ἠυτρεπίζετο, τότε οἱ Ἀπόστολοι περικυκλοῦντες τὴν κλίνην τρόμῳ ἐώρων σὲ» (Στιχηρὸ ἰδιόμελο ὄρθρου). «…Καὶ τὸ ζωαρχικὸν καὶ θεοδόχον σου σῶμα κηδεύσαντες ἔχαιρον, πανύμνητε» (Δοξαστικὸ ἀποστίχων ἑσπερινοῦ).
Σὲ μερικὲς εἰκόνες εἰκονίζονται στὸν οὐρανὸ σύννεφα, ποὺ μετέφεραν τοὺς ἀποστόλους στὴν Ἱερουσαλήμ. Σὲ πολλὲς εἰκόνες τῆς Κοίμησης ζωγραφίζεται καὶ τὸ ἐπεισόδιο τοῦ ἀγγέλου καὶ κόβει μὲ τὸ ξίφος του τὰ χέρια του Ἰεφονία. (Πρόκειται γιὰ κεῖνον τὸν Ἑβραῖο πού ἀποπειράθηκε νὰ ρίξει στὸ ἔδαφος τὸ λείψανο τῆς Θεοτόκου).