Πολλὰ πράγματα θέλουμε νὰ μαθαίνουμε καὶ νὰ κατανοοῦμε, προπαντὸς ὅμως τὸν καιρὸ ποὺ θὰ γίνει ἡ συντέλεια τοῦ κόσμου.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, γιὰ νὰ περιορίσει τὴν ἄκαιρη αὐτὴ πολυπραγμοσύνη μας, γράφει σὲ μιὰν ἐπιστολή του: «Σχετικὰ μὲ τὸν χρόνο τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Κυρίου, ἀδελφοί, δὲν χρειάζεται νὰ σᾶς γράψω, γιατί κι ἐσεῖς τὸ ξέρετε πολὺ καλά, ὅτι ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου θὰ ἔρθει ἀπροειδοποίητα, ὅπως ὁ κλέφτης τὴ νύχτα» (Α’ Θέσ. 5:1-2).
Τί θὰ κερδίσουμε, δηλαδή, ἂν γνωρίζουμε πότε θὰ γίνει ἡ Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ; Πέστε μου. Ἂς ὑποθέσουμε ὅτι θὰ γίνει ὕστερ’ ἀπὸ εἴκοσι χρόνια ἢ τριάντα ἢ ἑκατό. Ποιά σημασία μπορεῖ νὰ ἔχει αὐτὸ γιὰ μᾶς; Μήπως γιὰ τὸν καθένα μας ἡ συντέλεια δὲν ἔρχεται μὲ τὸ τέλος τῆς ζωῆς του; Γιατί, λοιπόν, πονοκεφαλιάζεις καὶ βασανίζεσαι γιὰ τὸ τέλος τοῦ κόσμου; Δυστυχῶς, ὅμως, ὅπως συμβαίνει καὶ σὲ πολλὲς ἄλλες περιπτώσεις, στὶς ὁποῖες ἀδιαφοροῦμε γιὰ τὰ ζητήματα ποὺ μᾶς ἀφοροῦν ἄμεσα καὶ καταπιανόμαστε μὲ τὰ ζητήματα τῶν ἄλλων, παραμελοῦμε τὶς δικές μας ὑποθέσεις καὶ φροντίζουμε γιὰ τὶς ξένες, ἔτσι καὶ σὲ τούτη τὴν περίπτωση• ἀντὶ ὁ καθένας μας νὰ ἐνδιαφέρεται γιὰ τὸ δικό του τέλος, θέλουμε νὰ μάθουμε μὲ λεπτομέρειες, πῶς καὶ πότε θὰ ἔρθει τὸ κοινὸ τέλος ὅλων μας.
Ἂν θέλετε νὰ πληροφορηθεῖτε, γιατί εἶναι ἄγνωστο στὸν καθένα μας τὸ τέλος τῆς ζωῆς του καὶ γιατί ὁ θάνατος ἔρχεται ξαφνικά, ὅπως ὁ κλέφτης τὴ νύχτα, θὰ σᾶς τὸ πῶ, καθὼς μάλιστα νομίζω ὅτι σωστὰ γίνεται ἔτσι. Ἄν, λοιπόν, ὁ καθένας μας ἤξερε τὴ χρονικὴ στιγμὴ τοῦ θανάτου του, κανείς μας δὲν θὰ φρόντιζε νὰ κάνει ἐνάρετα ἔργα, ὅσο θὰ ζοῦσε, ἀλλά, γνωρίζοντας ποιά θὰ ἦταν ἡ τελευταία μέρα τῆς ζωῆς του, ἀφοῦ πρῶτα θὰ ἔκανε ἀμέτρητα κακά, θὰ μετανοοῦσε λίγο πρὶν κλείσει γιὰ πάντα τὰ μάτια του καὶ θὰ ἔφευγε γιὰ τὴν ἄλλη ζωὴ ἀπαλλαγμένος ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες του. Ἂν δηλαδὴ τώρα, ποὺ ὁ φόβος ἀπὸ τὴν ἄγνοια τοῦ χρόνου τοῦ θανάτου συγκλονίζει τὶς ψυχές μας, ἀφοῦ περάσουμε ὅλη μας τὴ ζωὴ μέσα στὴν ἁμαρτία, μόλις στὶς τελευταῖες μας στιγμὲς ἀποφασίζουμε οἱ περισσότεροι νὰ μετανοήσουμε, ἐφ’ ὅσον βέβαια προλάβουμε, ποιός ἀπὸ μᾶς θὰ φρόντιζε γιὰ τὴν ἀρετή, ἂν ξέραμε σίγουρα τὸ πότε θὰ πεθάνουμε; Τίποτα δὲν θὰ διστάζαμε νὰ πράξουμε ὡς τὴν ἡμέρα ἐκείνη. Ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς μας θὰ παίρναμε ἐκδίκηση, ὅσους θέλαμε θὰ σκοτώναμε, τὰ ἄγρια πάθη τῆς ψυχῆς μας θὰ ἱκανοποιούσαμε σὲ βάρος τῶν συνανθρώπων μας, καὶ μετά, πρὶν πεθάνουμε, θά… μετανοούσαμε!
Πέρα ἀπ’ αὐτό, οὔτε πράξεις ἀληθινῆς αὐτοθυσίας θὰ ὑπῆρχαν οὔτε οἱ γενναιόψυχοι ἄνθρωποι θὰ εἶχαν καμιὰν ἀνταμοιβή, γιατί, ὅταν θ’ ἀντιμετώπιζαν τολμηρὰ καὶ ἀτρόμητα τοὺς διάφορους κινδύνους, θὰ ἀντλοῦσαν τὸ θάρρος τους ἀπὸ τὴ βεβαιότητα, ὅτι δὲν ἦρθε ἡ ὥρα νὰ πεθάνουν. Καὶ ὁ πιὸ δειλὸς ἀκόμα θὰ ριχνόταν ἀδίσταχτα στὴ φωτιά, ἔχοντας τὴ γνώση, ὄτι δέν κινδυνεύει νά πάθει κανένα κακό. Γιατί αὐτός ποὺ γνωρίζει, ὅτι μπορεῖ νὰ χάσει τὴ ζωή του σὲ κάποιον κίνδυνο καὶ ἐν τούτοις δὲν διστάζει νὰ ἐκτεθεῖ στὸν κίνδυνο αὐτό, ἀποδεικνύει μὲ ἀσφάλεια τὴ γενναιότητα καὶ τὴν αὐτοθυσία του.
Ὅποιος ἔχει πραγματικὰ φιλοσοφημένη σκέψη καὶ κατευθύνεται ἀπὸ τὴν ἐλπίδα τῶν μελλοντικῶν ἀγαθῶν, οὔτε καὶ τὸ θάνατο θὰ θεωρήσει σὰν θάνατο. Ὁ δίκαιος, δηλαδή, ποὺ βαδίζει στὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ καὶ καθημερινὰ περιμένει νὰ μπεῖ στὴ βασιλεία Του, δὲν ταράζεται, δὲν ἀναστατώνεται, δὲν στενοχωριέται, ὅταν ἔρχεται ἀντιμέτωπος μὲ τὸ θάνατο, ὅταν λ.χ. ἀντικρύσει νεκρὸ κάποιον συγγενῆ ἢ φίλο του. Γιατί γνωρίζει ὅτι ὁ θάνατος, γι’ αὐτοὺς ποὺ ἔζησαν ἐνάρετα στὴ γῆ, δὲν εἶναι παρὰ μετάθεση σὲ μιὰ καλύτερη ζωή, ταξίδι γιὰ ἕναν καλύτερο τόπο, δρόμος ποὺ ὁδηγεῖ στὰ στεφάνια.
Γι’ αὐτὸ μπροστὰ στὶς πόλεις καὶ στὰ χωριὰ ὑπάρχουν τὰ κοιμητήρια καὶ οἱ τάφοι, γιὰ νὰ μᾶς θυμίζουν συνέχεια τὴν ἀνθρώπινη θνητότητα. Ἔτσι, καθὼς μπαίνουμε σὲ μιὰ μεγάλη καὶ πλούσια πόλη ἢ σ’ ἕνα ὡραῖο καὶ γραφικὸ χωριό, πρὶν δοῦμε τὶς ὀμορφιὲς καὶ τὰ ἀξιοθέατά τους, βλέπουμε τὸ τέλος καὶ τὴν κατάληξη κάθε ὀμορφιᾶς, κάθε πλούτου, κάθε δόξας.
Ὅταν, πάλι, ἕνας ἄνδρας καὶ μιὰ γυναῖκα παντρεύονται, ὑπογράφουν συχνὰ ἕνα συμβόλαιο, μὲ τὸ ὁποῖο ρυθμίζουν ἀπὸ πρὶν τὴν τύχη τῆς περιουσίας τους σὲ περίπτωση θανάτου τοῦ ἑνὸς ἢ τοῦ ἄλλου: «Ἂν ὁ σύζυγος πεθάνει πρὶν ἀπὸ τὴ σύζυγο, θὰ γίνει τοῦτο. Ἂν ἡ σύζυγος πεθάνει πρὶν ἀπὸ τὸ σύζυγο, θὰ γίνει τοῦτο καὶ τοῦτο». Καλά-καλὰ δὲν γνωρίστηκαν ἀκόμα, καλά-καλὰ τὴ ζωή τους δὲν ἄρχισαν, καὶ τὸ θάνατο σκέφτονται. Πολλὲς φορές, μάλιστα, τὸ συμβόλαιο ἀναφέρει τί θὰ γίνει, ἂν πεθάνει τὸ παιδί, ποὺ θὰ γεννήσουν: «Ἂν τὸ παιδί, ποὺ θὰ γεννηθεῖ, πεθάνει, θὰ γίνει αὐτὸ κι αὐτό». Ἀκόμα δὲν φάνηκε ὁ ἀπόγονος, καὶ ἐκδόθηκε ἡ ἀπόφαση τοῦ θανάτου του!
Τί θέλω νὰ πῶ μὲ ὅλα αὐτά; Ὅτι, πηγαίνοντας στὸ συμβολαιογραφεῖο γιὰ τὴ σύνταξη ἑνὸς συμβολαίου, ὁ καθένας γνωρίζει πὼς ὁ θάνατος θὰ ἐπισκεφθεῖ κάποια στιγμὴ τὸν ἴδιο ἢ ἕναν δικό του ἄνθρωπο. Τὸ θεωρεῖ ἀπόλυτα φυσιολογικὸ καὶ ἀναπόφευκτο. Ὅταν, ὅμως, ἔρθει ὁ θάνατος, ξεχνάει ὅσα ἔγραψε καὶ ἄλλα λέει. «Ἔπρεπε νὰ πάθω ἐγὼ τέτοιο πρᾶγμα;», φωνάζει μὲ θρήνους καὶ ἀναστεναγμοὺς ὁ ἄντρας ποὺ χήρεψε. «Περίμενα νὰ μὲ βρεῖ τέτοια συμφορὰ καὶ νὰ χάσω τὴ γυναῖκα μου;». Τί λές, ἄνθρωπέ μου; Ὅταν ἤσουνα, ἢ μᾶλλον νόμιζες πὼς ἤσουνα, μακριὰ ἀπὸ τὸ θάνατο, ἤξερες καλὰ τοὺς φυσικοὺς νόμους• τώρα ποὺ ἔπαθες τὴ συμφορά, τοὺς ξέχασες; Ἴσως νὰ πῆρε ὁ Θεὸς τὴ γυναῖκα σου, ἐπειδὴ θέλει νὰ σὲ ὁδηγήσει στὴν ἐγκράτεια, ἐπειδὴ σὲ θεωρεῖ ἱκανὸ γιὰ μεγαλύτερους ἀγῶνες, γιὰ ἀνώτερη πνευματικὴ ζωή, καὶ γι’ αὐτὸ σὲ ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὸν συζυγικὸ δεσμό.
Κι ἐσὺ πάλι, ἡ γυναῖκα, ποὺ ἔχασες τὸν ἄντρα σου, γιατί κλαῖς; Μήπως ἐπειδὴ ἔχασες τὸν προστάτη σου κι ἔμεινες ἔρημη στὸν κόσμο; Ποτὲ μὴν πεῖς κάτι τέτοιο. Γιατί δὲν ἔχασες τὸ Θεό, ποὺ εἶναι ὁ πραγματικὸς προστάτης ὅλων μας. Ἀφοῦ ἔχεις βοηθὸ τὸ Θεό, δὲν ἔχεις ἀνάγκη ἀπὸ κανέναν ἄλλο. Μήπως, καὶ ὅταν ζοῦσε ὁ ἄντρας σου, ὁ Θεὸς δὲν ἦταν ποὺ σᾶς τὰ ἔδινε ὅλα; Αὐτὸ νὰ σκέφτεσαι καὶ νὰ λές, ὅπως ὁ Δαβίδ: «Ὁ Κύριος εἶναι το φῶς μου καὶ ὁ σωτῆρας μου, ποιόν θὰ φοβηθῶ; Ὁ Κύριος εἶναι ὁ ὑπερασπιστὴς τῆς ζωῆς μου, τί θὰ μὲ κάνει νὰ δειλιάσω;» (Ψάλμ. 26:1). Τώρα πιὰ Αὐτός, «ὁ πατέρας τῶν ὀρφανῶν καὶ συμπαραστάτης τῶν χηρῶν» (Ψάλμ. 67:6), θὰ φροντίζει γιὰ σένα περισσότερο ἀπ’ ὅσο φρόντιζε πρίν. Βλέπεις, λοιπόν, ἕνα συγγενῆ σου νὰ φεύγει ἀπ’ αὐτὸν τὸν κόσμο; Μὴν τρομάζεις, μὴ θρηνεῖς, μὴ συντρίβεσαι. Συγκεντρώσου στὸν ἑαυτό σου, ἐξέτασε τὴ συνείδησή σου καὶ σκέψου, ὅτι σὲ λίγο καιρὸ σὲ περιμένει κι ἐσένα τὸ ἴδιο τέλος.
«Μὰ ὁ νεκρός», θὰ μοῦ πεῖς, «σαπίζει, γίνεται σκόνη». Ἀκριβῶς γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ χαίρεσαι περισσότερο. Ὅταν θέλει κανεὶς νὰ ξαναχτίσει ἕνα σπίτι, ποὺ πάλιωσε καὶ ἔγινε ἑτοιμόρροπο, ἀφοῦ πρῶτα βγάλει τοὺς ἐνοίκους, τὸ κατεδαφίζει καὶ τὸ φτιάχνει πιὸ καλό. Καὶ ὅταν γίνεται αὐτό, οἱ ἔνοικοι δὲν λυποῦνται, ἐπειδὴ βγῆκαν ἀπὸ τὸ παλιὸ σπίτι, ἀλλὰ μᾶλλον εὐχαριστημένοι εἶναι. Δὲν τοὺς νοιάζει, βλέπεις, γιὰ τὴν κατεδάφιση, ποὺ βλέπουν μὲ τὰ μάτια τους, γιατί συλλογίζονται τὴ νέα καὶ ὡραία οἰκοδομή, ποὺ θὰ ἀνεγερθεῖ, κι ἂς μὴν τὴ βλέπουν ἀκόμα.
Τὸ ἴδιο κάνει καὶ ὁ Θεός. Ὅταν πρόκειται νὰ διαλύσει τὸ σῶμα μας, βγάζει πρῶτα τὴν ψυχή, ποὺ κατοικεῖ μέσα σ’ αὐτό, ὅπως θὰ τὴν ἔβγαζε ἀπὸ ἕνα παλιὸ καὶ ἑτοιμόρροπο σπίτι, γιὰ νὰ τὴν ἐγκαταστήσει πάλι μὲ μεγαλύτερη δόξα στὸ νέο σπίτι, ποὺ θὰ οἰκοδομήσει. Καὶ ὁ Ἀδάμ, ὅταν δημιουργήθηκε, δὲν εἶδε ὅτι πλάστηκε ἀπὸ χῶμα. Ὁ Θεός, δηλαδή, δὲν ἔπλασε τὴν ψυχὴ πρώτη, γιὰ νὰ μὴ δεῖ τὴ δημιουργία τοῦ σώματος. Γι’ αὐτὸ ἡ ψυχὴ δὲν γνώριζε τὴν εὐτέλεια τοῦ σώματος. Ὅταν, ὅμως, γίνει ἡ κοινὴ ἀνάσταση, τότε ἡ ψυχὴ θὰ βρεθεῖ σ’ ἕνα νέο ἄφθαρτο σῶμα, ὄχι πιὰ στὸ παλιὸ χωμάτινο ἔνδυμά της.
Ὁ νεκρός, κι ἂν δὲν βλέπει τὸν ἑαυτό του, βλέπει ὅμως ἐκείνους ποὺ πέθαναν πιὸ μπροστὰ νὰ γίνονται σκόνη, καὶ διδάσκεται πολλά. Γιὰ κοίτα πόσο μαζεμένοι καὶ συγκρατημένοι εἶναι μπροστὰ στοὺς νεκροὺς ἀκόμα καὶ οἱ πιὸ περήφανοι, ἀκόμα καὶ οἱ πιὸ ἀπόκοτοι ἄνθρωποι! Ἀκούγεται ἡ λέξη «θάνατος», καὶ ἡ καρδιὰ ὅλων σπαρταράει ἀπὸ τὸ φόβο. Καὶ φιλοσοφοῦμε γύρω ἀπὸ τοὺς τάφους καὶ σκεφτόμαστε ποῦ καταλήγουμε καὶ φλυαροῦμε γιὰ τὴ ματαιότητα τῶν ἐγκοσμίων, ἀλλά, μόλις ἀπομακρυνθοῦμε, ξεχνᾶμε τὴν εὐτέλειά μας. Νά, γιὰ παράδειγμα, ὅταν βρεθεῖ κανεὶς στὴν κηδεία ἑνὸς φίλου του, γυρίζει στὸ διπλανὸ του καὶ τοῦ λέει λόγια σὰν καὶ τοῦτα: «Ἀλήθεια, πόσο ταλαίπωροι εἴμαστε! Πόσο ἀσήμαντη εἶναι ἡ ζωή μας! Τί γινόμαστε, ἄραγε, μετὰ τὸ θάνατο; Αὐτὸ πρέπει νὰ σκεφτόμαστε καὶ νὰ μὴν κακολογοῦμε, νὰ μὴν ἀδικοῦμε, νὰ μὴ μνησικακοῦμε…». Φαίνεται νὰ μιλάει μὲ τόση εἰλικρίνεια, ὥστε, καθὼς τὸν ἀκοῦς, δὲν ἀμφιβάλλεις, ὅτι τὴν ἴδια κιόλας στιγμὴ θ’ ἀπαρνηθεῖ ὁλότελα τὴν κακία του καὶ θ’ ἀρχίσει νὰ ζεῖ ἐνάρετα. Μά, ἀλίμονο, μετὰ τὴν κηδεία θὰ ξεχάσει καὶ τὸ φόβο του καὶ τὰ λόγια του, καὶ θὰ συνεχίσει νὰ ζεῖ στὴν ἁμαρτία, ὅπως πρῶτα.
Ἂς ξαναγυρίσουμε, ὅμως, στὸ θέμα μας. Πές μου, γιὰ ποιό λόγο κλαῖς μὲ τόσο πόνο αὐτὸν ποὺ πέθανε; Γιατί ἦταν κακός; Ἔ, λοιπόν, ὄχι μόνο δὲν πρέπει νὰ κλαῖς ἀλλὰ καὶ νὰ εὐχαριστεῖς τὸ Θεό, ποὺ σταμάτησε πιὰ ἡ κακία του. Μήπως, ἀπεναντίας, ἦταν καλός; Καὶ στὴν περίπτωση αὐτὴ πρέπει νὰ χαίρεσαι, γιατί πέθανε «πρὶν ἡ κακία ἀλλάξει τὴ σύνεσή του ἢ ἡ δολιότητα τῆς ἁμαρτίας ἐξαπατήσει τὴν ψυχή του» (Σόφ. Σόλ. 4:11). Ἦταν μήπως νέος; Καὶ γι’ αὐτὸ ἀκόμα εὐχαρίστησε τὸ Θεὸ καὶ δόξασέ Τόν, γιατί τὸν πῆρε κοντὰ Του. Ὅπως ἐκείνους ποὺ πηγαίνουν γιὰ ν’ ἀναλάβουν κάποιο ἀξίωμα, τοὺς κατευοδώνουμε μὲ χαρὰ καὶ ἱκανοποίηση, ἔτσι πρέπει ν’ ἀποχαιρετᾶμε κι αὐτοὺς ποὺ φεύγουν ἀπὸ τούτη τὴ ζωή, γιατί πηγαίνουν κοντὰ στὸ Θεό, ὅπου θ’ ἀπολαμβάνουν μεγάλη τιμὴ καὶ εὐτυχία.
Δὲν λέω, βέβαια, ὅτι δὲν πρέπει νὰ λυπόμαστε γιὰ τὸ χωρισμὸ ἀπὸ τ’ ἀγαπημένα μας πρόσωπα, ποὺ πεθαίνουν, ἀλλὰ νὰ μὴ λυπόμαστε περισσότερο ἀπ’ ὅσο πρέπει. Γιατί θὰ παρηγορηθοῦμε ἀρκετά, ἂν σκεφτοῦμε, ὅτι ὁ ἄνθρωπος ποὺ χάσαμε ἦταν θνητός, ὅπως ὅλοι μας. Μὲ τὸ ν’ ἀγανακτοῦμε, δὲν δείχνουμε τίποτ’ ἄλλο, παρὰ πὼς ζητᾶμε πράγματα ἀσυμβίβαστα μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση. Γεννήθηκες ἄνθρωπος, ἑπομένως θνητός. Γιατί, λοιπόν, ὑποφέρεις μὲ κάτι τόσο φυσικό, ὅπως ὁ θάνατος; Μήπως λυπᾶσαι, ἐπειδή, γιὰ νὰ ζήσεις, πρέπει νὰ τρῶς; Μήπως ἐπιδιώκεις νὰ ζήσεις χωρὶς τροφή; Τότε γιατί ἐπιδιώκεις νὰ μὴν πεθάνεις; Ὅσο φυσικὸ εἶναι τὸ νὰ τρῶς, ἄλλο τόσο καὶ τὸ νὰ πεθάνεις. Ἀφοῦ εἶσαι θνητός, μὴ ζητᾶς νὰ γίνεις ἀθάνατος• γιατί αὐτὸ τὸ πρᾶγμα καθορίστηκε καὶ νομοθετήθηκε μιὰ μόνο φορὰ καὶ γιὰ πάντα. Ἂς μὴ μοιάζουμε στοὺς ληστές, ποὺ θέλουν νὰ κάνουν δικά τους, ὅσα ἀνήκουν σὲ ἄλλους. Ἔτσι, ὅταν ὁ Θεὸς παίρνει ἀπὸ μᾶς χρήματα ἢ τιμὴ ἢ δόξα, ἀκόμα καὶ τὸ σῶμα ἢ καὶ τὴν ψυχή, παίρνει αὐτὰ ποὺ Τοῦ ἀνήκουν. Καὶ τὸ παιδί σου ἀκόμη ἂν πάρει, δὲν παίρνει οὐσιαστικὰ τὸ παιδί σου, ἀλλὰ τὸ δικὸ Του πλάσμα.
Ἀφοῦ, λοιπόν, ἐμεῖς δὲν ἀνήκουμε στὸν ἑαυτό μας, πῶς θὰ ἀνήκουν σ’ ἐμᾶς ὅσα ἀνήκουν σ’ Ἐκεῖνον; Ἂν ἡ ψυχή σου δὲν εἶναι δική σου, πῶς εἶναι δικά σου τὰ χρήματά σου; Καὶ ἂν δὲν εἶναι δικά σου, πῶς ξοδεύεις ἄσκοπα ἢ ἄπρεπα αὐτὰ, ποὺ ἀνήκουν σὲ ἄλλον; Μὴ λές, «Τὰ δικά μου ξοδεύω, ἀπὸ τὰ δικά μου διασκεδάζω»• γιατί ξοδεύεις καὶ διασκεδάζεις μὲ τὰ ξένα. Καὶ τὰ ἀποκαλῶ ξένα, γιατί ὁ Θεὸς θεωρεῖ δικά σου, ὅσα σοῦ ἔδωσε, γιὰ νὰ τὰ μοιράσεις στοὺς φτωχούς. Τότε μόνο τὰ ξένα γίνονται δικά σου. Ἂν τὰ ξοδέψεις γιὰ τὸν ἑαυτό σου, τότε τὰ δικά σου γίνονται ξένα.
Δὲν βλέπεις, ὅτι τὰ σώματά μας τὰ ὑπηρετοῦν τὰ χέρια; Δὲν βλέπεις ὅτι τὸ στόμα μασάει τὴν τροφή, πρὶν τὴ δεχθεῖ τὸ στομάχι; Μήπως τὸ στομάχι λέει, «ἀφοῦ δέχτηκα τὴν τροφή, δικαιωματικὰ τὰ κατέχω ὅλα»; Τὰ μάτια πάλι, μήπως, ἐπειδὴ αὐτὰ δέχονται τὸ φῶς, τὸ κρατᾶνε μόνο γιὰ τὸν ἑαυτὸ τους καὶ δὲν τὸ θέτουν στὴν ὑπηρεσία ὅλου τοῦ σώματος; Ἢ μήπως τὰ πόδια, ἐπειδὴ μόνο αὐτὰ βαδίζουν, τὸν ἑαυτό τους μόνο μετακινοῦν καὶ ὄχι τὸ σῶμα ὁλόκληρο; Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς ἐπαγγελματίες, ἂν θελήσει ὁ καθένας νὰ μὴν παραχωρήσει καὶ σὲ ἄλλους τὴν ὠφέλεια ἀπὸ τὸ ἐπάγγελμά του, ὄχι μόνο ἐκείνους ἀλλὰ καὶ τὸν ἑαυτό του θὰ ζημιώσει. Ἀκόμα καὶ οἱ φτωχοί, ἂν ἦταν τόσο κακοὶ ὅσο ἐσεῖς οἱ πλούσιοι, ποὺ τίποτ’ ἄλλο δὲν σκέφτεστε, παρὰ τὸ πὼς θ’ αὐξήσετε τὰ κέρδη σας, καὶ δὲν ἔδιναν ἀπὸ τὸ ὑστέρημά τους στοὺς πιὸ φτωχοὺς καὶ ἀναγκεμένους, γρήγορα θὰ σᾶς ἔριχναν κι ἐσᾶς στὴ φτώχεια.
«Μὰ ἔχασα τὸ μονάκριβο παιδί μου», θὰ πεῖ ἴσως κάποιος, «ποὺ πάνω του στήριζα τόσες ἐλπίδες». Καὶ τί μ’ αὐτό; Εὐχαρίστησε τὸ Θεό, ποὺ πῆρε τὸ παιδί σου, καὶ τότε δὲν θὰ εἶσαι κατώτερος ἀπὸ τὸν Ἀβραάμ, ποὺ ὁδήγησε τὸ γιὸ τοῦ Ἰσαὰκ στὸ βουνὸ γιὰ νὰ τὸν θυσιάσει, ὕστερ’ ἀπὸ θεία ἐντολή. Ὅπως ἐκεῖνος ἀγόγγυστα πρόσφερε τὸ μονάκριβο παιδί του στὸ Θεό, ἔτσι πρόσφερέ το κι ἐσύ, καὶ δὲν θὰ πάρεις μικρότερη ἀμοιβή. Μὴν κλαῖς, μὴ βαρυγγωμᾶς, μὴν ἀναστενάζεις. Πὲς ὅ,τι εἶπε καὶ ὁ μακάριος Ἰώβ, ὅταν ἔχασε ὅλα του τὰ παιδιά: «Ὁ Κύριος μοῦ τὰ ἔδωσε, ὁ Κύριος μοῦ τὰ πῆρε. Ὅπως φάνηκε καλὸ στὸν Κύριο, ἔτσι κι ἔγινε. Ἂς εἶναι τ’ ὄνομὰ Του δοξασμένο παντοτινὰ» (Ἰὼβ 1:21). Ἔτσι ἀποστόμωσε καὶ τὴ γυναῖκα του, λέγοντάς της μάλιστα καὶ τοῦτα τὰ λόγια, ποὺ προκαλοῦν τὸ θαυμασμό μας: «Ἂν δεχτήκαμε ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Κυρίου τὰ ἀγαθά, δὲν θὰ ὑπομείνουμε καὶ τὶς συμφορές;» (Ἰὼβ 2:10). Ἔτσι νὰ σκέφτεσαι κι ἐσύ, καθὼς μάλιστα τὸ παιδί σου δὲν ἔπεσε στὰ χέρια ἐχθροῦ ἢ κακούργου ἀλλὰ πῆγε κοντὰ στὸ Θεό, ποὺ φροντίζει γι’ αὐτὸ περισσότερο ἀπὸ σένα καὶ ποὺ γνωρίζει τὸ συμφέρον του καλύτερα ἀπὸ σένα. Κοίτα πόσα παιδιά, ποὺ βρίσκονται στὴ ζωή, ἔκαναν μαρτυρικὴ τὴ ζωὴ τῶν γονιῶν τους.
«Τὰ καλὰ παιδιὰ δὲν τὰ βλέπεις;», θὰ μὲ ρωτήσεις. Καὶ σοῦ ἀπαντῶ: Τὰ βλέπω κι αὐτά, ἡ κατάσταση ὅμως τοῦ δικοῦ σου παιδιοῦ εἶναι πιὸ σίγουρη ἀπὸ τὴ δική τους. Μπορεῖ τώρα νὰ εἶναι καλά, τὸ τέλος τους ὅμως εἶναι ἄγνωστο. Ἐσὺ δὲν φοβᾶσαι πιὰ γιὰ τὸ παιδί σου, μήπως πάθει τίποτα ἢ μήπως πάρει στραβὸ δρόμο. Γι’ αὐτό, σοῦ τὸ ξαναλέω, μὴ θρηνεῖς. Νὰ δοξολογεῖς μόνο τὸν Κύριο, ὅπως ἔκανε ὁ Ἰώβ. «Καὶ πῶς νὰ μὴ θρηνῶ», θὰ πεῖς, «ποὺ δὲν εἶμαι πιὰ πατέρας;». Τί λόγια εἶναι τοῦτα; Μήπως ἔχασες τὸ παιδί σου; Μᾶλλον τώρα τὸ ἔκανες δικό σου καὶ τὸ ἔχεις πιὸ σίγουρα. Δὲν ἔπαψες νὰ εἶσαι πατέρας. Εἶσαι μάλιστα κάτι παραπάνω -ὄχι πιὰ πατέρας ἑνὸς θνητοῦ πλάσματος, μὰ ἑνὸς ἀθάνατου ὄντος! Μὴ νομίζεις ὅτι ἔχασες πραγματικὰ τὸ παιδί σου, ἐπειδὴ δὲν εἶναι κοντά σου. Ὅπως θὰ συνέχιζε νὰ εἶναι παιδί σου, ἂν εἶχε μεταναστεύσει σὲ μακρινὴ χώρα, ἔτσι καὶ τώρα, ποὺ ἔφυγε γιὰ τὸν οὐρανό. Βλέποντας, λοιπόν, τὰ μάτια του κλειστά, τὸ στόμα του ἄφωνο καὶ τὸ σῶμα του ἀκίνητο, μὴ σκέφτεσαι: «Αὐτὸ τὸ στόμα δὲν μιλάει πιά, αὐτὰ τὰ μάτια δὲν βλέπουν πιά, αὐτὰ τὰ πόδια δὲν βαδίζουν πιά». Ἀλλὰ νὰ σκέφτεσαι: «Αὐτὸ τὸ στόμα θὰ πεῖ καλύτερα λόγια, αὐτὰ τὰ μάτια θὰ δοῦν ὡραιότερα πράγματα, αὐτὰ τὰ πόδια θὰ περπατήσουν στὸν οὐρανό, αὐτὸ τὸ σῶμα θ’ ἀναστηθεῖ ἄφθαρτο καὶ θὰ πάρω πίσω τὸ παιδὶ μου λαμπρότερο». «Ἀλλὰ δὲν γνωρίζω, ποῦ πῆγε», ἴσως θὰ μοῦ πεῖς. Πῶς δὲν τὸ γνωρίζεις; Εἴτε θεάρεστα ἔζησε εἴτε ὄχι, εἶναι γνωστὸ, ποῦ θὰ πάει. «Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς κλαίω», θὰ ἐξηγήσεις, «γιατί ἔφυγε φορτωμένο μὲ ἁμαρτίες». Μὰ κι ἂν δὲν εἶχε ἁμαρτίες, μήπως δὲν θὰ ἔκλαιγες καὶ δὲν θὰ βαρυγγωμοῦσες; Τώρα παραπονιέσαι στὸ Θεὸ καὶ Τοῦ λές: «Γιατί μοῦ πῆρες τὸ παιδί μου γεμᾶτο ἁμαρτίες;».
Τότε θὰ Τοῦ ἔλεγες: «Γιατί μοῦ πῆρες ἕνα τόσο καλὸ παιδί;». Καὶ στὶς δυὸ περιπτώσεις, ὅμως, πρέπει νὰ χαίρεσαι. Ἂν τὸ παιδὶ ἦταν ἁμαρτωλό, γιατί ἔπαψε πιὰ ν’ ἁμαρτάνει καὶ δὲν πρόσθεσε μεγαλύτερο βάρος κακίας στὴν ψυχή του. Ἐνῶ μάλιστα δὲν μποροῦσες νὰ τὸ βοηθήσεις ὅσο ζοῦσε, γιατί δὲν ἄκουγε τὶς συμβουλές σου, τώρα μπορεῖς νὰ τὸ βοηθήσεις• ὄχι μὲ δάκρυα καὶ θρήνους, ἀλλὰ μὲ προσευχὲς καὶ ἐλεημοσύνες καὶ προσφορές. Αὐτὰ καθορίστηκαν ἀπὸ τοὺς ἁγίους ἀποστόλους, ὄχι τυχαῖα ἀλλὰ μὲ τὸ φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ ἱερέας, μπροστὰ στὸ ἱερὸ θυσιαστήριο, ὅταν τελεῖ τὰ φρικτὰ Μυστήρια τοῦ Χριστοῦ, μνημονεύει ὄχι μόνο τοὺς ζωντανούς ἀλλὰ καὶ τοὺς νεκρούς, ὁπότε οἱ ψυχὲς ἀνακουφίζονται. Καὶ ὅταν ἐμεῖς κάνουμε γι’ αὐτοὺς προσφορὲς στὴν ἐκκλησία ἢ ἐλεημοσύνες στοὺς φτωχούς, τοὺς προξενοῦμε κάποια παρηγοριά, ὅσο ἁμαρτωλοὶ κι ἂν ἦταν. Ἂν πάλι τὸ παιδί σου ἦταν καλὸ καὶ ἐνάρετο, πολὺ περισσότερο δὲν πρέπει νὰ λυπᾶσαι. Γιατί, ὅπως ὁ καθαρὸς κι ὁλόλαμπρος ἥλιος ἀνεβαίνει στὸν οὐρανό, ἔτσι καὶ ἡ καθαρὴ ψυχή ποὺ ἐγκαταλείπει τὸ σῶμα, ἀνεβαίνει ὁλόλαμπρη, μὲ τὴ συνοδεία ἀγγέλων, στὸ βασίλειο τοῦ Θεοῦ.
Δὲν εἶναι κακό, λοιπόν, τὸ νὰ πεθάνει κανείς. Τότε, γιὰ ποιό λόγο φοβόμαστε τὸ θάνατο; Γιατί δὲν μᾶς ἔχει κυριέψει ὁ ἔρωτας τῆς οὐράνιας βασιλείας, γιατί δὲν μᾶς ἔχει φλογίσει ὁ πόθος τῶν μελλοντικῶν ἀγαθῶν. Ἂν εἶχε συμβεῖ αὐτό, ὅλα τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς θὰ τὰ περιφρονούσαμε. Ὅποιος φοβᾶται πάντα τὴν κόλαση, δὲν θὰ φοβηθεῖ ποτὲ τὸ θάνατο. Νὰ μὴν ἔχετε, λοιπόν, τὴ σκέψη μικροῦ παιδιοῦ, ἀλλὰ τὴν ἀκακία μικροῦ παιδιοῦ. Τὰ μικρὰ παιδιὰ φοβοῦνται τὶς ἀγριωπὲς ἀλλ’ ἀκίνδυνες μάσκες, δὲν φοβοῦνται ὅμως τὴν ἐπικίνδυνη φωτιά. Ἔτσι, ἂν τὰ κρατάει κανεὶς κοντὰ σ’ ἕνα ἀναμμένο λυχνάρι, χωρὶς νὰ τὸ σκεφτοῦν, ἀκουμπᾶνε τὸ χέρι τους στὴ φλόγα καὶ καίγονται.
Θέλετε νὰ σᾶς πῶ καὶ ἄλλη αἰτία, γιὰ τὴν ὁποία φοβόμαστε τὸ θάνατο; Γιατί δὲν ζοῦμε ἐνάρετη ζωὴ καὶ δὲν ἔχουμε καθαρὴ συνείδηση. Ἀλλιῶς, ὁ θάνατος δὲν θὰ μᾶς τρόμαζε. Ἀπόδειξέ μου, ὅτι θὰ κληρονομήσω τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν καὶ σφάξε με τώρα κιόλας. Θὰ σοῦ χρωστάω μάλιστα καὶ χάρη γιὰ τὴ σφαγή μου, ἀφοῦ θὰ μὲ στείλεις γρήγορα σ’ ἐκεῖνα τὰ ἀγαθά. «Ἀλλὰ φοβᾶμαι νὰ πεθάνω ἄδικα», ἴσως θὰ μοῦ πεῖς. Ὥστε ἤθελες νὰ πεθάνεις δίκαια; Καὶ ποιός εἶναι τόσο ταλαίπωρος, πού, ἐνῶ μπορεῖ νὰ πεθάνει ἄδικα, προτιμάει νὰ πεθάνει δίκαια; Ἂν πρέπει νὰ φοβόμαστε θάνατο, πρέπει νὰ φοβόμαστε ἐκεῖνον ποὺ μᾶς βρίσκει δίκαια. Ὅποιος πεθαίνει ἄδικα, μοιάζει στοὺς ἁγίους. Γιατί, οἱ περισσότεροι ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ εὐαρέστησαν τὸ Θεό, θανατώθηκαν ἄδικα. Καὶ πρῶτος ὁ Ἄβελ. Δὲν δολοφονήθηκε γιατί ἔφταιξε στὸν Κάιν, ἀλλὰ γιατί τίμησε τὸ Θεό. Καὶ ὁ Θεὸς παραχώρησε νὰ γίνει αὐτὸς ὁ φόνος, γιατί ἀγαποῦσε τον Ἄβελ ἢ γιατί τὸν μισοῦσε; Ὁλοφάνερα γιατί τὸν ἀγαποῦσε καὶ ἤθελε νὰ τοῦ προσφέρει πιὸ λαμπρὸ στεφάνι, λόγῳ τῆς ἄδικης σφαγῆς του.
Βλέπεις ποὺ δὲν πρέπει νὰ φοβᾶσαι, μήπως πεθάνεις ἄδικα ἀλλὰ μήπως πεθάνεις φορτωμένος μὲ ἁμαρτίες; Ὁ Ἄβελ πέθανε ἄδικα, μὰ ὁ Κάιν πέρασε τὴν ὑπόλοιπη ζωή του ἔχοντας τὴν κατάρα τοῦ Θεοῦ, στενάζοντας καὶ τρέμοντας ἀκατάπαυστα. Ποιός ἀπὸ τοὺς δύο ἦταν πιὸ μακάριος; Ἐκεῖνος ποὺ ἔπαψε νὰ ζεῖ μέσα στὴ ἀρετὴ ἢ αὐτὸς ποὺ ἔζησε μέσα στὴν ἁμαρτία; Ἐκεῖνος ποὺ ἄδικα πέθανε ἢ αὐτὸς ποὺ δίκαια τιμωρήθηκε;
Ἂς μὴν κλαῖμε, λοιπόν, ἀδιάκριτα ὅλους, ὅσοι πεθαίνουν, ἀλλὰ ἐκείνους ποὺ πεθαίνουν ἔχοντας πολλὲς ἁμαρτίες. Σ’ αὐτοὺς πρέπουν τὰ δάκρυα καὶ οἱ θρῆνοι. Γιατί ποιά ἐλπίδα ἔχουν, ἀφοῦ δὲν εἶναι πιὰ δυνατὸ νὰ καθαριστοῦν ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες τους; Ὅσο βρίσκονταν στὴν παροῦσα ζωή, ὑπῆρχε ἐλπίδα νὰ μετανοήσουν. Ἐκεῖ ποὺ πῆγαν, ὅμως, δὲν κερδίζει κανεὶς τίποτα μὲ τὴ μετάνοια. Ἂς τοὺς κλαῖμε, ναί, ὄχι ὅμως μὲ τρόπο ὑστερικὸ καὶ ἄπρεπο, ὄχι τραβῶντας τὰ μαλλιά μας, ξεσκίζοντας τὸ πρόσωπό μας, οὐρλιάζοντας καὶ τσιρίζοντας, ἀλλὰ μὲ σεμνότητα, ἀφήνοντας τὰ δάκρυα νὰ κυλοῦν ἤρεμα ἀπὸ τὰ μάτια μας. Αὐτὸ ὠφελεῖ κι ἐμᾶς. Γιατί, πενθῶντας ἔτσι τὸν νεκρό, πολὺ περισσότερο θὰ προσπαθήσουμε νὰ μὴν πέσουμε καὶ οἱ ἴδιοι σὲ παρόμοια ἁμαρτήματα. Μὲ τὸ τράβηγμα τῶν μαλλιῶν καὶ τὶς κραυγὲς ὁ νοῦς σκοτίζεται, ἐνῶ μὲ τὸ ἤρεμο πένθος διατηρεῖ τὴ διαύγειά του καὶ μπορεῖ νὰ φιλοσοφήσει ὠφέλιμα γύρω ἀπὸ τὸν θάνατο.
Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο νὰ φιλοσοφεῖς, ὄχι μόνο ὅταν πεθαίνει κάποιος γνωστός σου, μὰ κι ὅταν βλέπεις ἕναν ἄγνωστο νεκρὸ, νὰ ὁδηγεῖται μὲ πομπὴ μὲσ’ ἀπὸ τοὺς δρόμους στὴν τελευταία του κατοικία καὶ νὰ συνοδεύεται ἀπὸ τὰ ὀρφανὰ παιδιά του, τὴ χήρα γυναῖκα του, τοὺς συγγενεῖς καὶ τοὺς φίλους του, ὅλους κλαμένους καὶ συντριμμένους. Νὰ συλλογίζεσαι τότε, πὼς ἡ ζωὴ καὶ τὰ πράγματα τοῦ κόσμου τούτου δὲν ἔχουν καμιὰν ἀξία καὶ καμιὰ διαφορὰ ἀπὸ τὶς σκιὲς καὶ τὰ ὄνειρα.
Κοίτα, πόσα κάστρα καὶ παλάτια βασιλιάδων, ἡγεμόνων καὶ ἀρχόντων εἶναι σωριασμένα σὲ ἐρείπια! Σκέψου, πόση δύναμη καὶ πόσο πλοῦτο εἶχαν κάποτε! Τώρα ἔχουν ξεχαστεῖ καὶ τὰ ὀνόματά τους. Λέει ἡ Γραφή: «Πολλοὶ ἄρχοντες ἔχασαν τὴν ἐξουσία τους καὶ κάθησαν στὸ χῶμα• κι ἕνας ἄσημος, ποὺ κανεὶς δὲν φανταζόταν ὅτι θὰ γίνει βασιλιᾶς, φόρεσε στέμμα» (Σόφ. Σείρ. 11:5). Δὲν σοῦ φτάνουν αὐτά; Συλλογίσου τότε, ποιά εἶναι ἡ ἀξία σου ὅταν κοιμᾶσαι; Μήπως δὲν μπορεῖ κι ἕνα ζωύφιο νὰ σὲ θανατώσει; Ναί, πολλοὶ πέθαναν ἔτσι στὸν ὕπνο τους. Ἀλήθεια, ἀπὸ μιὰ κλωστὴ κρέμεται ἡ ζωή μας! Κόβεται ἡ κλωστὴ καὶ τελειώνουν ὅλα. Ἔτσι νὰ φιλοσοφεῖς καὶ νὰ μὴ σαγηνεύεσαι ἀπὸ τὴν ὀμορφιά, τὰ πλούτη, τὴ δόξα, τὶς ἀπολαύσεις. Ἕνα μόνο νὰ σὲ ἀπασχολεῖ: Ποῦ τελειώνουν ὅλα αὐτά. Θαυμάζεις ὅσα βλέπεις ἐδῶ στὴ γῆ; Πιὸ ἀξιοθαύμαστα, ὅμως, εἶναι ἐκεῖνα ποὺ ἀναφέρονται στὶς ἅγιες Γραφές.
Δεῖξε μου ἕναν ἀγέρωχο ἄρχοντα ἢ ἕναν λαμπροντυμένο πλούσιο, ὅταν ψήνεται ἀπὸ τὸν πυρετό, ὅταν ψυχομαχεῖ, καὶ τότε θὰ σὲ ρωτήσω: «Ποῦ εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ περνοῦσε ἀπὸ τὴν ἀγορὰ καμαρωτὸς καὶ περήφανος μὲ ἀκόλουθους καὶ σωματοφύλακες; Ποῦ εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ φοροῦσε πανάκριβα ροῦχα; Ποῦ εἶναι ἡ χλιδὴ τῆς ζωῆς του, ἡ πολυτέλεια τῶν συμποσίων του, οἱ ὑπηρέτες, οἱ παρατρεχάμενοι, τὰ γέλια, οἱ ἀνέσεις, οἱ σπατάλες; Ὅλα ἔφυγαν καὶ πέταξαν. Τί ἀπέγινε τὸ σῶμα, ποὺ ἀπολάμβανε τόση ἡδονή; Πλησίασε στὸν τάφο καὶ κοίτα τὴ σκόνη, τὴ σαπίλα, τὰ σκουλήκια. Κοίτα καὶ στέναξε πικρά. Καὶ μακάρι τὸ κακὸ νὰ περιοριζόταν σὲ τούτη τὴ σκόνη, ποὺ βλέπεις. Ἀπὸ τὸν τάφο καὶ τὰ σκουλήκια φέρε τὴ σκέψη σου στὸ ἀκοίμητο σκουλήκι τῆς ἄλλης ζωῆς, στὸ τρίξιμο τῶν δοντιῶν, στὸ αἰώνιο σκοτάδι, στὴν ἄσβεστη φωτιά, στὶς πικρὲς καὶ ἀφόρητες ἐκεῖνες τιμωρίες, ποὺ δὲν θὰ ἔχουν τέλος. Ἐδῶ, στὴ γῆ, καὶ τὰ καλὰ καὶ τὰ κακὰ κάποτε, ἀργὰ ἢ γρήγορα, τελειώνουν ἐκεῖ, ὅμως, καὶ τὰ δύο διαρκοῦν αἰώνια. Καὶ διαφέρουν ὡς πρὸς τὴν ποιότητα ἀπὸ τὰ καλὰ καὶ τὰ κακὰ τοῦ κόσμου τούτου τόσο, ποὺ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ἐκφράσει κανεὶς μὲ λόγια.
Τί ἔγιναν, λοιπόν, ὅλα ἐκεῖνα τὰ μεγαλεῖα; Τί ἔγιναν τὰ χρήματα καὶ τὰ κτήματα; Ποιός ἄνεμος φύσηξε καὶ τὰ πῆρε καὶ τὰ σκόρπισε; Τί θέλει, πάλι, κι αὐτὴ ἡ ἀνώφελη δαπάνη γιὰ τὴν κηδεία, ποὺ καὶ τὸν νεκρὸ δὲν ὠφελεῖ καὶ τοὺς οἰκείους του ζημιώνει; Ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε γυμνὸς ἀπὸ τὸν τάφο. Ἂς μὴ γίνεται, λοιπόν, ἡ κηδεία ἀφορμὴ ἱκανοποιήσεως τῆς μανίας μας γιὰ ἐπίδειξη. Ὁ Κύριος εἶπε: «Πείνασα καὶ μοῦ δώσατε νὰ φάω• δίψασα καὶ μοῦ δώσατε νὰ πιῶ• ἤμουνα γυμνὸς καὶ μὲ ντύσατε» (Μάτθ. 25:35-36). Ὅμως δὲν εἶπε: «Ἤμουνα νεκρὸς καὶ μὲ θάψατε». Γιατί, ἂν μᾶς παραγγέλλει νὰ μὴν ἔχουμε τίποτα περισσότερο ἀπὸ ἕνα σκέπασμα, ὅταν ζοῦμε, πολὺ περισσότερο ὅταν πεθάνουμε. Ποιὰν ἀπολογία θὰ δώσουμε στὸ Θεό, λοιπόν, ὅταν ξοδεύουμε τεράστια ποσὰ γιὰ νὰ κηδέψουμε ἕνα νεκρὸ σῶμα, τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ Χριστός, μὲ τὴ μορφὴ τῶν φτωχῶν συνανθρώπων μας, τριγυρνάει πεινασμένος καὶ γυμνός, κι ἐμεῖς ἀδιαφοροῦμε γι’ αὐτό;
Ὅλα ὅσα σᾶς λέω, βέβαια, εἶναι ἀνώφελα γιὰ κείνους ποὺ ἔχουν ἤδη πεθάνει. Ἂς τ’ ἀκούσουν, ὅμως, οἱ ζωντανοὶ καὶ ἂς συνέλθουν, ἂς λογικευτοῦν, ἂς διορθωθοῦν. Ὅπου νὰ ‘ναι θὰ ἔρθει καὶ ἡ δική τους ὥρα. Δὲν θ’ ἀργήσουν νὰ βρεθοῦν κι αὐτοί, δὲν θ’ ἀργήσουμε νὰ βρεθοῦμε ὅλοι μας μπροστὰ στὸ φοβερὸ Κριτήριο, ὅπου θὰ δώσουμε λόγο γιὰ τὶς πράξεις μας. Ἂς ἀγωνιστοῦμε, λοιπόν, νὰ γίνουμε καλύτεροι, ἐγκαταλείποντας τὴν ἁμαρτία καὶ ἀκολουθῶντας τὴν ἀρετή, γιὰ νὰ μὴ χάσουμε τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, γιὰ ν’ ἀποκτήσουμε τὰ ἄφθαρτα ἀγαθά, ποὺ ἔχει ἑτοιμάσει γιὰ μᾶς ὁ φιλάνθρωπος Κύριος.