«Ἕνας ἅγιος ποὺ περπατάει πάνω στὴ γῆ»! Τὰ λόγια αὐτὰ πρῶτος τὰ πρόφερε γονατίζοντας γιὰ νὰ ἀσπασθεῖ τὸ χέρι του ἕνας πράκτορας τοῦ FBI, ὅταν τὸν εἶδε νὰ προσεύχεται στὴν ἀκρογιαλιὰ τοῦ Λὸς Ἄντζελες στὴν Ἀμερική. Ἀπὸ τότε τὰ ἐπανέλαβαν αὐθόρμητα μυριάδες πιστοῖ γιὰ τὸν ἀοίδιμο πλέον Πατριάρχη τῆς μαρτυρικῆς Σερβίας Παῦλο. Στὶς 15 Νοεμβρίου 2009 ὁ μακαριστὸς Πατριάρχης, πλήρης ἡμερῶν – ἦταν 95 ἐτῶν – πορεύθηκε πρὸς τὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ, τὴν ἀληθινὴ πατρίδα ὅλων, συνοδευόμενος στὴν τελευταία του ἐπίγεια κατοικία ἀπὸ ἕνα πλῆθος ἑξακοσίων χιλιάδων καὶ πλέον πιστῶν.
Ὁ Οἰκουμενικός μας Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος, μόλις πληροφορήθηκε τὴν κοίμησή του, σὲ μήνυμά του θύμισε τὰ λόγια τοῦ Σέρβου ποιητῆ Μ. Μπέκοβιτς γιὰ τὸν Πατριάρχη Παῦλο: «Κανένας στὴ θορυβωδέστατη ἐποχή μας δὲν μιλοῦσε τόσο χαμηλόφωνα καὶ ταυτόχρονα δὲν ἀκουγόταν μακρύτερα. Κανένας δὲν μιλοῦσε λιγότερο καὶ ἡ ὁμιλία του νὰ ἔλεγε περισσότερα. Κανένας στὴ θεληματικὰ τυφλὴ ἐποχή μας δὲν ἀντίκριζε τὴν ἀλήθεια μὲ περισσότερη ἠρεμία».
Ὁ Πατριάρχης Παῦλος εἶχε γεννηθεῖ στὶς 11 Σεπτεμβρίου 1914 στὸ Κούτσαντσι τῆς Σλαβονίας (Κροατία). Ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ τὴν πολὺ μικρή του ἡλικία. Ἦταν τόσο ἀσθενικός, ὥστε κάποτε τοῦ ἄναψαν κερί, νομίζοντας ὅτι εἶχε πεθάνει. Σπούδασε στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Βελιγραδίου, ἐργάσθηκε ὅμως σὲ διάφορες ἐργασίες, ἀκόμη καὶ ὡς φορτοεκφορτωτὴς λιμανιοῦ καὶ ὡς οἰκοδόμος, προκειμένου νὰ ἐπιβιώσει. Τὸ 1948 ἐκάρῃ μοναχός, τὸ 1954 χειροτονήθηκε ἱερεύς. Ἀπὸ τὸ 1955 ὡς τὸ 1957 ἔκανε μεταπτυχιακὲς σπουδὲς στὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν. Ἐπιστρέφοντας στὴν πατρίδα του ἐξελέγῃ ἐπίσκοπος Ράσκας καὶ Πρίζρεν στὸ Κοσσυφοπέδιο.
Πατριάρχης Σερβίας ἐξελέγῃ την 1η Δεκεμβρίου 1990 μὲ τὸν ἀποστολικὸ τρόπο, δηλαδὴ μὲ κλήρωση ἀπὸ ἐκλεγὲν τριπρόσωπο. Καὶ ἦταν ὁ μόνος ποὺ δὲν ἐπιθυμοῦσε νὰ ἐκλεγεῖ Πατριάρχης. Μετὰ τὴν ἐκλογή του ἀπευθυνόμενος στὴν Ἱερὰ Σύνοδο εἶπε: «Οἱ δυνάμεις μου εἶναι μικρὲς καὶ σεὶς τὸ γνωρίζετε. Ἐγὼ σ’ αὐτὲς δὲν ἐλπίζω. Ἐλπίζω στὴ βοήθειά σας καί, ἐπαναλαμβάνω, στὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴν ὁποία Ἐκεῖνος μέχρι σήμερα μὲ στήριξε». Κατὰ δὲ τὴν ἐνθρόνισή του τὴν ἑπόμενη μέρα εἶπε τὰ ἑξῆς: «Ἀνερχόμενος ὡς 44ος Πατριάρχης Σερβίας στὸν θρόνο τοῦ ἁγίου Σάββα δὲν ἔχω κανένα δικό μου πρόγραμμα. Τὸ πρόγραμμά μου εἶναι τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ»!
Ὁ Πατριάρχης Παῦλος, ὅπως πάλι τόνισε ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης, ποὺ προέστη τῆς κηδείας του, ἦταν πάμφτωχος, ἀσκητής, νηστευτής, ἀδιαλείπτως προσευχόμενος, ταπεινός, θυσιαστικός, μαχητὴς ἀνυποχώρητος, πύρινος λειτουργός, εἰρηνοποιός, εὐρυμαθὴς θεολόγος, προφητικὸς κῆρυξ τοῦ Εὐαγγελίου, ἐλεημονέστατος!
Δὲν εἶναι ὑπερβολικὰ τὰ λόγια τοῦ Πατριάρχου. Ὁ μακαριστὸς Παῦλος ἦταν ἕνα θαῦμα τοῦ Θεοῦ. Κυκλοφοροῦσε καὶ ὡς Πατριάρχης μόνο μὲ τὰ δημόσια μέσα μεταφορᾶς κοιμόταν σὲ ἕνα ἁπλὸ φτωχικὸ δωμάτιο, στὸ Πρίζρεν δὲ σὲ μιὰ ψάθα, ἔραβε καὶ ἐπισκεύαζε μόνος του τὰ ἐνδύματα καὶ τὰ ὑποδήματά του καὶ ἑτοίμαζε τὸ πάντοτε νηστίσιμο φαγητό του ὁ ἴδιος. Ἀπὸ τότε ποὺ ἐξελέγῃ Πατριάρχης, λειτουργοῦσε κάθε μέρα! Αὐτὸς δὲ ἔδωσε λύση στὸ ὀδυνηρὸ σχίσμα τῆς λεγόμενης «Ἐλεύθερης Σερβικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας» καὶ τὴν ὁδήγησε στοὺς κόλπους τοῦ Σερβικοῦ Πατριαρχείου.
Ἡ ἐκλογή του συνέπεσε μὲ τὴν πιὸ τραγικὴ περίοδο τῆς ἱστορίας τῆς Σερβίας, τότε ποὺ ὁ φρικτὸς πόλεμος κατέστρεφε τὴν ἄλλοτε ἑνωμένη Γιουγκοσλαβία. Τότε ἀκριβῶς ἔδειξε τὴν ἁγιότητά του. Συνέπασχε μὲ τὸν μαρτυρικὸ λαὸ τῆς καταφανῶς ἀδικούμενης Σερβίας, ἀλλὰ ποτὲ δὲν παρασύρθηκε καὶ μάλιστα καταδίκαζε ἔντονα κάθε ἀκραῖο ἐθνικισμό. «Κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιο ὑπάρχει ἀρκετὸς χῶρος γιὰ ὅλους», ἔλεγε καὶ τόνιζε: «Τὴν εἰρήνη τὴ χρειάζονται ἐξίσου ὅλοι οἱ ἄνθρωποι· ὅπως ἐμεῖς, τὸ ἴδιο καὶ οἱ ἐχθροί μας». «Δὲν ὑπάρχει», φώναζε, «συμφέρον οὔτε ἐθνικὸ οὔτε προσωπικὸ ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ἀποτελεῖ δικαιολογία τοῦ νὰ μὴν εἴμαστε ἄνθρωποι»!
Ἡ φράση μάλιστα αὐτή, ποὺ συχνὰ ἐπανελάμβανε, συνετέλεσε ὥστε τὰ παιδιὰ νὰ τὸν ὀνομάζουν χαϊδευτικά: «Ὁ Παῦλος, νὰ εἴμαστε ἄνθρωποι»!
Αὐτῆς τῆς ἀληθινὰ ἁγίας μορφῆς ἂς ἔχουμε ὅλοι τὴν εὐχὴ καὶ ἰδιαίτερα ὁ πολυβασανισμένος λαὸς τῆς Σερβίας. Νὰ εὐχηθοῦμε δὲ νὰ ἀναδείξει ὁ Κύριος ἀντάξιο διάδοχό του.